Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Οι επιρροές της βυζαντινής παιδείας στο μεσαιωνικό δυτικό κόσμο

Κ. Ι. Γιαννακόπουλος
Από: Κ.Ι. Γιαννακόπουλος, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, μτφρ. Κώστας Κυριαζής, εκδ. Εστία, Αθήναι ά.έ.



ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

ΠΡΩΤΑ ας μελετήσουμε τη σπουδαία περιοχή της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης. Σύμφωνα με το διάσημο Γάλλο μελετητή Ετιέν Ζιλσόν, η δυτική μεσαιωνική και αναγεννησιακ ή διανοητική σκέψη πέρασε πολύ βασικές κρίσεις στη διάρκεια της εξελίξεώς της· και οι δύο κρίσεις σημειώθηκαν κάτω από το βάρος της επανεισαγωγής της ελληνικής φιλοσοφίας. Πρώτα στον ΙΒ' και στον ΙΓ' αιώνα με την υποδοχή του Αριστοτέλη από την αραβική Ισπανία, και ύστερα τον ΙΕ' αιώνα, όταν μεταδόθηκε στη Δύση ένα ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα, μετά την άφιξη στη Φλωρεντία βυζαντινής αποστολής για να διαπραγματευθεί την θρησκευτική ένωση με τη Ρώμη(22). Τώρα βέβαια δεν μπορούμε να πούμε πως η γνώση της ελληνικής γλώσσας αυτή καθ’εαυτή ήταν απαραίτητη για την πρόοδο της παιδείας. Στο κάτω της γραφής και τα κλασικά λατινικά ήταν επίσης μία εύκαμπτη και πολύ εκφραστική γλώσσα. Αλλά σημασία έχει το γεγονός πως η παραδοχή των αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών έργων έφερε μαζί της το μέγιστο δώρο της αρχαίας Ελλάδας στον κόσμο -την έμφαση στη φυσική λογική. Την περίοδο που είχε ονομαστεί σκοτεινή, αυτή η στάση ερχόταν σε απόλυτη αντίθεση με το ανερεύνητο προληπτικό Weltanschauung της Δύσης σχετικά με τη φύση και τον κόσμο. Έτσι είναι καθαρό το πόσο βαθιά θα τραυματίστηκαν οι πιο σκεπτόμενοι δυτικοί άνθρωποι, όταν ξαφνικά γνώρισαν το έργο του Αριστοτέλη με την πειστική του ερμηνεία του κόσμου, που στηρίζεται μόνο στη λογική χωρίς ν’ αναφέρεται καθόλου στα υπερφυσικά στοιχεία του χριστιανισμού.
Αλλ’ όπως κι αλλού παρατηρήσαμε, η Αριστοτελική φιλοσοφία και επιστήμη που ήλθαν στην Δύση τον ΙΒ' αιώνα, δεν ήλθαν κατ’ ευθείαν από το Βυζάντιο αλλά μέσω των Αράβων της Ισπανίας. Η ουσία είναι πως αυτή η Αριστοτελική σκέψη ήταν χρωματισμένη από μουσουλμανικές θεολογικές ερμηνείες, που, πέρα από το ότι δεν ήταν χριστιανικές (όπως το ζήτημα της αιωνιότητας της ύλης), μερικές φορές είχαν μπερδέψει τον Αριστοτελισμό με νεοπλατωνικές απόψεις(23). Μόνο μετά την λατινική κατάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως στα 1204 τα περισσότερα από τα πρωτότυπα κλασικά κείμενα του Αριστοτέλη και άλλων επιστημονικών συγγραφέων, χωρίς να έχουν στο πλείστο τους παραλλαγές, έγιναν προσιτά στους δυτικούς μελετητές. Είναι καταπληκτικό δείγμα της δυσπιστίας που έτρεφαν οι Δυτικοί για τους Έλληνες σχισματικούς, όπως έλεγαν τους Βυζαντινούς, το ότι για πολύ καιρό oι Δυτικοί πραγματικά προτιμούσαν την από δεύτερο ή και τρίτο χέρι αραβική απόδοση του Αριστοτέλη από την καθαρότερη απόδοση που μπορούσαν να δώσουν οι Βυζαντινοί.
Η εισαγωγή του «μουσουλμάνου Αριστοτέλη» από την Ισπανία δημιούργησε τέτοια αίσθηση στους δυτικούς διανοούμενους κύκλους, που ο Πάπας, επειδή αισθάνθηκε κάποιο κίνδυνο για την εκκλησία, υποχρεώθηκε να απαγορεύσει την ανάγνωση ορισμένων σημείων του φιλόσοφου στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, που ήταν τότε το κύριο κέντρο των θεολογικών σπουδών στη Δύση. Αλλ’ όπως συνηθισμένα συμβαίνει με αυτή τη μορφή της λογοκρισίας, η απαγόρευση δεν μπόρεσε να εφαρμοσθεί. Οι Λατίνοι μελετητές, ζαλισμένοι από τον πλούτο του νέου υλικού του Αριστοτέλη και άλλων Ελλήνων συγγραφέων, απλούστατα αρνήθηκαν να υπακούσουν. Και τελικά ο μεγάλος Δομινικανός Θωμάς Ακουϊνάτος ορίστηκε να ελαττώσει τον κίνδυνο, καταβάλλοντας προσπάθεια να συμφιλιώσει την αριστοτελική κοσμολογία μ’ εκείνη της καθολικής χριστιανοσύνης με αποτελέσματα που είναι πολύ γνωστά.
Αξίζει να σημειωθεί πως πεντακόσια ολόκληρα χρόνια πριν από τον Άγιο Θωμά, μια προσπάθεια συμφιλιώσεως της χριστιανικής πίστης -αλλ’αυτή τη φορά της ορθοδοξίας με την αριστοτελική λογική είχε γίνει στη βυζαντινή Ανατολή από το Θεολόγο Ιωάννη τον Δαμασκηνό(24). Ένα αντίγραφο της περίφημης «Πηγής της Σοφίας» του Ιωάννη, που είναι ίσως ακόμα το βασικό έργο για τη θεολογία της ορθόδοξης εκκλησίας, ήταν κατά πάσα πιθανότητα γνωστό στον Ακουϊνάτο και το χρησιμοποίησε στη σύνταξη του δικού του μεγάλου έργου Summa Theologiae. Ο ίδιος ο Ακουϊνάτος πρότεινε ένα μεγάλο επιχείρημα στον Ουίλλιαμ του Μέρμπεκε, το Λατίνο Αρχιεπίσκοπο της Κορίνθου, μία αναθεωρημένη επί λέξει μετάφραση από τα ελληνικά όλων σχεδόν των έργων του Αριστοτέλη, και μέσα σ’ αυτά και την περίφημη πολιτική πραγματεία του, τα Πολιτικά(25).
Οι δυτικές μεσαιωνικές μεταφράσεις των ελληνικών κειμένων ήταν στο πλείστο περιορισμένες στα δοκίμια της λογικής, στις επιστήμες και σε μικρότερο βαθμό στη θεολογία. Είναι σημαντικό το ότι δεν περιείχαν την κλασική ελληνική ποίηση, την ιστορία και πολλή από την φιλοσοφία(26), δηλαδή τα πιο ουμανιστικά κείμενα. Και αυτά τα τελευταία δεν έφτασαν γενικά στη Δύση ως την περίοδο της Αναγεννήσεως. Δεν έχουμε το χρόνο να συζητήσουμε εδώ τα ιδιαίτερα έργα αυτής της φύσης. Θα σημειώσουμε όμως πως τα πρωτότυπα κείμενα -ας πούμε οι ελληνικές τραγωδίες- είχαν σε πολλές περιπτώσεις μελετηθεί και αποκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη από βυζαντινούς λόγιους την εποχή του Φώτιου και του Αρέθα, και ιδιαίτερα τον ΙΓ' και ΙΔ' αιώνα, και ύστερα μεταφέρθηκαν δυτικά, κύρια από Έλληνες πρόσφυγες ή από ορισμένους λόγιους που εγκαταστάθηκαν στην Βενετία και σε άλλα ιταλικά κέντρα. Αρκεί να εξετάσει κανένας τον κατάλογο του προσωπικού της ονομαστής Ακαδημίας του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία, που στο τέλος του ΙΕ' αιώνα και στις αρχές του ΙΣΤ' τύπωσε πολλές πρώτες εκδόσεις από αυτά τα δυνατά ελληνικά κείμενα και που είχε μέσα στους εκδότες της πολλούς Έλληνες συμπεριλαμβανομένου και του Κρητικού Μάρκου Μούσουρου και του κοσμοπολίτη ουμανιστή διπλωμάτη Λάσκαρι(27).
Παράλληλης σημασίας προς τον αριστοτελισμό για την ανάπτυξη της δυτικής σκέψης και γνώσης, όπως σημειώσαμε, ήταν η εισαγωγή, του ΙΕ' αιώνα, της Πλατωνικής φιλοσοφίας. Αυτή όμως πρέπει αναγκαστικά να συνδυασθεί με το Βυζάντιο και δεν ήταν αποτέλεσμα μεσολαβήσεως των Αράβων. Για να είμαστε σαφείς, ορισμένα νεοπλατωνικά έργα ήταν γνωστά από νωρίτερα στη Δύση. Από τον Θ' αιώνα κιόλας, στην περίοδο που ονομάστηκε Καρολική Αναγέννηση, ο Ιρλανδός μελετητής Τζων Σκότους Εριγένης είχε πάρει από τη βιβλιοθήκη του Κάρολου του φαλακρού, του βασιλιά των Φράγκων, ένα αντίγραφο του έργου του βυζαντινού νεοπλατωνιστή Μάξιμου του Εξομολογητή,(28) που το είχε δώσει στον προκάτοχό του Λουδοβίκο τον Ευσεβή βυζαντινός αυτοκράτορας. Ο Εριγένης είχε ακόμα στη διάθεσή του, όταν έγραφε το ονομαστό «Επί της διαιρέσεως της φύσης» το έργο του πιο ισχυρού μυστικιστή ολόκληρου του μεσαιωνικού κόσμου, του πρώιμου Βυζαντινού Διονυσιου του Αεροπαγίτη, που ο Εριγένης είχε μεταφράσει στα λατινικά. Ο Δάντης, στον παράδεισο, άντλησε υλικό από την «Ουράνια ιεραρχία του Διονύσιου» και ακόμα ο Γερμανός μυστικιστής του ΙΔ' αιώνα Μάϊστερ Έκχαρτ όφειλε κάτι στο βαθύ μυστικισμό του Διονύσιου.(29 )
Στη Βυζαντινή Ανατολή, όπου ο καθαρός πλατωνισμός ήταν συνηθισμένα ύποπτος στην εκκλησία, η τελευταία ουσιαστική αναβίωση της γνήσιας πλατωνικής σκέψης σημειώθηκε τον ΙΔ' και τον ΙΕ' αιώνα στην Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα στον Μυστρά, κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Εκεί ο φιλόσοφος και κοινωνικός αναμορφωτής Πλήθων ο Γεμιστός είχε εγκαθιδρύσει μια αληθινή λατρεία των πλατωνικών σπουδών(30). Στη Δύση από την άλλη μεριά, ο Πλάτων ήταν σχεδόν άγνωστος από την εποχή της αρχαιότητας (παρ’όλες τις καλές προθέσεις του Μποέτιου τον ΣΤ' αιώνα και την διαπεραστική νεοπλατωνική σκέψη που αντικατοπτρίζεται στον Αυγουστίνο). Και μόνον όταν έφτασε στην Ιταλία ο Πλήθων και άλλοι Έλληνες, για να πάρουν μέρος στη διάσημη σύνοδο της Φλωρεντίας του 1438-39, τα πρωτότυπα ξανάρθαν σε άμεση επαφή με το κύριο ρεύμα της δυτικής παραδόσεως. Για να σώσει την Κωνσταντινούπολη, που ήταν τώρα από παντού περικυκλωμένη από τους Τούρκους, ο Έλληνας αυτοκράτωρ, μέσα σε μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια, είχε συνάξει μεγάλο αριθμό ιερωμένων και επίσημων (πολλοί από τους οποίους ήταν θεολόγοι) και πήγε στην Φλωρεντία με την ελπίδα πως θα κατόρθωνε να εξασφαλίσει στρατιωτική βοήθεια με το διάμεσο της θρησκευτικής ενώσεως με τη Δύση. Οι εργασίες αυτής της συνόδου, που ήταν η μεγαλύτερη μεσαιωνική αντιμετώπιση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, κράτησαν ενάμισυ χρόνο και στην περίοδο αυτή δόθηκε η ευκαιρία στους Δυτικούς να αποκτήσουν από τους Έλληνες μια γνώση και μια εκτίμηση για την πλατωνική φιλοσοφία. Ο Κόσιμος των Μεδίκων, ο κυβερνήτης της Φλωρεντίας, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τον Πλήθωνα, που γρήγορα ίδρυσε την Πλατωνική Ακαδημία του, απ’ όπου, τελικά, το ενδιαφέρον για τον Πλάτωνα διαχύθηκε σ’ολόκληρη τη Δύση(31).

Από καθαρά θρησκευτική άποψη ο Φλωρεντιανός Μαρσίλιο Φιτσίνο κατόρθωσε να συγγράψει μια σύνθεση της πλατωνικής και της αριστοτελικής σκέψης, που είχε σημαντική επίδραση απάνω στη θρησκευτική σκοπιά για πολλούς από τους δυτικούς ουμανιστές(32). Σύμφωνα με τη γνώμη μερικών σύγχρονων μελετητών η φιλοσοφία του Πλάτωνα συνέτεινε περισσότερο απ’ όποιον άλλο μεμονωμένο παράγοντα στην διεύρυνση του πνευματικού ορίζοντα της Δύσης. Μερικοί άλλοι όμως ακολουθούν στενώτερη άποψη. Πιστεύου ότι η πιο σημαντική συνεισφορά της πλατωνικής φιλοσοφίας ήταν μάλλον στην έμφαση κάποιου μαθηματικού τρόπου του σκέπτεσθαι, που πήγαζε από ορισμένα πυθαγορικά υλικά ενσωματωμένα στον Πλάτωνα. Αυτή η μαθηματική έμφαση, σε αντίθεση με τη δυτική μεσαιωνική προσκόλληση στην αριστοτελική λογική, είναι εκείνη που σύμφωνα με τη θεωρία αυτή έστρωσε το δρόμο για την γέννηση της σύγχρονης δυτικής επιστήμης, ιδιαίτερα για την αποδοχή της θεωρίας του Κοπέρνικου(33).
Αν ο Ιταλός Φιτσίνο ήταν υπεύθυνος για την πρώτη πλήρη λατινική μετάφραση των πλατωνικών διαλόγων, ένας βυζαντινός ή μάλλον ένας μεταβυζαντινός, ο Μάρκος Μούσουρος, ο Κρητικός εκδότης του Ενετικού τυπογραφείου Άλντινε -πράγμα όχι πολύ γνωστό- τύπωσε για πρώτη φορά το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο. Σ’αυτό το έργο ο Μούσουρος προέταξε τον ονομαστό του ύμνο στον Πλάτωνα, μια σύνθεση που, τουλάχιστον από την φιλολογική σκοπιά, μερικοί λόγιοι την θεωρούν σαν την καλύτερη ελληνική ποίηση που γράφτηκε από την εποχή της αρχαιότητας(34).
Πρέπει ν’αναφερθεί, έστω και σύντομα, το πιο σπουδαίο αρχαίο ελληνικό επιστημονικό έργο που πέρασε στη Δύση, η μαθηματική σύνταξη του Πτολεμαίου (που είναι πιο γνωστή με τον αραβικό της τίτλο Αλμαγέστ), μία μαθηματική ερμηνεία για το Σύμπαν που θα κυριαρχούσε στην αστρονομική σκέψη της Δύσης ως την εποχή του Κοπέρνικου. Είναι γνωστό πως τον ΙΒ' αιώνα ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός έστειλε ένα αντίγραφο αυτού του έργου σαν διπλωματικό δώρο στον Νορμανδό βασιλιά της Σικελίας Ρογήρο Β'(35), και απ’ αυτό το χειρόγραφο έγινε η πρώτη λατινική μετάφραση. Ο Ουίλλιαμ του Μέρμπεκε, που αναφέραμε πιο πάνω, μετέφρασε επίσης κι ένα μεγάλο τμήμα του σώματος του Αρχιμήδη. Και στην τελευταία ακριβώς περίοδο της βυζαντινής εποχής, όταν τον ΙΕ' αιώνα ο Πλήθων ο Γεμιστός έφερε την γεωγραφία του Στράβωνα στη Δύση, επηρέασε τις αντιλήψεις της αναγεννήσεως σχετικά με το σχηματισμό της γης και έτσι έμμεσα ήταν ένας από τους συνεργούς παράγοντες που οδήγησαν τον Κολόμβο ν’ ανακαλύψει την Αμερική.

Η Βυζαντινή επιστημονική παράδοση δεν ήταν βασικά πρωτότυπη και βασιζόταν στα αρχαία ελληνικά, στα ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά επιτεύγματα. Παρ’ όλη την τεράστια αυτή κληρονομία στις φυσικές επιστήμες, οι Βυζαντινοί, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες πρόγονοί τους, δεν κατόρθωσαν ν’ αναπτύξουν τεχνικό εξοπλισμό, τεχνολογία μ’ άλλα λόγια, κι έτσι δεν ήταν συνηθισμένα σε θέση να θέσουν σε πρακτική εφαρμογή τις καμιά φορά όχι ασήμαντες θεωρητικές τους γνώσεις. Πέρα απ’ αυτά όμως μπορούμε να σημειώσουμε μερικά παραδείγματα, από όπου φαίνεται πως οι Βυζαντινοί είχαν προβλέψει μερικά σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα. Η εφεύρεση του Καλλίνικου, το περίφημο υγρό πυρ, και η βυζαντινή τεχνική για να εκτοξευθεί αυτό το πυρ από χάλκινους σωλήνες, αποτελούσε, όπως λένε αρκετοί σύγχρονοι ειδικοί, «το πρωτότυπο της σύγχρονης πυρίτιδας... βάζοντας τους στρατιωτικούς τεχνικούς όχι μόνον του Βυζαντίου αλλά και του Ισλάμ, της Κίνας και της Δύσης στα ίχνη ακόμα πιο σύνθετων καυσίμων». Παρ’ όλο που ο υδρόμυλος που παρείχε ενέργεια χρονολογείται από την εποχή του αρχαίου κόσμου, είναι πολύ πιθανόν η ρόδα τον νερού (όπου το νερό τρέχει πάνω από την κορυφή και όχι κάτω από την ρόδα) να ήταν μια βελτίωση της πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Τον ΣΤ' αιώνα, ο Ανθέμιος της Τράλλης ή των Τράλλεων (αρχιτέκτων της Αγίας Σοφίας) δεν έγραψε μόνον για τα παραβολικά κάτοπτρα, αλλά, διασκεδάζοντας, υπέταξε την πίεση του ατμού για να δημιουργήσει μικρό σεισμό. Τον ίδιο αιώνα ο Ιωάννης Φιλόπονος αρνήθηκε την αριστοτελική θεωρία της αδυναμίας να δημιουργηθεί κενό και ακόμα πρόβλεψε το πείραμα του Γαλιλαίου, πως δύο βάρη που ρίχνονται από το ίδιο ύψος φτάνουν στη γη σχεδόν την ίδια στιγμή. Τέλος, τα περίφημα μηχανικά «αυτόματα» της βυζαντινής αυλής (ανύψωση του θρόνου, τα λιοντάρια που βρυχιόντουσαν και τα πουλιά που τραγουδούσαν) εντυπωσίαζαν τους ξένους επισκέπτες, όπως τον επίσκοπο Λουϊτπράνδο τον Ι' αιώνα, και μπορεί έμμεσα να επηρέασαν την εξέλιξη των δυτικών μηχανικών ρολογιών τον ΙΔ' αιώνα(36).


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

22. Μια ακόμα δυνατότερη δήλωση του E.Gilson στο History of Christian Philosophy in the Middle Ages (Νέα Υόρκη 1955) 541: «Ουσιαστικά κάθε σημαντικό γεγονός της ιστορίας της δυτικής σκέψης στο Μεσαίωνα ήταν συνδεδεμένο με την παρουσία κάποιου ανθρώπου που σπούδασε στην Ελλάδα ή που ήξερε Ελληνικά και είχε μεταφράσει μερικές ελληνικές φιλοσοφικές γραφές ή μπορούσε να μελετήσει αυτές τις μεταφράσεις».

23. Για τη μουσουλμανική ερμηνεία και την ανάμειξη της αριστοτελικής και της νεοπλατωνικής σκέψης βλέπε Τ. Arnold και Α. Guillaume, The Legacy of Islam (Οξφόρδη 1931) 240-41, και Hitti, History of the Arabs, 307. Βλέπε τώρα R. Walzer, Greek into Arabic (Καίμπριτζ Μασσ.1962) 60-113.

24. Ο Ιωάννης πέθανε γύρω στα 750. Ήτανε στην υπηρεσία του Άραβα Χαλίφη της Δαμασκού.

25. Για την μετάφραση των «Πολιτικών» του Μέρμπεκε βλέπε Ε. Barker, Social and Political Thought in Byzantium (Οξφόρδη 1957) 136. Από το τέλος του ΙΒ' ως το τέλος του ΙΓ' αιώνα η αναλογία των μεταφράσεων από τα ελληνικά απέναντι στα αραβικά, που ήταν δεύτερο χέρι, σιγά-σιγά αυξήθηκε. Δεν είναι πολύ γνωστό πως Μέρμπεκε μετέφρασε και την Ποιητική του Αριστοτέλη (Ρ. Kristeller, Studies in Renaissance Thought and Letters, Ρώμη 1956, 340-41 και 23). Η Ποιητική έγινε έτσι γνωστή στο δυτικό κόσμο τον ΙΓ' αιώνα. Για τον Ακουϊνάτο και τον Ιωάννη Δαμασκηνό βλέπε Gilson, History of Christian Philosophy, 92. Ο ίδιος ο Θωμάς αναφέρει τον Ιωάννη (βλέπε Summa Theologica, μέρ. Ι, quaestio 36, άρθρ. 2 και tertium). Οι γνώσεις του Θωμά πάνω στο έργο του Ιωάννη του Δαμασκηνού φαίνεται πως ήταν μδόο στοιχειώδεις.

26. Βλέπε τις προηγούμενες υποσ. για την Ποιητική του Αριστοτέλη.

27. Γιαννακόπουλος, Greek Scholars in Venice, ιδ. 284-86.

28. Για τον Εριγένη, Μ. Cappuyns «Jean Scot Erigène, sa vie, son oeuvre, sa pensée», (Λουβαίν 1933).

29. Ο Διονύσιος ήρθε για πρώτη φορά στη Δύση τον Θ' αιώνα μέσω του Αββά Ιλντουέν του Αγίου Διονυσίου. Βλέπε Μ. Viller και Κ. Rahner, Askese und Mystik in der Väterzeit (1939). L. Levillain, Etudes sur l' abbaye de Saint Denis... (Παρίσι 1921) και Etudes Dionysiennes, Ι: Hilduin (Παρίσι 1932).

30. F. Masai, Ρléthon et le platonisme de Mistra (Παρίσι 1956).

31. Βλέπε πιο κάτω κεφ. 3. Επίσης Α. della Torre, Storia dell' Accademia Platonica di Firenze (Φλωρεντία 1902).

32. Κατά πάσα βεβαιότητα ο Φιτσίνο δεν χρησιμοποίησε τα έργα του Πλήθωνα.

33. Πάνω σ’αυτή τη σπουδαία διαμάχη βλέπε ιδιαίτ. Ε. Burtt, Metaphysical Foundations of Modern Physical Science (Λονδίνο 1925) 40, ποy τονίζει τη σπουδαιότητα του μαθηματικού τρόπου του σκέπτεσθαι στον Πλάτωνα (μέσω Πυθαγόρα) που βρίσκεται στη νεοπλατωνική σκέψη. Αυτό, λέει, οδήγησε στην θεωρία του Κοπέρνικου. Με τον Burtt διαφωνούν oι Ε.W.Strong, Procedures and Metaphysics (Μπέρκλεϋ 1936) και J. Randall «Development of Scientific Method in the School of Padua», Journal of History of Ideas (1940) 176-206, που υποστηρίζουν την μέθοδο (Αριστοτελισμός) του Πανεπιστημίου της Πάδοβας για την ανάπτυξη της σύγχρονης επιστήμης. Βλέπε επίσης J. Randall, The School of Padua and the Emergence of Modern Science (Πάδοβα 1961), Ρ. Duhem, Le système du monde (Paris 1954), VII-VIII, που τονίζουν τη συνέχιση της μεσαιωνικής και της πρώιμης σύγχρονης επιστήμης.

34. Βλέπε κατ., κεφ. 5, υπ. 59.

35. Βλέπε Α. Βασίλιεφ, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (στα Αγγλικά, Μάντισσον 1952) 491. Η λατινική μετάφραση έγινε από τα ελληνικά στα 1160 στη Σικελία. Στα 1175 ο Γεράρδος της Κρεμόνας μετέφρασε το έργο από τα αραβικά στο Τολέδο.

36. L. White, Medieval Technology and Social Change (Οξφόρδη 1962) 80, 90, 96 εξ., 124. Μ. Άναστου «The History οf Byzantine Science», Dumbarton Oaks Papers, XVI (1962) 411, «Πλήθων, Στράγων και Κολόμβος», Ann. de l' inst. phil. et d' hist. orient. et slaves, ΧΙΙ (1952) 1-18 και G. Brett «Byzantine Waterwheel», Antiquity ΧΙΙΙ (1939) 354 eξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: