Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Αισθητική και επιστήμη

Το συγκινησιακό επίπεδο της επιστημονικής ανακάλυψης φαίνεται να έχει τις ίδιες ψυχολογικές ποιότητες με αυτές του καλλιτέχνη
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ

Από τις πιο διαδεδομένες και έμμονες αντιλήψεις πολλών επιστημόνων, και ιδιαίτερα των φυσικών, είναι ότι η επιστημονική αλήθεια συνδέεται με το κάλλος, την ομορφιά. Η αντίληψη αυτή προέρχεται από αυτήν του Πλάτωνα για την αισθητή πραγματικότητα, η οποία στηρίζεται στην αίσθηση, είναι η παραμορφωμένη αντανάκλαση μιας πιο ουσιαστικής πραγματικότητας, της πραγματικότητας των ιδεών, που η ψυχή γνώρισε κάποτε και διατηρεί τη νοσταλγία της. Η επανασύνδεση με τον κόσμο των ιδεών προϋποθέτει μιαν άσκηση που από τις αισθητές μορφές υψώνεται στον κόσμο των ψυχών, στην καθαρή γνώση και τέλος στο ωραίο (ανοδική διαλεκτική).
Αντίστροφα η ανάμνηση των ιδεών επιτρέπει να φανερωθούν τα ίχνη του ωραίου και της ζωής της Ψυχής μέσα στα αντικείμενα που είναι προσιτά στις αισθήσεις (καθοδική διαλεκτική).
Ο Αριστοτέλης δέχεται την πλατωνική ιδέα της αρμονίας και του μέτρου, αλλά την ερμηνεύει κυρίως με την έννοια της τάξης.
Το ωραίο γίνεται λοιπόν προσιτό μέσω των νόμων της λογικής και της μεθοδικής ταξινόμησης: «ένα έμψυχο ον ή πράγμα που απαρτίζεται από διάφορα μέρη μπορεί να είναι ωραίο μόνο εφόσον τα μέρη του είναι διατεταγμένα με μια ορισμένη τάξη» (Ποιητική).
Τέλος ο Πλωτίνος μολονότι ακολουθεί πιστά την πλατωνική παράδοση την εμπλουτίζει εισάγοντας την έννοια του αισθητικού μυστικισμού, δηλαδή τη δυνατότητα να φθάσει κανείς μέσω της αισθητικής εμπειρίας στον κόσμο της μυστικής πραγματικότητας και έξω από κάθε λογική διαδικασία.
Στο σημείο αυτό και για να συνεννοηθούμε θα έπρεπε να οριοθετήσουμε και δύο άλλες έννοιες που είναι: επιστήμη και φυσική.
Τι ακριβώς ή περίπου εννοούμε όταν μιλάμε για επιστήμη; Η λέξη χρησιμοποιείται ως γενικός όρος για την περιγραφή των διαδικασιών, δηλαδή των διεργασιών σκέψης και των στρατηγικών της έρευνας που εφαρμόζουμε για την πρόοδο της γνώσης. Αλλά επιστήμη σημαίνει επιπλέον το αυθύπαρκτο σύνολο των γνώσεων που είναι καρπός επίπονης και πολύπλοκης προσπάθειας και όχι απλή συσσώρευση πληροφοριών.
 Η επιστήμη είναι επαγωγικά διατεταγμένη: περιλαμβάνει αρχές, νόμους, αξιώματα και άλλες γενικές προτάσεις, που οι λεπτομερείς περιγραφές τους αναφέρονται ως αξιώματα.
Στην επιστήμη ως γνώση αναγνωρίζεται «κάτι» που σταθερά και κατηγορηματικά το γνωρίζουμε, μέσα στο πλαίσιο των θεωριών που ισχύουν, ως αληθές. Τούτο όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι κάτι που σήμερα θεωρείται αληθές δεν θα ανατραπεί εφόσον η αντίληψη της επιστήμης και τα δεδομένα της αλλάξουν. Είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική διαφορά, η ευκολία με την οποία η επιστήμη αλλάζει τις αλήθειες της, σε σύγκριση με την αδυναμία αλλαγής των δογματικών πλαισίων των θρησκειών.
Οι φυσικοί τώρα και η φυσική ως επιστήμη ασχολούνται με δύο καίρια ερωτήματα:
1. Από τι έγινε ο κόσμος; Δηλαδή ποια είναι τα σχετικά απλά συστατικά που αποτελούν τους δομικούς λίθους της ύλης;
2. Ποιοι είναι οι θεμελιώδεις νόμοι της φύσης; Πώς συμπεριφέρονται δηλαδή σε διαφορετικές συνθήκες τα απλά συστατικά και τα πιο σύνθετα από αυτά; Οι μεγάλοι θεμελιωτές της επιστήμης υποστήριξαν τον παγκόσμιο και αιώνιο χαρακτήρα των φυσικών νόμων και, όπως γράφει ο Roger Hausheer (στην εισαγωγή του στο βιβλίο του Isahiah Berlin Against the Current), «αναζήτησαν καθολικά διαγράμματα, γενικά ενοποιητικά πλαίσια, όπου όλα τα υπαρκτά θα αποδεικνύονταν τεράστιες δομές, αλληλένδετες συστηματικά ­ δηλαδή με αιτιώδη ή λογική συνάφεια ­ που δεν θα άφηναν περιθώρια για αυθόρμητες και απρόσμενες εξελίξεις, και όπου οτιδήποτε συμβαίνει θα έπρεπε κατ' αρχήν να εξηγείται σύμφωνα με γενικούς αναλλοίωτους νόμους».
Η ιδέα αυτή έχει τη βάση της στο συγκεκριμένο φυσικό κοσμοείδωλο, όπως αυτό διαμορφώθηκε από τον συγκερασμό της αρχαίας ελληνικής σκέψης με τον ιουδαιοχριστιανικό πολιτισμό.
Ο Πυθαγόρας, για παράδειγμα, πίστευε ότι το Σύμπαν είχε μαθηματική φύση και ότι η ανάπτυξη της μαθηματικής σκέψης θα μπορούσε να παράσχει το κλειδί για όλα τα μυστικά. «Εστιν ουν η ουσία των πραγμάτων αρμονία και αριθμός σφαιρών στρεφομένων» υποστήριζε.
Η Δημιουργία του Κόσμου από έναν αιώνιο Θεό της ιουδαιοχριστιανικής παραδόσεως, με τους νόμους της φύσης παραδομένους και γραμμένους από Αυτόν, αποτέλεσε τη δεύτερη μεγάλη ιδέα, και η μεγάλη σύνθεση των δύο ιδεών ήταν ζήτημα χρόνου.
Αυτήν τη σύνθεση με τη βοήθεια του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη την πραγματοποίησε στη Δύση ο Θωμάς Ακινάτης, εφαρμόζοντας τα θεωρήματα της ελληνικής γεωμετρίας στη θεολογία. Ο Ακινάτης συνέλαβε έναν τέλειο και λογικό Θεό, που δημιούργησε το Σύμπαν ως εκδήλωση των υψίστων δυνάμεων Του και του τέλειου λογικού Του.
Ο Θεός του Ακινάτη είναι ο Νομοθέτης, ο εκτός χρόνου Θεός και συνεπώς οι νόμοι Του είναι αναλλοίωτες και αιώνιες αλήθειες κατά τα πρότυπα των ελληνικών μαθηματικών. Την ίδια εικόνα έχουν στον νου τους και οι μεγάλοι ανακαινιστές της νεότερης επιστήμης: ο Γαλιλαίος, ο Νεύτωνας, ο Ντεκάρτ.
Ο Μπάτερφιλντ σχολιάζοντας τους πρωτοπόρους της επιστήμης γράφει: «Η φιλοδοξία τους να αποδείξουν πως το Σύμπαν λειτουργεί σαν ένα μηχανικό ρολόι... αρχικά ξεκίνησε από μια θρησκευτική φιλοδοξία. Είχαν το συναίσθημα πως κάτι το ελαττωματικό θα έπρεπε να υπάρχει στη Δημιουργία ­ αν δεν κατόρθωναν να αποδείξουν ολόκληρο το Σύμπαν συνδεδεμένο με τέτοιο τρόπον ώστε να φέρει το σχήμα της λογικής και της τάξης. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο εγκαινιάζει ο Κέπλερ την επιστημονική αναζήτηση ενός μηχανιστικού Σύμπαντος: ο μυστικισμός του, η μουσική των σφαιρών, η ορθολογιστική του Θεότητα απαιτούσαν ένα σύστημα με την ομορφιά ενός μαθηματικού μοντέλου».
Πολλές γενιές επιστημόνων έκτοτε εξακολούθησαν να αποδέχονται την ιδέα ότι οι νόμοι της φύσης είναι αιώνιες αναλλοίωτες αλήθειες, αλλά οι θεϊστικές τους αντιλήψεις υποχώρησαν.
Οι επιστήμονες σήμερα συμφωνούν εν γένει ότι οι θεμελιώδεις νόμοι της φυσικής είναι παγκόσμιοι, απόλυτοι, παντοδύναμοι και αιώνιοι και πολλοί πιστεύουν ότι υφίστανται ανεξάρτητα από την κατάσταση του φυσικού Σύμπαντος και ανεξάρτητα γενικώς από το Σύμπαν.
Η αντίληψη όμως αυτή των επιστημόνων, χωρίς μεταφυσικό περιεχόμενο, υπονοεί ευθέως την παραδοχή ότι το Σύμπαν είναι λογικά διατεταγμένο και ότι εμείς οι άνθρωποι, ως λογικά όντα, με βάση τη λογική μπορούμε να το ερμηνεύσουμε.
Οι βαθύτεροι αυτοί νόμοι της φύσης που είναι γραμμένοι με έναν ιδιαίτερο κώδικα, τον οποίο ο Πάτζελς αποκαλεί «κοσμικό κώδικα», δεν είναι αντιληπτοί από την άμεση ανθρώπινη εμπειρία και πρέπει να ερμηνευτούν και να αποκαλυφθούν με συνδυασμό θεωρίας και πειράματος.
Η ιδιαίτερη γλώσσα, ο κώδικας στον οποίο φαίνεται να είναι γραμμένοι οι νόμοι της φύσης, είναι τα μαθηματικά. Ολοι οι νόμοι της φυσικής μπορούν να διατυπωθούν σε μαθηματική μορφή.
Οταν οι επιστήμονες κατασκευάζουν τις θεωρίες τους συχνά οδηγούνται από ένα κρυφό συναίσθημα κομψότητας και έχουν την πεποίθηση ότι το Σύμπαν έχει εσωτερική ομορφιά.
Ο μεγάλος κοσμολόγος σερ Τζέιμς Τζινς παρατήρησε ότι «ο Θεός πρέπει να είναι μαθηματικός». Ο Τζον Χουίλερ γράφει: «Η ομορφιά των νόμων της φυσικής είναι η υπέροχη απλότητά τους... Ποιος είναι ο έσχατος μαθηματικός μηχανισμός πίσω από όλα αυτά; Αναμφίβολα θα είναι το πιο όμορφο πράγμα».
Ο Ανρί Πουανκαρέ όμως αμφιβάλλει ότι μπορεί να ορισθεί η μαθηματική ομορφιά, όπως και κάθε άλλο είδος ομορφιάς.
Ο μεγάλος φυσικός ­ και εμβριθής γνώστης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ­, ο πολύς Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, λέει για το ίδιο θέμα: «Αν η φύση μάς οδηγεί σε μαθηματικές μορφές μεγάλης απλότητας και ομορφιάς ­ με τον όρο μορφές αναφέρομαι σε συνεπή συστήματα υποθέσεων, αξιωμάτων κτλ. ­, σε μορφές τις οποίες κανείς προηγουμένως δεν έχει συναντήσει, δεν μπορούμε παρά να πιστέψουμε ότι είναι αληθείς, ότι μας αποκαλύπτουν ένα γνήσιο χαρακτηριστικό της φύσης».
Αυτή την αισθητική αντιμετώπιση των διατυπώσεων των φυσικών νόμων τη διατυπώνει με μεγάλη ακρίβεια από το 1919 ήδη ο Αμερικανός Τζον Σάλιβαν ως εξής: «Επειδή το κύριο αντικείμενο της επιστημονικής θεωρίας είναι να εκφράσει τις αρμονίες που βρίσκονται να υπάρχουν στη φύση, βλέπουμε αμέσως ότι αυτές οι θεωρίες πρέπει να έχουν μιαν αισθητική αξία. Το μέτρο της επιτυχίας μιας επιστημονικής θεωρίας είναι πραγματικά ένα μέτρο της αισθητικής της αξίας, επειδή είναι ένα μέτρο της έκτασης στην οποία έχει εισαγάγει την αρμονία εκεί που πριν ήταν το χάος.
Η δικαιολόγηση της επιστημονικής θεωρίας ­ και μαζί με αυτήν η δικαιολόγηση της επιστημονικής μεθόδου ­ πρέπει να αναζητηθεί στην αισθητική της αξία. Επειδή δεδομένα χωρίς νόμους θα ήταν χωρίς ενδιαφέρον και νόμοι χωρίς θεωρίες θα είχαν το πολύ μια πρακτική χρησιμότητα, βλέπουμε ότι τα κίνητρα που οδηγούν τους επιστήμονες είναι, από την αρχή του κόσμου, εκφράσεις αισθητικής ώθησης... Το μέτρο κατά το οποίο η επιστήμη υπολείπεται της τέχνης είναι το μέτρο κατά το οποίο είναι ατελής ως επιστήμη».
Οι κατά Σάλιβαν «εκφράσεις αισθητικής ώθησης» φαίνεται να αποτέλεσαν πραγματικά και για πολλούς επιστήμονες την κινητήρια δύναμη, το έναυσμα διατύπωσης των θεωριών τους. Οι αισθητικές ή και διαισθητικές διεργασίες εμφανίζονται να παίζουν κυρίαρχο ρόλο.
Κατηγορηματικά ο Πολ Ντίρακ παραινεί τους αποφοιτούντες φοιτητές του Χάρβαρντ «να ενδιαφέρονται για την ομορφιά μάλλον παρά για την ακρίβεια των εξισώσεών τους» και δεν είναι λίγοι οι επιστήμονες που δηλώνουν ότι οι αισθητικές τους επιλογές υπερκέρασαν σε συγκεκριμένες θεωρίες τους τον επιστημονικό ορθολογισμό.
Ο Χέρμαν Βάιλ, για παράδειγμα, καταθέτει: «Το έργο μου προσπάθησε πάντα να ενώσει το αληθές με το όμορφο αλλά, όταν είχα να διαλέξω το ένα ή το άλλο, συνήθως επέλεγα το όμορφο».
Πραγματικά η θεωρία του για τη βαθμίδα βαρύτητας στο έργο του Χώρος, χρόνος, ύλη είχε κριθεί από τον ίδιο ότι δεν αποτελούσε μια ακριβή θεωρία για τη βαρύτητα, την οποία όμως διατήρησε εξαιτίας της ομορφιάς της. Αποδείχθηκε αργότερα ότι είχε δίκιο και ο φορμαλισμός της αμεταβλητότητας ως προς τη βαθμίδα ενσωματώθηκε στην κβαντική ηλεκτροδυναμική.
Το ίδιο συνέβη και με τη σχετικιστική του εξίσωση για τις δύο συνιστώσες του νετρίνο, την οποία οι φυσικοί αγνόησαν για 30 χρόνια, για να αποδειχθεί και πάλι ότι το ένστικτο του Βάιλ είχε δίκιο.
Προκύπτει λοιπόν ότι στην καθαρή διαδικασία της παραγωγής επιστημονικής γνώσης διαδικασίες παράπλευρες και κριτήρια που στην ουσία αποτελούν κριτήρια κάλλους οδηγούν και καθοδηγούν επιστήμονες στη διατύπωση επιστημονικών αληθειών με τρόπους που είμαστε συνηθισμένοι να θεωρούμε ότι ανήκουν στον χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, και πάντως απέχουν πολύ από το πνεύμα αυτού που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «καρτεσιανό ορθολογισμό».
Η ανίχνευση αισθητικών κριτηρίων στην επιστημονική δημιουργία θα μπορούσε να αποδοθεί σε τυχαιότητα, αφού εξ ορισμού το επιστημονικό κριτήριο είναι το κριτήριο της αλήθειας.
Το ζήτημα είναι αν μπορούμε να ξεχωρίσουμε αυτές τις δύο κατηγορίες όταν συζητούμε προβλήματα έμπνευσης και διαίσθησης.
Επιστήμονες μεγάλου κύρους διαβεβαιώνουν με την κατάθεση προσωπικών τους εμπειριών ότι «η έντονη βεβαιότητα για την ορθότητα μιας ξαφνικής έμπνευσης συνδέεται στενότατα με τις αισθητικές της ιδιότητες. Μια όμορφη ιδέα έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να είναι ορθή απ' ό,τι μια άσχημη» (Πένροουζ).
Ο Πολ Ντίρακ, από τους πατέρες τις κβαντομηχανικής, επιμένει (1982) σταθερά στον ισχυρισμό του ότι το έντονο συναίσθημα της ομορφιάς ήταν εκείνο που του επέτρεψε να εξαγάγει την εξίσωση για το ηλεκτρόνιο.
Ο μαθηματικός Τ. Χ. Χάρντι στην Απολογία ενός μαθηματικού γράφει: «Η ομορφιά είναι η πρώτη βάσανος. Ο κόσμος δεν παραχωρεί μια μόνιμη θέση σε άσχημα μαθηματικά». Ο Ζακ Ανταμάρ στην εργασία του για την Ψυχολογία της Ανακάλυψης καταλήγει στο τελικό συμπέρασμα: «Η αίσθηση της ομορφιάς σαν κινητήριο ορμέμφυτο ανακάλυψης στο μαθηματικό πεδίο φαίνεται να είναι μοναδικό».
Το συγκινησιακό επίπεδο της επιστημονικής ανακάλυψης φαίνεται να έχει τις ίδιες ψυχολογικές ποιότητες με αυτές του καλλιτέχνη, μολονότι οι στοχεύσεις των δύο δεν μπορεί να έχουν τις ίδιες αφετηρίες. Η απαίτηση του επιστήμονα για την οργάνωση μιας περιγραφής του φυσικού κόσμου εδράζεται στο διπλό συναίσθημα της αποστροφής του ανθρώπου για το χάος, και στον καθησυχασμό του από την ύπαρξη ενός λογικά θεμελιωμένου μηχανισμού λειτουργίας κόσμου και στη συγκίνηση που συνοδεύει τη στιγμή της κατανόησης των νομοτελειών του. Η θέληση του Θεού ή οι νόμοι της φύσης ως οργανωτικές και εναρμονιστικές αρχές του Σύμπαντος είναι από τα ισχυρότερα αρχέτυπα της ανθρώπινης εμπειρίας.
Κάθε επιστημονική ανακάλυψη γεννά σε κάθε γνώστη μιαν εμπειρία ομορφιάς, γιατί η λύση του προβλήματος δημιουργεί αρμονία από την κακοφωνία. Και αντίστροφα η εμπειρία της ομορφιάς μπορεί να γεννηθεί μόνον όταν η νόηση ενισχύει την εγκυρότητα της επιχείρησης, όποια κι αν είναι η φύση της, που έχει ως στόχο αυτή την εμπειρία.
Μια παρθένος του Μποτιτσέλι και ένα μαθηματικό θεώρημα του Πουανκαρέ δεν προδίδουν καμία ομοιότητα ανάμεσα στα κίνητρα ή στις φιλοδοξίες των δημιουργών τους. Ο ένας φαίνεται να έχει στοχεύσει την ομορφιά, ο άλλος την αλήθεια.
Κι αν οι επιστήμονες αποδίδουν αισθητικά κριτήρια στη συνειδητή ορθολογική διαδικασία της επιστημονικής σκέψης ή της έμπνευσής τους, δεν είναι λίγοι οι καλλιτέχνες που ακολουθούν την αντίθετη πορεία, του εξορθολογισμού δηλαδή της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας.
Οι επιστημονικές και ημιεπιστημονικές θεωρίες που φαίνεται να κυριαρχούν σε διάφορους καλλιτέχνες, από τον Σεζάν που διατείνεται ότι «όλα στη φύση έχουν πρότυπο τη σφαίρα, τον κώνο, τον κύλινδρο», ως την αντικατάσταση του κύβου από σφαίρες, του Μπρακ τις χρυσές τομές, τα μυστικά της προοπτικής, τους «ύστατους νόμους» αναλογίας του Ντύρερ και του Ντα Βίντσι, τη σειρά του Φιμπονάτσι στην αρχιτεκτονική, τις αριθμοσειρές του Κλέε, όλα καταλήγουν στη διατύπωση του Σερά, αντίστοιχη με αυτήν της Απολογίας ενός μαθηματικού: «Βλέπουν σε αυτό που έφτιαξα ποίηση. Οχι. Εφαρμόζω τη μέθοδό μου, κι αυτό είναι όλο».
Ισως τελικά η διαφορά μεταξύ τέχνης και επιστήμης να είναι ότι η πρώτη χρησιμοποιεί κριτήρια κάλλους απροκάλυπτα υποκειμενικά, τα οποία εξαρτώνται περισσότερο από τις μόδες της εποχής και, πάνω απ' όλα, γίνονται λιγότερο επιδεκτικά σε αφηρημένες ρηματικές διατυπώσεις, ενώ στη δεύτερη η εμπειρία της αλήθειας όσο κι αν είναι υποκειμενική πρέπει να είναι παρούσα για να γεννηθεί η εμπειρία της ομορφιάς. Και αντίστροφα, όποιο αίνιγμα του Σύμπαντος κι αν λύσουμε, όσο κι αν είναι αφηρημένο, αμέσως θα αναφωνήσουμε: «Τι ωραίο!».
Η ομορφιά φαίνεται να είναι μια λειτουργία της αλήθειας και η αλήθεια μια λειτουργία της ομορφιάς. 

Ο κ. Ιωάννης Α. Τσουκαλάς είναι καθηγητής του Τμήματος Πληροφορικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το ΒΗΜΑ, 21/01/2001 , Σελ.: C03
Κωδικός άρθρου: B13172C031
ID: 231967

Δεν υπάρχουν σχόλια: