Από το μύθο στο λόγο
Από το βιβλίο «Οι προσωκρστικοί» του Θεόφυλου Βείκου.
Από το βιβλίο «Οι προσωκρστικοί» του Θεόφυλου Βείκου.
Η φιλοσοφία, σαν εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος, δεν υπήρξε ποτέ αυτονόητη. Αντίθετα, αυτή απαιτούσε από την αρχή και απαιτεί πάντοτε εξήγηση της γέννησης της, της ανάπτυξης και της όλης σταδιοδρομίας της διαμέσου της ιστορίας.
Η φιλοσοφία, όπως παρουσιάζεται στην ιστορία του ελληνικού και του δυτικού πολιτισμού, δεν ήρθε στον κόσμο σαν ένα ξαφνικό ξέσπασμα της ανθρώπινης σκέψης, σα μια επαναστατική καινοτομία, ριζοσπαστική και ξαφνική αλλαγή, παρά σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας ανάπτυξης πού άρχισε από παλιά. Είναι σαν να προηγήθηκε μια περίοδος κύησης και κάποτε γεννήθηκε η φιλοσοφία σαν ένας καινούργιος ζωντανός οργανισμός, γεμάτος δίψα για ζωντανή ανάπτυξη.
Από ποιες αρχές, λοιπόν, ξεπήγασε η φιλοσοφία στην Ελλάδα; Ποια είναι η καταγωγή του φιλοσοφικού πνεύματος στην παράδοση του ελληνικού και του ευρωπαϊκού πολιτισμού; Είναι ο μύθος και η θρησκεία απ' όπου αναδύεται βαθμιαία ο φωτεινός λόγος, είναι η λαμπρότητα, η ευκινησία και η πλαστικότητα του ελληνικού πνεύματος στα ευρύτερα πλαίσια της όλης προηγμένης οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, πού εξηγούν το ζωηρό θεωρητικό ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων για τον κόσμο, ή το πρακτικό και ορθολογιστικό πνεύμα, ή τάση για οργανωμένη και συστηματική γνώση; Είναι αλήθεια πώς οι Έλληνες δεν απέβλεπαν απλά και μόνο σε πρακτικούς σκοπούς, όπως π. χ. οι Βαβυλώνιοι, αλλά επιζητούσαν γνώση ορθολογικά και συστηματικά οργανωμένη, πράγμα πού εξηγεί γιατί στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε βαθμιαία επιστημονική γνώση και δεν συσσωρεύτηκε (όπως π. χ. στους Βαβυλώνιους και στους Αιγυπτίους) μόνο τεχνική και πρακτική γνώση (κυρίως μαθηματική και αστρονομική). Έτσι στην Ελλάδα η ανάπτυξη της φιλοσοφίας συνυφάνθηκε με την ανάπτυξη της επιστήμης, γιατί ακριβώς υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για όσο γίνεται θεμελιωμένη, ακριβολογικά και συστηματικά οργανωμένη γνώση.
Αλλά η πρώιμη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη είναι διάσπαρτη από πολλά μυθικά στοιχεία. Αυτό είναι, βέβαια, εύλογο. Οι πρώτοι -πρώτοι Έλληνες στοχαστές ήταν πολύ κοντύτερα από άλλους (π. χ. τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) στη μυθική, μαγική και θρησκευτική σκέψη και επειδή αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι, είναι φυσικό οι πρώτες φιλοσοφικές δοκιμές, πού αυτοί επιχείρησαν, να περάσουν πιο άμεσα από την αχλύ του μύθου. Αλλά και ο Πλάτων παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό μυθική και θρησκευτική σκέψη. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Αριστοτέλης πρόβαλε ορισμένες απόψεις πού φαντάζουν ολότελα μυθικές, όπως π. χ. ότι τα ουράνια σώματα είναι ζωντανά πλάσματα, ότι ο αριθμός 3 έχει προτεραιότητα κλπ. Όταν, λοιπόν, λέμε πώς το πέρασμα από το μύθο στο λόγο, η από τη θρησκεία στη φιλοσοφία, αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της ελληνικής και ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, εννοούμε κανονικά ένα βαθμιαίο πέρασμα. Είναι λάθος να φανταζόμαστε τη φιλοσοφία να αναδύεται ξαφνικά σαν ένας φωτεινός κόσμος του λόγου μέσα από τον κόσμο του ζοφερού μύθου. Δεν είναι δυνατό κανένα πέρασμα από τον καθαρό μύθο στον καθαρό λόγο. Από τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Locke και τον Wittgenstein ο μύθος εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα στην ορθολογική σκέψη. Μαζί, λοιπόν, με το παρατηρημένο ιστορικό γεγονός ότι στις απαρχές του φιλοσοφικού στοχασμού μύθος και λόγος, θρησκεία και φιλοσοφία είναι συνδεδεμένα, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πώς και σε προχωρημένα ακόμη στάδια ανάπτυξης της φιλοσοφικής σκέψης ο σύνδεσμος αυτός ποτέ δεν λύνεται ολότελα. Το σταθερό χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής πορείας είναι μια συνεχώς ανοιχτή διαδικασία μετασχηματισμού των μύθων και μυθικών στοιχείων σε τάξεις εννοιών και σε ορθολογικά σχήματα ερμηνείας του κόσμου.
Το ζήτημα πώς και σε ποιο μέτρο η γένεση και ανάπτυξη της φιλοσοφίας παριστάνει μια πορεία ορθολογικοποίησης, και επομένως απομυθοποίησης της εικόνας του κόσμου, μια και αυτό συνεπάγεται πορεία κατά την οποία εξουδετερώνονται ορισμένες καθοδηγητικές μυθικές εικόνες κατανόησης του κόσμου, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με αφετηρία το μύθο. Όπως λέει ο Ernst Cassirer(1), ο μύθος «αρχίζει με τη θεώρήση της σκόπιμης ενέργειας -γιατί όλες οι δυνάμεις της φύσης δεν είναι παρά δαιμονικές η θεϊκές βουλητικές εκδηλώσεις». Οι άνθρωποι πού εργάζονται νιώθουν να βρίσκονται μέσα σ' έναν κόσμο από όντα πού δρουν και πού με ορισμένα μέτρα είναι συνέταιροι της βούλησης και της πράξης τους. Ο κόσμος παριστάνεται έτσι σαν ένα παιχνίδι κοινωνικών ρόλων, σαν ένα πλέγμα από κοινωνικόμορφες συνάφειες δράσης. Ο περιβάλλων κόσμος είναι «συμπαίκτης του ανθρώπου»(2).
Τα «κοινωνικόμορφα» μοντέλα παράστασης του κόσμου, σύμφωνα με τα όποια όλα τα πράγματα παριστάνονται να συμμετέχουν μαζί με τους ανθρώπους σε ένα παιχνίδι κοινωνικών ρόλων και ο κόσμος να λειτουργεί σύμφωνα με ένα κοινωνικό σχήμα (οικογένεια, φυλή, οίκος, πολιτεία), δεν είναι τα μόνα πού λειτουργούν στη μυθική σκέψη. Κοντά σε αυτά λειτουργούν «τεχνόμορφα» μοντέλα (τέχνη με την ελληνική σημασία, ως ετοιμότητα για τέχνη με μορφές και εικόνες πού ξεπηδούν από τη δημιουργικότητα του χεριού), σύμφωνα με τα όποια ο κόσμος παριστάνεται σαν ένα έργο υπεράνθρωπης τέχνης, και ακόμα «βιόμορφα» μοντέλα με τα όποια ο κόσμος παριστάνεται σαν ζωντανός οργανισμός(3).
Βέβαια, η σχέση μύθου και ορθολογικής σκέψης δεν είναι αντίθεση πλάνης και αλήθειας, όπως διδάσκει ο θετικισμός. Με τα λόγια του Descombes(4), «ο μύθος δεν είναι τραύλισμα της επιστήμης, όπως διατείνεται η θεωρία του συνεχούς της ιστορίας των επιστημών... Ο μύθος βρίσκεται στο εσωτερικό της επιστήμης». Ο Descombes προτείνει μια αναθεώρηση της έννοιας του λόγου. «Δεν είναι αλήθεια», παρατηρεί, «πώς στην αρχαία Ελλάδα, με μια νικηφόρα "επιστημολογική τομή" ο λόγος θριάμβευσε επί του μύθου (όπως και ή κοινή λογική θριαμβεύει επί του παραληρήματος)».
Συνοπτικά, τηρούνται εδώ οι ακόλουθες τουλάχιστο θέσεις:
α. Ή γέννηση του φιλοσοφικού στοχασμού στην Ελλάδα σήμαινε μαζί και μια ριζοσπαστική κριτική της μυθικής παράδοσης.
β. Ή κριτική αυτή αναπτύχθηκε μαζί με μια σειρά κοινωνικών αλλαγών πού συντελέστηκαν στην Ελλάδα με το εμπόριο, τα ταξίδια, την παραγωγή, την ανάπτυξη επιστημονικών γνώσεων και τη διαμόρφωση ανοιχτών, δημοκρατικών πόλεων - κρατών.
γ. Αν ή ανάπτυξη φιλοσοφικού στοχασμού στην Ελλάδα ήταν μαζί και μια διαδικασία ορθολογικοποίησης της γνώσης, αυτό δεν σήμαινε κάθαρση της σκέψης από τα μυθικά στοιχεία της και πορεία προς το βασίλειο του καθαρού λόγου. Ο φιλοσοφικός λόγος λειτουργεί πάντοτε με φανερά η λανθάνοντα μυθικά στοιχεία (εικόνες, μεταφορές, αλληγορίες) και ίσως σε αυτά οφείλει πιο πολύ τη γοητεία του.
δ. Ό μύθος έχει μοναδική διαφάνεια, λαμπρότητα και γοητεία. Η αλήθεια, πού λέει, είναι ολοκληρωμένη και οριστική -δεν συζητείται, λοιπόν. Μονάχα μια νέα σκέψη μπορούσε να την κλονίσει. Έτσι, η φιλοσοφία μπορεί να θεωρηθεί σαν ισχυρή δύναμη πού προώθησε τη διαδικασία αλλαγής της γνώσης και μεταμόρφωσε τον ελληνικό πολιτισμό πού έτεινε να μένει σταθερά κλεισμένος μέσα στο μύθο. Όπως παρατηρεί ο Kirk(5), «κανένας άλλος σημαντικός δυτικός πολιτισμός δεν ελέγχονταν τόσο πολύ (όσο αυτός) από μια αναπτυγμένη μυθική παράδοση». Ο Kirk(6) κρίνει θεωρητικά δυνατή την ακόλουθη υπόθεση: «.... ή μυθική παράδοση είχε η ίδια καθιερωθεί τόσο σταθερά στον πολιτισμό της Ελλάδας του τέλους της εποχής του χαλκού και της πρώιμης εποχής του σιδήρου και ενισχύθηκε τόσο ρωμαλέα από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, ώστε δεν μπορούσε κανένας να δραπετεύσει από αυτήν. Οι άνθρωποι του 7ου, του 6ου και του 5ου αιώνα εκφράζονταν με δικούς της όρους, όχι επειδή συγκινησιακά εμπλέκονταν μέσα στην ποικιλία και το ρεαλισμό της, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να καταπολεμήσουν την παντού στείρα παρουσία της». Το ποίημα του Παρμενίδη είναι γεμάτο μυθικά στοιχεία (θεές, πύλες, άλογα, έναν ηνίοχο, και άλλες μυθικές παραστάσεις), αν και το κύριο περιεχόμενο του δρόμου της αλήθειας ανήκει σε έναν διαφορετικό κόσμο από εκείνον του Ησίοδου. Και σε προχωρημένες μορφές ορθολογικής και υλιστικής σκέψης (όπως στον Αναξαγόρα και στους Ατομικούς) η κυριαρχία του μύθου έχει φανερά ατονήσει και το όλο σύστημα του μυθικού στοχασμού έχανε τις λεπτές ισορροπίες του και έβαινε προς τη συντριβή του (ιδιαίτερα με την ορμή του σοφιστικού ορθολογισμού). Η έλευση, λοιπόν, της φιλοσοφίας στην Ελλάδα και η κυριαρχία της στην ιστορική σκηνή του ελληνικού κόσμου δείχνει την ξεχωριστή δύναμη του νέου πνεύματος πού έφεραν οι φιλόσοφοι. Το πνεύμα αυτό, βέβαια, παρόλο πού άλλαζε συχνά τη λειτουργία των μύθων, δεν σήμαινε απαραίτητα και καταδίκη του όλου κόσμου του μύθου σε μαρασμό.
Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το πρακτικό ορθολογιστικό πνεύμα πού συνετέλεσε στη γένεση και ανάπτυξη φιλοσοφικού στοχασμού στην Ελλάδα ούτε ή τάση για ενότητα, σύνθεση και οργάνωση της γνώσης πού κάνει την επιστήμη, παρά και ή μυθική σκέψη πού εκφράζεται με εικονική, παραστατική, μεταφορική και αναλογική γλώσσα(7). Υπήρξαν π.χ. ποιητές και στοχαστές, πού ο Αριστοτέλης τους ονόμασε «θεολόγους», άνθρωποι δηλαδή πού βρίσκονται σε ένα προεπιστημονικό και προφιλοσοφικό στάδιο σκέψης και πού προαναγγέλλουν κάποια ορθολογική θεώρηση του κόσμου. Είναι ο Όμηρος και ο Ησίοδος, παλιές ορφικές κοσμογονίες, ο Επιμενίδης, ο Ακουσίλαος, ο Φερεκύδης, κ. α.
________________________________________________________
1. Cassirer, Das mythische Denken, 64.
2. Kraft, 84.
3. Πβ. Topitsch, 24 κ.έ., 79. Ένα πλούσιο υλικό από κείμενα προσωκρατικών στοχαστών τα όποια δείχνουν πώς αυτοί παρίσταναν τον κόσμο σαν πολιτεία, σαν ζωντανό οργανισμό και σαν έργο τέχνης, παρουσιάζει και ερμηνεύει ο Lloyd, 210 κ.ε.
4. Descombes, Το ίδιο και το Άλλο, 117
5. Kirk, Myth, 250.
6. Myth, 245.
7. Άλλωστε και μέσα στο μύθο θα μπορούσε να καταδειχθεί πως υπάρχει, με κάποια μορφή, επιστημονική γνώση.
Η φιλοσοφία, όπως παρουσιάζεται στην ιστορία του ελληνικού και του δυτικού πολιτισμού, δεν ήρθε στον κόσμο σαν ένα ξαφνικό ξέσπασμα της ανθρώπινης σκέψης, σα μια επαναστατική καινοτομία, ριζοσπαστική και ξαφνική αλλαγή, παρά σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας ανάπτυξης πού άρχισε από παλιά. Είναι σαν να προηγήθηκε μια περίοδος κύησης και κάποτε γεννήθηκε η φιλοσοφία σαν ένας καινούργιος ζωντανός οργανισμός, γεμάτος δίψα για ζωντανή ανάπτυξη.
Από ποιες αρχές, λοιπόν, ξεπήγασε η φιλοσοφία στην Ελλάδα; Ποια είναι η καταγωγή του φιλοσοφικού πνεύματος στην παράδοση του ελληνικού και του ευρωπαϊκού πολιτισμού; Είναι ο μύθος και η θρησκεία απ' όπου αναδύεται βαθμιαία ο φωτεινός λόγος, είναι η λαμπρότητα, η ευκινησία και η πλαστικότητα του ελληνικού πνεύματος στα ευρύτερα πλαίσια της όλης προηγμένης οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, πού εξηγούν το ζωηρό θεωρητικό ενδιαφέρον των αρχαίων Ελλήνων για τον κόσμο, ή το πρακτικό και ορθολογιστικό πνεύμα, ή τάση για οργανωμένη και συστηματική γνώση; Είναι αλήθεια πώς οι Έλληνες δεν απέβλεπαν απλά και μόνο σε πρακτικούς σκοπούς, όπως π. χ. οι Βαβυλώνιοι, αλλά επιζητούσαν γνώση ορθολογικά και συστηματικά οργανωμένη, πράγμα πού εξηγεί γιατί στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε βαθμιαία επιστημονική γνώση και δεν συσσωρεύτηκε (όπως π. χ. στους Βαβυλώνιους και στους Αιγυπτίους) μόνο τεχνική και πρακτική γνώση (κυρίως μαθηματική και αστρονομική). Έτσι στην Ελλάδα η ανάπτυξη της φιλοσοφίας συνυφάνθηκε με την ανάπτυξη της επιστήμης, γιατί ακριβώς υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για όσο γίνεται θεμελιωμένη, ακριβολογικά και συστηματικά οργανωμένη γνώση.
Αλλά η πρώιμη φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη είναι διάσπαρτη από πολλά μυθικά στοιχεία. Αυτό είναι, βέβαια, εύλογο. Οι πρώτοι -πρώτοι Έλληνες στοχαστές ήταν πολύ κοντύτερα από άλλους (π. χ. τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη) στη μυθική, μαγική και θρησκευτική σκέψη και επειδή αυτοί ήταν οι πρωτοπόροι, είναι φυσικό οι πρώτες φιλοσοφικές δοκιμές, πού αυτοί επιχείρησαν, να περάσουν πιο άμεσα από την αχλύ του μύθου. Αλλά και ο Πλάτων παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό μυθική και θρησκευτική σκέψη. Ο ίδιος, μάλιστα, ο Αριστοτέλης πρόβαλε ορισμένες απόψεις πού φαντάζουν ολότελα μυθικές, όπως π. χ. ότι τα ουράνια σώματα είναι ζωντανά πλάσματα, ότι ο αριθμός 3 έχει προτεραιότητα κλπ. Όταν, λοιπόν, λέμε πώς το πέρασμα από το μύθο στο λόγο, η από τη θρησκεία στη φιλοσοφία, αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης της ελληνικής και ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, εννοούμε κανονικά ένα βαθμιαίο πέρασμα. Είναι λάθος να φανταζόμαστε τη φιλοσοφία να αναδύεται ξαφνικά σαν ένας φωτεινός κόσμος του λόγου μέσα από τον κόσμο του ζοφερού μύθου. Δεν είναι δυνατό κανένα πέρασμα από τον καθαρό μύθο στον καθαρό λόγο. Από τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ως τον Locke και τον Wittgenstein ο μύθος εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα στην ορθολογική σκέψη. Μαζί, λοιπόν, με το παρατηρημένο ιστορικό γεγονός ότι στις απαρχές του φιλοσοφικού στοχασμού μύθος και λόγος, θρησκεία και φιλοσοφία είναι συνδεδεμένα, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πώς και σε προχωρημένα ακόμη στάδια ανάπτυξης της φιλοσοφικής σκέψης ο σύνδεσμος αυτός ποτέ δεν λύνεται ολότελα. Το σταθερό χαρακτηριστικό της φιλοσοφικής πορείας είναι μια συνεχώς ανοιχτή διαδικασία μετασχηματισμού των μύθων και μυθικών στοιχείων σε τάξεις εννοιών και σε ορθολογικά σχήματα ερμηνείας του κόσμου.
Το ζήτημα πώς και σε ποιο μέτρο η γένεση και ανάπτυξη της φιλοσοφίας παριστάνει μια πορεία ορθολογικοποίησης, και επομένως απομυθοποίησης της εικόνας του κόσμου, μια και αυτό συνεπάγεται πορεία κατά την οποία εξουδετερώνονται ορισμένες καθοδηγητικές μυθικές εικόνες κατανόησης του κόσμου, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με αφετηρία το μύθο. Όπως λέει ο Ernst Cassirer(1), ο μύθος «αρχίζει με τη θεώρήση της σκόπιμης ενέργειας -γιατί όλες οι δυνάμεις της φύσης δεν είναι παρά δαιμονικές η θεϊκές βουλητικές εκδηλώσεις». Οι άνθρωποι πού εργάζονται νιώθουν να βρίσκονται μέσα σ' έναν κόσμο από όντα πού δρουν και πού με ορισμένα μέτρα είναι συνέταιροι της βούλησης και της πράξης τους. Ο κόσμος παριστάνεται έτσι σαν ένα παιχνίδι κοινωνικών ρόλων, σαν ένα πλέγμα από κοινωνικόμορφες συνάφειες δράσης. Ο περιβάλλων κόσμος είναι «συμπαίκτης του ανθρώπου»(2).
Τα «κοινωνικόμορφα» μοντέλα παράστασης του κόσμου, σύμφωνα με τα όποια όλα τα πράγματα παριστάνονται να συμμετέχουν μαζί με τους ανθρώπους σε ένα παιχνίδι κοινωνικών ρόλων και ο κόσμος να λειτουργεί σύμφωνα με ένα κοινωνικό σχήμα (οικογένεια, φυλή, οίκος, πολιτεία), δεν είναι τα μόνα πού λειτουργούν στη μυθική σκέψη. Κοντά σε αυτά λειτουργούν «τεχνόμορφα» μοντέλα (τέχνη με την ελληνική σημασία, ως ετοιμότητα για τέχνη με μορφές και εικόνες πού ξεπηδούν από τη δημιουργικότητα του χεριού), σύμφωνα με τα όποια ο κόσμος παριστάνεται σαν ένα έργο υπεράνθρωπης τέχνης, και ακόμα «βιόμορφα» μοντέλα με τα όποια ο κόσμος παριστάνεται σαν ζωντανός οργανισμός(3).
Βέβαια, η σχέση μύθου και ορθολογικής σκέψης δεν είναι αντίθεση πλάνης και αλήθειας, όπως διδάσκει ο θετικισμός. Με τα λόγια του Descombes(4), «ο μύθος δεν είναι τραύλισμα της επιστήμης, όπως διατείνεται η θεωρία του συνεχούς της ιστορίας των επιστημών... Ο μύθος βρίσκεται στο εσωτερικό της επιστήμης». Ο Descombes προτείνει μια αναθεώρηση της έννοιας του λόγου. «Δεν είναι αλήθεια», παρατηρεί, «πώς στην αρχαία Ελλάδα, με μια νικηφόρα "επιστημολογική τομή" ο λόγος θριάμβευσε επί του μύθου (όπως και ή κοινή λογική θριαμβεύει επί του παραληρήματος)».
Συνοπτικά, τηρούνται εδώ οι ακόλουθες τουλάχιστο θέσεις:
α. Ή γέννηση του φιλοσοφικού στοχασμού στην Ελλάδα σήμαινε μαζί και μια ριζοσπαστική κριτική της μυθικής παράδοσης.
β. Ή κριτική αυτή αναπτύχθηκε μαζί με μια σειρά κοινωνικών αλλαγών πού συντελέστηκαν στην Ελλάδα με το εμπόριο, τα ταξίδια, την παραγωγή, την ανάπτυξη επιστημονικών γνώσεων και τη διαμόρφωση ανοιχτών, δημοκρατικών πόλεων - κρατών.
γ. Αν ή ανάπτυξη φιλοσοφικού στοχασμού στην Ελλάδα ήταν μαζί και μια διαδικασία ορθολογικοποίησης της γνώσης, αυτό δεν σήμαινε κάθαρση της σκέψης από τα μυθικά στοιχεία της και πορεία προς το βασίλειο του καθαρού λόγου. Ο φιλοσοφικός λόγος λειτουργεί πάντοτε με φανερά η λανθάνοντα μυθικά στοιχεία (εικόνες, μεταφορές, αλληγορίες) και ίσως σε αυτά οφείλει πιο πολύ τη γοητεία του.
δ. Ό μύθος έχει μοναδική διαφάνεια, λαμπρότητα και γοητεία. Η αλήθεια, πού λέει, είναι ολοκληρωμένη και οριστική -δεν συζητείται, λοιπόν. Μονάχα μια νέα σκέψη μπορούσε να την κλονίσει. Έτσι, η φιλοσοφία μπορεί να θεωρηθεί σαν ισχυρή δύναμη πού προώθησε τη διαδικασία αλλαγής της γνώσης και μεταμόρφωσε τον ελληνικό πολιτισμό πού έτεινε να μένει σταθερά κλεισμένος μέσα στο μύθο. Όπως παρατηρεί ο Kirk(5), «κανένας άλλος σημαντικός δυτικός πολιτισμός δεν ελέγχονταν τόσο πολύ (όσο αυτός) από μια αναπτυγμένη μυθική παράδοση». Ο Kirk(6) κρίνει θεωρητικά δυνατή την ακόλουθη υπόθεση: «.... ή μυθική παράδοση είχε η ίδια καθιερωθεί τόσο σταθερά στον πολιτισμό της Ελλάδας του τέλους της εποχής του χαλκού και της πρώιμης εποχής του σιδήρου και ενισχύθηκε τόσο ρωμαλέα από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, ώστε δεν μπορούσε κανένας να δραπετεύσει από αυτήν. Οι άνθρωποι του 7ου, του 6ου και του 5ου αιώνα εκφράζονταν με δικούς της όρους, όχι επειδή συγκινησιακά εμπλέκονταν μέσα στην ποικιλία και το ρεαλισμό της, αλλά επειδή δεν μπορούσαν να καταπολεμήσουν την παντού στείρα παρουσία της». Το ποίημα του Παρμενίδη είναι γεμάτο μυθικά στοιχεία (θεές, πύλες, άλογα, έναν ηνίοχο, και άλλες μυθικές παραστάσεις), αν και το κύριο περιεχόμενο του δρόμου της αλήθειας ανήκει σε έναν διαφορετικό κόσμο από εκείνον του Ησίοδου. Και σε προχωρημένες μορφές ορθολογικής και υλιστικής σκέψης (όπως στον Αναξαγόρα και στους Ατομικούς) η κυριαρχία του μύθου έχει φανερά ατονήσει και το όλο σύστημα του μυθικού στοχασμού έχανε τις λεπτές ισορροπίες του και έβαινε προς τη συντριβή του (ιδιαίτερα με την ορμή του σοφιστικού ορθολογισμού). Η έλευση, λοιπόν, της φιλοσοφίας στην Ελλάδα και η κυριαρχία της στην ιστορική σκηνή του ελληνικού κόσμου δείχνει την ξεχωριστή δύναμη του νέου πνεύματος πού έφεραν οι φιλόσοφοι. Το πνεύμα αυτό, βέβαια, παρόλο πού άλλαζε συχνά τη λειτουργία των μύθων, δεν σήμαινε απαραίτητα και καταδίκη του όλου κόσμου του μύθου σε μαρασμό.
Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το πρακτικό ορθολογιστικό πνεύμα πού συνετέλεσε στη γένεση και ανάπτυξη φιλοσοφικού στοχασμού στην Ελλάδα ούτε ή τάση για ενότητα, σύνθεση και οργάνωση της γνώσης πού κάνει την επιστήμη, παρά και ή μυθική σκέψη πού εκφράζεται με εικονική, παραστατική, μεταφορική και αναλογική γλώσσα(7). Υπήρξαν π.χ. ποιητές και στοχαστές, πού ο Αριστοτέλης τους ονόμασε «θεολόγους», άνθρωποι δηλαδή πού βρίσκονται σε ένα προεπιστημονικό και προφιλοσοφικό στάδιο σκέψης και πού προαναγγέλλουν κάποια ορθολογική θεώρηση του κόσμου. Είναι ο Όμηρος και ο Ησίοδος, παλιές ορφικές κοσμογονίες, ο Επιμενίδης, ο Ακουσίλαος, ο Φερεκύδης, κ. α.
________________________________________________________
1. Cassirer, Das mythische Denken, 64.
2. Kraft, 84.
3. Πβ. Topitsch, 24 κ.έ., 79. Ένα πλούσιο υλικό από κείμενα προσωκρατικών στοχαστών τα όποια δείχνουν πώς αυτοί παρίσταναν τον κόσμο σαν πολιτεία, σαν ζωντανό οργανισμό και σαν έργο τέχνης, παρουσιάζει και ερμηνεύει ο Lloyd, 210 κ.ε.
4. Descombes, Το ίδιο και το Άλλο, 117
5. Kirk, Myth, 250.
6. Myth, 245.
7. Άλλωστε και μέσα στο μύθο θα μπορούσε να καταδειχθεί πως υπάρχει, με κάποια μορφή, επιστημονική γνώση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου