Στην μελέτη αυτή εξετάζονται τα παρακάτω συναφή
ζητήματα. Πρώτον, η συμβολή του Βυζαντίου/Ρωμανίας στην
διάδοση/διατήρηση της ελληνικής γραμματείας συγκριτικά με τη συμβολή
άλλων λαών και των Μουσουλμάνων. Δεύτερον, κατά πόσον η Δύση είχε
γνώση ή άγνοια της ελληνικής και αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων κατά τον
Μεσαίωνα. Τρίτον, κατά πόσον εκείνοι οι οποίοι μεταβίβασαν
(μετέφρασαν-υπομνημάτισαν) τα αρχαιοελληνικά συγγράμματα στον
αραβόφωνο κόσμο ήταν Μουσουλμάνοι Άραβες ή χριστιανοί της Μέσης Ανατολής
(Άραβες, Σύροι κ.ά.). Και τέταρτον, του κατά πόσον η Δύση ήρθε σε
επαφή με τον Αριστοτέλη και συνολικά την αρχαιοελληνική γραμματεία με
μεσολαβητές, χρονικά πρώτους, τους Μουσουλμάνους Άραβες και τις
αραβολατινικές μεταφράσεις αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων.
Α) Ξεκινάμε από το πρώτο, τη σύγκριση μεταξύ της
βυζαντινής και αραβικής συμβολής στην αντιγραφή και διατήρηση των
αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων.
Αποτελεί κοινό τόπο μεταξύ των επιστημόνων, σε
αντίθεση με μη επιστημονικές θεωρήσεις, ότι η συνεισφορά των
Βυζαντινών στη διατήρηση, αντιγραφή και διάδοση των αρχαιοελληνικών
συγγραμμάτων είναι πολύ μεγαλύτερη από τη συμβολή των Μουσουλμάνων και
άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων της Μέσης Ανατολής. Έτσι:
1) «Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασσικών μάς έγιναν γνωστοί μέσω Βυζαντινών χειρογράφων» (Michael H. Harris, History of Libraries in the Western World, 1995, p. 77)
2) «Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων Ελλήνων διασώθηκαν και έφτασαν ώς τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλιοθηκάριων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δε θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Χάρη σ’ αυτούς μάς έμειναν πολλά. Δεν ξεχνώ πως υπήρξαν κι άλλοι ενδιάμεσοι, κυρίως οι μωαμεθανοί λόγιοι που μετέφρασαν Αριστοτέλη, Γαληνό, ή Πτολεμαίο, κι έκαναν έτσι να φτάσουν ώς τη Δύση κάποια σημαντικά κείμενα, που μόνο απ' τις μεταφράσεις τους είναι γνωστά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τους Σύριους, τους Ιρανούς, όπως και για τους Αρμένιους και τους Γεωργιανούς λογίους. Αλλά ο ρόλος όλων αυτών δεν συγκρίνεται κατά κανένα τρόπο με το ρόλο των Ελλήνων του Βυζαντίου» (Jacques Bompaire, καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris IV-Sorbonne, στο Βυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe, σ. 27).
3) Κάθε σύγκριση μεταξύ των αριστοτελικών έργων που μεταφράστηκαν στα λατινικά από βυζαντινά χειρόγραφα και των αριστοτελικών έργων που μεταφράστηκαν στα λατινικά από αραβικά χειρόγραφα είναι συντριπτική. Σύμφωνα με τον ιστορικό της φιλοσοφίας Λίνο Μπενάκη «σήμερα σώζονται στη Δύση 7.820 αριστοτελικά έργα μεταφρασμένα από τα ελληνικά στα λατινικά και μόλις 1.944 από τα αραβικά» (εφ. Ελευθεροτυπία, 21-12-2010).
4) «Με εξαίρεση τα ελάχιστα σπαράγματα που έχουν βρεθεί σε σκουπιδότοπους της Αιγύπτου, τα έργα των Ελλήνων κλασσικών όπως τα γνωρίζουμε έχουν φτάσει σ’ εμάς μέσω βυζαντινών χειρογράφων. Εάν κάποιοι άσημοι άνδρες δεν είχαν εργαστεί ανώνυμα κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα, εμείς δεν θα είχαμε σήμερα ούτε τον Πλάτωνα ούτε τον Αριστοτέλη (παρά σε μετάφραση) ούτε τον Ηρόδοτο ή τον Θουκυδίδη, ούτε τον Αισχύλο ή τον Σοφοκλή» (Mango Cyril, Ιστορία του Βυζαντίου του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης, σ. 298). 5) «με τις σημερινές γνώσεις μας, νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε χωρίς δισταγμό την υπόθεση – a priori ήδη ελάχιστα αληθοφανή – ότι η διατήρηση στο γειτονικό Ισλάμ κάποιας ελληνικής παράδοσης και ελληνικών χειρογράφων προκάλεσε στο Βυζάντιο ένα είδος αναγέννησης. (...) Δεν έχουμε καμιά απόδειξη, ούτε καν ένδειξη, ότι υπήρξε αντίστροφη κίνηση, από το Ισλάμ προς τις ελληνόφωνες χώρες, προς το Βυζάντιο. Η Βαγδάτη μπορεί να προμηθεύτηκε μερικά κείμενα από το Βυζάντιο, (...) δεν έχουμε όμως παραδείγματα χειρογράφων που πήγαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία από το χαλιφάτο. Με άλλα λόγια, αυτή την εποχή διαπιστώνεται μια φανερή επίδραση του αρχαίου ελληνισμού στον ισλαμισμό, αλλά δεν έχουμε κανένα σημάδι έμμεσης μετάδοσης του αρχαίου ελληνισμού στον μεσαιωνικό, βυζαντινό ελληνισμό με τη μεσολάβηση του Ισλάμ. (...) Είναι λοιπόν βέβαιο, και αυτό ακριβώς έχει σημασία για μας, ότι ο Φώτιος προμηθεύτηκε σε βυζαντινό έδαφος και διάβασε στην Κωνσταντινούπολη τα ελληνικά βιβλία που αναλύει στη Βιβλιοθήκη του. Μήπως επίσης στην Κωνσταντινούπολη ενημέρωσε, με τη βοήθεια κάποιου γραμματέα, και τη συλλογή του; Είναι πιθανό» (Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, σ. 29, 34, 45).
6) «Ενώ η αναγέννηση του ελληνισμού στο Βυζάντιο αγκαλιάζει, προοδευτικά και λίγο πολύ γρήγορα, όλους τους τομείς των αρχαίων γραμμάτων –στους οποίους περιλαμβάνονται και η ποίηση, το θέατρο, η ρητορική, η ιστορία κτλ.–, το Ισλάμ ενδιαφέρθηκε μόνο για τις θετικές επιστήμες και για τη φιλοσοφία, και μάλιστα όχι για όλη τη φιλοσοφία, παρά μόνο για την αριστοτελική λογική και για μερικές πλευρές λίγο πολύ παραμορφωμένες του νεοπλατωνισμού. Το Ισλάμ έμεινε έτσι έξω από τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό κόσμο των Ελλήνων» (P. Lemerle, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός, σ. 35).
7) «Λόγοι και ρητορικά κείμενα και επίσης ολόκληρη η ποίηση, η τραγωδία, καθώς και η ιστορική φιλολογία δεν μεταφράστηκαν στα αραβικά, γιατί όλα αυτά ανήκουν στη ρητορική διδακτική παιδεία και θεωρήθηκαν απάδοντα στην ισλαμική θρησκεία και επικίνδυνα» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση, σ. 36). «Δια τούτο εκ των προς μετάφρασιν κειμένων εξηρέθησαν τα κλασσικά λογοτεχνικά κείμενα της Ελληνικής ποιήσεως, της τραγωδίας και της κωμωδίας. Η Ελληνική Λογοτεχνία δεν είχεν ισχυράν επίδρασιν επί τα Αραβικά Γράμματα εν συγκρίσει προς την υπόλοιπον Ελληνικήν πνευματικήν παραγωγήν….απεφεύχθη η εισαγωγή εις τον Ισλαμικόν κόσμον προσβλητικών της πίστεώς των κειμένων, περιεχόντων μνείας της μυθολογίας και της πολυθεΐας των Αρχαίων….Οι Άραβες ηγνόησαν τους Έλληνας ποιητάς, τους τραγικούς καθώς και τους ιστορικούς ως εκπροσώπους ενός ειδωλολατρικού παρελθόντος. Οι μεταφρασταί επέλεξαν διαμέταφρασιν τα έργα τα οποία δεν θίγουν τα ηθικά όρια του Ισλάμ, κείμενα ζωολογικά περί χοίρων ή άλλα περιγράφοντα απηγορευμένα εις τους Μουσουλμάνους ποτά δεν μετεφράσθησαν» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σσ. 279-280). Χαρακτηριστικά, η Ιλιάδα μεταφράστηκε στα αραβικά για πρώτη φορά μόλις στα 1887, στο Κάιρο, από τον Σουλεϊμάν al Bustani, χριστιανό Μαρονίτη του Λιβάνου (Albert Hourani, Islam in European thought, σσ. 175, 175).
8) «Αν δεν είχαν δουλέψει οι Βυζαντινοί αντιγραφείς, ίσως πολλοί από τους κλασσικούς θα είχαν χαθή (…) Κι αν δεν είχαν συμβή οι λεηλασίες των Λατίνων και των Οθωμανών, ο αριθμός των σωζομένων έργων θα ήταν βέβαια πολύ μεγαλύτερος από ό,τι γνωρίζομε σήμερα» (Talbot Rice Tamara, Ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος των Βυζαντινών, σ. 255-6).
9) «Στο Βυζάντιο, το ενδιαφέρον για τους κλασικούς δεν χάθηκε. Παρέμεινε αμείωτο καθ’ όλο το Μεσαίωνα. Τα πιο εξαίσια σωζόμενα χειρόγραφα των κλασικών έργων προέρχονται, κατά κανόνα, από τη μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη. Πράγματι, αν δεν υπήρχαν οι Βυζαντινοί αυλικοί και επίσκοποι του 9ου και του 10ου αιώνα δεν θα γνωρίζαμε τίποτε – εκτός από ορισμένα παπυρικά αποσπάσματα – για το έργο του Πλάτωνα, του Ευκλείδη, του Σοφοκλή και του Θουκυδίδη. Η ελληνική κουλτούρα που γνωρίζουμε είναι η ελληνική κουλτούρα που δεν σταμάτησε να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο κλασικό παρελθόν τους με τέτοια φυσικότητα ώστε το μεσαιωνικό Βυζάντιο ποτέ δεν γνώρισε μια "Αναγέννηση": οι Βυζαντινοί ποτέ δεν θεώρησαν ότι το κλασικό τους παρελθόν είχε πεθάνει, γι’ αυτό και σπάνια επιχείρησαν συνειδητά να το "αναστήσουν". Το συντηρούσαν κάθε τόσο με μιαν ανακάθαρση: κάπως σαν τα δημόσια μνημεία που, όντας διαρκώς παρόντα, ανακαινίζονται κατά καιρούς σε εξάρσεις ζήλου» (Peter Brown, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., σ. 187)
10) «Λαμβάνοντας υπόψη όλους αυτούς τους περιορισμούς, είναι αξιοσημείωτο πόσο πλούσιο υλικό διασώθηκε και δύσκολα θα μπορούσαμε να παραπονεθούμε για τις επιλογές που έγιναν» (Mango Cyril, Ιστορία του Βυζαντίου, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, σ. 302).
11) «Εκείνο που πήραν [οι Άραβες] από την κληρονομιά της αρχαιότητας δεν υπήρξε ποτέ πολιτικής υφής. Η πολιτική προβληματική των Ελλήνων, θεμελιακή για τη δημοκρατία, δεν γονιμοποίησε ούτε τους φιλοσόφους ούτε τις κοινωνίες των Αράβων. (…) οι Άραβες σχολιαστές του Αριστοτέλη έγραψαν κατά κόρον για τη μεταφυσική και τη λογική του, αγνόησαν όμως ριζικά ολόκληρη την ελληνική πολιτική προβληματική (Κορνήλιου Καστοριάδη, Η άνοδος της ασημαντότητας, σσ. 75, 81).
12) Οι ελίτ των Αββασιδών μετά τα μέσα του 9ου αιώνα «μέμφονταν ακόμα και τους χριστιανούς ότι διέδιδαν τις μεταφράσεις του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη με σκοπό να προσβάλουν το Κοράνιο» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 159).
13) «Τον 14ο αιώνα ο Ιμπν Χαλντούν, που χρησιμοποιεί κάποιες κατηγορίες της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη για να αναλύσει την ιστορία των κοινωνιών, κρίνει αντίθετες με τον θρησκευτικό νόμο τις επιστήμες που χαρακτηρίζει «λογικές» ή «φιλοσοφικές»· εκτιμά μάλιστα ότι η επιρροή τους στο Ισλάμ ήταν ολέθρια…Φτάνει στο σημείο να καταδικάσει τη μελέτη της φυσικής που δεν έχει, γράφει, καμιά σημασία από θρησκευτική άποψη» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 161). «Ο Ibn Hasan al Kanujy βλέπει ότι τα Φυσικά [του Αριστοτέλη] αναιρούν τον νόμον και την αληθινήν θρησκείαν και θεωρούνται ανοησίαι και ουχί επιστήμη ώστε να ενταχθούν μεταξύ των έργων της επιστήμης» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 219).
14) Οι Άραβες, όταν κατέκτησαν τη Συρία επέβαλαν στο ελληνόφωνο λαό της να πάψει να μιλά τα ελληνικά, «επί απειλή αποτομής των γλωσσών εάν εξηκολούθει λαλών Ελληνιστί» (Γ. Κ. Σκαλιέρη Λαοί και φυλαί της Μικράς Ασίας, σ. 220)
15) Ήδη από το 699, η ελληνική γλώσσα αντικαταστάθηκε από τα αραβικά στην ισλαμική πρωτεύουσα στην Δαμασκό (Peter Brown, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., σ. 212)
16) «Ο Γιακούμπ αλ Μανσούρ [σημ. Abu Yusuf Ya'qub al-Mansur, 1160-1199, μουσουλμάνος βασιλιάς της Ισπανίας] είχε εκδόσει ένα διάταγμα που επεκύρωνε το ότι ο Θεός επεφύλασσε το πυρ της κολάσεως για όσους πίστευαν πως μπορούσαν να ανακαλύψουν την αλήθεια μόνο με τη λογική. Όλα τα βιβλία που πραγματεύονταν θέματα συνδεόμενα με τη λογική και τη μεταφυσική παραδόθηκαν στις φλόγες» (Μπ. Ράσελ, Οι σχολαστικοί, σ. 64)
17) «Το 949 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ έστειλε πρεσβεία στην Κόρδοβα και μεταξύ των δώρων που έστειλε στον 'Abdarrahman ήταν ένα αντίγραφο του Διοσκορίδη στα ελληνικά με μικρογραφίες των φυτών που περιέγραφε το κείμενο. Το βιβλίο αυτό συγκέντρωσε την προσοχή πολλών, αλλά κανείς στην Κόρδοβα δεν γνώριζε ελληνικά, και έτσι ο Χαλίφης ευχαριστώντας τον Αυτοκράτορα τον παρακάλεσε να στείλει κάποιον ο οποίος θα μπορούσε να μεταφράσει και να εξηγήσει το σύγγραμμα. Το 951 ο Αυτοκράτορας έστειλε έναν μοναχό ονόματι Νικόλαο, που γνώριζε τα αραβικά, και ο οποίος όχι απλώς μετέφρασε τον Διοσκορίδη και άλλα αρχαιοελληνικά έργα, αλλά άρχισε να διδάσκει την ελληνική(…) Μεταφράσεις του Διοσκορίδη υπήρχαν…αλλά ο Νικόλαος έκανε βελτιωμένη μετάφραση στην οποία καταβλήθηκε προσπάθεια να προσδιοριστούν τα περιγραφόμενα φυτά, θέτοντας έτσι τις βάσεις για μια σοβαρή μελέτη της βοτανικής. (…) Προφανώς η παλιότερη εκδοχή [μεταφραστική] από τον Hunayn ibn Ishaq ή τον an-Natali ήταν άγνωστη στην Ισπανία» (De Lacy O'Leary How Greek Science Passed to the Arabs, κεφ. 12, 3).
18) Στα μέσα του 8ου αι. ήταν ο άραβας Al Mansur ζήτησε από τον βυζαντινό αυτοκράτορα χειρόγραφα μαθηματικών και άλλων βιβλίων. «Ο Βυζαντινός βασιλεύς του απέστειλε τα Στοιχεία του Ευκλείδου και άλλα βιβλία της αρχαίας φυσικής» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 200).
19) «Όταν γίνεται σύγκριση με την κλίμακα του Ελληνισμού, οι Βυζαντινοί είχαν, φυσικά, πολύ μεγαλύτερα τεκμήρια υπέρ αυτών. Κανένα έγγραφο στα Αραβικά και τα Περσικά, όσο "ελληνίζων" κι αν ήταν ο συγγραφέας του, δεν φανερώνει τον ίδιο πλούτο του υλικού που βρίσκεται διαθέσιμος στον Φώτιο, για παράδειγμα, ή στη Σούδα ή στον Θεόδωρο Μετοχίτη. Ο Μουσουλμάνος, στην πραγματικότητα, είχε σχετικά λίγα κείμενα στη διάθεσή του. Σε λίγους τομείς, όπως την ιατρική και τα μαθηματικά, είχε πολλά κείμενα. Σε άλλους τομείς, όπως την ιστορία, το δράμα και γενικά την ποίηση, δεν είχε τίποτε. Επιπλέον... ο Μουσουλμάνος εργαζόταν πάνω σε μια μετάφραση από δεύτερο χέρι» (F.E. Peters, Aristotle and the Arabs. The Αristotelian Tradition in Islam, New York University Press 1968, σ. 26).
Συνεπώς:
α) Η σχέση μεταξύ των αντεγραμμένων από τους
Βυζαντινούς και των αντεγραμμένων από άλλους (Μουσουλμάνους και
μεσανατολίτες Χριστιανούς) αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων είναι 3:1.
Όπως θα δούμε, η αναλογία μεταξύ Βυζαντινών και Μουσουλμάνων είναι ακόμη
μεγαλύτερη.
β) Η αντιγραφή από τους Μουσουλμάνους είχε πολύ
μικρότερο εύρος σε σχέση με την βυζαντινή, δηλαδή οι Μουσουλμάνοι
ενδιαφέρθηκαν και αντέγραψαν συγγράμματα από πολύ λιγότερους τομείς
της αρχαιοελληνικής γραμματείας σε σχέση με τους Βυζαντινούς.
Οι Βυζαντινοί και όχι οι Άραβες έχουν πολύ
μεγαλύτερο μερίδιο στην αντιγραφή και διατήρηση των αρχαιοελληνικών
εγγράφων. Οι Μουσουλμάνοι Άραβες πράγματι διατήρησαν και (υποτίθεται
ότι) αντέγραψαν ένα τμήμα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, αλλά αυτό
είναι μικρότατο σε σχέση με το τμήμα που διατήρησαν και αντέγραψαν οι
Βυζαντινοί χριστιανοί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επιδόσεις των
Αράβων στα μαθηματικά είναι αποτέλεσμα σε μεγάλο ποσοστό όχι απλώς της
αρχαιοελληνικής αλλά και της ελληνοβυζαντινής μαθηματικής επιστήμης:
Οι Άραβες αρχικά δεν γνώριζαν αριθμητικές
πράξεις: Στον καιρό του Κωνσταντίνου Ε’ (741-755) «οι χριστιανοί που
βρίσκονταν στην επικράτεια των Αγαρηνών ήταν ανέκαθεν υπεύθυνοι για
τους φορολογικούς καταλόγους (επειδή οι τελευταίοι δεν γνώριζαν
αριθμητικές πράξεις ούτε να γράφουν κλάσματα, εννοώ τα τρίτα, τα
τέταρτα, τα όγδοα, τα δωδέκατα και τις υποδιαιρέσεις τους), τότε όμως
εξαιτίας του φθόνου απομακρύνθηκαν από την διαχείριση των καταλόγων.
Επειδή, μολαταύτα, οι Αγαρηνοί δεν κατόρθωσαν να φέρουν μόνοι τους σε
πέρας ένα τέτοιο έργο, ανέθεσαν και πάλι στους χριστιανούς τη
διεκπεραίωση των υπολογισμών αυτών» (Ζωναράς, XV, 6).
«Όπως τεκμηριώνουν οι πηγές, η
συμβολή στην εξέλιξη της άλγεβρας και οι καρποί της μελέτης του Λέοντα
του Μαθηματικού θα γίνουν κτήμα, στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του
9ου αιώνα, των Αράβων μαθηματικών στο χαλιφάτο της Βαγδάτης και θα
αποτελέσουν τις απαρχές της σύγχρονης μαθηματικής επιστήμης κατά τα τέλη
του 16ου-αρχές του 17ου αιώνα» (Φαίδων Μαλιγκούδη, καθ. Ιστορίας
ΑΠΘ, Ε-Ιστορικά, τ. 122).
Ο Μάξιμος Πλανούδης στα 1252
χρησιμοποιεί τα λεγόμενα αραβικά ψηφία. «Αυτό το σύστημα ψηφίων
απαντάται στο Βυζάντιο ήδη στον περίφημο κώδικα του Ευκλείδη του έτους
888 και κατόπιν π.χ. στον μοναχό Νεόφυτο, του οποίου η εποχή δυστυχώς
δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια (ήταν πάντως προγενέστερος του
Πλανούδη). Ο Νεόφυτος γνώριζε το σύμβολο του μηδενός» (Hunger H.,
Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 49).
Ως προς τις επιστήμες, οι
Βυζαντινοί διέσωσαν πάρα πολλά και χάθηκε ό,τι αυτοί – κι όχι οι
Άραβες – δε διέσωσαν:
«Για να αποτιμήσουμε τη σπουδαιότητα που είχε η εκδοτική και υπομνηματιστική δραστηριότητα των Βυζαντινών για τη διατήρηση των αρχαίων φυσικομαθηματικών συγγραμμάτων, αρκεί να αναλογιστούμε ότι τα χαμένα έργα των Κωνικών τομών του Απολλωνίου είναι ακριβώς εκείνα που δεν είχαν περιληφθεί από τον Ευτόκιο στο υπόμνημά του» (Hunger H., Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 19).
Ο Ευτόκιος ο Ασκαλωνίτης (γένν. περίπου
το 480) «συνέβαλε πολύ στο να διατηρηθούν τα αρχαία μαθηματικά. Στο
αφιερωμένο στον Αμμώνιο βιβλίο Α’ του υπομνήματός του στο έργο του
Αρχιμήδη Περί σφαίρας και κυλίνδρου ο Ευτόκιος παραθέτει τις
προγενέστερες προσπάθειες να λυθεί το λεγόμενο δήλιο πρόβλημα, ο
διπλασιασμός του κύβου, στηριζόμενος κατά ένα μέρος σε αποσπάσματα από
τον Εύδημο (Γεωμετρικά, περίπου 340 π.Χ.). ανακάλυψε όμως ακόμη και
ένα απόσπασμα σε δωρική διάλεκτο προερχόμενο από το έργο του Αρχιμήδη
για τη γεωμετρική λύση εξισώσεων τρίτου βαθμού. Ο Ευτόκιος
υπομνημάτισε ακόμη τα συγγράμματα του Αρχιμήδη Περί επιπέδων
ισορροπιών και Κύκλου μέτρησις. Το υπόμνημά του στα βιβλία Α’-Δ’ των
Κωνικών τομών του Απολλωνίου του Περγαίου ο Ευτόκιος το αφιέρωσε στον
φίλο του Ανθέμιο τον Τραλλιανό» (Hunger Herbert, Βυζαντινή
λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 25).
«Μια μεγάλη προσφορά του μηχανικού
Ισιδώρου, είναι ότι μερίμνησε να συνεχιστεί τον 6ο αιώνα η παράδοση
των κειμένων του Αρχιμήδη και του Ευκλείδη, εκδίδοντας τα συγγράμματα
του Αρχιμήδη μαζί με τα υπομνήματα του Ευτoκίου. Από το γεγονός και
μόνο ότι ένας από τους μαθητές του συνέταξε το βιβλίο ΙΕ’ στα Στοιχεία
του Ευκλείδη γίνεται πρόδηλο ότι κατά την ακαδημαϊκή διδασκαλία
καταπιανόταν διεξοδικά με τον Ευκλείδη. (…) Ο Ισίδωρος υπομνημάτισε και
το (χαμένο) σύγγραμμα του Ήρωνα για την κατασκευή αψίδων (Καμαρικά)»
(Hunger Herbert, Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 26).
Ο Στέφανος τον 7ο αι. «άφησε ένα
υπόμνημα στους αστρονομικούς πίνακες του Θέωνα» (Hunger Herbert,
Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 27), το οποίο υπήρχε ακόμη στην εποχή
του Θεόδωρου Μετοχίτη (14ος αι.).
«Όσο και αν ο 10ος αιώνας δεν έχει να
παρουσιάσει κανένα σπουδαίο όνομα βυζαντινού μαθηματικού ή
αστρολόγου, πολλά εξαιρετικά χειρόγραφα από την εποχή αυτή πιστοποιούν
εντούτοις ότι η μελέτη των μαθηματικών και της αστρονομίας
συνεχιζόταν» (Hunger Herbert, Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 39).
Και για την εποχή του Βασίλειου Β’
«το μέσο μορφωτικό επίπεδο διατηρήθηκε σταθερό και κατά τις δεκαετίες
αυτές. Έτσι, μια μαθηματική τετρακτύς (Συνοπτικό σύνταγμα φιλοσοφίας)
που αργότερα αποδόθηκε στον Ψελλό, αλλά στην πραγματικότητα είναι έργο
άγνωστου συντάκτη, ανάγεται στο έτος 1008» (Hunger Herbert,
Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 39).
Ορισμένα από τα μαθηματικά και αστρονομικά
συγγράμματα των Ορθόδοξων Βυζαντινών Ελλήνων: η εξάτομη Λογιστική του
Βαρλαάμ, τα Αρμονικά του Βρυενού, η Στοιχείωσι Αστρονομική του
Θεόδωρου Μετοχίτη, τα Περί κατασκευής κοίλων κατόπτρων και Περί
παραδόξων μηχανημάτων του Ανθέμιου, το Περί αριθμών του Μ. Ψελλού, το
Σχόλιον στα ψηφία κατ’ Ινδούς, του Νεόφυτου Μοναχού, η περίφημη
Τετράβιβλος, 500 σελίδων, του Παχυμέρη, τα Σχόλια εις τον Πτολεμαίων
και τον Ευκλείδην, το Περί ευρέσεως των τετραγωνικών πλευρών των μη
ρητών τετραγώνων αριθμών, η Μέθοδος κατασκευής αστρολαβικού οργάνου,
του μοναχού Ισαάκ Αργυρού, η Παράδοσις σύντομος και σαφεστάτη της
ψηφοφορικής επιστήμης του Νικόλαου Αρτάβασδου, η οποία ασχολείται με
τα κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς, η Παράδοσις εις την εύρεσιν
των τετραγώνων αριθμών του Μιχαήλ Μοσχόπουλου, τα Υπόμνημα εις την
μεγάλην του Πτολεμαίου σύνταξιν και Περί κατασκευής σφαίρας του Αράτου
του Αυτοκράτορα Ηράκλειου, το Υπόμνημα εις την αριθμητικήν εισαγωγήν
και το Περί μετρήσεως του Ήρωνα Βυζαντινού, το Μαθημάτων αστρονομίας
του Θ. Προδρόμου, το Σφαιρικά τινα και εποπτικά του Μανουήλ Βρυένιου,
το μαθηματικό-γεωδαιτικό Σύνοψις περί μετρήσεως και μερισμού γης του
Πεδιάσιμου, η Αστρονομική βίβλος του Θεόδωρου Μελιτηνιώτη. Βυζαντινοί
μαθηματικοί: ο Καβάσιλας Νικόλαος, λόγιος και αστρονόμος, σε επιστολή
του αποδίδει τις παλίρροιες στην έλξη που προκαλεί η δύναμη της
σελήνης, η οποία διαδίδεται ευθύγραμμα μαζί με το φώς της. Ο
Μοσχόπουλος Μανουήλ, λόγιος και μαθηματικός, ήταν συγγραφέας του
«Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών» που συνίσταται στην
διάταξη ν2 ακεραίων μέσα σε ένα τετράγωνο με ν γραμμές και
ν στήλες έτσι ώστε οι αριθμοί που διατάσσονται σε κάθε γραμμή, σε κάθε
στήλη, και σε κάθε διαγώνιο να έχουν το άθροισμα ν(ν2
+1)/2. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, μαθηματικός και αστρονόμος, στα 1325
κατάλαβε με δικές του μετρήσεις το σφάλμα του Ιουλιανού ημερολογίου το
οποίο και διόρθωσε (Ρωμαϊκή Ιστορία viii, 13), «μερίμνησε να
αποκατασταθούν χειρόγραφα του Απολλωνίου» (Hunger H., Βυζαντινή
λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 54), υπολόγισε όλες τις εκλείψεις του ηλίου της
τελευταίας χιλιετίας και βελτίωσε τον αστρολάβο, έτσι ώστε ο
αστρονόμος να βρίσκει με ορισμένη μέθοδο με κάθε δυνατή ακρίβεια σε
δεδομένο χρόνο τις θέσεις των αστέρων. Ο Παχυμέρκης Γεώργιος,
μαθηματικός και αστρονόμος, έλυνε προβλήματα β' βαθμού, γραμμικά
συστήματα και προχωρούσε στην λύση της εξίσωσης χ3 - 4χ2
+ χ -4 = 0. «Συνεχίζοντας εδώ τον Αρχιμήδη και τον Απολλώνιο, αλλά
υπερβαίνοντάς τους, ο Ανθέμιος κατασκεύασε το ελλειψοειδές με βάση τις
εφαπτόμενες και όρισε το παραβολοειδές με βάση την κύρια εστία και τον
κύριο άξονα» (Hunger H., Βυζαντινή λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 26). Ο
Ιωάννης Φιλόπονος «καταπιάστηκε και με μαθηματικά προβλήματα όπως ο
τετραγωνισμός του κύκλου. Ακόμη υπομνημάτισε την Αριθμητική του
Νικομάχου και έγραψε ένα μελέτημα για την κατασκευή και τη χρήση του
αστρολάβου. Ενώ ο Συνέσιος παρουσίαζε μόνο την περιγραφή ενός
αρμιλσφαιρίου, της οποίας το πρότυπο υπήρξε ήδη στον Πτολεμαίο, στο
έργο του Φιλόπονου έχουμε το αρχαιότερο κείμενο για τον αστρολάβο, το
όργανο που "συλλαμβάνει" τα αστέρια και με το οποίο ήταν δυνατόν να
προσδιοριστεί η ώρα τη νύχτα» (Hunger Herbert, Βυζαντινή λογοτεχνία,
τ. Γ’, σ. 24). Η Αριθμητική εισαγωγή του Νικόμαχου του Γερασηνού
(1ος/2ος αιώνας) ήταν ένα έργο το οποίο «Ο Ασκληπιός ο Τραλλιανός και ο
Ιωάννης ο Φιλόπονος το υπομνημάτισαν· ο Απουλήιος και ο Βοήθιος
έκαναν μεταφράσεις στα λατινικά» (Hunger Herbert, Βυζαντινή
λογοτεχνία, τ. Γ’, σ. 24)· μάλιστα «ο Φιλόπονος προχώρησε σε δικές του
συμπληρώσεις και σε περαιτέρω εύστοχες ανασκευές» (ό.π., σ. 24).
Οι Λατίνοι πήγαιναν στο Βυζάντιο προκειμένου να
κατανοήσουν τα μαθηματικά: «Ο Λεονάδρος της Πίζας, που ταξίδεψε
στην πρωτεύουσα γύρω στο 1200, συνάντησε αρκετούς μαθηματικούς, που
του δίδαξαν τη διατύπωση αλγεβρικών προβλημάτων» (A.P. Kazhdan / Ann
Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και
τον 12ο αιώνα, σ. 232). Το ίδιο γινόταν και για την μετάφραση
αρχαίων ελληνικών χειρογράφων. Κατά τον 12ο αιώνα «μεταξύ των
μεταφραστών υπήρχαν πολλά μέλη των εγκατεστημένων στην
Κωνσταντινούπολη εμπορικών παροικιών» (Marc Bloch, Η φεουδαλική
κοινωνία, σ. 160).
Αντίστοιχος ήταν και ο τρόπος με τον οποίον ήρθαν σε επαφή με
τη χημεία οι Άραβες: από τους Έλληνες. Ο πρίγκιπας Χάλεδος «όπως
λέγεται εδιδάχθη την χημείαν εις την Αλεξάνδρειαν ή υπό Έλληνος μοναχού
ονόματι Μαριάνας ή Μορίενος» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά
γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 212). «Οι
Ομμεϋάδες επίσης έμαθαν από τους Βυζαντινούς την τεχνική της δημόσιας
διοίκησης και της πολιτικής διακυβέρνησης επαφιόμενοι πλήρως στην
βυζαντινή διοικητική, νομική και νομισματική παράδοση. Όπως ο
el-Cheikh λέει, τα διοιητικά σχήματα και το πολιτικό πλαίσιο τα οποία
επελέγησαν από τους Ομμεϋάδες ήταν βυζαντινής προέλευσης» (Nizar F.
Hermes, The Byzantines in Medieval Arabic Poetry: Abu Firas’
Al-Rumiyyat and the Poetic Responses of al-Qaffal and Ibn Hazm to
Nicephorus Phocas’ Al-Qasida al-Arminiyya al-Mal’una, περ.
«Βυζαντινά Σύμμικτα», τχ. 19, σ. 38). «Στους τομείς της αρχιτεκτονικής
και των τεχνών οι Βυζαντινοί χαιρετίστηκαν από τους Μουσουλμάνους ως
απαράμιλλοι δεξιοτέχνες» (ό.π., σ. 38). «Είναι ενδιαφέρον ότι οι
Άραβες είχαν μεγάλο ενδιαφέρον για την βυζαντινή ναυτική τεχνολογία…Όπως
μαρτυρείται από πολλούς λογίους, πουθενά καλύτερα αυτό δεν φαίνεται
παρά στην μετάφραση και την εκτεταμένη παράφραση από Άραβες συγγραφείς
των Ναυμαχικών του Λέοντα ΣΤ’, μέρους των Τακτικών. Αυτή η μετάφραση
διατηρήθηκε στον 14ο αιώνα από τον Άραβα Ibn al-Manqali» (Nizar F.
Hermes, The Byzantines in Medieval Arabic Poetry: Abu Firas’
Al-Rumiyyat and the Poetic Responses of al-Qaffal and Ibn Hazm to
Nicephorus Phocas’ Al-Qasida al-Arminiyya al-Mal’una, περ. «Βυζαντινά
Σύμμικτα», τχ. 19, σ. 38).
Πράγματι «θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το αραβικό ναυτικό ήταν
μίμηση του βυζαντινού μοντέλου…Δεν είναι άξιο απορίας ότι ο ελληνικός
όρος μάχιμος χρησιμοποιούνταν από τους Άραβες στην παραφθαρμένη μορφή
(σε πληθυντικό) maqāmīşa» (M.A. Shaban, Ισλαμική Ιστορία, τ. I., σ.
292). Στους Ομμεϋάδες «η ισχύς του Μουαΐγια είχε…τη βοήθεια μίας
βιώσιμης διοίκησης στη Συρία που είχε κληρονομηθεί από τους
Βυζαντινούς» (M.A. Shaban, Ισλαμική Ιστορία, τ. I., σ. 212). «Στις
δυτικές [κατακτημένες] επαρχίες [οι Άραβες] έκοψαν χρυσά και χάλκινα
νομίσματα, κατά μίμηση των βυζαντινών, αντικαθιστώντας το σταυρό με
μουσουλμανικά σύμβολα», ενώ «όσο για τη φορολογία, η γενική επιδίωξη
των Αράβων ήταν να διατηρηθεί το βυζαντινό σύστημα» (ό.π., σ. 89 και
86).
Β) Εδώ εξετάζουμε κατά πόσον η Δύση είχε
άγνοια ή γνώση της ελληνικής γλώσσας και κατά πόσον ήταν γνωστά ή όχι
κάποια αρχαιοελληνικά συγγράμματα στη Δύση πριν από την γνωριμία με
τις αραβικές μεταφράσεις αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων. Έτσι:
1) Σε σύνοδο στη Ρώμη το 704 οι ιεράρχες μιλούσαν λατινικά στις συνεδριάσεις και ελληνικά μεταξύ τους (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 47).
2) Ο Παύλος Διάκονος (720-799) δίδασκε ελληνικά στην αυλή του Καρλομάγνου (ό.π., σ. 38).
3) Τον 9ο αι. ο Εριγένης κι ο Σεδούλιος Σκότος γνώριζαν ελληνικά και είχαν την υποστήριξη της καρολίγγειας αυλής· ελληνικά γνώριζε κι ο Ιωάννης Σκότος Εριγένης (810-877) (ό.π., σ. 40).
4) Γνώση της ελληνικής είχαν μεταξύ άλλων ο αρχιεπίσκοπος Μπρούνο της Κολωνίας (απεβ. 965), ο επίσκοπος Ratherus της Βερόνας (890-974), η ηγουμένη Hrotsvitha (935-973), ο Λιουτπράνδος της Κρεμόνας, ο Reginald του Eichstaett (απεβ. 944), ο Gonzo του Ebensberg (απεβ. 990) κ.ά. (ό.π., σ. 41).
5) «Περί το 990 ο αβάς Froumund του Τεγκερνζέε συγγράφει μια ελληνική γραμματική στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα της Κολωνίας» (ό.π., σ. 49).
Συνεπώς:
Υπήρχε γνώση της ελληνικής στη Δύση κατά τον
Μεσαίωνα, αν και αυτή ήταν περιορισμένη. Όμως, το ότι ήταν
"περιορισμένη" πρέπει να συγκριθεί με το αποδεδειγμένο γεγονός ότι οι
Μουσουλμάνοι ποτέ δεν έμαθαν ελληνικά. Δηλαδή, η σύγκριση έγκειται
μεταξύ της ανύπαρκτης γνώσης της ελληνικής από τους Μουσουλμάνους και
της περιορισμένης γνώσης της ελληνικής από τους Δυτικούς.
Όσον αφορά την γνώση αρχαίων συγγραμμάτων στη Δύση πριν την επαφή με τους Άραβες:
1) Τον 6ο αιώνα, «Χάρη στον Κασσιόδωρο είχε διασωθεί…τουλάχιστον έξι έργα του Ιπποκράτη, πολλά βιβλία του Γαληνού, η πραγματεία του Διοσκουρίδη και η ιατρική εγκυκλοπαίδεια του Ορειβάσιου. Στο μοναστήρι του Μπόμπιο, δεκαπέντε χιλιόμετρα βόρεια της Γένοβας, τον 7ο αιώνα μετέφραζαν τα κείμενα του Γαληνού και του Διοσκουρίδη….Το έργο της ερμηνείας και της ανθολόγησης των αρχαίων ιατρικών κειμένων συνεχίστηκε στη Ραβέννα, που ανήκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 568 ώς το 752» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 50-51).
2) Επίσης «σημαντικός αριθμός χειρογράφων έφτασε από την Ανατολή στη Σικελία κατά τον 7ο αιώνα, μεταξύ αυτών και συγγράμματα του Στράβωνα ή του Δίωνα Κάσσιου» (ό.π., σ. 31).
3) Αργότερα, μεταξύ 758-763 ο πάπας Παύλος Α’ έστειλε στον Φράγκο ρήγα διάφορα χειρόγραφα, μεταξύ άλλων και έργα του Αριστοτέλη – προφανώς όχι μεταφρασμένα από Μουσουλμάνους (ό.π., σ. 38).
4) «Τον 8ο αιώνα αντιγράφτηκε στη Σικελία μια πραγματεία του ιατρού Διοσκουρίδη σε μεγαλογράμματη χαρακτηριστική βυζαντινή στρογγυλόσχημη γραφή» (ό.π., σ. 44).
5) Στην Αγγλία τον 8ο αιώνα «είχε αντιγραφεί ένας κώδικας που περιείχε ένα μέρος από το εγχειρίδιο του Γαληνού Τέχνη Ιατρική. Στη Γαλλία του 9ου-10ου αιώνα κυκλοφορούσαν πολλά ιατρικά κείμενα…του Γαληνού, του Ιπποκράτη..του Αλέξανδρου του Τραλλιανού..του Σωρανού, του Ορειβάσιου και του Διοσκουρίδη» (ό.π., σ. 51).
6) «Πολλά έργα του Γαληνού, του Σωρανού,…σώζονται συγκεντρωμένα σε ένα ακόμη χειρόγραφο του 10ου αιώνα» (ό.π., σ. 44).
7) Τον 10ο αιώνα ο αρχιεπίσκοπος Μπρούνο στη Γερμανία κάλεσε στην βασιλική αυλή τον γραμματικό Gunzon ο οποίος μαζί με άλλα συγγράμματα έφερε έργα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη (ό.π., σ. 49).
8) «Ο Αρίστιππος της Κατάνης, που είχε σταλεί ως πρεσβευτής στο Βυζάντιο στην αυλή του Μανουήλ Κομνηνού…επιστρέφοντας έφερε μαζί του πολλά πολύτιμα κείμενα, μεταξύ των οποίων τη Μεγίστη Σύνταξη, την περίφημη πραγματεία μαθηματικών και αστρονομίας του Πτολεμαίου…Παρουσίασε επίσης ένα μέρος του Τίμαιου και του Φαίδωνα…το τέταρτο βιβλίο των Μετεωρολογικών του Αριστοτέλη και μια εκδοχή των Οπτικών του Ευκλείδη και της Μηχανικής του Ήρωνος του Αλεξανδρέως» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 56-7).
9) «Στο Σαλέρνο, στα τέλη του 11ου αιώνα, ο επίσκοπος Alfanus μετέφρασε από τα ελληνικά στα λατινικά…την πραγματεία του Ιπποκράτη Περί αέρων, υδάτων, τόπων» (ό.π., σ. 51).
10) «Ο Ερμάνος της Καρινθίας [μέσα 12ου αι.] μετέφρασε τα Δεδομένα, τα Οπτικά και τα Κατοπτρικά του Ευκλείδη» (ό.π., σ. 57). Βέβαια, «κλασικά χειρόγραφα του 4ου και 5ου αιώνα ήταν ακόμα σε χρήση μεταξύ του 6ου και του 12ου αιώνα» (ό.π., σ. 43).
11) «Δεν είναι δυνατόν να αναλωθεί εδώ το ζήτημα της συμβολής των Αράβων και της μεταλαμπάδευσης της επιστημονικής γνώσης πίσω στη Δύση. Είναι, ωστόσο, σημαντικό να σημειωθεί, πρώτον, ότι η γνώση της αρχαίας ελληνικής επιστήμης ποτέ δεν έσβησε τελείως…» (G.E.R. Lloyd, Η ελληνική επιστήμη μετά τον Αριστοτέλη, σ. 204).
Συνεπώς:
Υπήρχε γνώση, έστω και περιορισμένη, των
αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων στη Δύση χωρίς τη διαμεσολάβηση των
Μουσουλμάνων ήδη από τον 6ο αιώνα και καθ' όλους τους "Σκοτεινούς
Αιώνες" (7ος-10ος αι.). Το γεγονός ότι ήταν περιορισμένη η γνώση και
κυκλοφορία αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία,
γιατί το διαμφισβητούμενο ζήτημα δεν είναι το ενδεχόμενο εύρος της
γνώσης των αρχαίων συγγραμμάτων στη Δύση, αλλά εάν, όπως
υποστηρίζεται, οι Δυτικοί περίμεναν τις αραβολατινικές μεταφράσεις του
12ου αιώνα ώστε να αποκτήσουν στοιχειώδη γνώση της ύπαρξης κάποιων
αρχαιοελληνικών συγγραμμάτων.
Επιπλέον, στη Δύση δεν επικρατούσε το απόλυτο "Σκοτάδι", που οι μύθοι παλαιότερων εποχών θεωρούσαν ως αυταπόδεικτα υπαρκτό:
1) «Οι μεγάλες λατινικές βιβλιοθήκες επιβίωσαν παρά την εξαφάνιση των αριστοκρατών θαμώνων τους. Σε όλη τη διάρκεια του 7ου και του 8ου αιώνα η Ρώμη ήταν η Μέκκα για τους βιβλιόφιλους των φτωχότερων στα γράμματα επαρχιών» (Brown Peter, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., σ. 186).
2) «Τον 9ο και 10ο αιώνα η Ρώμη ήταν ακόμη ένας τόπος όπου διαφυλάσσονταν, απ’ όπου εξάγονταν και όπου κατασκευάζονταν ελληνικά χειρόγραφα» (Walter Berschin, Ελληνικά γράμματα και λατινικός Μεσαίωνας, σ. 257).
3) «Δεν πρέπει να φανταστούμε ότι, στις πιο σκοτεινές ακόμη ώρες, έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία προκατειλημμένα εχθρική προς κάθε πνευματική τροφή. Για το ότι θεωρούνταν γενικά ωφέλιμο σε έναν ποιμένα ανθρώπων η απόκτηση του θησαυρού των στοχασμών και αναμνήσεων, του οποίου μόνο τα γραπτά, δηλαδή τα λατινικά, κρατούσαν το κλειδί, η πιο ασφαλής μαρτυρία για τούτο είναι η σημασία που έδιναν πολλοί ηγεμόνες στην εκπαίδευση των διαδόχων τους» (Bloch Marc, Η φεουδαλική κοινωνία, σ. 128).
4) «Οι ιστορικοί της λατινικής αρχαιότητας αν και γνωστοί μόνο μέσω αποσπασμάτων δεν είχαν χάσει τίποτε από το κύρος τους· παρ' όλο ο Τίτος Λίβιος δεν ήταν μεταξύ αυτών που πιο συχνά ξεφυλλίζονταν, βρίσκουμε το όνομά του ανάμεσα στα βιβλία που είχαν διανεμηθεί στα 1039 και 1049 στους μοναχούς του Κλυνώ για τα διαβάσματά τους την περίοδο της Τεσσαρακοστής» (Bloch Marc, Η φεουδαλική κοινωνία, σ. 140).
5) Ο ρόλος των Αράβων στην πολιτισμική οπισθοδρόμηση της δυτικής-μεσογειακής περιοχής παραγνωρίζεται. Όλοι κάνουν λόγο για τις Γερμανικές και Νορμανδικές επιδρομές του 5ου και του 9ου αι., πράγμα ολόσωστο, αλλά αποσιωπούν τις αραβικές επιδρομές μετά τον 7ο αιώνα. Οι Μουσουλμάνοι «Από τα 842 ανέβαιναν το Ροδανό μέχρι τα περίχωρα της Αρλ, λεηλατώντας και τις δύο του όχθες στο πέρασμά τους. (…) Σε όλη όμως την έκταση της ακτής, η ύπαιθρος υπέστη φρικαλέα ερήμωση» (Bloch Marc, Η φεουδαλική κοινωνία, σ. 32). «Στα 940, τους επισημαίνουν γύρω από το οροπέδιο του Ρήνου και στο Βαλαί όπου έβαλαν φωτιά στο περίφημο μοναστήρι του Αγίου Μαυρικίου της Αγκών» (Bloch Marc, Η φεουδαλική κοινωνία, σ. 33). Καίγοντας κάθε τι χριστιανικό, π.χ. μοναστήρια, που έβρισκαν μπροστά τους, έκαιγαν και τις βιβλιοθήκες με όσα χειρόγραφα υπήρχαν σε αυτές.
Γ) Εδώ εξετάζεται το ζήτημα του ποιοι
μετέφρασαν στην αραβική γλώσσα τα αρχαιοελληνικά κείμενα, οι
Μουσουλμάνοι Άραβες ή οι εναπομείναντες Χριστιανοί της ισλαμικής Μέσης
Ανατολής, ανεξαρτήτως δόγματος ή μητρικής γλώσσας. Έτσι:
1) «οι Άραβες χριστιανοί μαζί με τους χριστιανούς που εξαραβίστηκαν αποτελούσαν το ήμισυ σχεδόν του πληθυσμού των ισλαμικών χωρών περί το έτος 1000» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 16). Επομένως από τα αρχαιοελληνικά συγγράμματα που διέσωσαν ή αντέγραψαν οι «Άραβες» πρέπει να αφαιρεθούν από το σύνολο των αραβικών μεταφράσεων αρχαίων συγγραμμάτων οι αραβικές μεταφράσεις που έγιναν εκ μέρους των αραβόφωνων (Σύρων και άλλων) χριστιανών της Μέσης Ανατολής. Ό,τι απομένει είναι ελαχιστότατο, και αυτό, και μόνον αυτό, είναι η συμβολή των Μουσουλμάνων Αράβων στην αντιγραφή αρχαίων ελληνικών συγγραμμάτων.
2) O Hunain, από τους μεγαλύτερους μεταφραστές ελληνικών συγγραμμάτων στην αραβική, «μετέφραζε πρώτα τα κείμενα στη συριακή και με βάση το συριακό αυτό κείμενο κάποιος από τους μαθητές του…ανελάμβανε την εκπόνηση της αραβικής μετάφρασης. Ο λόγος που επέβαλε τη μεταφραστική αυτή διαδικασία είναι ότι σπάνιζαν οι λόγιοι που ήταν ικανοί να μεταφράσουν κατευθείαν από την ελληνική» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 109).
3) Οι λόγιοι της Νισίβεως μετέφρασαν μεταξύ 4ου και 6ου αι. στα συριακά Γαληνό, Ιπποκράτη, Πτολεμαίο, Αριστοτέλη. Ο Σέργιος από την Θεοδοσιούπολη (απεβ. 536) μετέφρασε είκοσι έξι έργα του Γαληνού καθώς και τις Κατηγορίες του Αριστοτέλη…Κατά τον 7ο και τον 8ο αιώνα, υπό μουσουλμανική κυριαρχία, το έργο της μετάφρασης από την ελληνική στη συριακή γλώσσα συνεχίστηκε χάρη στις προσπάθειες του Σεβήρου Σέμποχτ (θάν. 667) και του Ιακώβου Εδέσσης (θάν. 708): μεταφράστηκαν το Όργανον και τα Αναλυτικά πρότερα. Η Νίσιβις διατήρησε την πνευματική της δραστηριότητα μέχρι τον 12ο αιώνα: την εποχή εκείνη διέθετε ακόμη μια πλούσια βιβλιοθήκη με χίλιους τίτλους, την οποία κατέστρεψε ο Νουρεντίν, ο ηγεμόνας του Χαλεπίου» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 97). Ωστόσο «Οι Σύροι δεν μετέφρασαν ούτε Ελληνικήν ιστορίαν ούτε Ελληνικήν λογίαν γραμματείαν (με εξαίρεσιν τον Όμηρον) ούτε τα έργα του Πλάτωνος» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 197).
4) Ο «επίσκοπος των Αράβων» Γεώργιος (απεβ. 724), ο Θεόφιλος Εδέσσης (τέλη 8ου αι.), ο Γιαχιά ιμπν αλ-Μπατρίκ (τέλη 8ου αι.), ο Αμπού μπισρ Ματά ιμπν Γιουνούς (απεβ. 940) είναι μερικοί μόνο από τους χριστιανούς αραβόφωνους μεταφραστές αριστοτελικών και άλλων έργων.
5) «Ο Ibn Al-Batriq μετέφρασε μερικά αρχαία βιβλία εκ των Ελληνικών εις τα Συριακά, όπως την Τετράβιβλον του Πτολεμαίου και το Περί Ουρανού και Περί Κόσμου του Αριστοτέλους και άλλα βιβλία εκ της Ιατρικής ειδικώς του Ιπποκράτους και του Γαληνού» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 231).
6) «Ο πρώτος ο οποίος μετέφρασε αυτά [τα Αναλυτικά πρότερα] στην αραβική είναι ο Θεόδωρος Abu Qurra (Αβουκαράς †820 με 825), ορθόδοξος επίσκοπος των Καρρών…Στη σπουδαία αυτή μετάφραση του Abu Qurra θα στηριχθούν πολλοί μεταφραστές της δεύτερης και τρίτης μεταφραστικής περιόδου» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 91-2).
7) Όσον αφορά στον σχολιασμό τους, «ο πρώτος υπομνηματιστής των Αναλυτικών υστέρων στην αραβική είναι ο νεστοριανός μαθητής του Abu Bishr Matta ibn Yunan al-Mantiqi, που πέθανε το 940» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 940), και αργότερα υπομνημάτισε τα Αναλυτικά πρότερα και «ο υπομνηματισμός αυτός είναι ο πρώτος που έγινε σε αραβική γλώσσα» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 130).
8) Στον χριστιανό Abu Bishr «χρωστά η αραβική και δυτική αριστοτελική έρευνα την πρώτη γνώση της Ποιητικής του Αριστοτέλη» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 132)..
9) Ο νεστοριανός χριστιανός Abu Zakarya Yuhanna (απεβ. 815) «είναι ο μεγαλύτερος μεταφραστής της πρώτης μεταφραστικής περιόδου από την άποψη της ποσότητας» (ό.π., σ. 92) και μετέφρασε εκτός από Ιπποκράτη και Γαληνό, τα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη, τις Περί τα ζώα ιστορίες, το Περί Ψυχής, το Περί ουρανού (ό.π., σ. 93).
10) Ο χριστιανός Abu Zakariya Yahya ibn Adi Al-Mantiqi at-Takriti (απεβ. 974) εγκαθίδρυσε την παράδοση της συνεχούς αναγνώσεως του Αριστοτέλη στην Βαγδάτη, υπομνημάτισε τις Κατηγορίες και τους Σοφιστικούς ελέγχους (ό.π., σ. 135-7). Επίσης μετέφρασε τα Τοπικά του Αριστοτέλη (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 232).
11) Ο μαθητής του, επίσης χριστιανός νεστοριανός Abu l-Khair al-Hasan ibn Suwar (942-1017) «μετέφρασε από τη συριακή στην αραβική βιβλία όχι μόνο φιλοσοφικά αλλά και φυσικών επιστημών. Διακρίθηκε κυρίως ως κριτικός εκδότης των αρχαιότερων μεταφράσεων» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 141).
12) Ο ιακωβίτης χριστιανός Abu Ali Isa ibn Ishaq ibn Zur’ a (943-1008) έκανε μια μερική μετάφραση του Περί Ουρανού (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 144).
13) Ο ιακωβίτης χριστιανός Abd-al-Masih b. Abdallah ibn Nai-mah al Himsi (α’ μισό 9ου αι.) μετέφρασε από τα συριακά τους Σοφιστικούς ελέγχους και τη Φυσική ακρόαση από τα συριακά (ό.π., σ. 93-4).
14) Ο Matta Ibn Yunus μετέφρασε το Περί Γενέσεως και Φθοράς και της Ποιητικής (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου, σ. 233).
15) Ο πρώτος που έκανε ελληνοαραβική μετάφραση των Μετά τα φυσικά ήταν ο ιακωβίτης χριστιανός μοναχός Ευστάθιος (Ustath) (ό.π., σ. 96-7).
16) Ό,τι μεταφράστηκε στα αραβικά από τα συριακά προέρχεται από χριστιανούς υπό Ισλαμική κυριαρχία, είτε συρόφωνους είτε γνώστες της ελληνικής. «Οι Μελχίτες μετέφραζαν απευθείας από την ελληνική στην αραβική γλώσσα, οι Νεστοριανοί και οι Ιακωβίτες μετέφραζαν από τη συριακή στην αραβική» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 98).
17) Οι Μουσουλμάνοι Άραβες δεν έμαθαν ποτέ ελληνικά και, συνεπώς, ποτέ δεν μετέφρασαν τους Αρχαίους από τα ελληνικά στα αραβικά. Παρά την μεγάλη έκταση της μετάφρασης «η μεταφραστική αυτή κίνηση έμεινε ανολοκλήρωτη: δεν μεταφράστηκε στα αραβικά κανένα από τα έργα των ανατόμων Ερισίστρατου και Ηρόφιλου, ούτε η εκπληκτική περιγραφή ασθενειών και συμπτωμάτων του Αρεταίου του Καππαδόκη, ούτε το πόνημα γυναικολογίας του Σωρανού του Εφέσιου. Γνωρίζουμε ότι ο Σωρανός ήταν γνωστός στην Ιταλία» (ό.π., σ. 99).
18) Επί δύο περίπου αιώνες «Σχεδόν όλοι οι μεταφρασταί ήσαν Χριστιανοί, οι πλείστοι των οποίων ήσαν ιατροί και κληρικοί, είτε Νεστοριανοί από την Σχολήν της Jundisapur, είτε από την Hira του Ιράκ και από την Συρίαν, είτε Μονοφυσίται Ιακωβίται και εις σπανιοτέρας περιπτώσεις Έλληνες υπήκοοι» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 230).
19) «Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των πηγών μας τον κύριο ρόλο για τη μεταβίβαση της ελληνικής πνευματικής κληρονομίας στην αραβική παράδοση τον έπαιξαν οι νεστοριανοί χριστιανοί, αλλά δεν είναι μικρή και η συμβολή των μονοφυσιτών (ιακωβιτών) καθώς και των ορθοδόξων χριστιανών (μελχιτών)…Σχεδόν όλοι οι μεταφραστές ήταν χριστιανοί, και οι περισσότεροι από αυτούς ιατροί ή κληρικοί» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σσ. 66-7 και 73).
20) «Οι μεταφράσεις ελληνικών έργων είχαν γίνει σταθερή παράδοση της συριακής Εκκλησίας» (ό.π., σ. 69).
21) «Η μεταφραστική δραστηριότητα της Βαγδάτης ήταν εξαρτημένη από τις εξελληνισμένες συροχριστιανικές κοινότητες του Ιράκ» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 91).
22) Συνολικά: «Από τους εξήντα έναν γνωστούς μεταφραστές ελληνικών φιλοσοφικών έργων στα αραβικά κατά τον 9ο και τον 10ο αιώνα, οι σαράντα οκτώ ήταν Σύροι, εκ των οποίων οι τριάντα οκτώ Νεστοριανοί. Η μαθηματική επιστήμη των Ελλήνων μεταφράστηκε επίσης, ως επί το πλείστον από τους Σαβαίους» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 99).
23) Για παράδειγμα, ο σημαντικότερος μεταφραστής ελληνικών έργων στα αραβικά ήταν ο Νεστοριανός Χουνάιν ιμπν Ισχάκ (9ος αι.), ο οποίος ήταν διάκονος στη νεστοριανή Εκκλησία (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 102), και «μετέφρασε εκατόν τέσσερα συγγράμματα του Γαληνού…το σύνολο σχεδόν των έργων του Αριστοτέλη, καθώς και τους Νόμους, τον Τίμαιο, και την Πολιτεία του Πλάτωνα» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ,, σ. 108). «Είναι ο πιο σπουδαίος μεταφραστής ιατρικών συγγραμμάτων…» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 40). «Μετέφρασε τα σπουδαιότερα έργα του Ιπποκράτους, την Ύλην Ιατρικήν του Διοσκουρίδου, την Σύνοψιν του Ορειβασίου καθώς και τα 7 βιβλία της Επιτομής του Παύλου Αιγινήτου» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 239-40). Ο Ibn Al-Nadim τον θεωρεί πρώτο μεταξύ των ιδρυτών των Αραβικών βιολογικών επιστημών (ό.π., σ. 242). Ο γιος του παραπάνω, Ishaq ibn Hunain (απεβ. 910) ήταν εξίσου σπουδαίος μεταφραστής. Μετέφρασε ιατρικά και αριστοτελικά έργα καθώς και έργα του Αρχιμήδη και του Πτολεμαίου (ό.π., σ. 252).
24) Άλλος μεταφραστής ελληνικών κειμένων ήταν ο ορθόδοξος χριστιανός και ίσως ελληνικής καταγωγής Qusta b. Luqa (Κώστας υιός του Λουκά) (απεβ. 912/913), που «θεωρείται ως ένας από τους πιο σπουδαίους μεταφραστές ελληνικών βιβλίων στην αραβική» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 122). Μετέφρασε τα 4 πρώτα βιβλία των Φυσικών, το Περί γενέσεως και φθοράς, το Περί μακροβιότητος και βραχυβιότητος και το Περί ύπνου εγρηγορήσεως. «Επεσκέφθη το Βυζάντιον και έφερεν εις την Βαγδάτην πολλά επιστημονικά έργα…Εις την Βαγδάτην…ως ιατρός, επιστήμων και μεταφραστής η φήμη του ήτο τόσον υψηλή όσον η του Hunayn Ibn Ishaq» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 246). Του αποδίδονται 70 μεταφράσεις. Μετέφρασε μαθηματικά έργα του Θεοδοσίου του Τριπολίτου (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 250).
25) «Ο Gerjis Ibn Baktishu θεωρείται ο πρώτος μεταξύ των Σύρων Χριστιανών οίτινες μετέφρασαν Ελληνικά κείμενα εις τα Αραβικά εκ Συριακών μεταφράσεων» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 216).
26) Επιπλέον παραγνωρίζεται η «νοηματική φθορά» κατά τη μετάφραση από ελληνικά στα συριακά κι από τα συριακά στα αραβικά. «Δεν υπάρχουν αντίστοιχες αραβικές λέξεις για όλες τις ελληνικές…Οι συντακτικές ιδιορρυθμίες και η δομή του κειμένου δεν είναι όμοιες στη μια και στην άλλη γλώσσα» (Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης…, σ. 110). Πράγμα που σημαίνει ότι οι αραβικές μεταφράσεις δεν είναι καλής ποιότητας, κι αν συνυπολογίσουμε ότι πρώτα γινόταν μετάφραση από τα Ελληνικά στα Συριακά και έπειτα από τα Συριακά στα Αραβικά, τότε τα λάθη στην μετάφραση είναι ακόμη περισσότερα.
Ειδικά για την Αραβική Ιατρική:
Η λεγόμενη "Αραβική ιατρική" απέχει πολύ από το να είναι "Μουσουλμανική αραβική ιατρική".
1) «η μεταφραστική αυτή κίνηση έμεινε ανολοκλήρωτη: δεν μεταφράστηκε στα αραβικά κανένα από τα έργα των ανατόμων Ερισίστρατου και Ηρόφιλου, ούτε η εκπληκτική περιγραφή ασθενειών και συμπτωμάτων του Αρεταίου του Καππαδόκη, ούτε το πόνημα γυναικολογίας του Σωρανού του Εφέσιου. Γνωρίζουμε ότι ο Σωρανός ήταν γνωστός στην Ιταλία» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 99)
2) οι σπουδαιότεροι άραβες και αραβόφωνοι ιατροί της Μέσης Ανατολής ήταν χριστιανοί (π.χ. ο Χουνάιν ιμπν Ισχάκ (809-873)), Νεστοριανοί και άλλοι, και όχι Μουσουλμάνοι, συνεπώς η «αραβική» ιατρική δεν ήταν «μουσουλμανική» ιατρική. Πράγματι: «Για περισσότερους από τρεις αιώνες, από τον 8ο ώς τα μέσα του 11ου αιώνα, οι χαλίφηδες της Βαγδάτης περιστοιχίζονταν από γιατρούς, στην πλειονότητά τους Νεστοριανούς αλλά και κάποιους Ιακωβίτες ή Σαβαίους» (ό.π., σ. 103). Η αραβική λέξη για το νοσοκομείο, bimarestan, είναι ακριβής μετάφραση της ελληνικής λέξης νοσοκομεῖον. Ο συροχριστιανός Juris ibn Bakhtisho ήταν προσωπικός ιατρός του χαλίφη al-Mansur (754-775). Ο Isa b. Ali ήταν ένας από τους σημαντικότερους χριστιανούς οφθαλμολόγους του 10ου αιώνα.
3) «Η σχολή του Σαλέρνο αναπτύχθηκε ανεξάρτητα από τον αραβομουσουλμανικό κόσμο: η περιοχή αυτή δεν κατακτήθηκε ποτέ και τα έργα του Gariopontus –ο Passionarius- και του Petrocellus –τα Practica- είναι προγενέστερα των αραβικών μεταφράσεων της ιατρικής του Γαληνού» (ό.π., σ. 52)
4) «Κατόπιν επιμελούς μελέτης των Λατινικών, των Αραβικών και των Ελληνικών χειρογράφων, ο καθηγητής Οβσέι Τέμκιν εντόπισε λίγες Βυζαντινές πραγματείες της περιόδου αυτής. Απέδειξε ότι οι ανατομικοί όροι βασιλική και κεφαλική προήλθαν όχι από Μουσουλμανικά ιατρικά έργα, όπως πίστευαν προηγουμένως οι μελετείται, αλλά από τα μικρά Ελληνικά εγχειρίδια αφαιμάξεων που είχαν εκπονήσει οι Βυζαντινοί χειρουργοί μετά το 660 και πριν το 850 – δηλαδή κατά την διάρκεια του Βυζαντινού Μεσαίωνος» (Timothy S. Miller, Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, σ. 227).
5) «Πρέπει να αναφερθώμεν ωσαύτως εις τους μεγάλους Βυζαντινούς ιατρούς, των οποίων έργά τινα μετεφράσθησαν εις τα Αραβικά: τον Ορειβάσιον….τον Αέτιον τον Αμιδηνόν επί Ιουστινιανού, τον Αλέξανδρον Τραλλιανόν και τον Παύλον τον Αιγινήτην επί Ηρακλείου και τον Φίλωνα τον Βυζάντιον…Μετεφράσθησαν επίσης έργα του Φιλαγρίου του ε’ μ.Χ. αι., όστις παρήγαγε πολλάς μονογραφίας συναφείς προς τα προβλήματα των ασθενειών» (Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου…, σ. 282).
Συνεπώς:
Αυτοί που μετέφρασαν στην αραβική γλώσσα τα αρχαία ελληνικά
συγγράμματα δεν ήταν οι Μουσουλμάνοι κυρίαρχοι της Μέσης Ανατολής αλλά
οι χριστιανοί υπόδουλοί τους, Νεστοριανοί, Ιακωβίτες, Μελχίτες
(Ορθόδοξοι). Ελάχιστοι ήταν οι Μουσουλμάνοι μεταφραστές, προφανώς γιατί
θεωρούσαν τα αραβικά ιερή γλώσσα και δεν είχαν την διάθεση ή την ώρα
να μάθουν αρχαία ελληνικά (όπως έμαθαν αργότερα οι Δυτικοί). Άλλωστε
ως Άραβες κατακτητές είναι οι υπεύθυνοι για την εξαφάνιση της
ελληνικής στην Μέση Ανατολή. Είναι παράδοξο οι υπαίτιοι του μαρασμού
της ελληνικής γλώσσας στην Μέση Ανατολή, οι Άραβες κατακτητές, να
παρουσιάζονται ως οι αντιγραφείς των ελληνικών κειμένων.
Δ) Εδώ εξετάζεται το ζήτημα της χρονικής προτεραιότητας των
αραβολατινικών έναντι των ελληνολατινικών μεταφράσεων. Είναι
διαδεδομένη η άποψη ότι οι Δυτικοί ήρθαν σε επαφή με την
αρχαιοελληνική γραμματεία και ειδικά με τον Αριστοτέλη πρώτα μέσω των
αραβικών μεταφράσεων του Αριστοτέλη, οι οποίες είχαν γίνει στην
αραβοκρατούμενη Ισπανία. Η άποψη αυτή παλαιότερα θεωρείτο έγκυρη, αλλά
σήμερα θεωρείται εσφαλμένη. Έτσι:
1) «Θα ήταν εργώδες να αναφέρω εδώ αναλυτικά τα σχετικά δεδομένα που μελέτησε διεξοδικά ο Paul Lemerle στο κλασικό πια έργο του Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, αλλά και πρόσφατα ο Sylvain Gouguenheim στο πολυσυζητημένο πόνημά του με τον τίτλο "Aristotle au Mont Saint Michel", όπου και αποδεικνύεται νομίζω η χρονική προτεραιότητα του γαλλικού αυτού "scriptorium" αντιγραφής του Αριστοτέλη, απέναντι στις εργασίες του Τολέδου, εργασίες μεταφραστικές, αντιγραφής και σχολιασμού» (Ε. Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο, σ. 234-5).
2) «Ως προς τη σχέση των ελληνολατινικών μεταφράσεων με τις αραβολατινικές μεταφράσεις της Παρισινής Βιβλιοθήκης, έγινε πια πρόδηλο ότι δεν ήταν δυνατόν να ισχύει η παλιά άποψη, ότι δηλ. ο δυτικός Μεσαίωνας οφείλει τον Αριστοτέλη κυρίως στους Άραβες….Πρώτος ο Minio-Paluello ανέτρεψε την παλιά προκατάληψη για την πορεία της παράδοσης του αριστοτελικού έργου: "όλο το αριστοτελικό corpus, με εξαίρεση το Περὶ Οὐρανοῦ και ένα μέρος των Μετεωρολογικῶν και των Ζωολογικῶν, έφθασε στα σχολεία της λατινικής γλώσσας πρώτα από τα Ελληνικά και όχι από τα Αραβικά"» (Walter Berschin, Ελληνικά γράμματα και λατινικός Μεσαίωνας, σ. 26)
3) «Η Ευρώπη δεν ανακάλυψε παρά τον 13ο αιώνα τα έργα που ο μουσουλμανικός κόσμος είχε αγνοήσει ή παραβλέψει, δηλαδή τις πολιτικές και ηθικές πραγματείες του Αριστοτέλη, τα Πολιτικά, τα Ηθικά Νικομάχεια, που δεν συμβάδιζαν με το περιεχόμενο του Κορανίου» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 114).
4) Οι Kazhdan/Epstein σημειώνουν (Αλλαγές στον Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, σ. 277): «Ορισμένα ελληνικά χειρόγραφα μεταφράστηκαν στη Σικελία. Ο Αβελάρδος του Bath, λ.χ., φαίνεται ότι μετέφρασε τον Πτολεμαίο και τη Φυσική Στοιχείωση του Πρόκλου,…το λεγόμενο τέταρτο βιβλίο των Μετεωρολογικών του Αριστοτέλους, ενώ ο Βουργουνδίων της Πίζας, που επισκεπτόταν συχνά το Βυζάντιο, δημοσίευσε μια λατινική μετάφραση του κεφαλαίου για την αμπελουργία από τα Γεωπονικά».
5) «Την εκπληκτική έκταση και την υψηλή ποιότητα (υπάρχουν χειρόγραφα με κείμενα ακόμη και κλασικών συγγραφέων!) της ιταλοελληνικής παραγωγής και παράδοσης χειρογράφων μπόρεσε να την αποκαλύψει η έρευνα μόλις τα τελευταία χρόνια» (Walter Berschin, Ελληνικά γράμματα και λατινικός Μεσαίωνας, σ. 65).
6) «Σημαντικά ίχνη της πρώιμης αριστοτελικής παράδοσης μας οδηγούν σε έναν Βενετσιάνο των αρχών του 12ου αιώνα ο οποίος μεταφράζει τον Αριστοτέλη από τα Ελληνικά: είναι ο Ιάκωβος Βενετικός Γραικός» (ό.π., σ. 338). Ο Ιάκωβος μεταφράζει από τα αρχαία ελληνικά στα λατινικά πριν το 1127 (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 75).
7) «το κύμα των μεταφράσεων των έργων του Αριστοτέλη που έγιναν απευθείας από τα αρχαία ελληνικά κείμενα στο αβαείο του Μον-Σεν-Μισέλ, πενήντα χρόνια προτού ξεκινήσουν στην Ισπανία, τη Σαραγόσα ή το Τολέδο οι μεταφράσεις που έγιναν από τις αραβικές εκδοχές των ιδίων κειμένων» (Σ. Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ, σ. 21). Στο αβαείο αυτό «στις αρχές του 12ου αιώνα, τα έργα του Αριστοτέλη μεταφράστηκαν από τα ελληνικά στα λατινικά από αρκετούς ανθρώπους, που παραμένουν, δυστυχώς, σχεδόν όλοι ανώνυμοι. Οι μεταφραστές αυτοί ήταν, αρκετές δεκαετίες πριν από τους συναδέλφους τους από το Τολέδο, οι πρωτοπόροι στη διάδοση της αριστοτελικής φιλοσοφίας στην Ευρώπη» (ό.π., σ. 116), πριν οι Λατίνοι λόγιοι μεταβούν στην ανακτηθείσα από τους χριστιανούς ιππότες Ισπανία και μελετήσουν τις αραβικές μεταφράσεις αρχαιοελληνικών έργων.
8) Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αραβολατινικές μεταφράσεις στην ανακτηθείσα Ισπανία, στο Τολέδο, και στη Σικελία, δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία για την γνωριμία της Δύσης με τον Αριστοτέλη: «Όταν βλέπει κανείς τον βαθμό επίδρασής τους στην Δυτική σκέψη, αυτές οι νέες [αραβολατινικές] μεταφράσεις του αριστοτελικού σώματος είχαν απλώς δευτερεύουσα σημασία· περίπου την ίδια εποχή, γύρω στα 1150, το στενό εύρος των ελληνο-λατινικών μεταφράσεων από την εποχή του Βοήθιου διευρύνθηκε με νέες μεταφραστικές εκδοχές από το αρχικό αρχαιοελληνικό κείμενο, οι οποίες ήταν εντελώς ανεξάρτητες από ό,τι συνέβαινε στην Ισπανία και τη Σικελία» (F.E. Peters, Aristotle and the Arabs. The Αristotelian Tradition in Islam, σ. 222).
Συνεπώς:
Οι Δυτικοί ήρθαν σε επαφή με τα κείμενα του
Αριστοτέλη πρώτα μέσω ελληνολατινικών μεταφράσεων και αργότερα μέσω
των αραβικών μεταφράσεων της αραβοκρατούμενης Ισπανίας και των
αραβολατινικών μεταφράσεων. Έτσι,
α) όχι μόνο δεν ισχύει η (έτσι κι αλλιώς υπερβολική)
άποψη πως η Δύση γνώρισε, ως "ποσότητα", τα περισσότερα έργα των
Αρχαίων Ελλήνων από τους Άραβες Μουσουλμάνους, αλλά και
β) δεν ισχύει ούτε η άποψη ότι πρώτα από τους
Άραβες και έπειτα από τους Βυζαντινούς γνώρισαν τα έργα των Αρχαίων
Ελλήνων οι Δυτικοί.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
1) Οι Μουσουλμάνοι Άραβες ούτε κατά διάνοια δεν μετέφρασαν περισσότερο αριθμό αρχαιοελληνικών έργων από ό,τι οι Βυζαντινοί Χριστιανοί.
2) Η Δύση παρέλαβε τα περισσότερα αρχαιοελληνικά έργα από τους Βυζαντινούς και όχι από Μουσουλμάνους ή Μεσανατολίτες Χριστιανούς
3) Η Δύση γνώρισε τον Αριστοτέλη πρώτα από τους Βυζαντινούς και έπειτα από τους Μουσουλμάνους της Ισπανίας, και όχι το αντίθετο, όπως λάθος διατυμπανίζεται.
4) Υπήρχε περιορισμένη γνώση της ελληνικής και ορισμένων αρχαιοελληνικών κειμένων στην μεσαιωνική Δύση. Αντίθετα, οι Μουσουλμάνοι της Μ. Ανατολής και της Ιβηρικής χερσονήσου δεν είχαν καμμία γνώση της ελληνικής.
5) Η συντριπτική πλειοψηφία των αρχαιοελληνικών κειμένων τα οποία μεταφράστηκαν στην αραβική γλώσσα (μεταξύ 7ου και 11ου αιώνα) είχαν μεταφραστεί από τους χριστιανούς της Μέσης Ανατολής και όχι από τους Μουσουλμάνους κυρίαρχους της Μέσης Ανατολής ή της Ισπανίας.
6) Οι μεταφράσεις στην αραβική γλώσσα έγιναν κατά κύριο λόγο πρώτα από τα ελληνικά στα συριακά και έπειτα από τα συριακά στα αραβικά, διότι οι Μουσουλμάνοι δεν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν ελληνικά - φυσικά, με ελαχιστότατες εξαιρέσεις.
Αξίζει, λοιπόν, να ερευνηθούν οι ιδεολογικές
σκοπιμότητες στις οποίες οφείλεται ο υπερτονισμός της, μικρής όπως
αποδείχθηκε, συμβολής των Μουσουλμάνων στην αντιγραφή και διάδοση των
ελληνικών κειμένων στη Δύση.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Michael H. Harris, History of Libraries in the Western WorldΒυζάντιο και Ευρώπη, Συμπόσιο, Παρίσι, Maison de l' Europe
Ιστορία του Βυζαντίου του Πανεπιστήμιου της Οξφόρδης
Π. Λεμερλέ, Ο πρώτος βυζαντινός ουμανισμός
Γρ. Ζιάκα, Τα ελληνικά γράμματα και ο Αριστοτέλης στην αραβική παράδοση
Talbot Rice Tamara, Ο ιδιωτικός και δημόσιος βίος των Βυζαντινών
Peter Brown, Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ.
Κορνήλιου Καστοριάδη, Η άνοδος της ασημαντότητας
Συλβαίν Γκουγκενέμ, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ
Μπ. Ράσελ, Οι σχολαστικοί
Ζωναρά, Επιτομή Ιστοριών
Ε-Ιστορικά
Hunger H., Βυζαντινή λογοτεχνία
Walter Berschin, Ελληνικά γράμματα και λατινικός Μεσαίωνας
Bloch Marc, Η φεουδαλική κοινωνία
Timothy S. Miller, Η Γέννησις του Νοσοκομείου στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Ε. Αρβελέρ, Γιατί το Βυζάντιο
De Lacy O'Leary, How Greek Science Passed to the Arabs
Soliman Sameh Farouk, Τα ελληνικά γράμματα εις τας ανατολικάς επαρχίας του Βυζαντίου κατά τους δύο πρώτους αιώνας της Αραβοκρατίας, Αθήνα 2007
Nizar F. Hermes, The Byzantines in Medieval
Arabic Poetry: Abu Firas’ Al-Rumiyyat and the Poetic Responses of
al-Qaffal and Ibn Hazm to Nicephorus Phocas’ Al-Qasida al-Arminiyya
al-Mal’una, περ. «Βυζαντινά Σύμμικτα»
M.A. Shaban, Ισλαμική Ιστορία
Νικηφόρου Γρηγορά, Ρωμαϊκή Ιστορία
G.E.R. Lloyd, Η ελληνική επιστήμη μετά τον Αριστοτέλη
Albert Hourani, Islam in European thought
F.E. Peters, Aristotle and the Arabs. The Αristotelian Tradidion in Islam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου