Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

Λεύκιππος ο Αβδηρίτης

Περιοδικό "ΔΑΥΛΟΣ"
        Π. Σαράντος.

Ο Λεύκιππος γεννήθηκε στην Μίλητο γύρω στο 485 π.Χ.. Ανήσυχο πνεύμα και κάτοχος των φιλοσοφικών κι επιστημονικών θεωριών της πατρίδος του μετέβη στην Ελέα, οπού παρακολούθησέ τις διδασκαλίες του Ζήνωνος και του Μελίσσου, που, καθώς φαίνεται, τον κατεγοήτευσαν. Στην σχολή που ίδρυσε αργότερα στα Άβδηρα, βλάστησε ένα νέο θαυμάσιο «δένδρο», που φέρει τα χαρακτηριστικά και της Ιωνίας και της Μεγάλης Ελλάδος: Πρόκειται για την Ατομική θεωρία, της οποίας υπήρξε ο αδιαμφισβήτητος (σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Θεόφραστο) πατήρ και γεννήτωρ. Το γεγονός ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα παραγκωνίσθηκε ή και αγνοηθηκε δεν οφείλεται στον μαθητή και εταίρο του Δημόκριτο άλλα στον Επίκουρο, ο οποίος είτε από υστεροβουλία (στον Κήπο εδιδάσκετο αποκλειστικά η ατομική θεωρία) είτε χάριν αστειότητος έλεγε την φράση: «Λεύκιππον οὒδ’ εἰ γέγονεν οἶδα», που τελικὰ «πέρασε».
Ο Λεύκιππος, γνωρίζε το αναξιμάνδρειον άπειρον, όπως γνώρίζε και την αρχή του Εμπεδοκλέους, σύμφωνα με την οποία η οποιαδήποτε μεταβολή άλλο δεν είναι παρά ανακατάταξη των στοιχειακών οντοτήτων, οι οποίες κατά τον Μέλισσο είναι αΐδιες κι αμετάβλητες. Η «διαλεκτική» κι οι «διχοτομίες» του Ζήνωνος και το «αμετάπτωτον» του Μέλισσου τον συγκλόνισαν. «Αν μεταβληθή το ον, τότε θα χαθη και την θέση του θα καταλάβη το μη ον... κι αν υπάρχη πολλαπλότητα των όντων, τότε πρέπει ένα - εκαστον εξ αυτών να είναι όπως ακριβώς είναι και το ένα Ον», έλεγε ο Σάμιος. Ο Άκραγαντίνος κι ο Αναξαγόρας, αν και τα γνώριζαν αυτά, δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τον Παρμενίδη, που ούτε ν’ ακούση ήθελε για μη ον η κενό, αφού το «παν εμπλέον εστί εόντος». Ο Λεύκιππος τόλμησε να «υιοθετήση» την έννοια του μη όντος ή κενού ως πρωταρχική προϋπόθεση για την ερμηνεία του φυσικού κόσμου, του οποίου η ύπαρξη οφείλεται στην κίνηση ή στον «ηρακλειτικόν πόλεμο».
Το κενό, κατά τον Λεύκιππο, αποκτά μία μορφή υπάρξης, που δεν είναι καθόλου υποδεέστερη εκείνης των ατόμων και το μη ον υπολαμβάνεται ως ον επίσης, κάτι για το όποιο δικαίως διαμαρτύρεται ο Πλάτων στον «Πολιτικό» του, διότι το κενό μόνο ως άρνηση και απουσία υπάρξης ατόμων η όντων εννοείται και καθόλου δεν ταυτιζεται με τον χώρο, εντός του οποίου κινούνται τα άτομα και οι κόσμοι. Τα άτομα διαχωρίζονται ανάμεσα τους δια του κενού, το όποιο τους επιτρέπει πλήθος συνδυασμών και συσχετισμών, που ως αποτέλεσμα έχουν την δημιουργία απείρων ποικιλιών όντων και κόσμων.
Τα έσχατα δομικά στοιχεία των όντων δηλαδή τα απειροελάχιστα σωματίδια της ύλης ονομάζονται πλέον άτομα· διατηρούν δε όλες τις ελεατικές ιδιότητες ήτοι της ομοιογενείας, της συμπάγειας, της αμεταβλητότητος και της φυσικής (όχι όμως και μαθηματικής) α-διαιρετότητος. Προικίζονται ωστόσο και με το χάρισμα του ηρακλειτικου «αεικίνητου», ενώ ως μέσα διαφοροποίησης ανάμεσα τους διατηρούν το ίδιον σχήμα, την ιδίαν διατάξη και την ιδίαν καταστάση (θέση) τους.
Με την κινήση («αεικίνητον») συνδέεται άμεσα η έννοια της βαρύτητας. Τα συμπαγή και άτμητα δομικά στοιχεία της ύλης διαφέρουν αναμεταξύ τους ως προς το μέγεθος, σύμπτωμα του οποίου είναι το βάρος, που προσδιορίζεται ουσιαστικά από την μάζα. Η βαρύτητα αποτελεί θεμελιακή ιδιότητα των (ολοκληρωμένων αυτών οντοτήτων, που ονομάσθηκαν άτομα. Το κενό βέβαια δεν έχει μέγεθος και κατά συνέπεια βάρος, ιδιότητές που αφορούν αποκλειστικά στα άτομα. Εξαιτίας και της βαρύτητας προκαλούνται διάφορες συγκρούσεις, αναπηδήσεις και παλμοί στα άτομα, των οποίων η «συμπεριφορά» στο κενό προσδιορίζεται από μηχανικές μοναχά αιτίες. Ο Λευκιππος δεν αισθάνθηκε καθόλου υποχρεωμένος να εξηγήση την πρωταρχική κινήση των ατόμων, διότι τόσο η κίνηση, που προκαλείται απ’ τις βίαιες συγκρούσεις των ατόμων, όσο και η ίδια η κίνηση που προκαλεί τις συγκρούσεις αυτές είναι σύμφυτες με την υλική φύση των ατόμων, όπως σύμφυτη είναι και η κίνηση των τελευταίων, τα οποία, καθώς είπαμε, είναι προαιώνια. Προαιώνια άρα είναι και η κινήση τους στο κενό...
Αποτέλεσμα των συγκρούσεων των ατόμων και των κινήσεων τους είναι η δημιουργία κόσμων μέσα στους κόλπους του άναρχου (= χωρίς αρχίνισμα, αιωνίου) σύμπαντος. Συγκρουόμενα τα άτομα, συγκεντρώνονται πολλά μαζί και δημιουργούν την δίνη. Αρχίζει δηλαδή να μπαίνη η ύλη σε μία στροβιλική κινήση, η οποία αυξάνεται διαρκώς λόγω της επιτάχυνσης. Με την μηχανική ετούτη κίνηση τα άτομα αλλάζουν θέσεις στο δυναμικό πεδίο της κοσμικής δίνης ανάλογα με το βάρος τους· συναντώμενα δε με άλλα όμοια τους τείνουν να συγκροτήσουν τα μεγάλα ολικά σύνολα ήτοι της γης, του νερού, του αέρος και του πυρός. Αφού σχηματισθούν αυτά τα υλικά συνολα, οι στοιχειακές μάζες, τότε η δίνη εξαφανίζεται, διότι στα συγκεντρωμένα τοιουτοτρόπως άτομα επέρχεται ισορροπία: «Ἰσορρόπων διὰ τὸ πλῆθος μηκέτι δυναμένων περιφέρεσθαι», σύμφωνα με τον Δ. τον Λαέρτιο. Στο ερώτημα: «πως διευθετήθηκαν με την περιστροφική κινήση τα άτομα», ο Λεύκιππος άπαντα: «Με την δίνη αναπτύσσονται μηχανικές δυνάμεις, που οδηγούν τα βαρύτερα εκ των ατόμων προς το κέντρο όπου δημιουργούν τη γη και το ύδωρ, τα δε ελαφρύτερα προς τα άκρα του κενού, όπου δημιουργούν τον αέρα και το πυρ. Τα τέσσερα μεγάλα υλικά σώματα ομού αποκτούν ένα σφαιρικό σχήμα και περιβάλλονται από ένα περικάλυμμα δίκην υμένος». Δεδομένου ότι τα άτομα είναι υπεράριθμα και άπειρο το κενό, επιτρέπεται η δημιουργία απείρων κόσμων, όπως και η εξαφάνιση τους...
Ο άνθρωπος, κατά τον Λεύκιππο, είναι κι αυτός ένας μικρός κόσμος, που υπόκειται στην γένεση και την φθορά (μόνο τα άτομα είναι αδιάφθορα και αιώνια)· επικοινωνεί δε με τους άλλους κόσμους δια των αισθήσεων κυρίως. Οι αισθήσεις, κατά τον σοφό, αποτελούν αποτέλεσμα των πόρων και των απορροών των αντικειμένων, μία θεωρία που καθώς φαίνεται, την δανείσθηκε απ’ τον Εμπεδοκλή εν όλω η εν μέρει. Οι συναντήσεις των ατόμων, που απορρέουν από τα οντά αφ' ενός κι απ’ τα αισθητήρια όργανά μας αφ' ετέρου, δημιουργούν στην κόρη του οφθαλμού την εικόνα. Βέβαια οι εν λόγω απορροές δεν συναντώνται στον οφθαλμό αλλά στον αέρα, μεταξύ αντικειμένων και κόρης, όπου σχηματίζεται η εικόνα, που φανερώνεται εν συνεχεία στους οφθαλμούς μας. Μ’ ένα παρόμοιο τρόπο λειτουργούν και οι άλλες αισθήσεις. Την θεωρία αύτη περί αισθήσεων υιοθέτησαν ο Δημόκριτος, ο Πλάτων και ο Θεόφραστος.
Ο Λεύκιππος υψώνει την Αναγκαιότητα στην θέση της υπέρτατης θεότητας. Το τυχαίο εκτοπίζεται από την φυσική του Μιλησίου, διότι λέει αδυνατούμε να το προσδιορίσουμε αιτιακά και ίσως δεν πρόκειται καν περί αιτίου: «Οὐδὲν χρῆμα <λοιπόν> μάτην γίγνεται, ἀλλὰ πάντα ἐκ λόγου τε καὶ ὑπ’ ἀνάγκης»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: