ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ-ΟΙ ΘΕΤΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΙΑΤΡΟΙ, ΧΡΟΝΟΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΣΤΡΟΝΟΜΟΙ. ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ & ΜΑΝΟΣ ΔΑΝΕΖΗΣ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΑΥΛΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2010.
Το
βιβλίο μας αυτό στην πλήρη του μορφή, με τις κατάλληλες εικόνες και τη σωστή
απόδοση της αρχαίας ελληνικής γραφής κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Δίαυλος (Αθήνα,
2010). Εδώ παρουσιάζεται μόνο το τελευταίο κεφάλαιο στην πρωταρχική του μορφή.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ
IV: ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ (1261-1453)
Είναι η περίοδος
εκείνη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας που παρατηρείται το ασυνήθιστο φαινόμενο η
μεν αυτοκρατορία να φθίνει οικονομικά και πολιτικά, οι δε θετικές επιστήμες να
αναπτύσσονται αλματωδώς. Πραγματικά η μελέτη των μαθηματικών και της
αστρονομίας αναπτύχθηκε πάρα πολύ κατά την εποχή των Παλαιολόγων και μετά την
πτώση της Κωνσταντινούπολης μεταλαμπαδεύτηκε στη Δύση για να αποτελέσει τον
προπομπό της Αναγέννησης.
Εισαγωγή
Η γενική επικράτηση
των Δυνατών, δηλαδή των φεουδαρχών, οδήγησε προοδευτικά στην αποσύνθεση της
αυτοκρατορίας, η οποία τελικά έπεσε στα χέρια των ποικιλώνυμων βαρβάρων
πολεμιστών της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), που, λησμονώντας τον αρχικό τους
προορισμό κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη και υποδούλωσαν τις ελληνικές χώρες.
Έτσι το χρονικό διάστημα από το 1204 έως το 1261 σημαδεύεται από τον διαμελισμό
της αυτοκρατορίας.
Μετά την 13η Απριλίου του 1204 δεν υπάρχει πλέον η παλιά ενιαία Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη θέση της δημιουργήθηκαν πολλά μικρότερα, φραγκικά και ελληνικά κρατίδια. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος (Μπάλντουιν) έγινε αυτοκράτορας της
Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, που παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα της Ουγγαρίας, τη χήρα του Ισαάκιου Β΄ Άγγελου, έγινε ο κύριος της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και δημιούργησε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος (de Villehardouin) έγινε πρίγκιπας του Μορέως και ο Όθων ντε λα Ρος (Otto de la Roche) δούκας των Αθηνών και των Θηβών (1205-1225). Αντίστοιχα ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης βασίλεψε στη Νίκαια, ο Αλέξιος Α΄ Μέγας-Κομνηνός στην Τραπεζούντα και ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος στο δεσποτάτο της Ηπείρου.
Εννοείται βέβαια ότι η περίοδος κατοχής της Κωνσταντινούπολης σημαδεύτηκε από έντονη και γενική πνευματική παρακμή. Τα σχολεία έκλεισαν. Ιδιωτικοί δάσκαλοι και καθηγητές αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν, ενώ πολύτιμα και σπουδαία χειρόγραφα ανηρπάγησαν από τους σταυροφόρους, χάθηκαν, πουλήθηκαν ή καταστράφηκαν.
Μετά την 13η Απριλίου του 1204 δεν υπάρχει πλέον η παλιά ενιαία Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στη θέση της δημιουργήθηκαν πολλά μικρότερα, φραγκικά και ελληνικά κρατίδια. Ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος (Μπάλντουιν) έγινε αυτοκράτορας της
Ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, που παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα της Ουγγαρίας, τη χήρα του Ισαάκιου Β΄ Άγγελου, έγινε ο κύριος της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και δημιούργησε το βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος (de Villehardouin) έγινε πρίγκιπας του Μορέως και ο Όθων ντε λα Ρος (Otto de la Roche) δούκας των Αθηνών και των Θηβών (1205-1225). Αντίστοιχα ο Θεόδωρος Α΄ Λάσκαρης βασίλεψε στη Νίκαια, ο Αλέξιος Α΄ Μέγας-Κομνηνός στην Τραπεζούντα και ο Μιχαήλ Α΄ Άγγελος στο δεσποτάτο της Ηπείρου.
Εννοείται βέβαια ότι η περίοδος κατοχής της Κωνσταντινούπολης σημαδεύτηκε από έντονη και γενική πνευματική παρακμή. Τα σχολεία έκλεισαν. Ιδιωτικοί δάσκαλοι και καθηγητές αναγκάστηκαν να ξενιτευτούν, ενώ πολύτιμα και σπουδαία χειρόγραφα ανηρπάγησαν από τους σταυροφόρους, χάθηκαν, πουλήθηκαν ή καταστράφηκαν.
Ας δούμε όμως τα
ελληνικά κράτη, που δημιουργήθηκαν.
Η
αυτοκρατορία της Τραπεζούντας
Το 1204, ο Αλέξιος Κομνηνός (1204-1222) και ο Δαβίδ, εγγόνια του πρώην αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού (1183-1185) και γιοι του σεβαστοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, ίδρυσαν -με αξιόμαχο στρατό και με τη βοήθεια της θείας τους Θάμαρ ή Ταμάρ (1184-1212), κόρης του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού, και ιβηρικών στρατευμάτων- την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας . Η αυτοκρατορία αυτή, στο βορειοανατολικότερο άκρο του βυζαντινού κράτους, έζησε για δυόμισι περίπου αιώνες (1204-1461) και μαζί της η δυναστεία των Μεγαλοκομνηνών, που βασίλεψε ως το τέλος της αυτοκρατορίας, δηλαδή έως το 1461, οπότε και καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Το 1204, ο Αλέξιος Κομνηνός (1204-1222) και ο Δαβίδ, εγγόνια του πρώην αυτοκράτορα Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού (1183-1185) και γιοι του σεβαστοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, ίδρυσαν -με αξιόμαχο στρατό και με τη βοήθεια της θείας τους Θάμαρ ή Ταμάρ (1184-1212), κόρης του Ανδρόνικου Α΄ Κομνηνού, και ιβηρικών στρατευμάτων- την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας . Η αυτοκρατορία αυτή, στο βορειοανατολικότερο άκρο του βυζαντινού κράτους, έζησε για δυόμισι περίπου αιώνες (1204-1461) και μαζί της η δυναστεία των Μεγαλοκομνηνών, που βασίλεψε ως το τέλος της αυτοκρατορίας, δηλαδή έως το 1461, οπότε και καταλύθηκε από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Η πρωτεύουσά της αυτοκρατορίας, η Τραπεζούντα, αναδείχτηκε σε λαμπρό κέντρο των ελληνικών γραμμάτων και τεχνών. Εκεί ιδρύθηκε μάλιστα Ακαδημία των Θετικών Επιστημών. Σύμφωνα εξάλλου με τον αείμνηστο καθηγητή της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Κωνσταντινουπολίτη Σταύρο Πλακίδη (1893-1990), στη σχολή αυτή καλλιεργήθηκε ιδιαιτέρως η αστρονομία και πιθανότατα να υπήρχε εκεί και ένα αστεροσκοπείο (Das Studium der Asronomie bei der Byzantinern, 1943, σελ. 78-87). Σύμφωνα με τον Ι. Παπαδόπουλο, το αστεροσκοπείο πιθανότατα να εδραζόταν στο πυργοειδές κωδωνοστάσιο του ναού της Αγίας Σοφίας στην Τραπεζούντα, ενώ σημειώνει ότι η Τραπεζούντα ανεδείχθη σπουδαίον κέντρον καλλιεργείας των θετικών επιστημών (Γρηγορίου Χιονιάδου του αστρονόμου Επιστολαί, 1929, σελ. 3).
Η Ακαδημία των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας αρχικά λειτουργούσε στον ναό της εκτός των τειχών Μονής του Αγίου Ευγενίου, πολιούχου της πόλης, ενώ αργότερα, μετά την πυρπόλησή του (1340), μεταφέρθηκε στον ναό της Αγίας Σοφίας, που απείχε περίπου ένα μισάωρο από την Τραπεζούντα.
Ο Ι. Παπαδόπουλος γράφει χαρακτηριστικά: Τον πύργον δε τον ευρισκόμενον παρά τον τελευταίον τούτον ναόν, οιοσδήποτε και αν ήτο ο αρχικός αυτού προορισμός, πρέπει να τον θεωρήσωμεν ως το Αστεροσκοπείον της Ακαδημίας της Τραπεζούντος (Γρηγορίου Χιονιάδου του αστρονόμου Επιστολαί, 1929, σελ. 19).
Ο καθηγητής Σταύρος Πλακίδης γράφει επίσης για το ίδιο γεγονός: Η εκλογή κατά πρώτον μεν του Ναού του Αγίου Ευγενίου ως έδρας της Σχολής και μετά την καταστροφήν αυτού η του Ναού της Αγίας Σοφίας δεν είναι άσχετος προς την ύπαρξιν παρ' αμφοτέροις τοις ναοίς τούτοις πυργωδών κωδωνοστασίων δυναμένων να χρησιμεύσουν δι' εκτέλεσιν αστρονομικών παρατηρήσεων. Πρέπει λοιπόν να θεωρήσωμεν τον πύργον της Αγίας Σοφίας, οιοσδήποτε και αν ήτο ο αρχικός του προορισμός, ως το Αστεροσκοπείον της περιλαλήτου Αστρονομικής Ακαδημίας της Τραπεζούντος (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, σελ. 366).
Και ο καθηγητής Σταύρος Πλακίδης συνεχίζει: Τα Μαθηματικά και δή η Αστρονομία εδιδάσκοντο εκεί μετά τοιαύτης επιδόσεως, ώστε οι φύσει ρέποντες προς τας σπουδάς ταύτας εγκατέλειπον και αυτήν την Κωνσταντινούπολιν και μετέβαινον εις Τραπεζούντα. Η στροφή προς τα φυσικομαθηματικάς επιστήμας είναι λίαν αισθητή (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, σελ. 312 κ.ε.). Στην αυτοκρατορία αυτή άκμασε ο Μιχαήλ Πανάρετος, ο χρονογράφος της Τραπεζούντας επί Αλεξίου Γ΄ του Μεγάλου Κομνηνού (1349-1390).
Στην Τραπεζούντα δίδασκαν, και μάλιστα την αστρονομία, ο γιατρός Γρηγόριος Χιονιάδης, ο κληρικός Μανουήλ και ο Κωνσταντίνος Λυκίτης ή Λουκίτης. Πληροφορίες για τη Σχολή των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας αντλούμε από τον Ανδρέα Λιβαδηνό ο οποίος πόθω συνεχόμενης μελέτης αστρονομικών μαθημάτων, αποφασίζει να μεταβή στην Τραπεζούντα, όπου: των αστρονομικών μαθημάτων βελτίω χρήσιν ευρίσκεσθαι, ουκ Αθήνηθεν αλλά Χαλδίηθεν τη πόλει τήδε περιούσαν την μέθοδον, εφ' ω και την τοσαύτην στέλλεσθαι πορείαν έρως ημίν ανέπειθε μάλιστα (Περιήγησις, 1874, 22).
Όλους τους παραπάνω, μαζί με τον επίσης γιατρό Γεώργιο Χρυσοκόκκη (14ος αιώνας), θα τους δούμε αναλυτικά στο αντίστοιχο χρονολογικό τους πλαίσιο.
Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη της Ακαδημίας της Τραπεζούντας, που, σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτριο Κωτσάκη, κάτι ανάλογο με τον Ανδρέα Λιβαδηνό συνέβη και με τον Αρμένιο μαθηματικό και αστρονόμο Ανανίαν Σιρακηνόν, όστις μετέβη εις Τραπεζούντα, αφού εις Κωνσταντινούπολιν δεν εύρεν ικανούς διδασκάλους (Δ. Κωτσάκης, Αι Επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, 6).
Ωστόσο σημειώνουμε ότι ο Ανανίας ο Σιρακηνός ή Ανανίας ο εκ Σιράκ ή ορθότερα Ανανιά Σιραγκατσί υπήρξε φιλόσοφος, μαθηματικός, κοσμογράφος και γεωγράφος, του 7ου όμως αιώνα! Ταξίδεψε σε όλες τις χώρες της Ανατολής και τελικά σπούδασε στην Τραπεζούντα, αιώνες πριν δημιουργηθεί η αυτοκρατορία της. Αυτό αποδεικνύει τη μακραίωνη πολιτιστική πορεία της ακριτικής αυτής ελληνικής πόλης. Ο Ανανίας σπούδασε στην Τραπεζούντα θετικές επιστήμες και διακρίθηκε ιδιαιτέρως ως συγγραφέας έργων σχετικών με τα μαθηματικά, την κοσμογραφία και τη γεωγραφία.
Φαίνεται ότι η μεταλλουργία είχε σημαντική ανάπτυξη στην Τραπεζούντα. Μάλιστα, ο αρχαιολόγος Νεράντζης Νεράντζης στο άρθρο του «Η βυζαντινή μεταλλευτική και μεταλλουργία στην Ανατολική Μακεδονία» αναφέρεται στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας γράφοντας σχετικά: Ο ισπανός απεσταλμένος Ruy Gonzalez de Clavijo περιέγραψε τη σιδηρουργία στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας το 1404 και παρέχει πληροφορίες για τα μεταλλεία σιδήρου και αργύρου-μολύβδου στα βουνά του Πόντου (2007, σελ. 72).
Είναι περίεργο αλλά αληθινό το γεγονός ότι η ακριτική αυτή ελληνική πόλη αναδείχτηκε σε εστία πολιτισμού και κέντρο των γραμμάτων όχι μόνον ως πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας, αλλά και κάτω από τη δουλεία, στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά. Η Τραπεζούντα παρέμεινε σπουδαίο κέντρο του Ελληνισμού ως το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα, οπότε ακολούθησε, από τους Οθωμανούς Τούρκους, ο βίαιος ξεριζωμός του ακμαίου ελληνικού στοιχείου από τις πατροπαράδοτες εστίες του.
Η ιστορία των αυτοκρατόρων της Τραπεζούντας, που είχαν να αντιπαλέψουν ποικίλους εχθρούς, όπως τους Σελτζούκους Τούρκους, τους Μογγόλους, τους Τουρκομάνους και τους Οθωμανούς Τούρκους, εξελίχτηκε ως εξής: Το 1214 ο Δαβίδ φονεύτηκε σε μια μάχη εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων ή κατ' άλλους ως μοναχός το 1212/13, ενώ το 1222 απεβίωσε και ο Αλέξιος Α΄ (1204-1222). Τον διαδέχτηκε ο γαμπρός του ο συνετός Ανδρόνικος Α΄ Μέγας Κομνηνός (1222-1235), που έφερε την προσωνυμία ο Γίδος ή Γίδων, επειδή καταγόταν από την εξελληνισμένη φράγκικη οικογένεια Guidon. Αυτόν τον διαδέχτηκε ο γιος του Αλέξιου Α΄, ο Ιωάννης Α΄ Αξούχος ή Μαυροζώμης (1235-1238). Το 1238 ανήλθε στον θρόνο ο Μανουήλ Α΄ Μέγας Κομνηνός ο Στρατηγικός (1238-1263), γιος του Αλέξιου Α΄, και στη συνέχεια ο γιος του Ανδρόνικος Β΄ (1263-1266), τον οποίο διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Γεώργιος Α΄ (1266-1280). Ακολούθησαν ο Ιωάννης Β΄ (1280-1285), τριτότοκος γιος του Μανουήλ Α΄, που παντρεύτηκε την Ευδοκία (1282) κόρη του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, και δέχτηκε να λάβει τον τίτλο του αυτοκράτορα της Ανατολής, αντί του αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Στη συνέχεια η Θεοδώρα (1285) και πάλι ο Ιωάννης Β΄ (1285-1297). Η ακολουθία των βασιλέων, πάντα από την ίδια οικογένεια, συνεχίζεται ως εξής: Αλέξιος Β΄ (1297-1330), ο γιος του Ανδρόνικος Γ΄ (1330-1332), ο οποίος αντιμετώπισε την επανάσταση των τριών αδελφών του (Μανουήλ, Γεώργιου και Βασίλειου), καθώς και του θείου του Εμμανουήλ. Εξουδετέρωσε τους επαναστάτες και θανάτωσε τους αδελφούς του Γεώργιο και Μανουήλ. Ο τελευταίος είχε κατορθώσει να βασιλέψει για μικρό χρονικό διάστημα ως Μανουήλ Β΄ (1332). Ακολουθούν ο Βασίλειος (1332-1340), η σύζυγός του Ειρήνη Παλαιολογίνα (1340-1341), άθεσμη κόρη του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου, η κόρη του Βασίλειου η Άννα Μεγάλη Κομνηνή η Αζαχουτλού ή Αναχουτλού (1341-1342), ο Μιχαήλ (1341, 1344-1349), ο Ιωάννης Γ΄ (1342-1344), που ανέτρεψε τον πατέρα του Μιχαήλ ο οποίος, όμως με τη βοήθεια του μεγάλου δούκα Σχολάριου ανέκτησε και πάλι την εξουσία (1344-1349) και προσπάθησε να αναδιοργανώσει την αυτοκρατορία, παρά τη φοβερή επιδημία πανώλους που ενέσκηψε (1347). Δεν τα κατάφερε και παραιτήθηκε το 1349, υπέρ του Αλέξιου Γ΄ (1349-1390), γιου του Βασίλειου. Στη συνέχεια ανέλαβε ο γιος του Αλέξιου Γ΄, ο Μανουήλ Γ΄ (1390-1417), τον οποίο διαδέχτηκε ο γιος του Αλέξιος Δ΄ (1417-1429) και αυτόν ο γιος του Ιωάννης Δ΄ ο Καλογιάννης ή Καλοϊωάννης (1429-1458), ο οποίος ήταν φόρου υποτελής στον Μωάμεθ Β΄. Τελευταίος βασίλεψε ο αδελφός του Ιωάννη Δ΄, ο Δαβίδ Α΄ Μέγας Κομνηνός (1458-1461), ως επίτροπος του ανιψιού του Αλέξιου Ε΄. Ο Δαβίδ Α΄, μετά την κατάληψη της Τραπεζούντας από τα τουρκικά στρατεύματα και την κατάλυση της αυτοκρατορίας της, εξορίστηκε σε ένα φτωχικό χωριό της Θράκης κοντά στον Τούντζα, τον παραπόταμο του Έβρου. Κατόπιν βρέθηκε στην Αδριανούπολη (26 Μαρτίου του 1463), ενώ στη συνέχεια ο Μωάμεθ Β΄ τον μετέφερε στο φρούριο του Επταπυργίου (Γιεντί Κουλέ) της Κωνσταντινούπολης. Τελικά, αυτός, οι επτά γιοι του και ο ανιψιός του Αλέξιος Ε΄ εκτελέστηκαν, κοντά στις Σέρρες, την 1η Νοεμβρίου του 1465, επειδή θεωρήθηκαν ένοχοι συνωμοσίας και δεν δέχτηκαν να αλλαξοπιστήσουν ασπαζόμενοι τον Ισλαμισμό.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ
ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ (ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ)
Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΚΟΜΝΗΝΩΝ
ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ (ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ)
Αλέξιος Α΄ Μέγας Κομνηνός
1204-1222
(Δαβίδ Μέγας Κομνηνός, συνιδρυτής 1204, περίπου 1212/13)
Ανδρόνικος Α΄ ο Γίδος 1222-1235
Ιωάννης Α΄ Αξούχος ή Μαυροζώμης 1235-1238
Μανουήλ Α΄ ο Στρατηγικός 1238-1263
Ανδρόνικος Β΄ Μέγας Κομνηνός 1263-1266
Γεώργιος Α΄ Μέγας Κομνηνός 1266-1280
Ιωάννης Β΄ Μέγας Κομνηνός (α΄ φορά) 1280-1284
Θεοδώρα 1284-1285
Ιωάννης Β΄ Μέγας Κομνηνός (β΄ φορά) 1285-1297
Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός 1297-1330
Ανδρόνικος Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1330-1332
Μανουήλ Β΄ Μέγας Κομνηνός 1332
Βασίλειος Α΄ Μέγας Κομνηνός 1332-1340
Ειρήνη Παλαιολογίνα 1340-1341
Άννα Αναχουτλού ή Αζαχουτλού 1341-1342
Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός (α΄ φορά) 1341
Ιωάννης Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1342-1344
Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός (β΄ φορά) 1344-1349
Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1349-1390
Μανουήλ Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1390-1416/17
Αλέξιος Δ΄ Μέγας Κομνηνός 1416/17-1429
Ιωάννης Δ΄ ο Καλοϊωάννης 1429-1458
Δαβίδ Α΄ Μέγας Κομνηνός 1458-1461
(επίτροπος του Αλέξιου Ε΄ Μεγάλου Κομνηνού το 1458)
(Δαβίδ Μέγας Κομνηνός, συνιδρυτής 1204, περίπου 1212/13)
Ανδρόνικος Α΄ ο Γίδος 1222-1235
Ιωάννης Α΄ Αξούχος ή Μαυροζώμης 1235-1238
Μανουήλ Α΄ ο Στρατηγικός 1238-1263
Ανδρόνικος Β΄ Μέγας Κομνηνός 1263-1266
Γεώργιος Α΄ Μέγας Κομνηνός 1266-1280
Ιωάννης Β΄ Μέγας Κομνηνός (α΄ φορά) 1280-1284
Θεοδώρα 1284-1285
Ιωάννης Β΄ Μέγας Κομνηνός (β΄ φορά) 1285-1297
Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός 1297-1330
Ανδρόνικος Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1330-1332
Μανουήλ Β΄ Μέγας Κομνηνός 1332
Βασίλειος Α΄ Μέγας Κομνηνός 1332-1340
Ειρήνη Παλαιολογίνα 1340-1341
Άννα Αναχουτλού ή Αζαχουτλού 1341-1342
Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός (α΄ φορά) 1341
Ιωάννης Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1342-1344
Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός (β΄ φορά) 1344-1349
Αλέξιος Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1349-1390
Μανουήλ Γ΄ Μέγας Κομνηνός 1390-1416/17
Αλέξιος Δ΄ Μέγας Κομνηνός 1416/17-1429
Ιωάννης Δ΄ ο Καλοϊωάννης 1429-1458
Δαβίδ Α΄ Μέγας Κομνηνός 1458-1461
(επίτροπος του Αλέξιου Ε΄ Μεγάλου Κομνηνού το 1458)
Σύμφωνα με τον
καθηγητή Αλέξιο Γ. Κ. Σαββίδη, η τελευταία προσπάθεια ανασύστασης της
αυτοκρατορίας έγινε το έτος 1472, όταν η Θεοδώρα η Μεγαλοκομνηνή, ανιψιά του
Δαβίδ Α΄ και σύζυγος του Ουζούν Χασάν, εμίρη των Ασπροπροβατάδων Τουρκομάνων
(Ακ-Κογιουνλού) της Άμιδας -σε συνεννόηση με τους Ενετούς- προσπάθησε να
ανακαταλάβει την Τραπεζούντα. Τα σχέδιά της έσβησαν οριστικά όταν ο Ουζούν Χασάν
ηττήθηκε από τον Μωάμεθ Β΄, το 1473 στη μάχη του Μπασκέντ, κοντά στο Ερζιντζάν
της ανατολικής Μικράς Ασίας (Ιστορία του Βυζαντίου, 2004, σελ. 80).
Το
δεσποτάτο της Ηπείρου
Το δεσποτάτο της Ηπείρου το ίδρυσε ο διοικητής του θέματος της Πελοποννήσου Μιχαήλ Α΄ (1204-1214), νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Άγγελου Δούκα και της Θεοδώρας Κομνηνής, και έτσι εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ και Αλέξιου Γ΄ Άγγελου. Γι' αυτό στις πηγές αναφέρεται ως Άγγελος Δούκας Κομνηνός. Ο ικανός δεσπότης Μιχαήλ Α΄ κατόρθωσε να επεκτείνει την επικράτειά του από τη Ναύπακτο έως το Δυρράχιο, ενώ συγχρόνως κατείχε μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. Πρωτεύουσα του δεσποτάτου ήταν η Άρτα. Τον Μιχαήλ Α΄, που δολοφονήθηκε το 1214, τον διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Άγγελος Δούκας Κομνηνός, ο σπουδαιότερος ηγεμόνας της Ηπείρου (1215-1230. Για τον Θεόδωρο ο Νικηφόρος Γρηγοράς γράφει χαρακτηριστικά: Άνδρας δραστήριος και καινά δεινός επινοήσαι πράγματα. Ο Θεόδωρος αποφάσισε να επεκτείνει το δεσποτάτο ανατολικά και έθεσε ως πρώτο στόχο του την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, πράγμα που το κατάφερε το 1224, θέτοντας απότομο τέλος στο βραχύβιο λατινικό βασίλειο το οποίο είχε ιδρύσει ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός. Είναι γεγονός ότι οι δεσπότες της Ηπείρου από την αρχή της βασιλείας τους στράφηκαν στο δεύτερο σημαντικό κέντρο της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη, με την οποία διατηρούσαν αμφίδρομες σχέσεις, αφού είναι γνωστό πως τις σχέσεις του δεσποτάτου της Ηπείρου με την Κωνσταντινούπολη τις χαρακτήριζε μια συνεχής αντιπαλότητα (Nicol, D.M., The despotate of Epiros 1267-1479, Cambridge 1984).
Το δεσποτάτο της Ηπείρου το ίδρυσε ο διοικητής του θέματος της Πελοποννήσου Μιχαήλ Α΄ (1204-1214), νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Άγγελου Δούκα και της Θεοδώρας Κομνηνής, και έτσι εξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ και Αλέξιου Γ΄ Άγγελου. Γι' αυτό στις πηγές αναφέρεται ως Άγγελος Δούκας Κομνηνός. Ο ικανός δεσπότης Μιχαήλ Α΄ κατόρθωσε να επεκτείνει την επικράτειά του από τη Ναύπακτο έως το Δυρράχιο, ενώ συγχρόνως κατείχε μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας. Πρωτεύουσα του δεσποτάτου ήταν η Άρτα. Τον Μιχαήλ Α΄, που δολοφονήθηκε το 1214, τον διαδέχτηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Θεόδωρος Άγγελος Δούκας Κομνηνός, ο σπουδαιότερος ηγεμόνας της Ηπείρου (1215-1230. Για τον Θεόδωρο ο Νικηφόρος Γρηγοράς γράφει χαρακτηριστικά: Άνδρας δραστήριος και καινά δεινός επινοήσαι πράγματα. Ο Θεόδωρος αποφάσισε να επεκτείνει το δεσποτάτο ανατολικά και έθεσε ως πρώτο στόχο του την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, πράγμα που το κατάφερε το 1224, θέτοντας απότομο τέλος στο βραχύβιο λατινικό βασίλειο το οποίο είχε ιδρύσει ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός. Είναι γεγονός ότι οι δεσπότες της Ηπείρου από την αρχή της βασιλείας τους στράφηκαν στο δεύτερο σημαντικό κέντρο της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη, με την οποία διατηρούσαν αμφίδρομες σχέσεις, αφού είναι γνωστό πως τις σχέσεις του δεσποτάτου της Ηπείρου με την Κωνσταντινούπολη τις χαρακτήριζε μια συνεχής αντιπαλότητα (Nicol, D.M., The despotate of Epiros 1267-1479, Cambridge 1984).
Σε μια εισβολή του
όμως στη Βουλγαρία (Απρίλιος του 1230) ο Θεόδωρος ατύχησε, αφού ηττήθηκε από τον
Βούλγαρο τσάρο Ιωάννη Ασάν Β΄ στη μάχη της Κλοκονίτσας (Κλοκοτνίτζας),
αιχμαλωτίστηκε και τυφλώθηκε. Τον διαδέχτηκε αρχικά ο αδελφός του Μανουήλ
(1230-1240) και αυτόν οι γιοι του Θεοδώρου, ο Ιωάννης (1240-1244) και ο
Δημήτριος (1244-1246). Μετά από αυτούς η εξουσία περιήλθε στον Μιχαήλ Β΄
(1246-1265), νόθο γιο του Μιχαήλ Α΄, ο οποίος επεξέτεινε την επικράτειά του ως
τον Παρνασσό, στην Ανατολική Ελλάδα. Αυτός θέλησε να αντιπαραταχθεί στην
αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά δεν τα κατάφερε. Πράγματι, στις αρχές του 1259
δημιουργήθηκε μια ετερογενής συμμαχία από τον ηγέτη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄, τον
γαμπρό του, από την κόρη του Ελένη, βασιλιά της Σικελίας Μαμφρέδο και τον άλλο
γαμπρό του, από την κόρη του Άννα, πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Β΄
Βιλεαρδουίνο. Οι ετερόκλητοι σύμμαχοι στράφηκαν εναντίον της Νίκαιας. Δυστυχώς
γι' αυτούς, το φθινόπωρο του 1259 ηττήθηκαν από τον αδελφό του Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγου, τον Ιωάννη Παλαιολόγο, ο οποίος αντιμετώπισε τον κοινό στρατό της
συμμαχίας στην Πελαγονία, κοντά στο σημερινό Μοναστήριo της FYROM, και κατήγαγε
περιφανή νίκη.
Τον Μιχαήλ Β΄ τον
διαδέχτηκε ο γιος του ο Νικηφόρος (1286-1296), ο οποίος παντρεύτηκε διαδοχικά τη
Μαρία, πριγκίπισσα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, κόρη του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη,
και στη συνέχεια την Άννα Παλαιολογίνα Καντακουζηνή (1265). Λόγω του δεύτερου
γάμου του ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου τού επικύρωσε τον τίτλο του δεσπότη. Από
τον πρώτο γάμο του απέκτησε τη Μαρία, μετέπειτα σύζυγο του Ιωάννη Α΄ Ορσίνι της
Κεφαλονιάς και από τον δεύτερο γάμο του τον Θωμά. Μετά τον θάνατο του Νικηφόρου
τον διαδέχτηκε ο ανήλικος γιος του Θωμάς Α΄ (1296-1318), τον οποίο επιτρόπευε η
μητέρα του Άννα. Το 1313 ο Θωμάς Α΄ νυμφεύτηκε την Άννα Παλαιολογίνα (Παχυμέρης
Β΄, 450), κόρη του Μιχαήλ Θ΄ Παλαιολόγου (1295-1320).
Η αποκατάσταση όμως
των καλών σχέσεων του δεσποτάτου της Ηπείρου με το Βυζάντιο έφερε το δεσποτάτο
σε ρήξη με τους Ανδεγαβούς της Δύσης. Τελικά, ο Θωμάς Α΄ δολοφονήθηκε από τον
ανιψιό του Ιταλό κόμη της Κεφαλονιάς Νικόλαο Ορσίνι, ο οποίος πήρε και τον θρόνο
(1318-1323). Η Άννα Παλαιολογίνα παντρεύτηκε τον δολοφόνο του συζύγου της
Νικόλαο Ορσίνι και παρέμεινε στον θρόνο της Ηπείρου (Γρηγοράς Ν., Ρωμαϊκή
Ιστορία Η΄, 1). Τον Νικόλαο τον δολοφόνησε ο αδελφός του Ιωάννης, ο οποίος
ανήλθε στον θρόνο με τη σύζυγό του, που ονομαζόταν κι αυτή Άννα Παλαιολογίνα,
κόρη όμως του άρχοντα των Βελεγράδων Ανδρόνικου του πρωτοβεστιάριου.
Το 1335 η Άννα
δηλητηρίασε τον σύζυγό της και ήρθε σε συνεννόηση με τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο
Γ΄ Παλαιολόγο, τον οποίο διευκόλυνε να καταλάβει το δεσποτάτο (1337). Η συμφωνία
ήταν ο αυτοκράτορας να την αφήσει αντιβασίλισσα στο δεσποτάτο της Ηπείρου. Ο
Ανδρόνικος Γ΄ όμως δεν τήρησε τη συμφωνία, συνέλαβε την Άννα μαζί με τον γιο της
και τους μετέφερε στη Θεσσαλονίκη, όπου απλώς τους εξασφάλισε τα προς το ζην. Η
προοδευτική προσάρτηση των εδαφών του δεσποτάτου στη Βυζαντινή αυτοκρατορία
οδήγησε στην αφάνεια τη μεγάλη οικογένεια των Αγγέλων.
Στη συνέχεια, το
δεσποτάτο είχε πολλά προβλήματα με τους Λατίνους, τους Αλβανούς και τους Σέρβους
του Στέφανου Δουσάν, που το κατέλαβαν διαδοχικά. Ωστόσο, αργότερα, ο Νικηφόρος
Β΄, γιος του Νικόλαου Ορσίνι, αποκαταστάθηκε στον θρόνο του. Ο Νικηφόρος Β΄
παντρεύτηκε τη Μαρία, κόρη του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, ενώ στη συνέχεια τη
χώρισε και παντρεύτηκε την αδελφή της χήρας του Στέφανου Δουσάν. Αυτές οι
επιγαμίες δεν βοήθησαν το δεσποτάτο, αφού μετά τον θάνατο του Νικηφόρου Β΄
(1358), σήμανε και το οριστικό τέλος του. Οι Σέρβοι επέβαλαν και πάλι την
κυριαρχία τους, και ακολούθησαν Αλβανοί φύλαρχοι (Κάρολος Τόπια, Πέτρος Λιόσας
και οι αλβανόφωνοι Μπούα-Σπάτα) ως το 1416. Τότε η περιοχή πέρασε στη λατινική
οικογένεια Τόκκο (Tocco), που εξουσίαζε τη Λευκάδα, με τον Κάρολο Α΄ Τόκκο
(1417). Την κόρη του Κάρολου Α΄ Τόκκο, Μαγδαληνή, την παντρεύτηκε ο Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος, λαμβάνοντας ως προίκα τις κτήσεις του πεθερού του στην
Πελοπόννησο.
Η Άρτα και όλη η
περιοχή κατελήφθη από τους Τούρκους στις 24 Μαρτίου του 1449. Τελικά, το 1459, ο
τελευταίος Τόκκος της Ηπείρου, ο Λεονάρδος Γ΄, εκδιώχθηκε από τους Οθωμανούς
Τούρκους και από τα ελάχιστα φρούρια που κρατούσε στην Ήπειρο, όπως της Βόνιτσας
και του Αγγελόκαστρου.
Στο δεσποτάτο της
Ηπείρου δεν αναδείχτηκαν μορφές στον χώρο των θετικών επιστημών, χωρίς αυτό να
σημαίνει ότι δεν αναπτύχθηκαν τα γράμματα από εκλεκτούς λόγιους της περιοχής,
όπως τον γνωστό Βυζαντινό Ιωάννη Απόκαυκο, μητροπολίτη της Ναυπάκτου, τον
Γεώργιο Βαρδάνη, μητροπολίτη της Κέρκυρας, τον Δημήτριο Χωματιανό, αρχιεπίσκοπο
Αχρίδος, και τον ομηριστή Κωνσταντίνο Ερμονιακό, οι οποίοι αποτέλεσαν τους πιο
εκλεκτούς εκπροσώπους της πνευματικής κίνησης στο ελληνικό δεσποτάτο της
Ηπείρου. Επειδή όμως όλοι αυτοί δεν ανήκουν στους θετικούς επιστήμονες, δεν θα
τους μελετήσουμε ούτε θα αναλύσουμε το έργο τους εδώ.
Η αυτοκρατορία της
Νίκαιας
Εκτός από την
αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το δεσποτάτο της Ηπείρου, ισχυρό ελληνικό
κράτος ήταν και η αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η ιστορία της δημιουργίας της είναι
η ακόλουθη: Όταν οι σταυροφόροι εισήλθαν στην Πόλη το 1204, ο Αλέξιος Ε΄ ο
Μούρτζουφλος καθηρέθη και αυτοκράτορας ανακηρύχτηκε ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης .
Αυτός μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο και τους Βυζαντινούς άρχοντες κατέφυγε στη
Νίκαια της Βιθυνίας, την αρχαία Αντιγόνεια, που αποτελούσε περιστασιακό θέρετρο
της αυτοκρατορικής οικογένειας και ιστορική πόλη, αφού σ' αυτήν
πραγματοποιήθηκαν η Α΄ και η Ζ΄ οικουμενικές σύνοδοι.
Ο Κωνσταντίνος
βασίλεψε έως την άνοιξη του 1205, οπότε και σκοτώθηκε σε μια μάχη εναντίον των
Λατίνων. Μετά τον θάνατό του η αρχή περιήλθε στον αδελφό του Θεόδωρο, ο οποίος
ήταν γαμπρός του Αλέξιου Γ΄ Άγγελου, αφού είχε παντρευτεί την κόρη του Άννα. Ο
Θεόδωρος, το 1208, χρίστηκε από τον νέο πατριάρχη Μιχαήλ Αιτωρειανό αυτοκράτορας
των Ρωμαίων και τελικά κατόρθωσε εκ του μηδενός και με φοβερές αντιξοότητες να
δημιουργήσει ένα σχετικά ισχυρό κράτος. Μάλιστα, ο Θεόδωρος Λάσκαρης, με το να
καλέσει τον πατριάρχη στη Νίκαια -και μετά την άρνηση του Ιωάννη Ι΄ Καματηρού να
πάει εκεί, να ονομάσει πατριάρχη τον Μιχαήλ Αιτωρειανό- κατόρθωσε να διαφυλάξει
την Ορθοδοξία και το Ορθόδοξο Πατριαρχείο και να τα αποκαταστήσει αργότερα στην
Κωνσταντινούπολη. Επίσης κάλεσε στην Αυλή του λόγιους άντρες, όπως τον
μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Ακομινάτο, τον αδελφό του ιστορικό Νικήτα Ακομινάτο
κ.ά. Κι αυτό επειδή γνώριζε ότι η πνευματική καλλιέργεια των υπηκόων του και η
ανάπτυξη της παιδείας αποτελούσαν τις βάσεις για τη δημιουργία ενός ισχυρού
κράτους. Πράγματι, όταν ιδρύθηκε η αυτοκρατορία της Νίκαιας, η εκπαίδευση
οργανώθηκε κατά τρόπο υποδειγματικό, ενώ και οι επιστήμες καλλιεργήθηκαν
ιδιαιτέρως. Ο Κ. Δ. Γεωργούλης αναφέρει σχετικά: Η ελληνική αυτοκρατορία της
Νικαίας δύναται να χαρακτηριστεί ως κράτος εκπαιδευτικόν (Η ελληνική Φιλοσοφία,
1957, 800).
Δεν πρέπει όμως να
ξεχνάμε τους Αγγέλους. Αν ο Αλέξιος Δ΄ έφερε τους Σταυροφόρους, ο έκπτωτος θείος
του Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, πεθερός του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη, έφερε τους Τούρκους ως
συμμάχους του. Αρχικά διέφυγε στη Θράκη και από εκεί στην Αυλή του σουλτάνου του
Ικονίου Καυχοσρόη Α΄ (1193-1211), τον οποίο προσπάθησε να στρέψει -ευτυχώς
ανεπιτυχώς- εναντίον του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη, διεκδικώντας πάντα τα δικαιώματά
του σαν αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Στη μάχη που έγινε στην Αντιόχεια, στον
Μαίανδρο ποταμό (1211), ο Θεόδωρος νίκησε τους Τούρκους, αφού στη μονομαχία του
με τον Καυχοσρόη κατόρθωσε να τον σκοτώσει. Ο πεθερός του αιχμαλωτίστηκε και
κλείστηκε σε μοναστήρι της Νίκαιας για το υπόλοιπο της ζωής
του.
Διάδοχος του
Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη ήταν ο γαμπρός του Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254),
σύζυγος της κόρης του Ειρήνης, η οποία σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον
Ανδρόνικο Παλαιολόγο. Ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης ενθάρρυνε τη γεωργία, την
αμπελουργία και την κτηνοτροφία. Έδωσε κίνητρα στους γεωργούς και στους
κτηνοτρόφους, ενώ με μια σφιχτή και συνετή οικονομική πολιτική κατόρθωσε να
κάνει την αυτοκρατορία της Νίκαιας αυτάρκη και παράλληλα να ανυψώσει το βιοτικό
επίπεδο των υπηκόων του. Ο λιμός που έπεσε στο γειτονικό τουρκικό σουλτανάτο του
Ρουμ ανάγκασε τους Τούρκους να πληρώνουν σε σκληρό νόμισμα τα είδη πρώτης
ανάγκης για τη διατροφή τους στις αγορές της Νίκαιας. Το επακόλουθο ήταν η
αυτοκρατορία της Νίκαιας να έχει γεμάτα τα ταμεία της. Η οικονομική ευμάρεια και
η ελάττωση των φόρων ανέβασαν το πολιτιστικό επίπεδο του λαού, που μπορούσε
άνετα πλέον να σπουδάζει και να ασχολείται με τις επιστήμες, πράγμα το οποίο
ενθάρρυνε ο αυτοκράτορας, ο οποίος προωθούσε και βοηθούσε την ανάπτυξη της
παιδείας στη χώρα του. Επιπλέον, η προσεκτική διαχείριση των πλουτοπαραγωγικών
πηγών και στη συνέχεια ο πλούτος της χώρας έδωσαν την αντίστοιχη πνευματική
ώθηση στις τέχνες, στις επιστήμες και στη θρησκεία. Για όλους αυτούς τους λόγους
ο αυτοκράτορας αργότερα κατατάχθηκε στο αγιολόγιο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η
μνήμη του γιορτάζεται στις 4 Νοεμβρίου.
Η τελική αναμέτρηση
με τον στρατό των Λατίνων στη Μικρά Ασία έδωσε τη νίκη στον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη
στη μάχη του Ποιμανηνού το 1225, ενώ και μια πρόσκαιρη συμμαχία του με τους
Βούλγαρους του πρόσφερε την Καλλίπολη (1235) ως προγεφύρωμά του στην Ευρώπη. Το
1244, μετά τον θάνατο της Ειρήνης, τέλεσε έναν γάμο, που αποτέλεσε μια καθαρά
πολιτική πράξη, αφού νυμφεύτηκε την Κωνσταντία, νόθα κόρη του αυτοκράτορα της
Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Φρειδερίκου Β΄, η οποία βαφτίστηκε ορθόδοξη
χριστιανή και πήρε το όνομα Άννα. Με τη συμμαχία αυτή κατόρθωσε να σταματήσει τη
βοήθεια της Δύσης προς τη Λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, πολιτική
κίνηση που επέφερε τον σταδιακό μαρασμό της. Τέλος, το 1246 κατέλαβε τη
Θεσσαλονίκη και μεγάλο μέρος των νότιων Βαλκανίων.
Έτσι, η
αυτοκρατορία της Νίκαιας ερχόταν πλέον πρώτη από όλα τα ελληνικά βασίλεια στην
κούρσα για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.
Ο αυτοκράτορας,
Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης ίδρυσε πολλές βιβλιοθήκες και Σχολή Φιλοσοφίας, ενώ
αύξησε γενναία τον μισθό των καθηγητών, οι οποίοι με ενδιαφέρον και απερίσπαστοι
ασχολούνταν με τη διδασκαλία και την έρευνα. Να λοιπόν γιατί την περίοδο αυτή
έχουμε άνθηση των επιστημών και την παρουσία πολλών και αξιόλογων λογίων, όπως ο
πολυμαθής Νικηφόρος Βλεμμύδης, μέγας και εκλεκτός εκπρόσωπος της μορφωτικής
κίνησης του 13ου αιώνα.
Ωστόσο ο
αυτοκράτορας, ως προστάτης της αγροτικής και της αστικής τάξης θεωρήθηκε
αντίπαλος των μεγάλων γαιοκτημόνων και των αριστοκρατών, οι οποίοι ζητούσαν την
αποκατάσταση της δύναμής τους.
Ο Ιωάννης Γ΄ πέθανε
από αποπληξία στις 30 Οκτωβρίου του 1254 κατά την επιστροφή του από την
εκστρατεία του στην Ήπειρο. Διάδοχός του ήταν ο γιος του, ο λόγιος Θεόδωρος Β΄
Λάσκαρης (1254-1258), ο οποίος, για να ισχυροποιηθεί το κράτος, παντρεύτηκε την
Ελένη, τη θυγατέρα του ηγεμόνα των Βουλγάρων Ασάν Β΄ (1218-1241). Ο Ρώσος
ιστορικός Georg Ostrogorsky γράφει ότι ο Θεόδωρος Β΄ κατέστησε την Αυλή της
Νίκαιας κέντρο των ανθρωπιστικών γραμμάτων εφάμιλλο με την αρχαία Αθήνα (Ιστορία
του Βυζαντινού κράτους, 1981, σελ. 125).
Πράγματι, στην
αυτοκρατορία της Νίκαιας: Σχηματίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της ελληνικής
εθνικής ενότητας και της ανασυγκρότησης του Βυζαντινού κράτους (A. A. Vasiliev,
Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 1971, σελ. 626). Ο νέος αυτοκράτορας
ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του και έτσι οι προσδοκίες της κάστας των
αριστοκρατών δεν ευοδώθηκαν.
Ας δούμε τι ακριβώς εννοούμε με αυτό. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, στη μορφή που τη διαμόρφωσαν οι Λασκαραίοι-Βατάτζηδες, ήταν μια μικρή σε έκταση επικράτεια, η οποία δεν είχε καμιά σχέση με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι ηγέτες της κατανόησαν εξαρχής ότι για να αντισταθούν με αξιώσεις στους Λατίνους, μία ήταν η λύση: να κινητοποιήσουν τον λαό τους ώστε να κάνει δική του υπόθεση την υπεράσπιση του εθνικού κράτους. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τρία βασικά πράγματα:
α) Να περιοριστεί η εξουσία των φεουδαρχών
β) Να γίνει η Εκκλησία όργανο της πολιτικής των αυτοκρατόρων, και
γ) Να υποταχτούν όλοι στο κοινό συμφέρον που εκπροσωπούσε το κράτος.
Δηλαδή, οι βασιλείς για να κινητοποιήσουν τον λαό χρειάζονταν γη, κτήματα που έπρεπε να τα πάρουν από τους γαιοκτήμονες, για να τα μοιράσουν στους ακτήμονες. Επίσης είχαν το ηθικό στήριγμα του πατριάρχη για να προωθήσουν την πολιτική τους και τέλος χρειάζονταν πιστούς υπηκόους, που θα πλαισίωναν τον εθνικό στρατό, για τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους.
Όλα αυτά βέβαια δεν ήταν δυνατόν να τα δεχτούν οι αριστοκράτες-φεουδάρχες. Αυτοί ανήκαν σε εκείνο τον ιδιότυπο αρνητικό κόσμο του βυζαντινού φεουδαλισμού ή αν θέλετε τιμαριωτισμού, που οδήγησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία στη διάλυση και στην υποταγή της στους Φράγκους. Έτσι, παρά τα όσα πέτυχαν οι Λασκαραίοι-Βατάτζηδες, οι Δυνατοί πήραν πάλι την εξουσία και -μετά από μια πρόσκαιρη αναλαμπή με τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο- οδήγησαν την αυτοκρατορία σε νέα παρακμή και για μια ακόμα φορά στην καταστροφή. Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Ας δούμε τι ακριβώς εννοούμε με αυτό. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, στη μορφή που τη διαμόρφωσαν οι Λασκαραίοι-Βατάτζηδες, ήταν μια μικρή σε έκταση επικράτεια, η οποία δεν είχε καμιά σχέση με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι ηγέτες της κατανόησαν εξαρχής ότι για να αντισταθούν με αξιώσεις στους Λατίνους, μία ήταν η λύση: να κινητοποιήσουν τον λαό τους ώστε να κάνει δική του υπόθεση την υπεράσπιση του εθνικού κράτους. Αυτό βεβαίως προϋπέθετε τρία βασικά πράγματα:
α) Να περιοριστεί η εξουσία των φεουδαρχών
β) Να γίνει η Εκκλησία όργανο της πολιτικής των αυτοκρατόρων, και
γ) Να υποταχτούν όλοι στο κοινό συμφέρον που εκπροσωπούσε το κράτος.
Δηλαδή, οι βασιλείς για να κινητοποιήσουν τον λαό χρειάζονταν γη, κτήματα που έπρεπε να τα πάρουν από τους γαιοκτήμονες, για να τα μοιράσουν στους ακτήμονες. Επίσης είχαν το ηθικό στήριγμα του πατριάρχη για να προωθήσουν την πολιτική τους και τέλος χρειάζονταν πιστούς υπηκόους, που θα πλαισίωναν τον εθνικό στρατό, για τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους.
Όλα αυτά βέβαια δεν ήταν δυνατόν να τα δεχτούν οι αριστοκράτες-φεουδάρχες. Αυτοί ανήκαν σε εκείνο τον ιδιότυπο αρνητικό κόσμο του βυζαντινού φεουδαλισμού ή αν θέλετε τιμαριωτισμού, που οδήγησε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία στη διάλυση και στην υποταγή της στους Φράγκους. Έτσι, παρά τα όσα πέτυχαν οι Λασκαραίοι-Βατάτζηδες, οι Δυνατοί πήραν πάλι την εξουσία και -μετά από μια πρόσκαιρη αναλαμπή με τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο- οδήγησαν την αυτοκρατορία σε νέα παρακμή και για μια ακόμα φορά στην καταστροφή. Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά τους.
Όταν πέθανε ο
Θεόδωρος Β΄, στις 16 Αυγούστου του 1258, μόλις 37 ετών, άφησε στον θρόνο τον
ανήλικο γιο του, τον οκταετή Ιωάννη Δ΄ Δούκα (1258-1261), ο οποίος επιτροπευόταν
από τον αξιωματούχο Γεώργιο Μουζάλωνα. Επειδή όμως τα φιλο-αγροτικά έργα των
Λασκαραίων-Βατάτζηδων, όπως ήδη αναφέραμε, δεν άρεσαν στην «αριστοκρατία των
όπλων και του χρήματος», τους Δυνατούς και τους στρατηγούς (Τορνικίου,
Στρατηγόπουλος, Φυλής, Ζαγαρομάτης), αυτοί ξεσηκώθηκαν, αφού ουσιαστικά είχαν να
αντιμετωπίσουν ένα ανήλικο παιδί. Επικεφαλής τους ήταν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος, που
ως μέγας κονοσταύλος -δηλαδή επικεφαλής των μισθοφορικών στρατευμάτων- τα
υποκίνησε σε εξέγερση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μιχαήλ πρωτοστατούσε σε
στάση. Το 1253 είχε υποστεί θεοκρισία (μονομαχία και πυρακτωμένο σίδερο) γιατί
είχε κατηγορηθεί για συνωμοσία εναντίον του Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη. Τελικά, οι
μισθοφόροι δολοφόνησαν τον επίτροπο και τα αδέλφια του, μέσα στο καθολικό της
Μονής της Σωσάνδρας, κατά τη λειτουργία των Χριστουγέννων.
Eπίσης, ανάγκασαν
τη βασιλική οικογένεια να ορίσει ως επίτροπο του ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄
τον αρχηγό τους, τον εκπρόσωπο των Δυνατών, δηλαδή της αριστοκρατίας, τον
Μιχαήλ, τον γιο του διοικητή της Θεσσαλονίκης Ανδρόνικου Παλαιολόγου. Ο Μιχαήλ
Παλαιολόγος έκτοτε μεθόδευσε βήμα βήμα την αναρρίχησή του στον θρόνο• άλλωστε
είχε συγγενικούς δεσμούς με την αυτοκρατορική οικογένεια, αφού σύζυγός του ήταν
η Θεοδώρα Δούκαινα Βατατζίνα. Αρχικά, λοιπόν, ονομάστηκε μέγας δούκας και
δεσπότης και τελικά χρίστηκε συναυτοκράτορας (1η Ιανουαρίου του 1259). Η
αριστοκρατία επανέκτησε την επιρροή της. Ευτυχώς, ο Μιχαήλ ήταν άνδρας ικανός
και γενναίος στρατιωτικός, άξιος για τη δύσκολη αποστολή του εκείνη ακριβώς την
περίοδο, και πραγματικά κατόρθωσε να περιορίσει τους Φράγκους στην
Κωνσταντινούπολη.
Έτσι, από το 1204
ως το 1261, το πιο ισχυρό από όλα τα ελληνικά κρατίδια αναδείχτηκε το βασίλειο
της Νίκαιας, που κατάφερε, όπως θα δούμε, να ανακτήσει την Πόλη από τους
Φράγκους (1261). Η Κωνσταντινούπολη αναστήθηκε, όχι όμως και η Βυζαντινή
αυτοκρατορία. Η πάλαι ποτέ ισχυρή αυτοκρατορία ως πολιτικό μόρφωμα είχε οριστικά
διαλυθεί και η ανασύστασή της ήταν εκ των πραγμάτων μερική. Η ιστορία αναφέρει
ότι στις 25 Ιουλίου του 1261 ο Αλέξιος Μελισσηνός Στρατηγόπουλος, στρατηγός του
Μιχαήλ Παλαιολόγου, επικεφαλής ενός μικρού τμήματος στρατού, ανέκτησε την
Κωνσταντινούπολη. Τα καλά νέα έφτασαν στον Μιχαήλ, που βρισκόταν στην ασιατική
πλευρά του Βοσπόρου με τον κύριο όγκο του στρατού, από την αδελφή του Ευλογία. Ο
Λατίνος αυτοκράτορας Βαλδουίνος Β΄ που έλειπε από την Πόλη, απασχολημένος με τον
στρατό του στην κατάληψη του Δαφνούσιου, ενός νησιωτικού κάστρου στον νότιο
Εύξεινο Πόντο, δεν τόλμησε να επιστρέψει.
Ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Μιχαήλ για να παραμερίσει τον ανήλικο νόμιμο αυτοκράτορα και ως ελευθερωτής της Κωνσταντινούπολης να πάρει την εξουσία. Επικεφαλής του στρατού του εισήλθε θριαμβευτικά στη Βασιλεύουσα τη συμβολική ημερομηνία 15η Αυγούστου του 1261, τη στιγμή που ο μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος Κλειδάς, με την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας , πάνω σε έναν πύργο της Χρυσείας Πύλης, έψελνε δεκατρείς ευχαριστήριους ύμνους, συνθέσεις του Γεωργίου Ακροπολίτη. Στη συνέχεια ο Μιχαήλ περπάτησε πεζός στην Πόλη ακολουθώντας την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και στέφτηκε -με μεγαλοπρέπεια παλιών ξεχασμένων καιρών- αυτοκράτορας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ως Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος. Εγκαταστάθηκε στο ανάκτορο του Βουκολέοντος, ενώ ο Ιωάννης Δ΄ τυφλώθηκε και εξορίστηκε στο φρούριο Δακίβιζα, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αυτοκρατορία της Νίκαιας έπαψε πια να υπάρχει και άρχισε μια νέα δυναστεία του Βυζαντίου, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία, η τραγική δυναστεία των Παλαιολόγων, η μακροβιότερη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας - βασίλεψε συνολικά 192 έτη (1261-1453). Η Νίκαια έχασε το μεγαλείο της και σταδιακά έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1331.
Ήταν η ευκαιρία που περίμενε ο Μιχαήλ για να παραμερίσει τον ανήλικο νόμιμο αυτοκράτορα και ως ελευθερωτής της Κωνσταντινούπολης να πάρει την εξουσία. Επικεφαλής του στρατού του εισήλθε θριαμβευτικά στη Βασιλεύουσα τη συμβολική ημερομηνία 15η Αυγούστου του 1261, τη στιγμή που ο μητροπολίτης Κυζίκου Γεώργιος Κλειδάς, με την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας , πάνω σε έναν πύργο της Χρυσείας Πύλης, έψελνε δεκατρείς ευχαριστήριους ύμνους, συνθέσεις του Γεωργίου Ακροπολίτη. Στη συνέχεια ο Μιχαήλ περπάτησε πεζός στην Πόλη ακολουθώντας την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας και στέφτηκε -με μεγαλοπρέπεια παλιών ξεχασμένων καιρών- αυτοκράτορας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ως Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος. Εγκαταστάθηκε στο ανάκτορο του Βουκολέοντος, ενώ ο Ιωάννης Δ΄ τυφλώθηκε και εξορίστηκε στο φρούριο Δακίβιζα, στη θάλασσα του Μαρμαρά. Κατ' αυτόν τον τρόπο η αυτοκρατορία της Νίκαιας έπαψε πια να υπάρχει και άρχισε μια νέα δυναστεία του Βυζαντίου, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία, η τραγική δυναστεία των Παλαιολόγων, η μακροβιότερη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας - βασίλεψε συνολικά 192 έτη (1261-1453). Η Νίκαια έχασε το μεγαλείο της και σταδιακά έπεσε στα χέρια των Οθωμανών το 1331.
Η νέα
Βυζαντινή αυτοκρατορία
Ο Μιχαήλ Η΄
Παλαιολόγος (1259-1282) υπήρξε μία από τις ισχυρότερες βυζαντινές προσωπικότητες
και ο ικανότερος εκπρόσωπος της δυναστείας που ίδρυσε. Η δυναστεία των
Παλαιολόγων βασίλεψε μέχρι το 1453 μ.Χ., δηλαδή για δύο περίπου αιώνες αγωνίας,
μέχρις ότου η Πόλη έπεσε στους Οθωμανούς. Ο Μιχαήλ Η΄ απεβίωσε τον Δεκέμβριο του
1282, όντας σε εκστρατεία στη Θράκη σε ηλικία 58 ετών. Οι αυτοκράτορες που
βασίλεψαν στη συνέχεια ήταν: ο Ανδρόνικος Β΄ (1282-1328), ο οποίος παντρεύτηκε
την Ουγγαρέζα πριγκίπισσα Άννα, και μετά την Ειρήνη τη Μομφερρατική. Ταυτόχρονα
συνάρχοντάς του ήταν ο γιος του Μιχαήλ Θ΄ (1295-1320), που παντρεύτηκε την
Αικατερίνη του Κουρτεναί. Από τους γάμους αυτούς βλέπουμε ότι οι Παλαιολόγοι
προσπαθούσαν με επιγαμίες να ισχυροποιήσουν τη θέση τους και να συνάψουν
συμμαχίες οι οποίες θα βοηθούσαν την επιβίωση της αυτοκρατορίας. Ακολούθησαν ο
Ανδρόνικος Γ΄ (1328-1341), ο Ιωάννης Ε΄ (1341-1391), ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός
(1341/1347-1354), ο Ανδρόνικος Δ΄ (1376-1379), ο Ιωάννης Ζ΄ (1390), ο Μανουήλ Β΄
(1391-1425), ο Ιωάννης Η΄ (1425-1448) και τέλος ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ (1448-1453),
ο τελευταίος αυτοκράτορας, γιος του Μανουήλ και της Σέρβας πριγκίπισσας Ελένης
Δραγάτση (Ντράγκατς). Στις 29 Μαΐου του 1453, ημέρα Τρίτη, η Βασιλεύουσα έπεσε
στους αλλόθρησκους Οθωμανούς Τούρκους, ενώ κατά τη διάρκεια της εφόδου
σκοτώθηκε, ηρωικά μαχόμενος, ο αυτοκράτορας.
Την περίοδο των Παλαιολόγων η ισχνή αυτοκρατορία σπαρασσόταν από εσωτερικούς διχασμούς και εμφύλιους πολέμους. Συχνά το κράτος, λόγω προσωπικών φιλοδοξιών, βρισκόταν με δύο αυτοκράτορες και με δύο πρωτεύουσες. Για παράδειγμα, ο Ανδρόνικος Β΄ μετά από πολυετή εμφύλιο πόλεμο (1321-1328) αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του εγγονού του Ανδρόνικου Γ΄ και να αποσυρθεί στη Μονή του Λιβός (σήμερα: Φεναρί Ισά τζαμί, δηλαδή τζαμί του Ιησού), ως μοναχός Αντώνιος, όπου και πέθανε το 1332. Παππούς και εγγονός ενέπλεξαν στη διαμάχη τους Σέρβους και τους Βούλγαρους, όπως οι Άγγελοι είχαν εμπλέξει τους Σταυροφόρους και τους Τούρκους... Ο εμφύλιος μεταξύ Ανδρόνικου Β΄ και Ανδρόνικου Γ΄ ήταν η αφετηρία της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας. Το μοιραίο λάθος του Ανδρόνικου Β΄ ήταν ότι επί της βασιλείας του αποφασίστηκε η δραστική μείωση του στόλου επειδή ήταν πολυδάπανος. Αυτό κόστισε πολύ στην ισχύ της αυτοκρατορίας - χρονογράφος της εποχής γράφει σχετικά εγένετο δυστυχημάτων αρχή και θεμέλιος άσειστος.
Μάλιστα το 1296 ο βασιλιάς των Σέρβων Στέφανος Ούρεσις Β΄ ο Μιλουτίν (1282-1321) επιτέθηκε εναντίον των Βυζαντινών και κατέλαβε το Δυρράχιο. Οι διαφορές μεταξύ των δύο κρατών διευθετήθηκαν με έναν σκανδαλώδη γάμο -λόγω της ηλικίας της νύφης- μεταξύ της εξάχρονης Σιμωνίδας Παλαιολογίνας και του μεσήλικου βασιλιά Μιλουτίν, το 1299.
Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος Β΄ ενέπλεξε και τους Καταλανούς μισθοφόρους στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό κίνδυνο. Ο Ρογήρος ο Ανθηρός ή Ρογήρος ο ντε Φλορ (Roger de Flor), αρχηγός των Καταλανών, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1302, με 36 πλοία και 6.000 άνδρες. Οι Βυζαντινοί τον υποδέχτηκαν με τιμές και ο Ανδρόνικος Β΄ τον αναγόρευσε μεγάλο δούκα και αρχιναύαρχο, ενώ τον πάντρεψε με την ανιψιά του Μαρία. Αργότερα, έφτασαν και άλλοι μισθοφόροι (Αλανοί και Αλμογάβαροι), οι οποίοι τελικά αντί να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους. Ο Ρογήρος σκοτώθηκε στην περιοχή της Αδριανούπολης από τους Αλανούς και με αφορμή τη δολοφονία του οι Καταλανοί επιδόθηκαν για δύο ολόκληρα χρόνια (1305-1307) σε άγριες σφαγές και λεηλασίες στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Τελικά, κινήθηκαν προς τη Θεσσαλία και προς το δουκάτο των Αθηνών. Συγκρούστηκαν με τον δούκα της Αθήνας Gantiera de Brienne, τον οποίο νίκησαν στη μάχη της Κωπαΐδας (15 Μαρτίου 1311) και έτσι έγιναν κύριοι του δουκάτου. Εκδιώχθηκαν το 1387 από τον στρατό του Νέριο Ατζαγιόλι, που έγινε δούκας της Αθήνας, εγκαθιδρύοντας τον οίκο των Ατζαγιόλι.
Εν τω μεταξύ, τον Ιούνιο του 1341 είχε πεθάνει ο μορφωμένος, δραστήριος αλλά άπειρος και επιπόλαιος Ανδρόνικος Γ΄, χωρίς να πετύχει την ανόρθωση της αυτοκρατορίας, αφού δεν μπόρεσε να αποφύγει την επιρροή εκείνων των δυνάμεων που συντηρούσαν την αδράνεια στους εξωτερικούς κινδύνους και τη διαφθορά στο εσωτερικό της χώρας. Τον διαδέχτηκε ο εννιαετής γιος του Ιωάννης Ε΄ υπό την επιτροπεία της μητέρας του Άννας της Σαβοΐας και του δυναμικού πατριάρχη Αλεξίου Απόκαυκου. Το ίδιο έτος ο φιλόδοξος αυλικός Ιωάννης Καντακουζηνός επαναστάτησε εναντίον του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ (1341-1391) και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο ως Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, στις 26 Οκτωβρίου του 1341.
Την περίοδο των Παλαιολόγων η ισχνή αυτοκρατορία σπαρασσόταν από εσωτερικούς διχασμούς και εμφύλιους πολέμους. Συχνά το κράτος, λόγω προσωπικών φιλοδοξιών, βρισκόταν με δύο αυτοκράτορες και με δύο πρωτεύουσες. Για παράδειγμα, ο Ανδρόνικος Β΄ μετά από πολυετή εμφύλιο πόλεμο (1321-1328) αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του εγγονού του Ανδρόνικου Γ΄ και να αποσυρθεί στη Μονή του Λιβός (σήμερα: Φεναρί Ισά τζαμί, δηλαδή τζαμί του Ιησού), ως μοναχός Αντώνιος, όπου και πέθανε το 1332. Παππούς και εγγονός ενέπλεξαν στη διαμάχη τους Σέρβους και τους Βούλγαρους, όπως οι Άγγελοι είχαν εμπλέξει τους Σταυροφόρους και τους Τούρκους... Ο εμφύλιος μεταξύ Ανδρόνικου Β΄ και Ανδρόνικου Γ΄ ήταν η αφετηρία της κατάρρευσης της αυτοκρατορίας. Το μοιραίο λάθος του Ανδρόνικου Β΄ ήταν ότι επί της βασιλείας του αποφασίστηκε η δραστική μείωση του στόλου επειδή ήταν πολυδάπανος. Αυτό κόστισε πολύ στην ισχύ της αυτοκρατορίας - χρονογράφος της εποχής γράφει σχετικά εγένετο δυστυχημάτων αρχή και θεμέλιος άσειστος.
Μάλιστα το 1296 ο βασιλιάς των Σέρβων Στέφανος Ούρεσις Β΄ ο Μιλουτίν (1282-1321) επιτέθηκε εναντίον των Βυζαντινών και κατέλαβε το Δυρράχιο. Οι διαφορές μεταξύ των δύο κρατών διευθετήθηκαν με έναν σκανδαλώδη γάμο -λόγω της ηλικίας της νύφης- μεταξύ της εξάχρονης Σιμωνίδας Παλαιολογίνας και του μεσήλικου βασιλιά Μιλουτίν, το 1299.
Στη συνέχεια ο Ανδρόνικος Β΄ ενέπλεξε και τους Καταλανούς μισθοφόρους στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τον οθωμανικό κίνδυνο. Ο Ρογήρος ο Ανθηρός ή Ρογήρος ο ντε Φλορ (Roger de Flor), αρχηγός των Καταλανών, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη τον Σεπτέμβριο του 1302, με 36 πλοία και 6.000 άνδρες. Οι Βυζαντινοί τον υποδέχτηκαν με τιμές και ο Ανδρόνικος Β΄ τον αναγόρευσε μεγάλο δούκα και αρχιναύαρχο, ενώ τον πάντρεψε με την ανιψιά του Μαρία. Αργότερα, έφτασαν και άλλοι μισθοφόροι (Αλανοί και Αλμογάβαροι), οι οποίοι τελικά αντί να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους. Ο Ρογήρος σκοτώθηκε στην περιοχή της Αδριανούπολης από τους Αλανούς και με αφορμή τη δολοφονία του οι Καταλανοί επιδόθηκαν για δύο ολόκληρα χρόνια (1305-1307) σε άγριες σφαγές και λεηλασίες στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Τελικά, κινήθηκαν προς τη Θεσσαλία και προς το δουκάτο των Αθηνών. Συγκρούστηκαν με τον δούκα της Αθήνας Gantiera de Brienne, τον οποίο νίκησαν στη μάχη της Κωπαΐδας (15 Μαρτίου 1311) και έτσι έγιναν κύριοι του δουκάτου. Εκδιώχθηκαν το 1387 από τον στρατό του Νέριο Ατζαγιόλι, που έγινε δούκας της Αθήνας, εγκαθιδρύοντας τον οίκο των Ατζαγιόλι.
Εν τω μεταξύ, τον Ιούνιο του 1341 είχε πεθάνει ο μορφωμένος, δραστήριος αλλά άπειρος και επιπόλαιος Ανδρόνικος Γ΄, χωρίς να πετύχει την ανόρθωση της αυτοκρατορίας, αφού δεν μπόρεσε να αποφύγει την επιρροή εκείνων των δυνάμεων που συντηρούσαν την αδράνεια στους εξωτερικούς κινδύνους και τη διαφθορά στο εσωτερικό της χώρας. Τον διαδέχτηκε ο εννιαετής γιος του Ιωάννης Ε΄ υπό την επιτροπεία της μητέρας του Άννας της Σαβοΐας και του δυναμικού πατριάρχη Αλεξίου Απόκαυκου. Το ίδιο έτος ο φιλόδοξος αυλικός Ιωάννης Καντακουζηνός επαναστάτησε εναντίον του νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ (1341-1391) και ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο ως Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, στις 26 Οκτωβρίου του 1341.
Το κίνημα των
Ζηλωτών
Την περίοδο των
δυναστικών ερίδων μεταξύ του στασιαστή Ιωάννη Καντακουζηνού (1347-1354) και του
νόμιμου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου (1341-1391) δημιουργήθηκε στη
Θεσσαλονίκη ένα σημαντικό θρησκευτικοπολιτικό κίνημα. Το κίνημα αυτό, γνωστό ως
«κίνημα των Ζηλωτών», συσπείρωσε φτωχούς και εξαθλιωμένους, θύματα των
βυζαντινών εμφυλίων συγκρούσεων, μετεξελίχθηκε σε κόμμα και επικράτησε στην πόλη
για πέντε χρόνια.
Οι Ζηλωτές προχώρησαν σε ουσιαστικά μέτρα: δήμευσαν τις μεγάλες περιουσίες των ευγενών και οργάνωσαν ένα ιδιότυπο σύστημα δικαιοσύνης και κοινωνικής ελευθερίας. Επειδή μάλιστα οι Δυνατοί είχαν πάρει το μέρος του στασιαστή Ιωάννη Καντακουζηνού, οι Ζηλωτές συντάχθηκαν με την παραδοσιακή νομιμότητα και αντέδρασαν με κάθε μέσο στις διεκδικήσεις του Καντακουζηνού.
Το λαϊκό αυτό κίνημα είχε την υποστήριξη των ισχυρών συντεχνιών της πόλης. Η αντίδραση των Ζηλωτών στον Ησυχασμό και στη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά δημιούργησε σοβαρά προβλήματα ακόμα και στην Εκκλησία.
Τελικά, όμως, η συμβιβαστική ρύθμιση της δυναστικής έριδας είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη σταδιακή αποδυνάμωση του λαϊκού κινήματος των Ζηλωτών.
Ακόμα και σήμερα το κίνημα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης δεν είναι εύκολο να ερμηνευτεί αντικειμενικά, λόγω ασαφών και ελλιπών πηγών. Ωστόσο τα γεγονότα απέδειξαν τη δύναμη των οργανωμένων συντεχνιών στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως επίσης και τις τεράστιες δυνατότητες κάθε καλά οργανωμένου λαϊκού κινήματος.
Οι Ζηλωτές προχώρησαν σε ουσιαστικά μέτρα: δήμευσαν τις μεγάλες περιουσίες των ευγενών και οργάνωσαν ένα ιδιότυπο σύστημα δικαιοσύνης και κοινωνικής ελευθερίας. Επειδή μάλιστα οι Δυνατοί είχαν πάρει το μέρος του στασιαστή Ιωάννη Καντακουζηνού, οι Ζηλωτές συντάχθηκαν με την παραδοσιακή νομιμότητα και αντέδρασαν με κάθε μέσο στις διεκδικήσεις του Καντακουζηνού.
Το λαϊκό αυτό κίνημα είχε την υποστήριξη των ισχυρών συντεχνιών της πόλης. Η αντίδραση των Ζηλωτών στον Ησυχασμό και στη διδασκαλία του Γρηγορίου Παλαμά δημιούργησε σοβαρά προβλήματα ακόμα και στην Εκκλησία.
Τελικά, όμως, η συμβιβαστική ρύθμιση της δυναστικής έριδας είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη σταδιακή αποδυνάμωση του λαϊκού κινήματος των Ζηλωτών.
Ακόμα και σήμερα το κίνημα των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης δεν είναι εύκολο να ερμηνευτεί αντικειμενικά, λόγω ασαφών και ελλιπών πηγών. Ωστόσο τα γεγονότα απέδειξαν τη δύναμη των οργανωμένων συντεχνιών στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας, όπως επίσης και τις τεράστιες δυνατότητες κάθε καλά οργανωμένου λαϊκού κινήματος.
Τότε άρχισε ο
δεύτερος εμφύλιος πόλεμος (1341-1347), κατά τον οποίο επικράτησε ο Ιωάννης
Καντακουζηνός, με τη βοήθεια του Σέρβου βασιλιά Στέφανου Δουσάν
(1331-1355).
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, λόγιος, ικανός στρατιωτικός και διπλωμάτης, εισήλθε νικητής στην Κωνσταντινούπολη και εστέφθη για δεύτερη φορά αυτοκράτορας, στις 3 Φεβρουαρίου του 1347. Ουσιαστικά συμβασίλευσε με τον Ιωάννη Ε΄, στον οποίο έδωσε την κόρη του Ελένη ως σύζυγο. Μάλιστα, για να ισχυροποιήσει τη θέση του, όπως λέγει ο ίδιος στην Ιστορία του (2, 587), συνήψε συμμαχία και με τους Τούρκους (1345), και πάντρεψε τη μικρή του κόρη, τη δεκατριάχρονη Θεοδώρα με τον Ορχάν, τον Οσμανλή Τούρκο σουλτάνο του Ικονίου (1346), ματαιώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την αντίστοιχη συμμαχία της Άννας της Σαβοΐας, συζύγου του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Σύμμαχός του ήταν και ο Ουμούρ μπέης (Umur Bey), εμίρης Αϊδινίου.
Όλα αυτά όμως δεν έσωσαν τον θρόνο του, στον οποίο παρέμεινε μόλις επτά χρόνια. Ο Ιωάννης Ε΄, γαμπρός του Καντακουζηνού, είχε αποσυρθεί στην Τένεδο ως το 1354, οπότε επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και με τη στρατιωτική βοήθεια των Γενουατών υπό τον Κατιλούσιο (Cattilusio) ανέτρεψε τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό (1347-1354).
Ο τελευταίος, για να μην ωθήσει τα πράγματα σε μια νέα εμφύλια σύγκρουση, αποσύρθηκε, τον Δεκέμβριο του 1354, αρχικά στη Μονή των Μαγγάνων της Κωνσταντινούπολης και μετά στον Άθω και τον Μυστρά, όπου ως μοναχός Ιωάσαφ έγραψε την ιστορία της αντίστοιχης περιόδου, που αποτελεί σημαντική πηγή για τις σχετικές έρευνες. Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, ο πολυγραφότατος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, απεβίωσε στις 15 Ιουνίου του 1383 στην Πελοπόννησο.
Στον μοναχικό βίο τον ακολούθησε και η σύζυγός του Ειρήνη Ασανίνα, από τον βουλγαρικό οίκο των Ασάν, η οποία έγινε μοναχή ως Ευγενία στη Μονή της Αγίας Μάρθας
Όταν αποσύρθηκε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, το 1354, οι Τούρκοι επωφελήθηκαν και κατόρθωσαν να καταλάβουν την ερειπωμένη από ισχυρό σεισμό χερσόνησο της Καλλίπολης, που τη μετονόμασαν σε Γκελίμπολου, την οποία και αποίκησαν μαζικά, ενώ 21 χρόνια αργότερα εγκατέστησαν την πρωτεύουσά τους στην Αδριανούπολη (1365).
Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, λόγιος, ικανός στρατιωτικός και διπλωμάτης, εισήλθε νικητής στην Κωνσταντινούπολη και εστέφθη για δεύτερη φορά αυτοκράτορας, στις 3 Φεβρουαρίου του 1347. Ουσιαστικά συμβασίλευσε με τον Ιωάννη Ε΄, στον οποίο έδωσε την κόρη του Ελένη ως σύζυγο. Μάλιστα, για να ισχυροποιήσει τη θέση του, όπως λέγει ο ίδιος στην Ιστορία του (2, 587), συνήψε συμμαχία και με τους Τούρκους (1345), και πάντρεψε τη μικρή του κόρη, τη δεκατριάχρονη Θεοδώρα με τον Ορχάν, τον Οσμανλή Τούρκο σουλτάνο του Ικονίου (1346), ματαιώνοντας μ' αυτόν τον τρόπο την αντίστοιχη συμμαχία της Άννας της Σαβοΐας, συζύγου του Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου. Σύμμαχός του ήταν και ο Ουμούρ μπέης (Umur Bey), εμίρης Αϊδινίου.
Όλα αυτά όμως δεν έσωσαν τον θρόνο του, στον οποίο παρέμεινε μόλις επτά χρόνια. Ο Ιωάννης Ε΄, γαμπρός του Καντακουζηνού, είχε αποσυρθεί στην Τένεδο ως το 1354, οπότε επέστρεψε στη Βασιλεύουσα και με τη στρατιωτική βοήθεια των Γενουατών υπό τον Κατιλούσιο (Cattilusio) ανέτρεψε τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό (1347-1354).
Ο τελευταίος, για να μην ωθήσει τα πράγματα σε μια νέα εμφύλια σύγκρουση, αποσύρθηκε, τον Δεκέμβριο του 1354, αρχικά στη Μονή των Μαγγάνων της Κωνσταντινούπολης και μετά στον Άθω και τον Μυστρά, όπου ως μοναχός Ιωάσαφ έγραψε την ιστορία της αντίστοιχης περιόδου, που αποτελεί σημαντική πηγή για τις σχετικές έρευνες. Ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, ο πολυγραφότατος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, απεβίωσε στις 15 Ιουνίου του 1383 στην Πελοπόννησο.
Στον μοναχικό βίο τον ακολούθησε και η σύζυγός του Ειρήνη Ασανίνα, από τον βουλγαρικό οίκο των Ασάν, η οποία έγινε μοναχή ως Ευγενία στη Μονή της Αγίας Μάρθας
Όταν αποσύρθηκε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, το 1354, οι Τούρκοι επωφελήθηκαν και κατόρθωσαν να καταλάβουν την ερειπωμένη από ισχυρό σεισμό χερσόνησο της Καλλίπολης, που τη μετονόμασαν σε Γκελίμπολου, την οποία και αποίκησαν μαζικά, ενώ 21 χρόνια αργότερα εγκατέστησαν την πρωτεύουσά τους στην Αδριανούπολη (1365).
Η Βυζαντινή
αυτοκρατορία, από μια αξιόλογη δύναμη και με σοβαρό ρόλο στην ιστορία της
Ευρώπης, μεταμορφώθηκε σε ένα συρρικνωμένο κράτος, απογυμνωμένο από τα ασιατικά
του εδάφη και από μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών του εδαφών. Έτσι, την περίοδο αυτή
το Βυζάντιο ασφυκτιούσε οικονομικά κάτω από την πίεση των ιταλικών πόλεων,
ιδιαιτέρως από τη Βενετία και τη Γένουα, που της είχαν στερήσει τα λιμάνια της
και τους εμπορικούς της δρόμους. Επιπλέον είχε προ πολλού χάσει τη ζωτικότερη
επαρχία της, τη Μικρά Ασία, που την είχαν καταλάβει οι Τούρκοι, ενώ βρισκόταν σε
ανταγωνισμό τόσο με τους Σέρβους στη Βαλκανική χερσόνησο, όσο και με τις
φραγκικές ηγεμονίες στη Νότια Ελλάδα. Τελικά, εγκαταλελειμμένη από τον
Ρωμαιοκαθολικισμό, περιορισμένη στην Κωνσταντινούπολη και στα λιγοστά ελλαδικά
εδάφη που της απέμεναν, όδευε προς ένα εφιαλτικό τέλος.
Εν τω μεταξύ ο
Ιωάννης Ε΄ βρισκόταν στη Δύση ζητώντας βοήθεια. Επιστρέφοντας προς τη
Βασιλεύουσα τον συνέλαβαν οι Ενετοί ως οφειλέτη τους. Ο γιος του Μανουήλ πλήρωσε
λύτρα για να τον απελευθερώσει και μόνον έτσι ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην
Κωνσταντινούπολη (1371).
Τη χρονική εκείνη
περίοδο, ο Ανδρόνικος, γιος του Ιωάννη Ε΄, αλλά και ο Σαβτζή (ή Σαουτζή)
Τσελεμπή, γιος του σουλτάνου Μουράτ Α΄, φαίνεται πως συνεννοήθηκαν μεταξύ τους
και επαναστάτησαν εναντίον των γονιών τους, αλλά οι τελευταίοι κατέπνιξαν την
εξέγερση των γιων τους και τους τιμώρησαν σκληρά (1373): ο Σαβτζή εκτελέστηκε,
ενώ στον Ανδρόνικο επιβλήθηκε μερική τύφλωση. 1373: Ουσιαστικά από το έτος αυτό
-παρά τις προσπάθειες του Ιωάννη Ε΄- η Βυζαντινή αυτοκρατορία αναγκάστηκε να
γίνει κι αυτή υποτελής στους Οθωμανούς. Παρ' όλα αυτά ο Ανδρόνικος, με τη
βοήθεια των Γενουατών και των Τούρκων, σφετερίστηκε τον θρόνο και ονομάστηκε
αυτοκράτορας ως Ανδρόνικος Δ΄ (1376-1379), φυλακίζοντας τον πατέρα του και τον
αδελφό του Μανουήλ. Ο Νείλος Κεραμεύς, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
(1380-1388), προσπάθησε να συμφιλιώσει τον Ιωάννη Ε΄ με τον Ανδρόνικο Δ΄, η
πολιτική δράση του οποίου είχε τραγικές συνέπειες για την ήδη παραπαίουσα
αυτοκρατορία. Για την υποστήριξη που του έδωσαν οι Γενουάτες τους παραχώρησε τη
νήσο Τένεδο. Η μεταβολή αυτή στο καθεστώς της στρατηγικής νήσου ενόχλησε τόσο
τους Ενετούς όσο και τους Τούρκους, που οργάνωσαν την απελευθέρωση και την
επιστροφή στην εξουσία του Ιωάννη Ε΄. Πράγματι, το 1379, ο Ιωάννης Ε΄, με τη
βοήθεια του σουλτάνου των Οθωμανών Βαγιαζήτ, νίκησε τον γιο του και τον
απομάκρυνε από τον θρόνο. Από την ενέργειά τους αυτή οι Τούρκοι κέρδισαν
οριστικά την Καλλίπολη, την οποία είχε ανακαταλάβει για λογαριασμό των
Βυζαντινών ο συγγενής του βασιλικού οίκου Αμεδαίος της Σαβοΐας. Έκτοτε όμως, ο
Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν υποτελής στον σουλτάνο.
Ο φιλόδοξος
Ανδρόνικος Δ΄, ο οποίος κράτησε τον θρόνο μόλις τρία χρόνια, ανέλαβε τη διοίκηση
ενός τμήματος της Θράκης το 1384 και σκοτώθηκε εκεί τον Ιούνιο του 1385, σε μια
μάχη, έχοντας για άλλη μια φορά επαναστατήσει διεκδικώντας τον θρόνο. Ο πατέρας
του βασίλεψε ως το 1391. Εν τω μεταξύ, το 1390 ο εγγονός του Ιωάννη Ε΄, ο
Ιωάννης Παλαιολόγος, γιος του Ανδρόνικου Δ΄, πολιόρκησε την Πόλη και, αφού
ανέτρεψε τον παππού του τον Ιωάννη Ε΄, έγινε αυτοκράτορας για λίγους μήνες, ως
Ιωάννης Ζ΄ Παλαιολόγος, πιθανότατα με τη βοήθεια του Τούρκου σουλτάνου Βαγιαζήτ.
Οι Τούρκοι, οι οποίοι ευνοούσαν τους εμφύλιους βυζαντινούς πολέμους, αργά αλλά
σταθερά κατακτούσαν μία μία τις μεγάλες πόλεις της παραπαίουσας αυτοκρατορίας:
το 1331 κατέλαβαν τη Νίκαια, το 1337 τη Νικομήδεια, το 1354, όπως ήδη είπαμε,
αποβιβάστηκαν στη Χερσόνησο της Καλλίπολης, την οποία κατέκτησαν (και με το
χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα το 1379), το 1363 τη Φιλιππούπολη, το 1365 την
Αδριανούπολη, το 1373 όλη τη Δυτική Θράκη, το 1380 κατέλαβαν το Μοναστήρι, το
1383 τις Σέρρες, το 1387 τη Θεσσαλονίκη και τέλος το 1393 το Ικόνιο, τη
Σεβάστεια και την Αττάλεια.
Τελικά, ο Ιωάννης
Ζ΄ Παλαιολόγος εκθρονίστηκε το ίδιο έτος που ανήλθε στον θρόνο (1391) και
«τιμήθηκε» με την ανάθεση σ' αυτόν της διοίκησης της Θεσσαλονίκης, την οποία
άσκησε ως τον θάνατό του, το 1408.
Λίγα χρόνια πριν, ένας βαλκανικός συνασπισμένος στρατός (Σέρβοι, Κροάτες, Βλάχοι, Αλβανοί, Πολωνοί), σύμμαχος των Βυζαντινών, συνετρίβη στην πολύνεκρη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (Kossovo) στις 15 Ιουνίου του 1389, όπου βρήκε τον θάνατο ο Σέρβος ήρωας Μίλος Όμπιλοβιτς ή Όμπλιτς (Milosch Obilovic ή Obilic), ο οποίος, αν και μισοπεθαμένος, κατόρθωσε να σκοτώσει τον Τούρκο σουλτάνο Μουράτ Α΄. Αλλά ο διάδοχός του, ο ορμητικός Βαγιαζήτ Α΄ (1389-1402) τον οποίο εχθροί και φίλοι ονόμαζαν Γιλντιρίμ, που σημαίνει κεραυνός, γιατί σαν κεραυνός έσπευδε στις μάχες εναντίον των εχθρικών στρατευμάτων, συνέλαβε και εκτέλεσε στο πεδίο της μάχης τον Σέρβο πρίγκιπα Λαζάρ και έτσι η συνασπισμένη βαλκανική αντίσταση εναντίον των Τούρκων έσβησε. Οι Τούρκοι, ανενόχλητοι πλέον, επικράτησαν στη Β.Δ. Βαλκανική χερσόνησο. Το 1393 κατέλυσαν το βουλγαρικό κράτος, ενώ το 1396 νίκησαν τους Ούγγρους και Γάλλους σταυροφόρους στη Νικόπολη της Βουλγαρίας.
Λίγα χρόνια πριν, ένας βαλκανικός συνασπισμένος στρατός (Σέρβοι, Κροάτες, Βλάχοι, Αλβανοί, Πολωνοί), σύμμαχος των Βυζαντινών, συνετρίβη στην πολύνεκρη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (Kossovo) στις 15 Ιουνίου του 1389, όπου βρήκε τον θάνατο ο Σέρβος ήρωας Μίλος Όμπιλοβιτς ή Όμπλιτς (Milosch Obilovic ή Obilic), ο οποίος, αν και μισοπεθαμένος, κατόρθωσε να σκοτώσει τον Τούρκο σουλτάνο Μουράτ Α΄. Αλλά ο διάδοχός του, ο ορμητικός Βαγιαζήτ Α΄ (1389-1402) τον οποίο εχθροί και φίλοι ονόμαζαν Γιλντιρίμ, που σημαίνει κεραυνός, γιατί σαν κεραυνός έσπευδε στις μάχες εναντίον των εχθρικών στρατευμάτων, συνέλαβε και εκτέλεσε στο πεδίο της μάχης τον Σέρβο πρίγκιπα Λαζάρ και έτσι η συνασπισμένη βαλκανική αντίσταση εναντίον των Τούρκων έσβησε. Οι Τούρκοι, ανενόχλητοι πλέον, επικράτησαν στη Β.Δ. Βαλκανική χερσόνησο. Το 1393 κατέλυσαν το βουλγαρικό κράτος, ενώ το 1396 νίκησαν τους Ούγγρους και Γάλλους σταυροφόρους στη Νικόπολη της Βουλγαρίας.
Τον Ιωάννη Ε΄ τον
διαδέχτηκε ο δευτερότοκος γιος του Μανουήλ Β΄ (1391-1425), από τη σύζυγό του
Ελένη, κόρη του πρώην αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού
(1347-1354).
Ο Μανουήλ Β΄ ήταν
θαρραλέος και αξιοπρεπής αλλά άτυχος, αφού επί των ημερών του η αυτοκρατορία
περιορίστηκε πλέον στην Πόλη και στη γύρω περιοχή, από τη Σηλυβρία της
Προποντίδας ως τους Δέρκους στον Εύξεινο Πόντο, στην Πελοπόννησο με το δεσποτάτο
του Μυστρά, στη Θεσσαλονίκη με ένα τμήμα της Χαλκιδικής, καθώς και ένα τμήμα της
Φθιώτιδας. Το 1394 χάθηκε και η Θεσσαλονίκη που την κατέλαβε ο Βαγιαζήτ Α΄. Τη
Θεσσαλονίκη την ανακατέλαβε το 1403 ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος, αλλά την πήραν
πάλι οι Οθωμανοί το 1430.
Τη χρονική αυτή
περίοδο κάθε Βυζαντινός πρίγκιπας ασχολούνταν με τις προσωπικές φιλοδοξίες του,
ενώ τα προβλήματα, τόσο τα εσωτερικά όσο και τα εξωτερικά, φάνταζαν άλυτα.
Έριδες, εμφύλιοι πόλεμοι και δημοσιονομική κατάσταση σε κακά χάλια έφεραν την
αυτοκρατορία σε δεινή θέση. Οι σκληρές διαμάχες μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών
εξελίχτηκαν σε αληθινό πόλεμο με αφορμή τη σχεδιαζόμενη ένωση των Εκκλησιών, ενώ
η πολυπόθητη βοήθεια από τη χριστιανική Δύση, όπου οι Παλαιολόγοι είχαν
εναποθέσει τις ελπίδες τους , δεν έφτασε ποτέ και η περικυκλωμένη Βασιλεύουσα
ασφυκτιούσε. Το τέλος φαινόταν πως θα ερχόταν γρήγορα• ο Μανουήλ Β΄ δεν δίσταζε
να διαπραγματεύεται, το καλοκαίρι του 1402, την παράδοση της Πόλης στον Βαγιαζήτ
Α΄, που από το 1397 έως το 1402 πολιορκούσε τη Βασιλεύουσα, αλλά η Πόλη σώθηκε
από τους... Μογγόλους: Τα στρατεύματα του Ταμερλάνου (Τιμούρ-Λενκ: Τιμούρ ο
κουτσός) συνέτριψαν τον στρατό του σουλτάνου Βαγιαζήτ στην Άγκυρα (28 Ιουλίου
του 1402). Ο θάνατος του Βαγιαζήτ Α΄ και τα οξύτατα προβλήματα που ξέσπασαν
μεταξύ των δυναστειών στην τουρκική αυτοκρατορία έσωσαν προσωρινά το Βυζάντιο,
δίνοντάς του μια ανάσα μισού αιώνα επιπλέον ζωής.
Με τον πολυμαθή
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, ή μάλλον με ένα έργο του, ασχολήθηκε ο πάπας Βενέδικτος
ΙΣΤ΄ σε μια ομιλία του με τίτλο: «Πίστη Λόγος και το Πανεπιστήμιο - Μνήμες και
Στοχασμοί» στο Πανεπιστήμιο του Ρέγκενσμπουγκ τον Σεπτέμβριο του
2006.
Η ομιλία του αυτή
πυροδότησε πλήθος εκδηλώσεων φανατικών ισλαμιστών σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Ο πάπας χρησιμοποίησε ένα κριτικό σχόλιο του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου που
περιέχεται στο βιβλίο του: Διάλογος μετά τινός Πέρσου (1391) : Δείξον γαρ ει τι
καινόν εκείνων νενομοθέτηται αλλ' ουκ αν έχοις, ει μη χειρόν τι και
απανθρωπότατον, οίον δη ποιεί νομοθετών διά ξίφους χωρείν την, ην αυτός εκήρυττε
πίστιν. Δηλαδή: Δείξε μου κάτι το νέο που έχει νομοθετηθεί (στον Ισλαμισμό, νέο
έναντι εκείνων που είχαν νομοθετηθεί στον Ιουδαϊσμό και στον Χριστιανισμό). Αλλά
δεν έχεις να δείξεις παρά μόνο κάτι το χειρότερο και απανθρωπότερο, το οποίο
κάνει (ο Μωάμεθ) με το να νομοθετεί την εξάπλωση της πίστης, που εκείνος
κήρυττε, με το ξίφος.
Ο πάπας Βενέδικτος, προκειμένου να
υπογραμμίσει τη σημασία του ορθού λόγου στην πίστη, υιοθέτησε στην ομιλία του
τις απόψεις του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου για το
Ισλάμ.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Τον Μανουήλ Β΄
Παλαιολόγο, ο οποίος στο τέλος της ζωής του αποσύρθηκε σε μοναστήρι δια του
αγγελικού σχήματος μετονομασθείς Ματθαίος μοναχός και γιορτάζεται στις 21
Ιανουαρίου, τονδιαδέχτηκε ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος (1425-1448), ο πρωτότοκος από
τους έξι γιους του, ο οποίος είχε στεφθεί συναυτοκράτορας ήδη από το 1421. Την
περίοδο εκείνη η κατάσταση για την αυτοκρατορία ήταν απελπιστική. Ο Ιωάννης Η΄
Παλαιολόγος απεβίωσε το 1448, απογοητευμένος γιατί παρά τις απέλπιδες
προσπάθειές του και την αποδοχή εκ μέρους του της ένωσης των Εκκλησιών στη
Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439), η πολυπόθητη βοήθεια από τη Δύση δεν
ήρθε ποτέ. Αλλά η Ευρώπη εκείνη την περίοδο δεν βρισκόταν σε ιδιαίτερα καλή
κατάσταση. Πώς να βοηθήσουν λοιπόν οι Δυτικοί, αφού την ίδια περίπου εποχή, από
το 1337 έως την άλωση, η Δυτική Ευρώπη σπαρασσόταν από τον αιματηρό Εκατονταετή
πόλεμο;
Μετά τον θάνατο του
Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1448) η αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης ανέθεσε στον
αξιωματούχο του παλατιού Μανουήλ Ίαγρο να ηγηθεί της αποστολής που θα πρόσφερε
το στέμμα στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, δεσπότη του Μυστρά. Έτσι, τον Ιωάννη Η΄
Παλαιολόγο τον διαδέχτηκε ο νεότερος αδελφός του Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ο
τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου.
Εν τω μεταξύ οι
Οθωμανοί, παρά τη συντριβή τους από τον Ταμερλάνο, ανέκαμψαν και το 1413 ο
σουλτάνος Μωάμεθ Α΄ αποκατέστησε την ενότητα του οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τον
Μωάμεθ Α΄ τον διαδέχτηκε ο γιος του Μουράτ Β΄, το 1421.
Την περίοδο εκείνη
η κατάσταση ήταν τραγική για το Βυζάντιο, το οποίο ζούσε μόνο από τη
γενναιοδωρία... του σουλτάνου Μουράτ Β΄: Χορηγούσε στον Έλληνα αυτοκράτορα ένα
επίδομα από τριακόσιες χιλιάδες άσπρα (ακτσέ: άσπρα, επειδή ήταν αργυρά) τον
χρόνο, που αποτελούσε φόρο-έσοδο της περιοχής του Στρυμόνα, ως τροφεία και έξοδα
παραστάσεως του Οθωμανού πρίγκιπα Ορχάν, που δήθεν ζούσε υπό περιορισμό στη
Βασιλεύουσα. Άλλωστε, ο Μουράτ Β΄ είχε δώσει την άδεια-έγκριση να στεφθεί ο
Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στον Άγιο Δημήτριο του Μυστρά «αυτοκράτορας των Ρωμαίων
και βασιλεύς των Ελλήνων» στις 6 Ιανουαρίου του 1449 . Εν τω μεταξύ ο Μουράτ Β΄
είχε κατατροπώσει στη Βάρνα στις 10 Νοεμβρίου του 1444, τις συνασπισμένες
δυνάμεις Ούγγρων, Πολωνών και Βλάχων, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο
του 1448, ο Ιωάννης Ουνυάδης (János Hunyadi) και ο βασιλιάς Λαδίσλαος Α΄ δεν
κατόρθωσαν να νικήσουν τους Τούρκους στην ίδια περιοχή παρά τον ηρωισμό του
σταυροφορικού στρατού τους. Ο αντίκτυπος της μάχης της Βάρνας ήταν πολύ μεγάλος.
Η ήττα των σταυροφόρων «έπεισε» τον ευρωπαϊκό χριστιανικό κόσμο πως οι Τούρκοι
ήταν ανίκητοι και πως οι χριστιανοί δεν μπορούσαν πια να τους εκδιώξουν από την
Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο η μάχη της Βάρνας σφράγισε οριστικά την τύχη της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης και του Βυζαντίου.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄
Παλαιολόγος έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Μαρτίου του 1449, με
νοικιασμένο καταλανικό πλοίο, και βρήκε μια κατάσταση απελπιστική: ο λαός ήταν
χωρισμένος σε ενωτικούς και ανθενωτικούς, ενώ τα ταμεία ήταν άδεια. Ο
αυτοκράτορας αποφάσισε τότε να ζητήσει διπλασιασμό των λύτρων για τον Ορχάν, που
ήταν διεκδικητής του οθωμανικού θρόνου, απειλώντας ότι αλλιώς θα τον άφηνε
ελεύθερο.
Απ' τη μεριά του το
Βυζάντιο τα είχε δώσει όλα στους Τούρκους• το μόνο που δεν θα έδινε ποτέ ήταν η
ίδια η Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι λοιπόν, που για τους δικούς τους λόγους
έδιναν «παράταση» ζωής στην Πόλη, αποφάσισαν να την πάρουν μόνοι τους, όταν
έγινε σουλτάνος ο Μωάμεθ ή Μεχμέτ Β΄ (1451), ένας ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος, που
έτυχε και εξαιρετικής παιδείας. Αφορμή για την έναρξη των εχθροπραξιών ήταν,
όπως αναφέραμε, η απαίτηση για τον διπλασιασμό των λύτρων για τον Ορχάν. Τότε οι
Τούρκοι βήμα βήμα έσφιξαν τον κλοιό γύρω από τη Βασιλεύουσα και όταν το 1452 ο
Μωάμεθ Β΄ έχτισε στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου, στη θέση Στόμιον του Ιερού,
ένα φρούριο, το Ρούμελι Χισάρ , ήταν φανερό ότι οι ημέρες της παραπαίουσας
αυτοκρατορίας ήταν μετρημένες.
Με την ενέργειά του
αυτή ο σουλτάνος αφενός μεν ήλεγχε την Κωνσταντινούπολη στρατιωτικά, αφετέρου δε
παρεμπόδιζε τον πλήρη ανεφοδιασμό της με προϊόντα προερχόμενα από τις
παρευξείνιες περιοχές. Για να ακριβολογούμε, ό,τι είχε απομείνει από την άλλοτε
κραταιά Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν η Πόλη και μια στενή λουρίδα γης με κάποιες
πόλεις στην Προποντίδα και τον Εύξεινο Πόντο ίσαμε τη Μεσημβρία. Το τέλος μάλλον
ήταν αναπόφευκτο, αφού τα οικονομικά ήταν άθλια και δεν υπήρχαν προοπτικές
ανάκαμψης.
Στις αρχές Απριλίου
μια τεράστια τουρκική στρατιά στρατοπέδευσε έξω από τα τείχη της Πόλης. Οι
ιστορικοί της εποχής την αριθμούν σε 400.000 χιλιάδες άνδρες (Λαόνικος
Χαλκοκονδύλης), ή 265.000 χιλιάδες (Δούκας) ή 258.000 (Σφραντζής). Ούτως ή
άλλως, ήταν ένας τεράστιος στρατός μπροστά στους λιγοστούς αμυνόμενους 8.000
Κωνσταντινουπολίτες συν 700 ξένους, υπό τον Γενουάτη Ιωάννη Λόγγο Ιουστινιάνη,
που θα υπεράσπιζαν τείχη μήκους δεκατριών μιλίων. Πράγματι, μόνο η Γένουα,
αντιλαμβανόμενη το τραγικό χτύπημα που θα αποτελούσε για τις ανατολικές αποικίες
της, τους εμπορικούς σταθμούς της και το εν γένει εμπόριό της η άλωση της Πόλης,
έστειλε στα τέλη Ιανουαρίου του 1453 στην Κωνσταντινούπολη τον Ιωάννη
Ιουστινιάνη, με δύο πολεμικά πλοία και επτακόσιους εμπειροπόλεμους πολεμιστές.
Για να ακριβολογούμε, ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο είχε φτάσει στην Πόλη και
ο πρώην επίσκοπος Κιέβου και καρδινάλιος -φίλος του Βησσαρίωνα- Ισίδωρος, μαζί
με τον Λεονάρδο τον Χίο, Λατίνο επίσκοπο Μυτιλήνης, με διακόσιους τοξότες από τη
Νεάπολη, οι οποίοι και αποτέλεσαν τη μόνη βοήθεια που έλαβε το Βυζάντιο από την
παπική Εκκλησία . Αυτό και μόνο έκανε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ΄
Παλαιολόγο, ο οποίος πάντα ήλπιζε σε μεγαλύτερη βοήθεια από τη Δύση, να
υπογράψει για άλλη μια φορά, μαζί με τον Ισίδωρο, τον Ενωτικό Όρο της Συνόδου
της Φλωρεντίας για την ένωση των Εκκλησιών και να τελέσει στην Αγία Σοφία κοινή
λειτουργία καθολικών και ορθοδόξων στις 12 Δεκεμβρίου του 1452. Άλλωστε ο
αυτοκράτορας είχε παντρευτεί, το 1441, ως δεσπότης του Μυστρά, σε δεύτερο γάμο
τη Μυτιληνιά αρχόντισσα Αικατερίνη κόρη των Γατελούζων, ελπίζοντας να λάβει κι
από αυτούς μια βοήθεια.
Οι Τούρκοι, εν τω
μεταξύ, προετοίμαζαν μεθοδικά την πολιορκία της Βασιλεύουσας. Έτσι, στις 6
Απριλίου αναπτύχθηκαν γύρω από τα τείχη και στις 12 Απριλίου άρχισε ο
βομβαρδισμός της Πόλης, με το τεράστιο πυροβόλο όπλο του Ούγγρου εξωμότη
Ουρβανού, που κράτησε ως τις 18 Απριλίου. Μια πρεσβεία των Τούρκων προς τον
αυτοκράτορα, στις 23 Μαΐου, του ζήτησε να παραδώσει την Πόλη, με αντάλλαγμα να
παραμείνει ο ίδιος κύριος της Πελοποννήσου. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε
κατηγορηματικά, με την εξής απάντηση: Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ' εμόν εστί
ούτ' άλλου των κατοικούντων εν ταύτη• κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως
αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών, που μεταγράφεται ως εξής: Το να σου
παραδώσω την πόλη δεν είναι υπόθεση ούτε δική μου ούτε άλλου από τους κατοίκους
της, αλλά με κοινή απόφαση θα πεθάνουμε όλοι με τη θέλησή μας και δεν θα
λυπηθούμε τη ζωή μας (Δούκας, Χρονογραφία, εκδ. Βόννης, ΧΧΧΙΧ, σελ. 280, 17-20).
Τελικά, στις 29
Μαΐου του 1453, ημέρα Τρίτη, που από τότε είναι «αποφράς» ημέρα για τους
Έλληνες, οι Οθωμανοί έπειτα από πολιορκία 53 ημερών κατέλαβαν την
Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν μια αυτοκρατορία, η οποία παρά τα όποια
προβλήματά της άντεξε χίλια εκατό και πλέον χρόνια. Ο τελευταίος αυτοκράτορας, ο
Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, έπεσε νεκρός στην πύλη του Ρωμανού . Η θρυλική
μορφή του Κωνσταντίνου με την ηρωική στάση του εναντίον των Τούρκων κατάφερε να
λαμπρύνει τις τελευταίες μεγάλες στιγμές του μεσαιωνικού Ελληνισμού. Η
καθηγήτρια Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ γράφει χαρακτηριστικά: Η αντίσταση και ο
ηρωικός θάνατος του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου Δραγάτση,
πάνω στα τείχη της πόλης, θα είναι η μόνη πράξη, που ήταν αντάξια του παλιού
Βυζαντίου (Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 1977, σελ. 146).
Με τη σειρά του ο
Μωάμεθ Β΄, ο επονομαζόμενος Φατίχ, δηλαδή πορθητής, προκειμένου να ισχυροποιήσει
συμβολικά την κατάκτησή του παντρεύτηκε την ανιψιά του Κωνσταντίνου ΙΑ΄, την
Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του δεσπότη του Μορέως Δημήτριου Παλαιολόγου
(1449-1460), και της δεύτερης συζύγου του Ζωής Ασανίνας, κόρης του Παύλου Ασάν.
Η Ελένη ήταν μια τραγική πριγκίπισσα, η οποία αναγκάστηκε να μπει στο χαρέμι του
κατακτητή της πατρίδας της και σφαγέα της οικογένειάς της (Σοφούλη Φένια,
Βυζαντινές πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους, 1999, σελ. 105). Η πτώση της
Πόλης σήμανε και το τέλος της μακράς αντιπαράθεσης, πάνω από ενάμιση αιώνα,
Βυζαντινών και Τούρκων.
Η άλωση της Πόλης
ήταν ένα καθοριστικό γεγονός που σήμανε το τέλος μιας εποχής και εξιστορείται
από πλήθος ιστορικών (Σφραντζής, Δούκας, Χαλκοκονδύλης κ.ά.).
Να πώς περιγράφει
την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο Γεώργιος Σφραντζής, ανώτερος αξιωματούχος της
αυτοκρατορίας και για κάποια χρονική περίοδο καγκελάριος,: ... Και την κθ΄ Μαΐου
ημέρα, γ΄ ώρα της ημέρας αρχή, απήρε την πόλιν ο αμηράς, εν η ώρα και αλώσει της
πόλεως και ο μακαρίτης ο αυθέντης μου και βασιλεύς κυρ Κωνσταντίνος σκοτωθείς
απέθανεν...
Το Βυζάντιο, ο
κυματοθραύστης των βαρβαρικών φύλων που απειλούσαν τη χριστιανική Δύση, δεν
υπήρχε πια. Την άλωση της Βασιλεύουσας την ακολούθησε και η κατάκτηση των άλλων
ελληνικών κρατιδίων: το 1460 οι Τούρκοι κατέλαβαν το δεσποτάτο του Μυστρά και το
επόμενο έτος την ακμαία αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Οι Τούρκοι διάβηκαν τα
Στενά, πήραν την Πόλη, εισχώρησαν στην Ευρώπη και έγιναν οι κυρίαρχοι των
ανατολικών θαλασσών, γεγονός που σήμαινε την παρακμή των ναυτικών πόλεων Γένουας
και Βενετίας, την εξασθένηση του βασιλείου της Κύπρου, καθώς και των Ιωαννιτών
ιπποτών της Ρόδου. Σε λίγα χρόνια οι στρατιές του σουλτάνου προωθήθηκαν ως τις
πύλες της Βιέννης. Η χριστιανική Ευρώπη αισθάνθηκε τον κίνδυνο και γλίτωσε όχι
από τη συντονισμένη προσπάθεια εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, αλλά εξαιτίας της
αποτυχίας τους να διατηρήσουν μια αποτελεσματική διακυβέρνηση των μεγάλων
κτήσεών τους.
Η παιδεία την
υστεροβυζαντινή περίοδο
Σε αντίθεση με τις δυσμενείς πολιτικές συνθήκες, τα γράμματα και οι τέχνες ακμάζουν κατά την τρίτη και τελευταία βυζαντινή περίοδο (1204-1453 μ.Χ.). Επιστήμες, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία και ποίηση αναπτύσσονται σημαντικά. Στην αυτοκρατορία της Νίκαιας ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης και ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, ο οποίος ίδρυσε πανεπιστήμιο, με την εν γένει πολιτική τους έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της παιδείας.
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, ύστερα από την παλινόρθωση του 1261, έδωσε διαταγή να αναστηλωθούν όλα τα σχολεία, ενώ ανέθεσε στον Γεώργιο Ακροπολίτη -μαθητή του Νικηφόρου Βλεμμύδη- τη διεύθυνση του αναδιοργανωμένου δημόσιου πανεπιστημίου στην Αγία Σοφία. Εκτός από το πανεπιστήμιο, αλλά σε άμεση σχέση με αυτό, υπήρχε μια γραμματική σχολή η οποία στεγαζόταν στο Ορφανοτροφείο του ναού του Αγίου Παύλου και περιλάμβανε στο πρόγραμμά της τα μαθήματα της «εγκυκλίου παιδεύσεως». Στη συνέχεια, μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της παιδείας έδωσαν τόσο ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος όσο και ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, με την εν γένει πολιτική τους. Οι αυτοκράτορες αυτοί αναδείχτηκαν όχι μόνο προστάτες των γραμμάτων, αλλά ήταν και οι ίδιοι εξαίρετοι συγγραφείς. Επίσης στην Τραπεζούντα ιδρύθηκε Σχολή Θετικών Επιστημών.
Την περίοδο αυτή άκμασαν: ο λόγιος κληρικός Νικηφόρος Βλεμμύδης ή Βλεμμίδης (1197-1272), ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310), ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (1250-1341), ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310), ο μαθητής του Δημήτριος Τρικλίνιος (1280-1340), ο Μανουήλ Μοσχόπουλος (1265-1315), ο Νικόλαος Ραβδάς (13ος-14ος αιώνας) και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί λόγιοι.
Τα χρόνια των Παλαιολόγων κατά έναν περίεργο τρόπο όσο η αυτοκρατορία φθίνει πολιτικά και στρατιωτικά τόσο ακμάζει πνευματικά. Το Βυζάντιο κατά την τελευταία παλαιολόγεια δυναστεία του χαρακτηρίζεται από έναν δυναμικό πνευματικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό, ο οποίος αν λάβουμε υπόψη μας τις αντίξοες συνθήκες της εποχής, τις εξωτερικές και εσωτερικές τριβές και ανωμαλίες, ήταν μάλλον απροσδόκητος. Η ετοιμοθάνατη Βασιλεύουσα του 14ου και του 15ου αιώνα έγινε πάλι το κέντρο του πνευματικού και καλλιτεχνικού πολιτισμού της αυτοκρατορίας. Οι σχολές στην Κωνσταντινούπολη γνώρισαν μέρες δόξας• την εποχή της πολιτικής και οικονομικής παρακμής του ο Ελληνισμός φαίνεται να αναζωογονείται και να αναπτύσσει πρωτοφανή πνευματική ζωτικότητα, η οποία φαινομενικά είναι ανεξήγητη. Όπως σημειώνει και ο F. Fuchs: Στο πρόγραμμα της εκπαίδευσης του 14ου αιώνα, η αστρονομία έπαιζε σπουδαιότατο ρόλο, και η σχετική προετοιμασία είχε γίνει από τις έρευνες του Μανουήλ Βρυέννιου και του Θεοδώρου Μετοχίτη. Και συνεχίζει λέγοντας ότι κατά τον 14ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν τρεις τάξεις σοφών, ήτοι: Τους καθ' ημάς τρεις σοφούς τουτουσί, τους φιλοσόφους και διαλεκτικούς φημί και φυσικούς και αστρονόμους άμα και ρήτορας (Die höheren Schulen von Konstantiniopel im Mittelalter, 1926, 64).
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, σε αντίδραση προς την αριστοτελική σχολαστική φιλοσοφία της Δύσης, αναπτύχθηκε το κίνημα του Ησυχασμού από τον Γρηγόριο Παλαμά, τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ενώ ο εκ Καλαβρίας της Νοτίου Ιταλίας Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1348) ήταν σφοδρός πολέμιός του. Πολέμιος του Βαρλαάμ, αλλά και του Ησυχασμού, υπήρξε ο μοναχός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360), ίσως ο μεγαλύτερος αστρονόμος ο οποίος αναδείχτηκε στο Βυζάντιο, ενώ με την αστρονομία είχε ασχοληθεί ιδιαιτέρως και ο δάσκαλός του, ο μέγας λογοθέτης Θεόδωρος Μετοχίτης (1260/1-1332).
Την αστρονομία θεράπευσε και ο μαθηματικός, αστρονόμος και θεολόγος Ισαάκ Αργυρός (1310-1375), μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά, αλλά και ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης (1310-1388). Σημειώνουμε όμως ότι οι Βυζαντινοί αστρονόμοι ήταν οπαδοί της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου μας. Όχι μόνο δεν έκαναν την υπέρβαση, να υπερκεράσουν δηλαδή τις επί του θέματος απόψεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, αλλά ούτε και ασχολήθηκαν με τις αντίστοιχες ηλιοκεντρικές απόψεις των Πυθαγορείων ή του Αρίσταρχου του Σάμιου, που είχαν μια διαφορετική - και σωστή- άποψη για τις κινήσεις του πλανητικού μας συστήματος.
Την περίοδο εκείνη ο διαπρεπής θεολόγος-ησυχαστής Νικόλαος Καβάσιλας (1332/3-1380) όχι μόνο δεν αποστρεφόταν τις επιστήμες αλλά ασχολούνταν με αυτές, όπως και ο εκ Θεσσαλονίκης μαθητής του Δημήτριος Κυδώνης (1324-1400). Σημειώνουμε ότι τότε εμφανίστηκαν χειρόγραφα βιβλία πρακτικής γεωμετρίας-εμβαδομετρίας, κυρίως του Ισαάκ Αργυρού και του Ιωάννη Πεδιάσιμου (1250-1341).
Ήταν η εποχή των επιφανών λογίων, πανεπιστημόνων, οι οποίοι εκτός από τη θεολογία και τη φιλοσοφία εντρυφούσαν στις θετικές επιστήμες. Στην Τραπεζούντα την ίδια περίοδο άκμασαν ο επίσκοπος Ταυρίδας Γρηγόριος Χιονιάδης (1240/50-1320), που ασχολούνταν με την αστρονομία, όπως και ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης (14ος αιώνας). Εκτός από αυτούς διέπρεψαν ο Κωνσταντίνος Λουκίτης, ο Ανδρέας Λιβαδηνός και ο μοναχός Μανουήλ ο Τραπεζούντιος.
Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας διακρίθηκαν ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων και ο Ιωάννης (Ιγνάτιος) Χορτασμένος. Ιδιαιτέρως ο πλατωνικός φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός (1355-1452), ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Πλήθων έζησε επί είκοσι χρόνια στον Μυστρά, όπου ίδρυσε Πλατωνική Ακαδημία. Θέλησε να αντικαταστήσει ορισμένα χριστιανικά δόγματα με την πλατωνική φιλοσοφία και γι' αυτό κατηγορήθηκε ότι ήθελε να αναβιώσει -σαν άλλος Ιουλιανός- την αρχαία ελληνική θρησκεία. Τελικά μετέβη στην Ιταλία, όπου και δίδαξε φιλοσοφία στη Φλωρεντία, αλλά επανήλθε τελικά στον αγαπημένο του Μυστρά. Την περίοδο εκείνη το Βυζάντιο σπαρασσόταν όχι από αιρέσεις, αλλά από την εμφύλια έριδα των ενωτικών και των ανθενωτικών• δηλαδή εκείνων που ήθελαν την ένωση με τη Δυτική Εκκλησία και εκείνων που αντιδρούσαν σφόδρα σ' αυτή. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οι λόγιοι Βυζαντινοί, που εντρυφούσαν στη θύραθεν παιδεία, είχαν κι αυτοί τα δικά τους προβλήματα. Έτσι, από τη μια μεριά υπήρχαν οι ελληνιστές που χρησιμοποιούσαν κατά κόρο την αριστοτέλεια μεθοδολογία και τους πλατωνικούς όρους, ενώ από την άλλη βρίσκονταν οι οπαδοί της αποφατικής φιλοσοφίας, οι οποίοι αρνούνταν την ελληνική φιλοσοφία και υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος όσο κι αν φιλοσοφεί είναι ανίκανος να λύσει θεία προβλήματα, αφού ο άχρονος Θεός βρίσκεται πέρα και πάνω τόσο από αυτά όσο και από την ανθρώπινη γνώση.
Η υστεροβυζαντινή περίοδος εκτείνεται από το 1204 (άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους) έως το 1453, έτος κατά το οποίο το Βυζάντιο καταλύθηκε, οριστικά αυτή τη φορά, από τους Οθωμανούς Τούρκους. Καθώς όμως η αυτοκρατορία πλησίαζε στο τέλος της ιστορικής της διαδρομής σημειώθηκε μια ιδιαίτερα έντονη πνευματική δραστηριότητα, κατά την οποία οι επιστήμες και κυρίως η αστρονομία προόδευσαν πάρα πολύ. Το Πανδιδακτήριο αναδιοργανώθηκε για άλλη μια φορά και ονομαζόταν πλέον Καθολικόν Μουσείον. Εκείνη τη χρονική περίοδο, από την πρώτη άλωση έως σχεδόν το τέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, άκμασε πλήθος θετικών επιστημόνων, την προσφορά των οποίων θα μελετήσουμε στη συνέχεια αναλυτικά.
Πάντως, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες της ιστορίας του Βυζαντίου προέχει η επιβίωση και όχι η επιστήμη... Έτσι τα χρόνια αυτά ελάχιστα συνέβαλαν στις θετικές σπουδές, ενώ ακόμα και ο απόηχος των λαμπρών ονομάτων των αρχαίων θετικών επιστημόνων έχει πια σβήσει. Ο Ευκλείδης, ο Αρχιμήδης, ο Απολλώνιος, ο Διόφαντος και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος όλο και λιγότερο ενδιαφέρουν τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, τα πολυάριθμα χειρόγραφα που σώζονται από εκείνη την περίοδο αποκαλύπτουν ένα σχετικό ενδιαφέρον για την τετρακτύ (Quadrivium), δηλαδή τις τέσσερις μαθηματικές επιστήμες που διδάσκονται στο πλαίσιο των επτά ελευθερίων σπουδών. Πάντως, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, το ενδιαφέρον στρεφόταν κυρίως προς τις πρακτικές επιστήμες της λογιστικής και της γεωδαισίας.
Είναι γνωστό ότι στον Βιενναίο Φιλοσοφικό Κώδικα σώζεται ένα βιβλίο λογαριαστικής, ήτοι αριθμητικής με ασκήσεις και διάφορα προβλήματα που αντιστοιχούν και θυμίζουν τα αντίστοιχα προβλήματα του Παρισινού Συμπληρωματικού Κώδικα 387. Το αξιοσημείωτο είναι ότι πλέον οι υπολογισμοί γίνονται με τους νέους ινδοαραβικούς αριθμούς. Ωστόσο ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου μάλλον αδυνατεί να προσαρμοστεί στις αραβικές μαθηματικές μεθόδους, καθώς -αντί γι' αυτές- χρησιμοποιεί τους αρχαίους αλφαβητικούς ελληνικούς αριθμούς από το 1 έως το 9 χρησιμοποιώντας όμως παράλληλα και ένα ειδικό αριθμητικό σύμβολο για το μηδέν. Βεβαίως, αυτή η αλλαγή και η στροφή προς τις αραβικές αριθμητικές μεθόδους δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών, αφού η μορφή των δέκα αριθμητικών συμβόλων, εκ των πραγμάτων, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σημειώνουμε βέβαια ότι διάφοροι λόγιοι, βλέποντας την επερχόμενη πτώση της Βασιλεύουσας, μετέφεραν αρκετά ελληνικά χειρόγραφα στην Ιταλία. Η κίνηση αυτή είχε τα θετικά της αποτελέσματα. Από τη μελέτη και μετάφραση των ελληνικών χειρογράφων, καθώς και από τις μεταφράσεις αραβικών χειρογράφων στη λατινική γλώσσα έφτασε στο αποκορύφωμά της η αναγέννηση των επιστημών στη Δύση, που βοήθησε πάρα πολύ στη γοργή ανάπτυξη των θετικών επιστημών.
Σε αντίθεση με τις δυσμενείς πολιτικές συνθήκες, τα γράμματα και οι τέχνες ακμάζουν κατά την τρίτη και τελευταία βυζαντινή περίοδο (1204-1453 μ.Χ.). Επιστήμες, φιλοσοφία, φιλολογία, ιστορία και ποίηση αναπτύσσονται σημαντικά. Στην αυτοκρατορία της Νίκαιας ο Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης και ο Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης, ο οποίος ίδρυσε πανεπιστήμιο, με την εν γένει πολιτική τους έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της παιδείας.
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, ύστερα από την παλινόρθωση του 1261, έδωσε διαταγή να αναστηλωθούν όλα τα σχολεία, ενώ ανέθεσε στον Γεώργιο Ακροπολίτη -μαθητή του Νικηφόρου Βλεμμύδη- τη διεύθυνση του αναδιοργανωμένου δημόσιου πανεπιστημίου στην Αγία Σοφία. Εκτός από το πανεπιστήμιο, αλλά σε άμεση σχέση με αυτό, υπήρχε μια γραμματική σχολή η οποία στεγαζόταν στο Ορφανοτροφείο του ναού του Αγίου Παύλου και περιλάμβανε στο πρόγραμμά της τα μαθήματα της «εγκυκλίου παιδεύσεως». Στη συνέχεια, μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της παιδείας έδωσαν τόσο ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος όσο και ο Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός, με την εν γένει πολιτική τους. Οι αυτοκράτορες αυτοί αναδείχτηκαν όχι μόνο προστάτες των γραμμάτων, αλλά ήταν και οι ίδιοι εξαίρετοι συγγραφείς. Επίσης στην Τραπεζούντα ιδρύθηκε Σχολή Θετικών Επιστημών.
Την περίοδο αυτή άκμασαν: ο λόγιος κληρικός Νικηφόρος Βλεμμύδης ή Βλεμμίδης (1197-1272), ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282), ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310), ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (1250-1341), ο Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310), ο μαθητής του Δημήτριος Τρικλίνιος (1280-1340), ο Μανουήλ Μοσχόπουλος (1265-1315), ο Νικόλαος Ραβδάς (13ος-14ος αιώνας) και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί λόγιοι.
Τα χρόνια των Παλαιολόγων κατά έναν περίεργο τρόπο όσο η αυτοκρατορία φθίνει πολιτικά και στρατιωτικά τόσο ακμάζει πνευματικά. Το Βυζάντιο κατά την τελευταία παλαιολόγεια δυναστεία του χαρακτηρίζεται από έναν δυναμικό πνευματικό και καλλιτεχνικό πολιτισμό, ο οποίος αν λάβουμε υπόψη μας τις αντίξοες συνθήκες της εποχής, τις εξωτερικές και εσωτερικές τριβές και ανωμαλίες, ήταν μάλλον απροσδόκητος. Η ετοιμοθάνατη Βασιλεύουσα του 14ου και του 15ου αιώνα έγινε πάλι το κέντρο του πνευματικού και καλλιτεχνικού πολιτισμού της αυτοκρατορίας. Οι σχολές στην Κωνσταντινούπολη γνώρισαν μέρες δόξας• την εποχή της πολιτικής και οικονομικής παρακμής του ο Ελληνισμός φαίνεται να αναζωογονείται και να αναπτύσσει πρωτοφανή πνευματική ζωτικότητα, η οποία φαινομενικά είναι ανεξήγητη. Όπως σημειώνει και ο F. Fuchs: Στο πρόγραμμα της εκπαίδευσης του 14ου αιώνα, η αστρονομία έπαιζε σπουδαιότατο ρόλο, και η σχετική προετοιμασία είχε γίνει από τις έρευνες του Μανουήλ Βρυέννιου και του Θεοδώρου Μετοχίτη. Και συνεχίζει λέγοντας ότι κατά τον 14ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη υπήρχαν τρεις τάξεις σοφών, ήτοι: Τους καθ' ημάς τρεις σοφούς τουτουσί, τους φιλοσόφους και διαλεκτικούς φημί και φυσικούς και αστρονόμους άμα και ρήτορας (Die höheren Schulen von Konstantiniopel im Mittelalter, 1926, 64).
Την ίδια περίπου χρονική περίοδο, σε αντίδραση προς την αριστοτελική σχολαστική φιλοσοφία της Δύσης, αναπτύχθηκε το κίνημα του Ησυχασμού από τον Γρηγόριο Παλαμά, τον αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, ενώ ο εκ Καλαβρίας της Νοτίου Ιταλίας Έλληνας μοναχός Βαρλαάμ ο Καλαβρός (1290-1348) ήταν σφοδρός πολέμιός του. Πολέμιος του Βαρλαάμ, αλλά και του Ησυχασμού, υπήρξε ο μοναχός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360), ίσως ο μεγαλύτερος αστρονόμος ο οποίος αναδείχτηκε στο Βυζάντιο, ενώ με την αστρονομία είχε ασχοληθεί ιδιαιτέρως και ο δάσκαλός του, ο μέγας λογοθέτης Θεόδωρος Μετοχίτης (1260/1-1332).
Την αστρονομία θεράπευσε και ο μαθηματικός, αστρονόμος και θεολόγος Ισαάκ Αργυρός (1310-1375), μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά, αλλά και ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης (1310-1388). Σημειώνουμε όμως ότι οι Βυζαντινοί αστρονόμοι ήταν οπαδοί της γεωκεντρικής θεώρησης του κόσμου μας. Όχι μόνο δεν έκαναν την υπέρβαση, να υπερκεράσουν δηλαδή τις επί του θέματος απόψεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, αλλά ούτε και ασχολήθηκαν με τις αντίστοιχες ηλιοκεντρικές απόψεις των Πυθαγορείων ή του Αρίσταρχου του Σάμιου, που είχαν μια διαφορετική - και σωστή- άποψη για τις κινήσεις του πλανητικού μας συστήματος.
Την περίοδο εκείνη ο διαπρεπής θεολόγος-ησυχαστής Νικόλαος Καβάσιλας (1332/3-1380) όχι μόνο δεν αποστρεφόταν τις επιστήμες αλλά ασχολούνταν με αυτές, όπως και ο εκ Θεσσαλονίκης μαθητής του Δημήτριος Κυδώνης (1324-1400). Σημειώνουμε ότι τότε εμφανίστηκαν χειρόγραφα βιβλία πρακτικής γεωμετρίας-εμβαδομετρίας, κυρίως του Ισαάκ Αργυρού και του Ιωάννη Πεδιάσιμου (1250-1341).
Ήταν η εποχή των επιφανών λογίων, πανεπιστημόνων, οι οποίοι εκτός από τη θεολογία και τη φιλοσοφία εντρυφούσαν στις θετικές επιστήμες. Στην Τραπεζούντα την ίδια περίοδο άκμασαν ο επίσκοπος Ταυρίδας Γρηγόριος Χιονιάδης (1240/50-1320), που ασχολούνταν με την αστρονομία, όπως και ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης (14ος αιώνας). Εκτός από αυτούς διέπρεψαν ο Κωνσταντίνος Λουκίτης, ο Ανδρέας Λιβαδηνός και ο μοναχός Μανουήλ ο Τραπεζούντιος.
Τα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας διακρίθηκαν ο Ιωσήφ Βρυέννιος, ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων και ο Ιωάννης (Ιγνάτιος) Χορτασμένος. Ιδιαιτέρως ο πλατωνικός φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός (1355-1452), ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Πλήθων έζησε επί είκοσι χρόνια στον Μυστρά, όπου ίδρυσε Πλατωνική Ακαδημία. Θέλησε να αντικαταστήσει ορισμένα χριστιανικά δόγματα με την πλατωνική φιλοσοφία και γι' αυτό κατηγορήθηκε ότι ήθελε να αναβιώσει -σαν άλλος Ιουλιανός- την αρχαία ελληνική θρησκεία. Τελικά μετέβη στην Ιταλία, όπου και δίδαξε φιλοσοφία στη Φλωρεντία, αλλά επανήλθε τελικά στον αγαπημένο του Μυστρά. Την περίοδο εκείνη το Βυζάντιο σπαρασσόταν όχι από αιρέσεις, αλλά από την εμφύλια έριδα των ενωτικών και των ανθενωτικών• δηλαδή εκείνων που ήθελαν την ένωση με τη Δυτική Εκκλησία και εκείνων που αντιδρούσαν σφόδρα σ' αυτή. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Οι λόγιοι Βυζαντινοί, που εντρυφούσαν στη θύραθεν παιδεία, είχαν κι αυτοί τα δικά τους προβλήματα. Έτσι, από τη μια μεριά υπήρχαν οι ελληνιστές που χρησιμοποιούσαν κατά κόρο την αριστοτέλεια μεθοδολογία και τους πλατωνικούς όρους, ενώ από την άλλη βρίσκονταν οι οπαδοί της αποφατικής φιλοσοφίας, οι οποίοι αρνούνταν την ελληνική φιλοσοφία και υποστήριζαν ότι ο άνθρωπος όσο κι αν φιλοσοφεί είναι ανίκανος να λύσει θεία προβλήματα, αφού ο άχρονος Θεός βρίσκεται πέρα και πάνω τόσο από αυτά όσο και από την ανθρώπινη γνώση.
Η υστεροβυζαντινή περίοδος εκτείνεται από το 1204 (άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους) έως το 1453, έτος κατά το οποίο το Βυζάντιο καταλύθηκε, οριστικά αυτή τη φορά, από τους Οθωμανούς Τούρκους. Καθώς όμως η αυτοκρατορία πλησίαζε στο τέλος της ιστορικής της διαδρομής σημειώθηκε μια ιδιαίτερα έντονη πνευματική δραστηριότητα, κατά την οποία οι επιστήμες και κυρίως η αστρονομία προόδευσαν πάρα πολύ. Το Πανδιδακτήριο αναδιοργανώθηκε για άλλη μια φορά και ονομαζόταν πλέον Καθολικόν Μουσείον. Εκείνη τη χρονική περίοδο, από την πρώτη άλωση έως σχεδόν το τέλος της δυναστείας των Παλαιολόγων, άκμασε πλήθος θετικών επιστημόνων, την προσφορά των οποίων θα μελετήσουμε στη συνέχεια αναλυτικά.
Πάντως, τις τρεις τελευταίες δεκαετίες της ιστορίας του Βυζαντίου προέχει η επιβίωση και όχι η επιστήμη... Έτσι τα χρόνια αυτά ελάχιστα συνέβαλαν στις θετικές σπουδές, ενώ ακόμα και ο απόηχος των λαμπρών ονομάτων των αρχαίων θετικών επιστημόνων έχει πια σβήσει. Ο Ευκλείδης, ο Αρχιμήδης, ο Απολλώνιος, ο Διόφαντος και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος όλο και λιγότερο ενδιαφέρουν τους Βυζαντινούς. Ωστόσο, τα πολυάριθμα χειρόγραφα που σώζονται από εκείνη την περίοδο αποκαλύπτουν ένα σχετικό ενδιαφέρον για την τετρακτύ (Quadrivium), δηλαδή τις τέσσερις μαθηματικές επιστήμες που διδάσκονται στο πλαίσιο των επτά ελευθερίων σπουδών. Πάντως, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, το ενδιαφέρον στρεφόταν κυρίως προς τις πρακτικές επιστήμες της λογιστικής και της γεωδαισίας.
Είναι γνωστό ότι στον Βιενναίο Φιλοσοφικό Κώδικα σώζεται ένα βιβλίο λογαριαστικής, ήτοι αριθμητικής με ασκήσεις και διάφορα προβλήματα που αντιστοιχούν και θυμίζουν τα αντίστοιχα προβλήματα του Παρισινού Συμπληρωματικού Κώδικα 387. Το αξιοσημείωτο είναι ότι πλέον οι υπολογισμοί γίνονται με τους νέους ινδοαραβικούς αριθμούς. Ωστόσο ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου μάλλον αδυνατεί να προσαρμοστεί στις αραβικές μαθηματικές μεθόδους, καθώς -αντί γι' αυτές- χρησιμοποιεί τους αρχαίους αλφαβητικούς ελληνικούς αριθμούς από το 1 έως το 9 χρησιμοποιώντας όμως παράλληλα και ένα ειδικό αριθμητικό σύμβολο για το μηδέν. Βεβαίως, αυτή η αλλαγή και η στροφή προς τις αραβικές αριθμητικές μεθόδους δεν επηρεάζουν τα αποτελέσματα των υπολογισμών, αφού η μορφή των δέκα αριθμητικών συμβόλων, εκ των πραγμάτων, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία.
Σημειώνουμε βέβαια ότι διάφοροι λόγιοι, βλέποντας την επερχόμενη πτώση της Βασιλεύουσας, μετέφεραν αρκετά ελληνικά χειρόγραφα στην Ιταλία. Η κίνηση αυτή είχε τα θετικά της αποτελέσματα. Από τη μελέτη και μετάφραση των ελληνικών χειρογράφων, καθώς και από τις μεταφράσεις αραβικών χειρογράφων στη λατινική γλώσσα έφτασε στο αποκορύφωμά της η αναγέννηση των επιστημών στη Δύση, που βοήθησε πάρα πολύ στη γοργή ανάπτυξη των θετικών επιστημών.
ΟΙ ΘΕΤΙΚΟΙ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΑΛΩΣΗ ΕΩΣ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ
(1204-1261)
Η κατάλυση -ευτυχώς προσωρινή- της
Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους sταυροφόρους το 1204 μετ;Eθεσε και την
πνευματική ζωή του Βυζαντίου πέρα από την πρωτεύουσα, κυρίως στη Νίκαια της
Βιθυνίας, αλλά και Sτην Τραπεζούντα και τον Μυστρά, τουλάχιστον για πενήντα
χρόνια. Έτσι, όπως διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Η ακμή των
γραμμάτων και των επιστημών στην αυτοκρατορία της Νίκαιας και η παρουσία
σπουδαίων διδασκάλων της φιλοσοφίας εκεί προετοίμασε σε μεγάλο βαθμό την
εμφάνιση ανδρών με μεγάλη φιλοσοφική και επιστημονική συγκρότηση, κυρίως στην
αστρονομία, και με επιβλητικό και πρωτότυπο έργο κατά την επόμενη λαμπρή
πολιτιστικά περίοδο των δύο τελευταίων ταραγμένων αιώνων της ζωής του Βυζαντίου
(1261-1453) (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 348).
Στις κύριες πόλεις της αυτοκρατορίας της Νίκαιας δημιουργήθηκαν σχολές που δρούσαν ευεργετικά στην αναγέννηση των κλασικών και θετικών σπουδών. Στην ίδια τη Νίκαια ιδρύθηκε σχολή όπου διδάσκονταν η ρητορική, η διαλεκτική και η ποιητική, στον Σκάμανδρο της Τρωάδος η ρητορική και στη Σμύρνη η ιατρική.
Ας δούμε όμως αναλυτικά τους περίφημους σοφούς που άκμασαν εκείνη την περίοδο με προεξάρχοντα τον περίφημο λόγιο, φιλόσοφο, μαθηματικό και αστρονόμο Νικηφόρο Βλεμμύδη.
Στις κύριες πόλεις της αυτοκρατορίας της Νίκαιας δημιουργήθηκαν σχολές που δρούσαν ευεργετικά στην αναγέννηση των κλασικών και θετικών σπουδών. Στην ίδια τη Νίκαια ιδρύθηκε σχολή όπου διδάσκονταν η ρητορική, η διαλεκτική και η ποιητική, στον Σκάμανδρο της Τρωάδος η ρητορική και στη Σμύρνη η ιατρική.
Ας δούμε όμως αναλυτικά τους περίφημους σοφούς που άκμασαν εκείνη την περίοδο με προεξάρχοντα τον περίφημο λόγιο, φιλόσοφο, μαθηματικό και αστρονόμο Νικηφόρο Βλεμμύδη.
Νικηφόρος Βλεμμύδης
(1197/98-1272)
Ο ιδιόρρυθμος
λόγιος Νικηφόρος Βλεμμύδης ή Βλεμμίδης περιλαμβάνεται σ' αυτή τη χρονική περίοδο
διότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το έζησε κατά τη Λατινοκρατία. Υπήρξε,
όμως, μια ιδιαιτέρως δυναμική πνευματική παρουσία της αυτοκρατορίας της
Νίκαιας.
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, που
γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, καταγόταν από εύπορη αστική οικογένεια της
Πόλης και ο πατέρας του ήταν γιατρός. Με την κατάληψη όμως της πρωτεύουσας από
τους Λατίνους (1204) βρέθηκε με τους γονείς του πρόσφυγας διαδοχικά στην Προύσα,
στη Νίκαια και τελικά στην Έφεσο, μια πόλη, η οποία διατηρούσε πολλά στοιχεία
από την παλαιότερη ακμή της. Και στις τρεις αυτές πόλεις, όπως λέγεται,
παρακολούθησε μαθήματα γραμματικής και ρητορικής. Στη Νίκαια διδάχτηκε λογική,
ενώ στην Έφεσο και τη Σμύρνη σπούδασε ιατρική, την οποία για κάποιο διάστημα
άσκησε κιόλας. Τέλος, από το 1222 και μετά διδάχτηκε μαθηματικά, φυσική, οπτική
και αστρονομία. Δάσκαλός του υπήρξε ο Πρόδρομος ο Μοναχός , ο οποίος τον μύησε
στα μαθηματικά, την οπτική, τη γεωμετρία και την αστρονομία στη σχολή του στον
Σκάμανδρο της Τρωάδος.
Ο Βλεμμύδης προσπάθησε με το έργο του να επιτύχει σύνθεση της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας, εμπλουτισμένης από τα χριστιανικά δόγματα• θέσεις οι οποίες είναι ιδιαίτερα φανερές στα έργα του Εισαγωγική Επιτομή και Επιτομή Φυσικής.
Ο Βυζαντινός θεολόγος, μαθηματικός, γεωγράφος, αστρονόμος και γιατρός Νικηφόρος Βλεμμύδης υπήρξε η μεγαλύτερη πνευματική μορφή του 13ου αιώνα και ισχυρή δημόσια προσωπικότητα που συμμετείχε ενεργά στα δρώμενα της εποχής του, κυρίως ως απεσταλμένος της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε συναντήσεις με ρωμαιοκαθολικούς ιερείς. Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον του προς τις θετικές επιστήμες, ξαφνιάζοντας το περιβάλλον του, το 1235 εκάρη μοναχός και αφοσιώθηκε στη θεολογία. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και αναγνώστης από τον πατριάρχη Γερμανό Β΄. Το 1236 έγινε ιερέας και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Μονή του Γρηγορίου του Θαυματουργού ή στη Μονή Παξαμαδίου κοντά στην Έφεσο. Ίσως δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση η στροφή του προς την Εκκλησία. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια και ο ίδιος πίστευε ότι η αριστοκρατία είχε αυτοδίκαια προνόμια στη διακυβέρνηση της χώρας. Μάλιστα υποστήριζε με φανατισμό την αυτοτέλεια της Εκκλησίας, την οποία τοποθετούσε πάνω από την πολιτική εξουσία. Θεωρούσε και ήθελε την Εκκλησία του Θεού καθοδηγήτρια της πολιτικής. Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαία η επιλογή του. Εξάλλου με τις γνώσεις του, την άμεμπτη διαγωγή του και τον σθεναρό χαρακτήρα του είχε πετυχημένη σταδιοδρομία την ταραχώδη εκείνη περίοδο.
Αργότερα, μετά από ένα ταξίδι του στους Αγίους Τόπους (1237), ίδρυσε στην Έφεσο σχολή, όπου δίδαξε φιλοσοφία από το 1238 έως το 1248, ενώ ασχολήθηκε και με παιδαγωγικά ζητήματα. Μεταξύ των μαθητών του συμπεριλαμβάνονταν ο Γεώργιος Παχυμέρης (περίπου 1241-1290), ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282) και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί λόγιοι. Η διδασκαλία του δεν ήταν απόλυτα ορθόδοξη , αφού οι θεολογικές του απόψεις είχαν κάτι το ιδιόμορφο, όπως άλλωστε ιδιόμορφος ήταν και ο χαρακτήρας του. Έτσι, ο Βλεμμύδης καταγγέλθηκε από κάποιους μαθητές του -μεταξύ των οποίων ο Κρατερός και ο Ρωμανός- στον αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα-Βατάτζη, για παρέκκλιση από την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και διδασκαλία καινοτομιών. Γι' αυτόν τον λόγο αναγκάστηκε να αποσυρθεί σε μονή της νήσου Σάμου, κοντά στο λεγόμενο σπήλαιο του Πυθαγόρα.
Ωστόσο, αργότερα, ο αυτοκράτορας του ανέθεσε μια επιστημονική αποστολή στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και το Άγιον Όρος, που σκοπό είχε τη συλλογή και καταγραφή πολύτιμων χειρογράφων των Γραφών και άλλων έργων. Αυτή η αποστολή πλούτισε τα μέγιστα τις ήδη πολλές γνώσεις του λογίου. Τελικά, ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης τον ανακάλεσε στη Νίκαια, όπου ανέλαβε τη διοίκηση της Σχολής της Μονής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού. Ο αυτοκράτορας του ανέθεσε διδασκαλικά καθήκοντα στη Σχολή της Μονής και μάλιστα έστειλε εκεί τον γιο και διάδοχό του Θεόδωρο, για να σπουδάσει μαζί του. Μεταξύ των ετών 1239 και 1255 αρνήθηκε τις θέσεις του μητροπολίτη Εφέσου, καθώς και αυτή του πατριάρχη, την οποία μάλιστα αρνήθηκε δύο φορές: Το 1240 πέθανε ο πατριάρχης Γερμανός, τον διαδέχτηκε ο Μεθόδιος, που κι αυτός απεβίωσε σε τρεις μήνες, και επειδή ο αυτοκράτορας δεν έβρισκε κατάλληλο πρόσωπο για πατριάρχη, άφησε τον θρόνο κενό για δύο χρόνια. Τελικά, ονομάστηκε πατριάρχης ο Μανουήλ Β΄ που πέθανε την ίδια χρονιά με τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα-Βατάτζη. Ο διάδοχός του ο Θεόδωρος χρειαζόταν αμέσως πατριάρχη για να τον στέψει και η Σύνοδος των επισκόπων εξέλεξε τον Βλεμμύδη, ο οποίος όμως, όπως ήδη αναφέραμε, αρνήθηκε. Τον επισκέφθηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, αλλά αρνήθηκε για δεύτερη φορά λέγοντας ότι δεν επρόκειτο να γίνει υπουργός θρησκείας του αυτοκράτορα. Τότε ο Θεόδωρος κάλεσε τον μοναχό Αρσένιο τον Αυτωρειανό και, για να τηρήσει το τυπικό εκλογής, μέσα σε μια εβδομάδα ο Αρσένιος πέρασε από όλα τα στάδια της ιεροσύνης για να χριστεί τελικά πατριάρχης (Ακροπολίτης Α΄, 107, Β΄, 4-14 και Παχυμέρης Α΄, 116).
Το 1248 ο Βλεμμύδης ίδρυσε μονή κοντά στα Ημάθια της Εφέσου, όπου εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του. Πρόλαβε την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, αλλά παρέμεινε στο μοναστήρι του, ασχολούμενος με τις πνευματικές και συγγραφικές δραστηριότητές του, όπου και απεβίωσε ειρηνικά το 1272.
Ο Βλεμμύδης προσπάθησε με το έργο του να επιτύχει σύνθεση της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας, εμπλουτισμένης από τα χριστιανικά δόγματα• θέσεις οι οποίες είναι ιδιαίτερα φανερές στα έργα του Εισαγωγική Επιτομή και Επιτομή Φυσικής.
Ο Βυζαντινός θεολόγος, μαθηματικός, γεωγράφος, αστρονόμος και γιατρός Νικηφόρος Βλεμμύδης υπήρξε η μεγαλύτερη πνευματική μορφή του 13ου αιώνα και ισχυρή δημόσια προσωπικότητα που συμμετείχε ενεργά στα δρώμενα της εποχής του, κυρίως ως απεσταλμένος της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε συναντήσεις με ρωμαιοκαθολικούς ιερείς. Παρά το μεγάλο ενδιαφέρον του προς τις θετικές επιστήμες, ξαφνιάζοντας το περιβάλλον του, το 1235 εκάρη μοναχός και αφοσιώθηκε στη θεολογία. Το ίδιο έτος χειροτονήθηκε διάκονος και αναγνώστης από τον πατριάρχη Γερμανό Β΄. Το 1236 έγινε ιερέας και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Μονή του Γρηγορίου του Θαυματουργού ή στη Μονή Παξαμαδίου κοντά στην Έφεσο. Ίσως δεν πρέπει να μας κάνει εντύπωση η στροφή του προς την Εκκλησία. Ανήκε σε αριστοκρατική οικογένεια και ο ίδιος πίστευε ότι η αριστοκρατία είχε αυτοδίκαια προνόμια στη διακυβέρνηση της χώρας. Μάλιστα υποστήριζε με φανατισμό την αυτοτέλεια της Εκκλησίας, την οποία τοποθετούσε πάνω από την πολιτική εξουσία. Θεωρούσε και ήθελε την Εκκλησία του Θεού καθοδηγήτρια της πολιτικής. Δεν ήταν, λοιπόν, τυχαία η επιλογή του. Εξάλλου με τις γνώσεις του, την άμεμπτη διαγωγή του και τον σθεναρό χαρακτήρα του είχε πετυχημένη σταδιοδρομία την ταραχώδη εκείνη περίοδο.
Αργότερα, μετά από ένα ταξίδι του στους Αγίους Τόπους (1237), ίδρυσε στην Έφεσο σχολή, όπου δίδαξε φιλοσοφία από το 1238 έως το 1248, ενώ ασχολήθηκε και με παιδαγωγικά ζητήματα. Μεταξύ των μαθητών του συμπεριλαμβάνονταν ο Γεώργιος Παχυμέρης (περίπου 1241-1290), ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282) και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί λόγιοι. Η διδασκαλία του δεν ήταν απόλυτα ορθόδοξη , αφού οι θεολογικές του απόψεις είχαν κάτι το ιδιόμορφο, όπως άλλωστε ιδιόμορφος ήταν και ο χαρακτήρας του. Έτσι, ο Βλεμμύδης καταγγέλθηκε από κάποιους μαθητές του -μεταξύ των οποίων ο Κρατερός και ο Ρωμανός- στον αυτοκράτορα Ιωάννη Δούκα-Βατάτζη, για παρέκκλιση από την ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση και διδασκαλία καινοτομιών. Γι' αυτόν τον λόγο αναγκάστηκε να αποσυρθεί σε μονή της νήσου Σάμου, κοντά στο λεγόμενο σπήλαιο του Πυθαγόρα.
Ωστόσο, αργότερα, ο αυτοκράτορας του ανέθεσε μια επιστημονική αποστολή στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και το Άγιον Όρος, που σκοπό είχε τη συλλογή και καταγραφή πολύτιμων χειρογράφων των Γραφών και άλλων έργων. Αυτή η αποστολή πλούτισε τα μέγιστα τις ήδη πολλές γνώσεις του λογίου. Τελικά, ο Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης τον ανακάλεσε στη Νίκαια, όπου ανέλαβε τη διοίκηση της Σχολής της Μονής του Αγίου Γρηγορίου του Θαυματουργού. Ο αυτοκράτορας του ανέθεσε διδασκαλικά καθήκοντα στη Σχολή της Μονής και μάλιστα έστειλε εκεί τον γιο και διάδοχό του Θεόδωρο, για να σπουδάσει μαζί του. Μεταξύ των ετών 1239 και 1255 αρνήθηκε τις θέσεις του μητροπολίτη Εφέσου, καθώς και αυτή του πατριάρχη, την οποία μάλιστα αρνήθηκε δύο φορές: Το 1240 πέθανε ο πατριάρχης Γερμανός, τον διαδέχτηκε ο Μεθόδιος, που κι αυτός απεβίωσε σε τρεις μήνες, και επειδή ο αυτοκράτορας δεν έβρισκε κατάλληλο πρόσωπο για πατριάρχη, άφησε τον θρόνο κενό για δύο χρόνια. Τελικά, ονομάστηκε πατριάρχης ο Μανουήλ Β΄ που πέθανε την ίδια χρονιά με τον Ιωάννη Γ΄ Δούκα-Βατάτζη. Ο διάδοχός του ο Θεόδωρος χρειαζόταν αμέσως πατριάρχη για να τον στέψει και η Σύνοδος των επισκόπων εξέλεξε τον Βλεμμύδη, ο οποίος όμως, όπως ήδη αναφέραμε, αρνήθηκε. Τον επισκέφθηκε ο ίδιος ο αυτοκράτορας, αλλά αρνήθηκε για δεύτερη φορά λέγοντας ότι δεν επρόκειτο να γίνει υπουργός θρησκείας του αυτοκράτορα. Τότε ο Θεόδωρος κάλεσε τον μοναχό Αρσένιο τον Αυτωρειανό και, για να τηρήσει το τυπικό εκλογής, μέσα σε μια εβδομάδα ο Αρσένιος πέρασε από όλα τα στάδια της ιεροσύνης για να χριστεί τελικά πατριάρχης (Ακροπολίτης Α΄, 107, Β΄, 4-14 και Παχυμέρης Α΄, 116).
Το 1248 ο Βλεμμύδης ίδρυσε μονή κοντά στα Ημάθια της Εφέσου, όπου εγκαταστάθηκε για το υπόλοιπο της ζωής του. Πρόλαβε την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, αλλά παρέμεινε στο μοναστήρι του, ασχολούμενος με τις πνευματικές και συγγραφικές δραστηριότητές του, όπου και απεβίωσε ειρηνικά το 1272.
Το έργο του
Το συγγραφικό έργο του Βλεμμύδη είναι ογκώδες και πολύπλευρο, καλύπτοντας τους τομείς της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της παιδαγωγικής και των φυσικών επιστημών. Η πολυμάθειά του και η διαλεκτική του ικανότητα τον ανέδειξαν σε σπάνια λόγια φυσιογνωμία που συνετέλεσε τα μέγιστα στην αναγέννηση των επιστημών και των γραμμάτων στην αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Κάποια από τα έργα του είναι τα εξής:
Εισαγωγική Επιτομή
Περί πίστεως
Περί αρετής και ασκήσεως
Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος
Υπόμνημα στον πάπα Γρηγόριο Θ΄
Λίβελλος προς τους παπικούς απεσταλμένους
Αλχημιστικόν, πρόκειται για μια συλλογή ιατροσοφιών ανάμεικτη με ευχές και ύμνους, και
Βασιλικός Ανδριάς, πολιτικό κείμενο, ένα κάτοπτρο ηγεμόνος, στο οποίο περιγράφεται ο ιδανικός χριστιανός ηγεμόνας, έργο στο οποίο μιμείται τον Ισοκράτη και τον Φώτιο και το απευθύνει στον μαθητή του Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη.
Έγραψε επίσης δύο αυτοβιογραφίες σε τρεις τόμους, που έχουν αυτοπανηγυρικό τόνο, και ποιήματα σε διάφορες προσωπικότητες της εποχής του.
Η Εισαγωγική Επιτομή (1232) χρησιμοποιήθηκε ευρέως και για αιώνες ως βασικό διδακτικό βιβλίο τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, και περιλαμβάνει τα εγχειρίδια Επιτομή Λογικής και Επιτομή Φυσικής (P.G. 142, 1241-1261). Η Επιτομή Λογικής παρουσιάζει συνοπτικά την αριστοτελική λογική με σχόλια του συγγραφέα, ενώ η Επιτομή Φυσικής, σε 31 βιβλία, αναφέρεται στην αριστοτελική φυσική φιλοσοφία, προσαρμοσμένη στις βασικές αρχές του Χριστιανισμού. Έργο πολύ σημαντικό, ένα από τα σπουδαιότερα συγγράμματα της μεσαιωνικής βιβλιογραφίας για τη φυσική, που αποτέλεσε βασικό διδακτικό βιβλίο για αιώνες, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση.
Το συγγραφικό έργο του Βλεμμύδη είναι ογκώδες και πολύπλευρο, καλύπτοντας τους τομείς της θεολογίας, της φιλοσοφίας, της παιδαγωγικής και των φυσικών επιστημών. Η πολυμάθειά του και η διαλεκτική του ικανότητα τον ανέδειξαν σε σπάνια λόγια φυσιογνωμία που συνετέλεσε τα μέγιστα στην αναγέννηση των επιστημών και των γραμμάτων στην αυτοκρατορία της Νίκαιας.
Κάποια από τα έργα του είναι τα εξής:
Εισαγωγική Επιτομή
Περί πίστεως
Περί αρετής και ασκήσεως
Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος
Υπόμνημα στον πάπα Γρηγόριο Θ΄
Λίβελλος προς τους παπικούς απεσταλμένους
Αλχημιστικόν, πρόκειται για μια συλλογή ιατροσοφιών ανάμεικτη με ευχές και ύμνους, και
Βασιλικός Ανδριάς, πολιτικό κείμενο, ένα κάτοπτρο ηγεμόνος, στο οποίο περιγράφεται ο ιδανικός χριστιανός ηγεμόνας, έργο στο οποίο μιμείται τον Ισοκράτη και τον Φώτιο και το απευθύνει στον μαθητή του Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη.
Έγραψε επίσης δύο αυτοβιογραφίες σε τρεις τόμους, που έχουν αυτοπανηγυρικό τόνο, και ποιήματα σε διάφορες προσωπικότητες της εποχής του.
Η Εισαγωγική Επιτομή (1232) χρησιμοποιήθηκε ευρέως και για αιώνες ως βασικό διδακτικό βιβλίο τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση, και περιλαμβάνει τα εγχειρίδια Επιτομή Λογικής και Επιτομή Φυσικής (P.G. 142, 1241-1261). Η Επιτομή Λογικής παρουσιάζει συνοπτικά την αριστοτελική λογική με σχόλια του συγγραφέα, ενώ η Επιτομή Φυσικής, σε 31 βιβλία, αναφέρεται στην αριστοτελική φυσική φιλοσοφία, προσαρμοσμένη στις βασικές αρχές του Χριστιανισμού. Έργο πολύ σημαντικό, ένα από τα σπουδαιότερα συγγράμματα της μεσαιωνικής βιβλιογραφίας για τη φυσική, που αποτέλεσε βασικό διδακτικό βιβλίο για αιώνες, τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Δύση.
Το όλο έργο του μας προσανατολίζει
στο να θεωρήσουμε ότι ο Νικηφόρος Βλεμμύδης αποτελούσε τον συνεχιστή του έργου
του Μιχαήλ Ψελλού και της Αναγέννησης, η οποία είχε αρχίσει με τον Μέγα
Φώτιο.
Φυσικές
επιστήμες
Ο Βλεμμύδης υπήρξε ο περίφημος δάσκαλος, ο οποίος -μέσα στο θεοκρατικό πνεύμα της εποχής- εισήγαγε εκείνες τις θετικές γνώσεις που στάθηκαν απαραίτητες προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα μέσα από το οποίο πρόβαλαν αργότερα οι πρώτες εθνικές ιδέες του Νεοελληνισμού.
Με βάση κυρίως τις απόψεις του Αριστοτέλη, εκτός της Επιτομής Φυσικής, έγραψε σχετικά με τις φυσικές επιστήμες τις Γεωγραφικές Πραγματείες, ήτοι το έργο Ιστορία περί της Γης εν συνόψει, στο οποίο ασχολείται με το μέγεθος και τη σφαιρικότητα της Γης, καθώς και το Περί ουρανού και Γης, Ηλίου, Σελήνης, χρόνου και ημερών. Βάση ήταν το αντίστοιχο έργο του Διονύσιου του Περιηγητή, καθώς και άλλα ανάλογα έργα. Ιδιαίτερα στη γεωγραφία σώζεται το Γεωγραφικών τμήματα δύο, το οποίο εκδόθηκε στη Λειψία το 1818 και περιλαμβάνεται στη Γεωγραφία συνοπτική, που και αυτή στηρίζεται κυρίως στο έργο του Διονύσιου του Περιηγητή. Έγραψε επίσης χημικές και ιατρικές πραγματείες, καθώς και Επιστολές, που περιέχουν πολύτιμο ιστορικό υλικό. Στην ιατρική πραγματεύεται θέματα όπως: Περί ιατρικής διδασκαλίας, Περί αίματος, Όροι ζωής κ.ά.
Σώζεται ακόμα ένα αστρονομικό ποίημά του προς τον βασιλιά Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, εξαιτίας του θανάτου της αυτοκράτειρας Ειρήνης (1241) και μιας έκλειψης του Ηλίου της επισυμβάσης την 3ην Ιουνίου 1239 (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 5). Ο Βλεμμύδης ασχολήθηκε με την αλχημεία και μάλιστα έγραψε Περί χρυσοποιΐας.
Στην αυτοβιογραφία του ο Βλεμμύδης, όπως αναφέρει ο Ηerbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 45), φανερώνει την αγάπη του για την αστρονομία αναφέροντας: Όλος έχομαι της αστρονομίας, και διαπιστώνει την ανωτερότητά της έναντι της -χαμαί ριπτουμένης- αστρολογίας. Είναι σημαντικό για τον ίδιο ότι η αστρονομία περιγράφεται με γραφικές παραστάσεις, χωρίς να έχει την ανάγκη της ρητορικής ή της γραμματικής. Σημειώνουμε ότι ο Βλεμμύδης υποστήριξε την εκ του μηδενός δημιουργία της ύλης από τον Θεό.
Ο Βλεμμύδης υπήρξε ο περίφημος δάσκαλος, ο οποίος -μέσα στο θεοκρατικό πνεύμα της εποχής- εισήγαγε εκείνες τις θετικές γνώσεις που στάθηκαν απαραίτητες προκειμένου να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα μέσα από το οποίο πρόβαλαν αργότερα οι πρώτες εθνικές ιδέες του Νεοελληνισμού.
Με βάση κυρίως τις απόψεις του Αριστοτέλη, εκτός της Επιτομής Φυσικής, έγραψε σχετικά με τις φυσικές επιστήμες τις Γεωγραφικές Πραγματείες, ήτοι το έργο Ιστορία περί της Γης εν συνόψει, στο οποίο ασχολείται με το μέγεθος και τη σφαιρικότητα της Γης, καθώς και το Περί ουρανού και Γης, Ηλίου, Σελήνης, χρόνου και ημερών. Βάση ήταν το αντίστοιχο έργο του Διονύσιου του Περιηγητή, καθώς και άλλα ανάλογα έργα. Ιδιαίτερα στη γεωγραφία σώζεται το Γεωγραφικών τμήματα δύο, το οποίο εκδόθηκε στη Λειψία το 1818 και περιλαμβάνεται στη Γεωγραφία συνοπτική, που και αυτή στηρίζεται κυρίως στο έργο του Διονύσιου του Περιηγητή. Έγραψε επίσης χημικές και ιατρικές πραγματείες, καθώς και Επιστολές, που περιέχουν πολύτιμο ιστορικό υλικό. Στην ιατρική πραγματεύεται θέματα όπως: Περί ιατρικής διδασκαλίας, Περί αίματος, Όροι ζωής κ.ά.
Σώζεται ακόμα ένα αστρονομικό ποίημά του προς τον βασιλιά Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, εξαιτίας του θανάτου της αυτοκράτειρας Ειρήνης (1241) και μιας έκλειψης του Ηλίου της επισυμβάσης την 3ην Ιουνίου 1239 (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 5). Ο Βλεμμύδης ασχολήθηκε με την αλχημεία και μάλιστα έγραψε Περί χρυσοποιΐας.
Στην αυτοβιογραφία του ο Βλεμμύδης, όπως αναφέρει ο Ηerbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 45), φανερώνει την αγάπη του για την αστρονομία αναφέροντας: Όλος έχομαι της αστρονομίας, και διαπιστώνει την ανωτερότητά της έναντι της -χαμαί ριπτουμένης- αστρολογίας. Είναι σημαντικό για τον ίδιο ότι η αστρονομία περιγράφεται με γραφικές παραστάσεις, χωρίς να έχει την ανάγκη της ρητορικής ή της γραμματικής. Σημειώνουμε ότι ο Βλεμμύδης υποστήριξε την εκ του μηδενός δημιουργία της ύλης από τον Θεό.
Επιτομή
Φυσικής
Στην Επιτομή Φυσικής ή Περί φυσικής ακροάσεως (P.G. 142, 1023-1302) ο Βλεμμύδης ασχολείται, σε 31 κεφάλαια, με θέματα φυσικής, μαθηματικών, αστρονομίας και μετεωρολογίας, γράφοντας τα σχετικά θέματα με ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο. Μεταξύ των άλλων αναφέρεται στις μεταβολές απείρως μικρών και μεγάλων ποσών -δηλαδή με στοιχεία απειροστικού λογισμού-, στην αποχή του Κρόνου, του Δία, του Άρη και της Σελήνης, καθώς και στη φαινόμενη αύξηση του δίσκου του Ήλιου στον ορίζοντα κατά την ανατολή και τη δύση του. Ενδεικτικοί τίτλοι κεφαλαίων με αστρονομικό περιεχόμενο είναι οι εξής: Περί των φαινομένων φλογών καιομένων περί του Ουρανού, και των καλουμένων Αιγών, και Δαλών, και διαθεόντων Αστέρων, Περί Κομητών, και του Γαλαξίου Κύκλου, Περί των εν Ουρανώ φαινομένων Φασμάτων, Περί Αιθέρος, και Αστέρων, Περί Ηλίου και Περί Σελήνης. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στην Επιτομή Φυσικής δίνει πληροφορίες και για τον ζωδιακό κύκλο: Ο ζωδιακός κύκλος διηρείτο εις 12 τμήματα, ζώδια καλούμενα, έκαστον ζώδιον εις τριάκοντα μοίρας, μία μοίρα εις 60΄ και 1΄ εις 60΄΄ καλούμενα και λεπτεπίλεπτα (P.G. 142, 1241). Επίσης, δίνει πληροφορίες και για τις φάσεις της Σελήνης: ανατολή ελέγετο η σελήνη όταν το πρώτον ενεφανίζετο, μηνοειδής, όταν αφίστατο του ηλίου 60 μοίρας, διχοτόμος, όταν 90, αμφίκυρτος, όταν αποχωρήση του ηλίου 120 μοίρας και πλησιοσέληνος ή πλησιφαής, όταν 150 (Επιτομή Φυσικής, P.G. 142, 1261).
Όντας, βαθύς μελετητής των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ιδιαίτερα του Πλάτωνος, υιοθετεί το αρχαιοελληνικό πρότυπο για έναν πεπερασμένο Κόσμο, ο οποίος είναι προϊόν της άπειρης σοφίας του Δημιουργού. Στην άποψή του αυτή διακρίνουμε τη «χριστιανική», όπως μπορούμε να πούμε, ανάγνωση του Τίμαιου και του κοσμολογικού του προτύπου. Αυτό είναι ιδιαιτέρως περίεργο για έναν ιερωμένο χριστιανό φιλόσοφο, αλλά και η όλη πορεία του Βλεμμύδη είναι περίεργη. Ήταν ένας ιδιόμορφος μελετητής, βαθύς γνώστης της φυσικής και της επιστήμης της εποχής του, και αυτό ακριβώς αναφέρει ο Η. Hunger, ο οποίος σημειώνει: Οι γνώσεις του Βλεμμύδη για τις επιστήμες υπερείχαν σημαντικά από αυτές του μέσου όρου των συγχρόνων του (Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. 2, 1991, σελ. 84). Στη Φυσική Ακρόαση υιοθετεί κι αυτός την «αντιπερίσταση», γεγονός που μας δείχνει ότι όχι μόνο είχε διαβάσει Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Αρχιμήδη και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, αλλά και μεταγενέστερους φυσικούς φιλοσόφους, όπως ο Δαμάσκιος, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος και ο Σιμπλίκιος, για να αναφέρουμε τους σπουδαιότερους από αυτούς, που χρησιμοποιούσαν την έννοια της αντιπερίστασης. Την αντιπερίσταση ο Βλεμμύδης τη χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει μια σειρά φυσικών φαινομένων, όπως, για παράδειγμα, τη θερμότητα των υπόγειων πηγών της γης. Επίσης μέσω αυτής, την οποία εφαρμόζει σε προβλήματα επαφής ψυχρού - θερμού, εξηγεί φυσικά φαινόμενα, όπως η υγροποίηση των νεφών και η συνεπακόλουθη βροχόπτωση -ή χαλαζόπτωση- τον χειμώνα και η απουσία βροχής το καλοκαίρι, αφού την εποχή αυτή δεν υπάρχει υγρασία, όπως γράφει.
Μια άλλη πληροφορία που μας ενδιαφέρει σαν αστρονόμους, δίνεται στο κεφάλαιο του βιβλίου του το σχετικό με τις εκλείψεις. Εκεί περιγράφει μια ορατή σ' αυτόν έκλειψη της Σελήνης, η οποία συνέβη στις 18 Μαΐου του 1258: Τοιαύτης και ημείς σεληνιακής εκλείψεως άπαξ αυτόπται γεγόναμεν, κατά μήναν Μαΐον γεγονυίας περί ώραν εβδόμην νυκτός... οκτωκαίδεκα ημέραι του Μαΐου παρήλθοσαν Ινδικτιών διέτρεχε πρώτη. Το έτος έκτον προς το εξηκοστώ και επτακοσιοστώ και εξακισχιλιοστώ (P.G. 142, 1265C).
Τέλος, στο βιβλίο του Επιτομή Φυσικής απορρίπτει την αριστοτελική θεωρία περί της αϊδιότητας του κόσμου και υποστηρίζει την εκ του μηδενός δημιουργία της ύλης και του κόσμου. Ας δούμε πως ακριβώς περιγράφει την κοσμολογική αυτή θέση του: Λέγουσι πάλιν• είπερ ο κόσμος γενητός και φθαρτός, δει προηγείσθαι την σύστασιν εξ ης γέγονε και εις ην αύθις φθαρήσεται. Αλλ' είς ο κόσμος• αγένητος άρα και άφθαρτος. Ει μεν ουν λέγομεν τον κόσμον γενητόν και φθαρτόν ως τα τέσσερα σώματα και τα εξ αυτών, ευ αν έλεγον οι ταύτα λέγοντες• επεί δε εκ του μηδεμή μηδαμώς όντος, αλλ' ουκ εκ προϋποκειμένης της ύλης τούτον γίνεσθαι φαμέν παρά του Θεού, ποίαν έχει ο λόγος αυτών την ισχύν; Ει τοίνυν εκ του μη όλως είναι γεγένητο, πέφυκε πάλιν εις το μη όλως είναι φθαρήσεσθαι, καν η του δημιουργού αγαθότης υπερνικώσα πάσαν φύσιν, ώσπερ εκ του μηδόλως όντος τον κόσμον παρήγαγεν, ούτω προς το κρείττον μετασκευάσει την δημιουργίαν αυτού (P.G. 142, 1225).
Στην αστρονομία έχει ως κύρια πηγή τον Κλεομήδη, αλλά ούτως ή άλλως για τον Βλεμμύδη η αστρονομία εντάσσεται στη διδασκαλία της φυσικής προκειμένου να αποτελέσει τη γέφυρα προς τη μεταφυσική, στην οποία κατατάσσει τη θεολογία.
Βοηθήματά του ήταν τα σχόλια των ονομαστών προγενεστέρων του φιλοσόφων, όπως του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα, του Σιμπλίκιου, του Ιωάννη του Φιλόπονου κ.ά.
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στο έργο του αναφέρεται στον όρο της αριστοτελικής αντιπερίστασης, στην οποία είχε αναφερθεί, όπως ήδη έχουμε δει, και ο Σιμπλίκιος στα σχόλιά του στον Αριστοτέλη. Ο Βλεμμύδης γράφει σχετικά: Έστι μετάστασις και μεταχώρησις εκ των κύκλω γινομένη περί το μέσον οίον όταν περιωθούμενόν τι υπό τινός, αυτό πάλιν το προσεχές ομοίως αντιπεριωθή, κακείνο δη το εχόμενον και ούτως γίνηται των τόπων ανταλλαγή καντεύθεν των μεν πέριξ τόπων απόλειψις, προς δε τον μέσον συνώθησις και συνέλευσις (P.G. 142, 1148D-1149A).
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναφέρονται για τον Νικηφόρο Βλεμμύδη τα παρακάτω, τα οποία χαρακτηρίζουν τον σπουδαίο λόγιο και προκαλούν μεγάλη εντύπωση: Νεώτεροι μελετητές πρόσεξαν ιδιαίτερα τα παιδαγωγικά κριτήρια του Βλεμμύδη στην παρουσίαση και των θεμάτων της φυσικής, καθώς και τον αυστηρό έλεγχο ορισμένων θέσεων της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως η αϊδιότητα του κόσμου και η διδασκαλία του Αριστοτέλη για τον αιθέρα. Ο Βλεμμύδης χρησιμοποιεί εδώ επιχειρηματολογία, που θα εμφανιστεί έναν αιώνα αργότερα στη Δύση (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 354).
Το όλο έργο του αποθησαυρίστηκε στην Ελληνική Πατρολογία στον τόμο 142, και ο Λουί Μπρεχιέ (Louis Bréhier), στο La civilization Byzantine του, τον αποκαλεί τον διασημότερο σοφό της εποχής (1959, 479).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τον ανακήρυξε άγιο, επειδή, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, στη δογματική πραγματεία του Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος υποστήριζε την άποψη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορευόταν από τον πατέρα, αλλά «κατ' αποστολήν» και από τον Υιό (Αυτοβιογραφία Α΄, 42 και Β΄, 21). Οι Λατίνοι και οι λατινίζοντες διακήρυξαν ότι συμφωνούσε με το filioque, την άποψη αυτή όμως την αντέκρουσε στο έργο του Λίβελλος προς τους παπικούς απεσταλμένους.
Στην Επιτομή Φυσικής ή Περί φυσικής ακροάσεως (P.G. 142, 1023-1302) ο Βλεμμύδης ασχολείται, σε 31 κεφάλαια, με θέματα φυσικής, μαθηματικών, αστρονομίας και μετεωρολογίας, γράφοντας τα σχετικά θέματα με ιδιαίτερα αναλυτικό τρόπο. Μεταξύ των άλλων αναφέρεται στις μεταβολές απείρως μικρών και μεγάλων ποσών -δηλαδή με στοιχεία απειροστικού λογισμού-, στην αποχή του Κρόνου, του Δία, του Άρη και της Σελήνης, καθώς και στη φαινόμενη αύξηση του δίσκου του Ήλιου στον ορίζοντα κατά την ανατολή και τη δύση του. Ενδεικτικοί τίτλοι κεφαλαίων με αστρονομικό περιεχόμενο είναι οι εξής: Περί των φαινομένων φλογών καιομένων περί του Ουρανού, και των καλουμένων Αιγών, και Δαλών, και διαθεόντων Αστέρων, Περί Κομητών, και του Γαλαξίου Κύκλου, Περί των εν Ουρανώ φαινομένων Φασμάτων, Περί Αιθέρος, και Αστέρων, Περί Ηλίου και Περί Σελήνης. Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στην Επιτομή Φυσικής δίνει πληροφορίες και για τον ζωδιακό κύκλο: Ο ζωδιακός κύκλος διηρείτο εις 12 τμήματα, ζώδια καλούμενα, έκαστον ζώδιον εις τριάκοντα μοίρας, μία μοίρα εις 60΄ και 1΄ εις 60΄΄ καλούμενα και λεπτεπίλεπτα (P.G. 142, 1241). Επίσης, δίνει πληροφορίες και για τις φάσεις της Σελήνης: ανατολή ελέγετο η σελήνη όταν το πρώτον ενεφανίζετο, μηνοειδής, όταν αφίστατο του ηλίου 60 μοίρας, διχοτόμος, όταν 90, αμφίκυρτος, όταν αποχωρήση του ηλίου 120 μοίρας και πλησιοσέληνος ή πλησιφαής, όταν 150 (Επιτομή Φυσικής, P.G. 142, 1261).
Όντας, βαθύς μελετητής των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ιδιαίτερα του Πλάτωνος, υιοθετεί το αρχαιοελληνικό πρότυπο για έναν πεπερασμένο Κόσμο, ο οποίος είναι προϊόν της άπειρης σοφίας του Δημιουργού. Στην άποψή του αυτή διακρίνουμε τη «χριστιανική», όπως μπορούμε να πούμε, ανάγνωση του Τίμαιου και του κοσμολογικού του προτύπου. Αυτό είναι ιδιαιτέρως περίεργο για έναν ιερωμένο χριστιανό φιλόσοφο, αλλά και η όλη πορεία του Βλεμμύδη είναι περίεργη. Ήταν ένας ιδιόμορφος μελετητής, βαθύς γνώστης της φυσικής και της επιστήμης της εποχής του, και αυτό ακριβώς αναφέρει ο Η. Hunger, ο οποίος σημειώνει: Οι γνώσεις του Βλεμμύδη για τις επιστήμες υπερείχαν σημαντικά από αυτές του μέσου όρου των συγχρόνων του (Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. 2, 1991, σελ. 84). Στη Φυσική Ακρόαση υιοθετεί κι αυτός την «αντιπερίσταση», γεγονός που μας δείχνει ότι όχι μόνο είχε διαβάσει Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Αρχιμήδη και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, αλλά και μεταγενέστερους φυσικούς φιλοσόφους, όπως ο Δαμάσκιος, ο Ιωάννης ο Φιλόπονος και ο Σιμπλίκιος, για να αναφέρουμε τους σπουδαιότερους από αυτούς, που χρησιμοποιούσαν την έννοια της αντιπερίστασης. Την αντιπερίσταση ο Βλεμμύδης τη χρησιμοποιεί για να δικαιολογήσει μια σειρά φυσικών φαινομένων, όπως, για παράδειγμα, τη θερμότητα των υπόγειων πηγών της γης. Επίσης μέσω αυτής, την οποία εφαρμόζει σε προβλήματα επαφής ψυχρού - θερμού, εξηγεί φυσικά φαινόμενα, όπως η υγροποίηση των νεφών και η συνεπακόλουθη βροχόπτωση -ή χαλαζόπτωση- τον χειμώνα και η απουσία βροχής το καλοκαίρι, αφού την εποχή αυτή δεν υπάρχει υγρασία, όπως γράφει.
Μια άλλη πληροφορία που μας ενδιαφέρει σαν αστρονόμους, δίνεται στο κεφάλαιο του βιβλίου του το σχετικό με τις εκλείψεις. Εκεί περιγράφει μια ορατή σ' αυτόν έκλειψη της Σελήνης, η οποία συνέβη στις 18 Μαΐου του 1258: Τοιαύτης και ημείς σεληνιακής εκλείψεως άπαξ αυτόπται γεγόναμεν, κατά μήναν Μαΐον γεγονυίας περί ώραν εβδόμην νυκτός... οκτωκαίδεκα ημέραι του Μαΐου παρήλθοσαν Ινδικτιών διέτρεχε πρώτη. Το έτος έκτον προς το εξηκοστώ και επτακοσιοστώ και εξακισχιλιοστώ (P.G. 142, 1265C).
Τέλος, στο βιβλίο του Επιτομή Φυσικής απορρίπτει την αριστοτελική θεωρία περί της αϊδιότητας του κόσμου και υποστηρίζει την εκ του μηδενός δημιουργία της ύλης και του κόσμου. Ας δούμε πως ακριβώς περιγράφει την κοσμολογική αυτή θέση του: Λέγουσι πάλιν• είπερ ο κόσμος γενητός και φθαρτός, δει προηγείσθαι την σύστασιν εξ ης γέγονε και εις ην αύθις φθαρήσεται. Αλλ' είς ο κόσμος• αγένητος άρα και άφθαρτος. Ει μεν ουν λέγομεν τον κόσμον γενητόν και φθαρτόν ως τα τέσσερα σώματα και τα εξ αυτών, ευ αν έλεγον οι ταύτα λέγοντες• επεί δε εκ του μηδεμή μηδαμώς όντος, αλλ' ουκ εκ προϋποκειμένης της ύλης τούτον γίνεσθαι φαμέν παρά του Θεού, ποίαν έχει ο λόγος αυτών την ισχύν; Ει τοίνυν εκ του μη όλως είναι γεγένητο, πέφυκε πάλιν εις το μη όλως είναι φθαρήσεσθαι, καν η του δημιουργού αγαθότης υπερνικώσα πάσαν φύσιν, ώσπερ εκ του μηδόλως όντος τον κόσμον παρήγαγεν, ούτω προς το κρείττον μετασκευάσει την δημιουργίαν αυτού (P.G. 142, 1225).
Στην αστρονομία έχει ως κύρια πηγή τον Κλεομήδη, αλλά ούτως ή άλλως για τον Βλεμμύδη η αστρονομία εντάσσεται στη διδασκαλία της φυσικής προκειμένου να αποτελέσει τη γέφυρα προς τη μεταφυσική, στην οποία κατατάσσει τη θεολογία.
Βοηθήματά του ήταν τα σχόλια των ονομαστών προγενεστέρων του φιλοσόφων, όπως του Αλέξανδρου του Αφροδισιέα, του Σιμπλίκιου, του Ιωάννη του Φιλόπονου κ.ά.
Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης στο έργο του αναφέρεται στον όρο της αριστοτελικής αντιπερίστασης, στην οποία είχε αναφερθεί, όπως ήδη έχουμε δει, και ο Σιμπλίκιος στα σχόλιά του στον Αριστοτέλη. Ο Βλεμμύδης γράφει σχετικά: Έστι μετάστασις και μεταχώρησις εκ των κύκλω γινομένη περί το μέσον οίον όταν περιωθούμενόν τι υπό τινός, αυτό πάλιν το προσεχές ομοίως αντιπεριωθή, κακείνο δη το εχόμενον και ούτως γίνηται των τόπων ανταλλαγή καντεύθεν των μεν πέριξ τόπων απόλειψις, προς δε τον μέσον συνώθησις και συνέλευσις (P.G. 142, 1148D-1149A).
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναφέρονται για τον Νικηφόρο Βλεμμύδη τα παρακάτω, τα οποία χαρακτηρίζουν τον σπουδαίο λόγιο και προκαλούν μεγάλη εντύπωση: Νεώτεροι μελετητές πρόσεξαν ιδιαίτερα τα παιδαγωγικά κριτήρια του Βλεμμύδη στην παρουσίαση και των θεμάτων της φυσικής, καθώς και τον αυστηρό έλεγχο ορισμένων θέσεων της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως η αϊδιότητα του κόσμου και η διδασκαλία του Αριστοτέλη για τον αιθέρα. Ο Βλεμμύδης χρησιμοποιεί εδώ επιχειρηματολογία, που θα εμφανιστεί έναν αιώνα αργότερα στη Δύση (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 354).
Το όλο έργο του αποθησαυρίστηκε στην Ελληνική Πατρολογία στον τόμο 142, και ο Λουί Μπρεχιέ (Louis Bréhier), στο La civilization Byzantine του, τον αποκαλεί τον διασημότερο σοφό της εποχής (1959, 479).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν τον ανακήρυξε άγιο, επειδή, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, στη δογματική πραγματεία του Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος υποστήριζε την άποψη ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορευόταν από τον πατέρα, αλλά «κατ' αποστολήν» και από τον Υιό (Αυτοβιογραφία Α΄, 42 και Β΄, 21). Οι Λατίνοι και οι λατινίζοντες διακήρυξαν ότι συμφωνούσε με το filioque, την άποψη αυτή όμως την αντέκρουσε στο έργο του Λίβελλος προς τους παπικούς απεσταλμένους.
Ένας άλλος λόγιος που έδρασε κατά
τη Λατινοκρατία αλλά δεν ευτύχησε να δει την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης
υπήρξε ο μητροπολίτης Εφέσου Νικόλαος Μεσαρίτης.
Νικόλαος Μεσαρίτης
(1163-1220)
Η ύπαρξη του λογίου, κληρικού και εκκλησιαστικού συγγραφέα Νικόλαου Μεσαρίτη ανακαλύφθηκε χάρη στις εργασίες του Ωγκύστ Χάιζενμπεργκ (August Heisenberg, 1869-1930) στις αρχές του 20ού αιώνα.
Μάλιστα αναφέρονται δύο αδελφοί, ο Ιωάννης και ο Νικόλαος, ενώ από τον επικήδειο λόγο του Νικόλαου στον αδελφό του Ιωάννη, γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Ιωάννης Μεσαρίτης κατείχε κάποια επίσημη θέση στους δύο τελευταίους Κομνηνούς αυτοκράτορες και αργότερα στους Αγγέλους (1185-1204), ενώ είχε χρηματίσει καθηγητής της ερμηνείας του Ψαλτηρίου.
Ο νεότερος από τους αδελφούς, ο Νικόλαος, πρόσφερε κι αυτός σημαντικές υπηρεσίες κατά την περίοδο της δυναστείας των Αγγέλων, ενώ στη συνέχεια, μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, κατέφυγε στη Νίκαια, όπου απέκτησε την εύνοια του αυτοκράτορα Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.
Αρχικά διετέλεσε διάκονος στην Παναγία των Βλαχερνών και ιερωμένος στον ναό της Αγίας Σοφίας. Στη συνέχεια μόνασε στη Μονή Άνω Λάκκους στη Νίκαια και τελικά εκλέχτηκε με μεγάλες τιμές έξαρχος Ασίας και μητροπολίτης Εφέσου, θέση απ' όπου επηρέασε σημαντικά τον δημόσιο βίο της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Ο Νικόλαος Μεσαρίτης έλαβε μέρος στις θεολογικές συζητήσεις για την προσέγγιση των Ορθοδόξων και των Λατίνων και η έκθεση των διαπραγματεύσεων με τους παπικούς αντιπροσώπους -που παρουσιάζει στο έργο του- το 1206 και το 1214/15 για την ένωση των Εκκλησιών Ρώμης και αυτοκρατορίας της Νίκαιας είναι πολύτιμη για τις πληροφορίες που παρέχει. Το συγγραφικό του έργο είναι πολύπλευρο, αφού αποτελείται από Πραγματείες, Λόγους, Ανάλεκτα και Επιστολές• - στο σύνολό του εκδόθηκε το 1973 από τον A. Heisenberg. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του για ειδικούς επιστήμονες, γιατί σ' αυτό περιγράφει αναλυτικά τον κυρίως ναό και τα μωσαϊκά του ναού των Αγίων Αποστόλων, που καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Από το έργο του μας ενδιαφέρουν -ως θετικούς επιστήμονες- οι Επιστολές του, στις οποίες κατά τον μαθηματικό και συγγραφέα Ευάγγελο Σπανδάγο ο Μεσαρίτης δίνει κάποιες «δημιουργικές» ιδιότητες στους αριθμούς: Έτσι ο αριθμός 6 είναι συγγενής με την κτήση του κόσμου, διότι είναι πολύγωνος. Ο αριθμός 7 είναι στείρος, διότι ούτε δημιουργείται από άλλους αριθμούς (εκτός της μονάδος), ούτε δημιουργεί άλλους αριθμούς (μέσα στη δεκάδα), γι' αυτό τον ονομάζει παρθένο. Η μονάδα κατά τον Μεσαρίτη ονομάζεται Άρρην αριθμός «ότι δη γονιμωτάτη και των μετ' αυτήν αιτία». Θήλυς ονομάζεται ο άρτιος αριθμός που μπορεί να γεννήσει άλλο αριθμό μέσα στη δεκάδα (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 87-88).
Οι θέσεις βέβαια αυτές δεν αποτελούν παρά μεταφορά ορφικών και πυθαγόρειων απόψεων περί της εσωτερικής ερμηνείας των αριθμών.
Στον κύκλο των λογίων οι οποίοι άκμασαν κατά τη Λατινοκρατία περιλαμβάνεται και ο λόγιος αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης (1222-1258).
Η ύπαρξη του λογίου, κληρικού και εκκλησιαστικού συγγραφέα Νικόλαου Μεσαρίτη ανακαλύφθηκε χάρη στις εργασίες του Ωγκύστ Χάιζενμπεργκ (August Heisenberg, 1869-1930) στις αρχές του 20ού αιώνα.
Μάλιστα αναφέρονται δύο αδελφοί, ο Ιωάννης και ο Νικόλαος, ενώ από τον επικήδειο λόγο του Νικόλαου στον αδελφό του Ιωάννη, γνωρίζουμε σήμερα ότι ο Ιωάννης Μεσαρίτης κατείχε κάποια επίσημη θέση στους δύο τελευταίους Κομνηνούς αυτοκράτορες και αργότερα στους Αγγέλους (1185-1204), ενώ είχε χρηματίσει καθηγητής της ερμηνείας του Ψαλτηρίου.
Ο νεότερος από τους αδελφούς, ο Νικόλαος, πρόσφερε κι αυτός σημαντικές υπηρεσίες κατά την περίοδο της δυναστείας των Αγγέλων, ενώ στη συνέχεια, μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους, κατέφυγε στη Νίκαια, όπου απέκτησε την εύνοια του αυτοκράτορα Θεοδώρου Α΄ Λάσκαρη.
Αρχικά διετέλεσε διάκονος στην Παναγία των Βλαχερνών και ιερωμένος στον ναό της Αγίας Σοφίας. Στη συνέχεια μόνασε στη Μονή Άνω Λάκκους στη Νίκαια και τελικά εκλέχτηκε με μεγάλες τιμές έξαρχος Ασίας και μητροπολίτης Εφέσου, θέση απ' όπου επηρέασε σημαντικά τον δημόσιο βίο της αυτοκρατορίας της Νίκαιας.
Ο Νικόλαος Μεσαρίτης έλαβε μέρος στις θεολογικές συζητήσεις για την προσέγγιση των Ορθοδόξων και των Λατίνων και η έκθεση των διαπραγματεύσεων με τους παπικούς αντιπροσώπους -που παρουσιάζει στο έργο του- το 1206 και το 1214/15 για την ένωση των Εκκλησιών Ρώμης και αυτοκρατορίας της Νίκαιας είναι πολύτιμη για τις πληροφορίες που παρέχει. Το συγγραφικό του έργο είναι πολύπλευρο, αφού αποτελείται από Πραγματείες, Λόγους, Ανάλεκτα και Επιστολές• - στο σύνολό του εκδόθηκε το 1973 από τον A. Heisenberg. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το έργο του για ειδικούς επιστήμονες, γιατί σ' αυτό περιγράφει αναλυτικά τον κυρίως ναό και τα μωσαϊκά του ναού των Αγίων Αποστόλων, που καταστράφηκε από τους Τούρκους κατά την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Από το έργο του μας ενδιαφέρουν -ως θετικούς επιστήμονες- οι Επιστολές του, στις οποίες κατά τον μαθηματικό και συγγραφέα Ευάγγελο Σπανδάγο ο Μεσαρίτης δίνει κάποιες «δημιουργικές» ιδιότητες στους αριθμούς: Έτσι ο αριθμός 6 είναι συγγενής με την κτήση του κόσμου, διότι είναι πολύγωνος. Ο αριθμός 7 είναι στείρος, διότι ούτε δημιουργείται από άλλους αριθμούς (εκτός της μονάδος), ούτε δημιουργεί άλλους αριθμούς (μέσα στη δεκάδα), γι' αυτό τον ονομάζει παρθένο. Η μονάδα κατά τον Μεσαρίτη ονομάζεται Άρρην αριθμός «ότι δη γονιμωτάτη και των μετ' αυτήν αιτία». Θήλυς ονομάζεται ο άρτιος αριθμός που μπορεί να γεννήσει άλλο αριθμό μέσα στη δεκάδα (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 87-88).
Οι θέσεις βέβαια αυτές δεν αποτελούν παρά μεταφορά ορφικών και πυθαγόρειων απόψεων περί της εσωτερικής ερμηνείας των αριθμών.
Στον κύκλο των λογίων οι οποίοι άκμασαν κατά τη Λατινοκρατία περιλαμβάνεται και ο λόγιος αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης (1222-1258).
Θεόδωρος Β΄ Δούκας Λάσκαρης
(βασίλεψε 1254-1258)
Ο λόγιος αυτοκράτορας της Νίκαιας γεννήθηκε το 1222 στο Νυμφαίο (κοντά στη Σμύρνη) ή τη Νίκαια, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια και έλαβε αξιόλογη μόρφωση ως μαθητής αρχικά του Νικηφόρου Βλεμμύδη και στη συνέχεια του Γεωργίου Ακροπολίτη (1217-1282). Ως σπουδαστής έδειξε ιδιαίτερη έφεση στις θετικές επιστήμες, ενώ ως αυτοκράτορας έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στη διπλωματία. Υπήρξε καλός διπλωμάτης και ικανός στη διοίκηση, ενώ το 1256 πέτυχε και μια σημαντική νίκη στο Ρούπελ εναντίον των Βουλγάρων, όταν αυτοί παρενοχλούσαν την αυτοκρατορία της Νίκαιας, παρά το ότι ο Θεόδωρος είχε παντρευτεί την Ελένη, την κόρη του Βούλγαρου βασιλιά Ιβάν Ασάν (1218-1241).
Ο αυτοκράτορας ήταν προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών και ενδιαφερόταν πολύ για την επιστήμη, την τέχνη, τη μουσική, την ποίηση και τη συγγραφή. Ήταν σπάνια περίπτωση Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος κατάφερε να συνδυάσει την έντονη επιτυχημένη πολεμική δράση με τα ισχυρότατα πνευματικά ενδιαφέροντα και την αξιόλογη συγγραφική δράση, αφού συνέταξε επιστημονικές πραγματείες. Από αυτές μας ενδιαφέρουν τα συγγράμματα Κοσμική δήλωσις, σε τέσσερα βιβλία, και Περί της φυσικής κοινωνίας λόγοι εξ (P.G. 140, 1267-1395), που αναφέρονται στις θετικές επιστήμες και ιδιαιτέρως στα μαθηματικά. Στο εν λόγω έργο του προσπαθεί να συνδέσει μεταξύ τους την ανάμειξη των στοιχείων, τις τροχιές των ουρανίων σωμάτων, την ανάπτυξη του βιολογικού κύκλου της ζωής και τη σύγκριση μακρόκοσμου και μικρόκοσμου. Επίσης στο κεφάλαιο ς΄ (λόγος ς΄) Περί της φυσικής κοινωνίας χρησιμοποιεί πολλά γεωμετρικά σχήματα, προκειμένου να καταστήσει σαφείς και κατανοητές τις απόψεις του (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 45). Και τα δύο αυτά έργα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη περιλαμβάνονται στον 140ό τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτριος Κωτσάκης γράφει χαρακτηριστικά για τον λόγιο αυτοκράτορα: Ο Θεόδωρος, βαθύς μελετητής των φαινομένων της φύσεως, αλλ' εγκρατής και της μαθηματικής επιστήμης, ιδία της Γεωμετρίας, δύναται με πολλήν ευχέρειαν να συνδυάζη και να διατυπώνη εις εν αρμονικόν σύνολον τους φιλοσοφικούς και μαθηματικούς του στοχασμούς. Και συνεχίζει γράφοντας ότι ο Θεόδωρος βλέπει την ενότητα εν τη φύσει και θέλει να την ερμηνεύσει: Δύο γουν οι ενωτικοί τρόποι• ο κατά φύσιν και ο κατά κράσιν. Κοινός ουν πάντων ο είς• κοινωνούσι γαρ πάντα, όταν εις ποιότητα αναχθώσιν, ή εις την ουσίαν, ή εις είδος, ή εις την ύλην, ή εις την φύσιν, κυρίως τε και καθολικώς (P.G. 140, 1270). «Διά να φανή όμως η μεγάλη και βαθεία επιστημονική του ικανότης, θα ήξιζεν εάν ηδύνατο κεχωρισμένως και αυτοτελώς να αναλυθούν και να σχολιασθούν οι «περί φυσικής κοινωνίας εξ λόγοι» του σοφού αυτού ανδρός (Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 9).
Ιδιαιτέρως για το έργο του Περί της φυσικής κοινωνίας λόγοι εξ, διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία στο έργο αυτό έχει μια μαθηματική συμβολική, που αναπτύσσει ο Θεόδωρος με στόχο να εφαρμόσει στον νου και να ερμηνεύσει αλληγορικά τις αντίστοιχες ιδιότητες του κόσμου. Έτσι, η σφαιρική μορφή του αισθητού κόσμου αντιστοιχεί στην πνευματική αρχή της «προόδου» και της «επιστροφής» του νου στον εαυτό του. Ανάλογες είναι οι αντιστοιχίες της μεταβάσεως του «τετραγώνου» στον «κύκλο» και στο «τρίγωνο», και του «τριγώνου» πάλι στον «κύκλο», όπου διαβλέπει κανείς και μία προσπάθεια συμβολισμού του δόγματος της Αγίας Τριάδος. Έχει τέλος επισημανθεί και μια ομοιότητα της μεταβάσεως από μια γεωμετρική μορφή σε άλλη, που συναντάται στον Θεόδωρο Λάσκαρι, με τη συμβολική του Νικολάου Cusanus (1401-1464) στη διδασκαλία του για το άπειρο και για τη «σύμπτωση των αντιθέσεων» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 354).
Δυστυχώς, ο λόγιος αυτοκράτορας απεβίωσε από ανίατη ασθένεια το 1258 σε ηλικία μόλις 36 ετών, έχοντας βασιλέψει μόνο τέσσερα έτη.
Στο μεταίχμιο μεταξύ της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στην Κωνσταντινούπολη άκμασε ο λόγιος, ιερωμένος και αστρονόμος Μανουήλ-Μάξιμος Ολόβωλος.
Ο λόγιος αυτοκράτορας της Νίκαιας γεννήθηκε το 1222 στο Νυμφαίο (κοντά στη Σμύρνη) ή τη Νίκαια, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια και έλαβε αξιόλογη μόρφωση ως μαθητής αρχικά του Νικηφόρου Βλεμμύδη και στη συνέχεια του Γεωργίου Ακροπολίτη (1217-1282). Ως σπουδαστής έδειξε ιδιαίτερη έφεση στις θετικές επιστήμες, ενώ ως αυτοκράτορας έδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στη διπλωματία. Υπήρξε καλός διπλωμάτης και ικανός στη διοίκηση, ενώ το 1256 πέτυχε και μια σημαντική νίκη στο Ρούπελ εναντίον των Βουλγάρων, όταν αυτοί παρενοχλούσαν την αυτοκρατορία της Νίκαιας, παρά το ότι ο Θεόδωρος είχε παντρευτεί την Ελένη, την κόρη του Βούλγαρου βασιλιά Ιβάν Ασάν (1218-1241).
Ο αυτοκράτορας ήταν προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών και ενδιαφερόταν πολύ για την επιστήμη, την τέχνη, τη μουσική, την ποίηση και τη συγγραφή. Ήταν σπάνια περίπτωση Βυζαντινού αυτοκράτορα, ο οποίος κατάφερε να συνδυάσει την έντονη επιτυχημένη πολεμική δράση με τα ισχυρότατα πνευματικά ενδιαφέροντα και την αξιόλογη συγγραφική δράση, αφού συνέταξε επιστημονικές πραγματείες. Από αυτές μας ενδιαφέρουν τα συγγράμματα Κοσμική δήλωσις, σε τέσσερα βιβλία, και Περί της φυσικής κοινωνίας λόγοι εξ (P.G. 140, 1267-1395), που αναφέρονται στις θετικές επιστήμες και ιδιαιτέρως στα μαθηματικά. Στο εν λόγω έργο του προσπαθεί να συνδέσει μεταξύ τους την ανάμειξη των στοιχείων, τις τροχιές των ουρανίων σωμάτων, την ανάπτυξη του βιολογικού κύκλου της ζωής και τη σύγκριση μακρόκοσμου και μικρόκοσμου. Επίσης στο κεφάλαιο ς΄ (λόγος ς΄) Περί της φυσικής κοινωνίας χρησιμοποιεί πολλά γεωμετρικά σχήματα, προκειμένου να καταστήσει σαφείς και κατανοητές τις απόψεις του (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 45). Και τα δύο αυτά έργα του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη περιλαμβάνονται στον 140ό τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτριος Κωτσάκης γράφει χαρακτηριστικά για τον λόγιο αυτοκράτορα: Ο Θεόδωρος, βαθύς μελετητής των φαινομένων της φύσεως, αλλ' εγκρατής και της μαθηματικής επιστήμης, ιδία της Γεωμετρίας, δύναται με πολλήν ευχέρειαν να συνδυάζη και να διατυπώνη εις εν αρμονικόν σύνολον τους φιλοσοφικούς και μαθηματικούς του στοχασμούς. Και συνεχίζει γράφοντας ότι ο Θεόδωρος βλέπει την ενότητα εν τη φύσει και θέλει να την ερμηνεύσει: Δύο γουν οι ενωτικοί τρόποι• ο κατά φύσιν και ο κατά κράσιν. Κοινός ουν πάντων ο είς• κοινωνούσι γαρ πάντα, όταν εις ποιότητα αναχθώσιν, ή εις την ουσίαν, ή εις είδος, ή εις την ύλην, ή εις την φύσιν, κυρίως τε και καθολικώς (P.G. 140, 1270). «Διά να φανή όμως η μεγάλη και βαθεία επιστημονική του ικανότης, θα ήξιζεν εάν ηδύνατο κεχωρισμένως και αυτοτελώς να αναλυθούν και να σχολιασθούν οι «περί φυσικής κοινωνίας εξ λόγοι» του σοφού αυτού ανδρός (Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 9).
Ιδιαιτέρως για το έργο του Περί της φυσικής κοινωνίας λόγοι εξ, διαβάζουμε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και πρωτοτυπία στο έργο αυτό έχει μια μαθηματική συμβολική, που αναπτύσσει ο Θεόδωρος με στόχο να εφαρμόσει στον νου και να ερμηνεύσει αλληγορικά τις αντίστοιχες ιδιότητες του κόσμου. Έτσι, η σφαιρική μορφή του αισθητού κόσμου αντιστοιχεί στην πνευματική αρχή της «προόδου» και της «επιστροφής» του νου στον εαυτό του. Ανάλογες είναι οι αντιστοιχίες της μεταβάσεως του «τετραγώνου» στον «κύκλο» και στο «τρίγωνο», και του «τριγώνου» πάλι στον «κύκλο», όπου διαβλέπει κανείς και μία προσπάθεια συμβολισμού του δόγματος της Αγίας Τριάδος. Έχει τέλος επισημανθεί και μια ομοιότητα της μεταβάσεως από μια γεωμετρική μορφή σε άλλη, που συναντάται στον Θεόδωρο Λάσκαρι, με τη συμβολική του Νικολάου Cusanus (1401-1464) στη διδασκαλία του για το άπειρο και για τη «σύμπτωση των αντιθέσεων» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 354).
Δυστυχώς, ο λόγιος αυτοκράτορας απεβίωσε από ανίατη ασθένεια το 1258 σε ηλικία μόλις 36 ετών, έχοντας βασιλέψει μόνο τέσσερα έτη.
Στο μεταίχμιο μεταξύ της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και της βασιλείας του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου στην Κωνσταντινούπολη άκμασε ο λόγιος, ιερωμένος και αστρονόμος Μανουήλ-Μάξιμος Ολόβωλος.
Μανουήλ-Μάξιμος Ολόβωλος
(1240-1290)
Ο λόγιος Μανουήλ Ολόβωλος ή Ολόβολος άρχισε τη δράση του σε μικρή ηλικία αρχικά από την Αυλή του αυτοκράτορα Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη (1254-1258) στη Νίκαια, όπου υπηρετούσε ως γραμματικός.
Υπήρξε προσωπικότητα με σθένος και αρχές, γι' αυτό όταν ο Μιχαήλ Η΄ καθαίρεσε τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη, ο Ολόβωλος εκδήλωσε τη συμπάθειά του προς αυτόν. Το γεγονός αυτό επέσυρε την εναντίον του μήνη του Μιχαήλ Η΄, ο οποίος -σύμφωνα με τον Παχυμέρη (Ιστορία, έκδ. Ι. Bekker, I, 192 κ.ε.)- του έκοψε τη μύτη και τα χείλη. Παραμορφωμένος ο Μανουήλ, αναγκάστηκε να εισέλθει στη Μονή του Προδρόμου της Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη και να γίνει μοναχός με το όνομα Μάξιμος. Εκεί επιδόθηκε στη μελέτη και στη συγγραφή, ενώ απέκτησε, όπως λέγεται, καλό υπόβαθρο στην αριθμητική, τη γεωμετρία και την αστρονομία της εποχής του.
Στη συνέχεια, όταν ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο ο Γερμανός Γ΄ (1266) κάλεσε τον Ολόβωλο να αναλάβει το αξίωμα του ρήτορος της Εκκλησίας (1266-1284) και με τη μεσολάβησή του έπεισε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ να διοριστεί ο Ολόβωλος δάσκαλος της λογικής παιδεύσεως στην Ακαδημία, τη λεγόμενη Σχολή των γραμματικευομένων, που ο αυτοκράτορας είχε ιδρύσει.
Ο Ολόβωλος έγραψε Σχόλια στο Α΄ βιβλίο των Αναλυτικών Πρότερων του Αριστοτέλη, ενώ το ότι δίδασκε έργα λογικής του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου συνάγεται από ένα επίγραμμα του 1273: Του λογιωτάτου Θωμά Γοριανίτου στίχοι γεγονότες... ότε παρά του Ολοβώλου το Όργανον εμυείτο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 357).
Ωστόσο, η παλιά έχθρα του λόγιου ρήτορα με τον Μιχαήλ Η΄ δεν είχε επουλωθεί. Έτσι όταν ο αυτοκράτορας, το 1273, κάλεσε τον Ολόβωλο να υπερασπίσει τους Λατίνους σε κάποια συνέλευση στα ανάκτορα, αυτός όχι μόνο εξέφρασε την αντίθεσή του προς τη φιλοπαπική πολιτική του Μιχαήλ Η΄, αλλά εμμέσως πλην σαφώς του υπενθύμισε ότι είχε σφετεριστεί τον θρόνο. Ο αυτοκράτορας οργίστηκε, τιμώρησε τον Ολόβωλο με μαστίγωση, τον διαπόμπευσε στην Κωνσταντινούπολη για την εμμονή του στην Ορθοδοξία και τον εξόρισε σε κάποια μονή της Νίκαιας. Από εκεί ο Ολόβωλος αποσύρθηκε στη Μονή του Μεγάλου Αγρού στην Κύζικο και τελικά επέστρεψε στην Πόλη μόνο μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η΄ (1282). Επί πατριαρχίας Γρηγορίου Β΄ (1283-1289) αναδείχτηκε σε μέγα πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού πατριαρχείου.
Τα έργα του είναι πολλά. Ποιήματα, λόγοι, εγκώμια και σχόλια εκδόθηκαν στο Παρίσι από τον Fr. Boissonade στα Anecdota Graeca (1833, 159-182) και στη συνέχεια από πολλούς άλλους ερευνητές.
Το συνολικό έργο του μας ενδιαφέρει όχι μόνο διότι φωτίζει τα γεγονότα της εποχής του Μιχαήλ Η΄, αλλά και γιατί περιλαμβάνεται σ' αυτό και ένα αστρονομικό βιβλίο με τίτλο Περί της του ηλίου εκλείψεως, γεγονός που αποδεικνύει τις αστρονομικές του γνώσεις.
Ο λόγιος Μανουήλ Ολόβωλος ή Ολόβολος άρχισε τη δράση του σε μικρή ηλικία αρχικά από την Αυλή του αυτοκράτορα Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη (1254-1258) στη Νίκαια, όπου υπηρετούσε ως γραμματικός.
Υπήρξε προσωπικότητα με σθένος και αρχές, γι' αυτό όταν ο Μιχαήλ Η΄ καθαίρεσε τον νόμιμο διάδοχο του θρόνου Ιωάννη Δ΄ Λάσκαρη, ο Ολόβωλος εκδήλωσε τη συμπάθειά του προς αυτόν. Το γεγονός αυτό επέσυρε την εναντίον του μήνη του Μιχαήλ Η΄, ο οποίος -σύμφωνα με τον Παχυμέρη (Ιστορία, έκδ. Ι. Bekker, I, 192 κ.ε.)- του έκοψε τη μύτη και τα χείλη. Παραμορφωμένος ο Μανουήλ, αναγκάστηκε να εισέλθει στη Μονή του Προδρόμου της Πέτρας στην Κωνσταντινούπολη και να γίνει μοναχός με το όνομα Μάξιμος. Εκεί επιδόθηκε στη μελέτη και στη συγγραφή, ενώ απέκτησε, όπως λέγεται, καλό υπόβαθρο στην αριθμητική, τη γεωμετρία και την αστρονομία της εποχής του.
Στη συνέχεια, όταν ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο ο Γερμανός Γ΄ (1266) κάλεσε τον Ολόβωλο να αναλάβει το αξίωμα του ρήτορος της Εκκλησίας (1266-1284) και με τη μεσολάβησή του έπεισε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ να διοριστεί ο Ολόβωλος δάσκαλος της λογικής παιδεύσεως στην Ακαδημία, τη λεγόμενη Σχολή των γραμματικευομένων, που ο αυτοκράτορας είχε ιδρύσει.
Ο Ολόβωλος έγραψε Σχόλια στο Α΄ βιβλίο των Αναλυτικών Πρότερων του Αριστοτέλη, ενώ το ότι δίδασκε έργα λογικής του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου συνάγεται από ένα επίγραμμα του 1273: Του λογιωτάτου Θωμά Γοριανίτου στίχοι γεγονότες... ότε παρά του Ολοβώλου το Όργανον εμυείτο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 357).
Ωστόσο, η παλιά έχθρα του λόγιου ρήτορα με τον Μιχαήλ Η΄ δεν είχε επουλωθεί. Έτσι όταν ο αυτοκράτορας, το 1273, κάλεσε τον Ολόβωλο να υπερασπίσει τους Λατίνους σε κάποια συνέλευση στα ανάκτορα, αυτός όχι μόνο εξέφρασε την αντίθεσή του προς τη φιλοπαπική πολιτική του Μιχαήλ Η΄, αλλά εμμέσως πλην σαφώς του υπενθύμισε ότι είχε σφετεριστεί τον θρόνο. Ο αυτοκράτορας οργίστηκε, τιμώρησε τον Ολόβωλο με μαστίγωση, τον διαπόμπευσε στην Κωνσταντινούπολη για την εμμονή του στην Ορθοδοξία και τον εξόρισε σε κάποια μονή της Νίκαιας. Από εκεί ο Ολόβωλος αποσύρθηκε στη Μονή του Μεγάλου Αγρού στην Κύζικο και τελικά επέστρεψε στην Πόλη μόνο μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Η΄ (1282). Επί πατριαρχίας Γρηγορίου Β΄ (1283-1289) αναδείχτηκε σε μέγα πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού πατριαρχείου.
Τα έργα του είναι πολλά. Ποιήματα, λόγοι, εγκώμια και σχόλια εκδόθηκαν στο Παρίσι από τον Fr. Boissonade στα Anecdota Graeca (1833, 159-182) και στη συνέχεια από πολλούς άλλους ερευνητές.
Το συνολικό έργο του μας ενδιαφέρει όχι μόνο διότι φωτίζει τα γεγονότα της εποχής του Μιχαήλ Η΄, αλλά και γιατί περιλαμβάνεται σ' αυτό και ένα αστρονομικό βιβλίο με τίτλο Περί της του ηλίου εκλείψεως, γεγονός που αποδεικνύει τις αστρονομικές του γνώσεις.
Ένας άλλος επιστήμονας γιατρός,
βοτανολόγος και φαρμακολόγος που έζησε όλο το διάστημα της ζωής του κατά τη
Λατινοκρατία ήταν ο Νικόλαος Μυρεψός.
ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ
ΒΟΤΑΝΟΛΟΓΙΑ
Νικόλαος Μυρεψός (1222-1255)
Ο Νικόλαος Μυρεψός υπήρξε Βυζαντινός γιατρός, βοτανολόγος και φαρμακολόγος, ο οποίος άκμασε κατά τον 13ο αιώνα και όλη η δράση του εκτυλίχτηκε κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας και μόνο. Ο Μυρεψός έφερε και την προσωνυμία Ακτουάριος , δηλαδή γιατρός της αυτοκρατορικής Αυλής, εφόσον διετέλεσε προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222-1254).
Ο Νικόλαος Μυρεψός ήταν γνωστός κυρίως ως συγγραφέας Συνταγολογίας, που ονομαζόταν Δυναμερόν, απαρτιζόταν από 48 κεφάλαια και περιείχε 2.656 φαρμακευτικές συνταγές. Το περίφημο αυτό έργο φαρμακοποιίας, ένας πραγματικά σημαντικός φαρμακευτικός κώδικας, αποτέλεσε τη βάση για τις ευρωπαϊκές φαρμακοποιίες έως τον 17ο αιώνα (Εμ. Εμμανουήλ, Ιστορία της φαρμακευτικής, 1946, και Ε. Φωκάς, Ιστορία της φαρμακευτικής, 1983). Ο Timothy S. Miller αναφέρει ότι η φαρμακολογία αυτή ήταν ιδεώδες έργο αναφοράς τόσο των ιατρών του Ξενώνος των Μαγγάνων όσο και των φοιτητών της ιατρικής (1998, σελ. 252). Το Δυναμερόν ίσχυε για αιώνες ως το μοναδικό σύγγραμμα στη Δύση και ιδιαιτέρως στη Γαλλία, στην Ιατρική Σχολή του Παρισιού. Το έργο είχε αμέσως μεταφραστεί στα λατινικά. Κατά τον 14ο αιώνα μεταφράστηκε από τον γιατρό Νικόλαο Ρηγίνο, και ήταν ένα από τα κύρια συγγράμματα των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του Σαλέρνο. Το Δυναμερόν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε καλαίσθητη μορφή στη Βασιλεία το 1549 και κατόπιν στη Φρανκφούρτη το 1625.
Ο Νικόλαος πρέπει να ήταν κυρίως βοτανολόγος και φαρμακολόγος, αφού από το είδος της δουλειάς του προέρχεται και το επώνυμό του. Πράγματι, μυρεψός σημαίνει αυτός που παρασκευάζει μύρο, από το: μύρον + έψω (ψήνω). Δηλαδή ο μυροποιός, ο αρωματοποιός και κατ' επέκταση ο βοτανολόγος και ο φαρμακολόγος.
Ο Timothy S. Miller αναφέρει: Σε χειρόγραφο του 14ου αιώνα (Paris gr. no. 2243) περιέχεται η διάσημη material medica -το Δυναμερόν- του Μυρεψού [Περί Συνθέσεως Ιατρικών]. Σημειώνει ακόμα ότι το Δυναμερόν ήταν ακριβώς εκείνο το είδος πρακτικού εγχειριδίου που υπέθαλπε η πρακτική του Ξενώνα στα Μάγγανα από την εποχή του Βυζαντινού Μεσαίωνα (1998, σελ. 191, 242).
Νικόλαος Μυρεψός (1222-1255)
Ο Νικόλαος Μυρεψός υπήρξε Βυζαντινός γιατρός, βοτανολόγος και φαρμακολόγος, ο οποίος άκμασε κατά τον 13ο αιώνα και όλη η δράση του εκτυλίχτηκε κατά την περίοδο της Λατινοκρατίας και μόνο. Ο Μυρεψός έφερε και την προσωνυμία Ακτουάριος , δηλαδή γιατρός της αυτοκρατορικής Αυλής, εφόσον διετέλεσε προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222-1254).
Ο Νικόλαος Μυρεψός ήταν γνωστός κυρίως ως συγγραφέας Συνταγολογίας, που ονομαζόταν Δυναμερόν, απαρτιζόταν από 48 κεφάλαια και περιείχε 2.656 φαρμακευτικές συνταγές. Το περίφημο αυτό έργο φαρμακοποιίας, ένας πραγματικά σημαντικός φαρμακευτικός κώδικας, αποτέλεσε τη βάση για τις ευρωπαϊκές φαρμακοποιίες έως τον 17ο αιώνα (Εμ. Εμμανουήλ, Ιστορία της φαρμακευτικής, 1946, και Ε. Φωκάς, Ιστορία της φαρμακευτικής, 1983). Ο Timothy S. Miller αναφέρει ότι η φαρμακολογία αυτή ήταν ιδεώδες έργο αναφοράς τόσο των ιατρών του Ξενώνος των Μαγγάνων όσο και των φοιτητών της ιατρικής (1998, σελ. 252). Το Δυναμερόν ίσχυε για αιώνες ως το μοναδικό σύγγραμμα στη Δύση και ιδιαιτέρως στη Γαλλία, στην Ιατρική Σχολή του Παρισιού. Το έργο είχε αμέσως μεταφραστεί στα λατινικά. Κατά τον 14ο αιώνα μεταφράστηκε από τον γιατρό Νικόλαο Ρηγίνο, και ήταν ένα από τα κύρια συγγράμματα των φοιτητών της Ιατρικής Σχολής του Σαλέρνο. Το Δυναμερόν κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε καλαίσθητη μορφή στη Βασιλεία το 1549 και κατόπιν στη Φρανκφούρτη το 1625.
Ο Νικόλαος πρέπει να ήταν κυρίως βοτανολόγος και φαρμακολόγος, αφού από το είδος της δουλειάς του προέρχεται και το επώνυμό του. Πράγματι, μυρεψός σημαίνει αυτός που παρασκευάζει μύρο, από το: μύρον + έψω (ψήνω). Δηλαδή ο μυροποιός, ο αρωματοποιός και κατ' επέκταση ο βοτανολόγος και ο φαρμακολόγος.
Ο Timothy S. Miller αναφέρει: Σε χειρόγραφο του 14ου αιώνα (Paris gr. no. 2243) περιέχεται η διάσημη material medica -το Δυναμερόν- του Μυρεψού [Περί Συνθέσεως Ιατρικών]. Σημειώνει ακόμα ότι το Δυναμερόν ήταν ακριβώς εκείνο το είδος πρακτικού εγχειριδίου που υπέθαλπε η πρακτική του Ξενώνα στα Μάγγανα από την εποχή του Βυζαντινού Μεσαίωνα (1998, σελ. 191, 242).
Ιωάννης Ζαχαρίας (14ος
αιώνας)
Ο Ιωάννης Ζαχαρίας, που έγραψε ένα εκτεταμένο έργο αποτελούμενο από επτά βιβλία, θεωρείται ο τελευταίος σπουδαίος Βυζαντινός γιατρός που εργάστηκε σε Ξενώνα κατά τον 14ο αιώνα. Όπως ο Νικόλαος Μυρεψός, κατείχε κι αυτός τη θέση του ακτουάριου στην Αυλή του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1341) και έως τα μέσα του 14ου αιώνα είχε συντάξει την πλέον λεπτομερή μονογραφία που έγινε ποτέ για την ουροσκοπία. Από τους μελετητές του θεωρείται καλός χειριστής της ελληνικής γλώσσας και ότι γράφει σε κομψά ελληνικά με το ύφος που δείχνει επιστροφή στο ύφος των παλαιότερων γιατρών Ορειβάσιου, Αέτιου του Αμιδηνού και Αλέξανδρου Τραλλιανού (Timothy S. Miller, 1998, σελ. 232, 242, 243).
Ο Ιωάννης Ζαχαρίας, που έγραψε ένα εκτεταμένο έργο αποτελούμενο από επτά βιβλία, θεωρείται ο τελευταίος σπουδαίος Βυζαντινός γιατρός που εργάστηκε σε Ξενώνα κατά τον 14ο αιώνα. Όπως ο Νικόλαος Μυρεψός, κατείχε κι αυτός τη θέση του ακτουάριου στην Αυλή του Ανδρόνικου Γ΄ (1328-1341) και έως τα μέσα του 14ου αιώνα είχε συντάξει την πλέον λεπτομερή μονογραφία που έγινε ποτέ για την ουροσκοπία. Από τους μελετητές του θεωρείται καλός χειριστής της ελληνικής γλώσσας και ότι γράφει σε κομψά ελληνικά με το ύφος που δείχνει επιστροφή στο ύφος των παλαιότερων γιατρών Ορειβάσιου, Αέτιου του Αμιδηνού και Αλέξανδρου Τραλλιανού (Timothy S. Miller, 1998, σελ. 232, 242, 243).
Αβραάμ ο Ακτουάριος (14ος
αιώνας)
Στον Κώδικα Vaticanus graecus 299 αναφέρεται ο μουσουλμάνος Αβραάμ, ο οποίος υπήρξε ακτουάριος του Ξενώνα των Μαγγάνων και αυτοκρατορικός αρχίατρος. Ο φαρμακευτικός κατάλογος του Ξενώνα επιβεβαιώνει ότι ο Αβραάμ ο Ακτουάριος συνδεόταν με το νοσοκομείο των Μαγγάνων, το οποίο και διηύθυνε για κάποιο χρονικό διάστημα (Miller, S.T., 1998, σελ. 196, 241, 243).
Στον Κώδικα Vaticanus graecus 299 αναφέρεται ο μουσουλμάνος Αβραάμ, ο οποίος υπήρξε ακτουάριος του Ξενώνα των Μαγγάνων και αυτοκρατορικός αρχίατρος. Ο φαρμακευτικός κατάλογος του Ξενώνα επιβεβαιώνει ότι ο Αβραάμ ο Ακτουάριος συνδεόταν με το νοσοκομείο των Μαγγάνων, το οποίο και διηύθυνε για κάποιο χρονικό διάστημα (Miller, S.T., 1998, σελ. 196, 241, 243).
ΑΝΑΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ - Η ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη το 1258, αυτοκράτορας της Νίκαιας ανακηρύχτηκε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Δ΄ Δούκας. Επίτροπός του, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, ορίστηκε αρχικά ο Γεώργιος Μουζάλων και μετά τη δολοφονία του ο δυνατότερος των αριστοκρατών, Μιχαήλ Παλαιολόγος. Τελικά, στις 25 Ιουλίου του 1261 ο στρατηγός του Αλέξιος Μελισσηνός Στρατηγόπουλος, εκμεταλλευόμενος την έξοδο του ενετικού στόλου από τον Βόσπορο και την απουσία του Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου Β΄, κατέλαβε αιφνιδιαστικά την Κωνσταντινούπολη χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Μετά από 21 ημέρες ακολούθησε η θριαμβευτική είσοδος σε αυτήν του Μιχαήλ Παλαιολόγου και η στέψη του ως αυτοκράτορα (15 Αυγούστου του 1261). Έτσι, έλαβε τέλος η περίοδος της λατινικής κατοχής και ξεκίνησε η δυναστεία των Παλαιολόγων (1261-1453), η μακροβιότερη δυναστεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Μετά τον θάνατο του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη το 1258, αυτοκράτορας της Νίκαιας ανακηρύχτηκε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Δ΄ Δούκας. Επίτροπός του, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, ορίστηκε αρχικά ο Γεώργιος Μουζάλων και μετά τη δολοφονία του ο δυνατότερος των αριστοκρατών, Μιχαήλ Παλαιολόγος. Τελικά, στις 25 Ιουλίου του 1261 ο στρατηγός του Αλέξιος Μελισσηνός Στρατηγόπουλος, εκμεταλλευόμενος την έξοδο του ενετικού στόλου από τον Βόσπορο και την απουσία του Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου Β΄, κατέλαβε αιφνιδιαστικά την Κωνσταντινούπολη χωρίς να συναντήσει ιδιαίτερη αντίσταση. Μετά από 21 ημέρες ακολούθησε η θριαμβευτική είσοδος σε αυτήν του Μιχαήλ Παλαιολόγου και η στέψη του ως αυτοκράτορα (15 Αυγούστου του 1261). Έτσι, έλαβε τέλος η περίοδος της λατινικής κατοχής και ξεκίνησε η δυναστεία των Παλαιολόγων (1261-1453), η μακροβιότερη δυναστεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Οι επιστήμες την εποχή των
Παλαιολόγων
Η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τη φραγκική κατοχή, το 1261, έδωσε την ευκαιρία για απρόσκοπτη πνευματική δημιουργία, η οποία εστιάζεται κυρίως στην περίοδο των πρώτων Παλαιολόγων και αποτελεί τη λεγόμενη Δεύτερη Βυζαντινή Αναγέννηση. Η πνευματική αυτή περίοδος κορυφώθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328). Ήταν μια εποχή όπου η πνευματική ζωή της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των επιστημών, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση, καθοδηγούμενη από πολύ σημαντικές προσωπικότητες. Ειδικότερα η αστρονομία διένυε τη «χρυσή» εποχή της.
Η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης από τη φραγκική κατοχή, το 1261, έδωσε την ευκαιρία για απρόσκοπτη πνευματική δημιουργία, η οποία εστιάζεται κυρίως στην περίοδο των πρώτων Παλαιολόγων και αποτελεί τη λεγόμενη Δεύτερη Βυζαντινή Αναγέννηση. Η πνευματική αυτή περίοδος κορυφώθηκε στα χρόνια της βασιλείας του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328). Ήταν μια εποχή όπου η πνευματική ζωή της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των επιστημών, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση, καθοδηγούμενη από πολύ σημαντικές προσωπικότητες. Ειδικότερα η αστρονομία διένυε τη «χρυσή» εποχή της.
ΟΙ ΘΕΤΙΚΟΙ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΩΝ
(1261-1453)
Την παλαιολόγεια περίοδο και
ιδιαιτέρως κατά τον 14ο αιώνα, το ενδιαφέρον για τις θετικές επιστήμες, τα
μαθηματικά και την αστρονομία ήταν πολύ μεγάλο. Δημιουργήθηκε έντονη τάση
μελέτης τους, μια σχολή θα λέγαμε, πάνω στην παράδοση που αφετηρία της είχε τον
Μιχαήλ Ψελλό, συνεχίστηκε από τον Νικηφόρο Βλεμμύδη και έδωσε πλήθος σοφών που
πρόσφεραν πολλά στις επιστήμες.
Την περίοδο αυτή άκμασαν ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282) και οι μαθητές του ο Γεώργιος ο Κύπριος (περίπου 1241-1290), που χρίστηκε πατριάρχης ως Γρηγόριος Β΄, ο πολυΐστωρ Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310) και ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (περίπου 1250-1341), οι οποίοι αποτελούν τους πρώτους μεγάλους εκπροσώπους της παλαιολόγειας αναγέννησης στα γράμματα και τις επιστήμες. Ακολούθησαν ο πολυΐστωρ Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310), ο Νικηφόρος Χούμνος (1250-1327) και ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1260-1332), ένας πραγματικά μεγάλος αστρονόμος. Όλοι αυτοί ανήκουν, όπως θα λέγαμε σήμερα, στο «κλίμα» Βλεμμύδη, δηλαδή ως δάσκαλοι ακολούθησαν τον δρόμο που χάραξε ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ενώ διακρίθηκαν ιδιαιτέρως τόσο στη φιλοσοφία όσο και στις θετικές επιστήμες.
Βεβαίως μετά τον Νικηφόρο Βλεμμύδη ακολούθησαν οι μαθητές του, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί εκπρόσωποι των θετικών επιστημών, όπως ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, ο Νικόλαος Αρτάβασδος Ραβδάς, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Ισαάκ Αργυρός, οι Τραπεζούντιοι λόγιοι Γρηγόριος Χιονιάδης, Γεώργιος Χρυσοκόκκης και πλήθος άλλοι που θα τους γνωρίσουμε αναλυτικά στη συνέχεια της μελέτης μας.
Την περίοδο αυτή άκμασαν ο Γεώργιος Ακροπολίτης (1217-1282) και οι μαθητές του ο Γεώργιος ο Κύπριος (περίπου 1241-1290), που χρίστηκε πατριάρχης ως Γρηγόριος Β΄, ο πολυΐστωρ Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310) και ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (περίπου 1250-1341), οι οποίοι αποτελούν τους πρώτους μεγάλους εκπροσώπους της παλαιολόγειας αναγέννησης στα γράμματα και τις επιστήμες. Ακολούθησαν ο πολυΐστωρ Μάξιμος Πλανούδης (1260-1310), ο Νικηφόρος Χούμνος (1250-1327) και ο Θεόδωρος Μετοχίτης (1260-1332), ένας πραγματικά μεγάλος αστρονόμος. Όλοι αυτοί ανήκουν, όπως θα λέγαμε σήμερα, στο «κλίμα» Βλεμμύδη, δηλαδή ως δάσκαλοι ακολούθησαν τον δρόμο που χάραξε ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, ενώ διακρίθηκαν ιδιαιτέρως τόσο στη φιλοσοφία όσο και στις θετικές επιστήμες.
Βεβαίως μετά τον Νικηφόρο Βλεμμύδη ακολούθησαν οι μαθητές του, αλλά και πολλοί άλλοι γνωστοί εκπρόσωποι των θετικών επιστημών, όπως ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, ο Νικόλαος Αρτάβασδος Ραβδάς, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Ισαάκ Αργυρός, οι Τραπεζούντιοι λόγιοι Γρηγόριος Χιονιάδης, Γεώργιος Χρυσοκόκκης και πλήθος άλλοι που θα τους γνωρίσουμε αναλυτικά στη συνέχεια της μελέτης μας.
Γεώργιος Ακροπολίτης
(1217-1282)
Ο λόγιος, ιστορικός, θεολόγος, διπλωμάτης, μαθηματικός και αστρονόμος Γεώργιος Ακροπολίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μάλλον το 1217. Οι εύποροι γονείς του τον έστειλαν το 1233 στη Nίκαια, στην Αυλή του συγγενή τους αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, για να λάβει εκεί πληρέστερη παιδεία. O αυτοκράτορας τον δέχτηκε στην Αυλή του και τον παρέδωσε στον Nικηφόρο Bλεμμύδη και τον δάσκαλο και συγγραφέα Θεόδωρο Eξαπτέρυγο (περίπου 1180-1236) για να τον εκπαιδεύσουν κατάλληλα. Ο Γεώργιος απέκτησε καλή φυσικομαθηματική παιδεία και μάλιστα ξεχώρισε όταν το 1239 ανέπτυξε με σαφή επιστημονικό τρόπο την αιτία μιας ηλιακής έκλειψης. Στη συνέχεια διακρίθηκε ως σχολιαστής φιλοσοφικών και μαθηματικών έργων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και μαθηματικών. Αποκτώντας την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα, έγινε γραμματέας και δάσκαλος του διαδόχου Θεόδωρου, με τον οποίο για κάποιο διάστημα μαθήτευσαν μαζί κοντά στον Νικηφόρο Βλεμμύδη.
Στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη (1254-1258) ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης τιμήθηκε αρχικά με το αξίωμα του μεγάλου λογαριαστή (1241), ενώ στη συνέχεια, το 1246, διορίστηκε μέγας λογοθέτης του γενικού και αρχιστράτηγος όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της Eυρώπης (1246). Το 1257 ηγήθηκε μιας εκστρατείας εναντίον του δεσποτάτου της Ηπείρου, με πενιχρά όμως αποτελέσματα, εφόσον, όπως φάνηκε, δεν είχε ηγετικά προσόντα. Δηλαδή ουσιαστικά απέτυχε στη στρατιωτική του σταδιοδρομία, αφού συνελήφθη αιχμάλωτος, παρέμεινε εκεί για μια διετία και απελευθερώθηκε το 1259 από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Tο 1260 ο Mιχαήλ τον έστειλε ως πρεσβευτή στην Αυλή του Βούλγαρου ηγεμόνα, ενώ και μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε στην υπηρεσία του νέου αυτοκράτορα (1261), ως διπλωμάτης, ακαδημαϊκός δάσκαλος και αναδιοργανωτής της παιδείας. Εκτός από τη διδασκαλία ανέλαβε και διπλωματικές αποστολές. Έτσι, το 1274 στάλθηκε στη Pώμη και τη Λυών, όπου στην αντίστοιχη Σύνοδο της Λυών υπέγραψε την Ένωση των Eκκλησιών επ' ονόματι του Mιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.
Ο ίδιος ίδρυσε βιβλιογραφικό εργαστήριο αντιγραφής αρχαίων κειμένων και από το 1261 δίδασκε φιλοσοφία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, Νικομάχεια αριθμητική και Ευκλείδεια γεωμετρία στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, του οποίου είχε αναλάβει τη διεύθυνση. Ανάμεσα στους μαθητές του ξεχωρίζουν ο Γεώργιος ο Κύπριος (περίπου 1241-1290), που χρίστηκε πατριάρχης ως Γρηγόριος Β΄ (1283-1289), ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (περίπου 1250-1341) και ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310).
Η Λατινοκρατία είχε αφήσει έντονα σημάδια παρακμής. Έτσι, την περίοδο αυτή ο Ακροπολίτης, εκτελώντας εντολές του αυτοκράτορα, ανέλαβε την επανασύσταση του βυζαντινού εκπαιδευτικού συστήματος. Δυστυχώς όμως έπεσε σε δυσμένεια και με παρέμβαση του πατριάρχη Γερμανού Γ΄ απομακρύνθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από τον Μανουήλ-Μάξιμο Ολόβωλο.
Ο πολιτικός, θεολόγος, δάσκαλος, μαθηματικός, αστρονόμος και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης απεβίωσε το 1282, ύστερα από ένα ταξίδι στην Αυλή του αυτοκράτορα Iωάννη B΄ Μεγάλου Κομνηνού της Tραπεζούντας.
Ο λόγιος, ιστορικός, θεολόγος, διπλωμάτης, μαθηματικός και αστρονόμος Γεώργιος Ακροπολίτης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, μάλλον το 1217. Οι εύποροι γονείς του τον έστειλαν το 1233 στη Nίκαια, στην Αυλή του συγγενή τους αυτοκράτορα Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη, για να λάβει εκεί πληρέστερη παιδεία. O αυτοκράτορας τον δέχτηκε στην Αυλή του και τον παρέδωσε στον Nικηφόρο Bλεμμύδη και τον δάσκαλο και συγγραφέα Θεόδωρο Eξαπτέρυγο (περίπου 1180-1236) για να τον εκπαιδεύσουν κατάλληλα. Ο Γεώργιος απέκτησε καλή φυσικομαθηματική παιδεία και μάλιστα ξεχώρισε όταν το 1239 ανέπτυξε με σαφή επιστημονικό τρόπο την αιτία μιας ηλιακής έκλειψης. Στη συνέχεια διακρίθηκε ως σχολιαστής φιλοσοφικών και μαθηματικών έργων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και μαθηματικών. Αποκτώντας την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα, έγινε γραμματέας και δάσκαλος του διαδόχου Θεόδωρου, με τον οποίο για κάποιο διάστημα μαθήτευσαν μαζί κοντά στον Νικηφόρο Βλεμμύδη.
Στα χρόνια της βασιλείας του Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρη (1254-1258) ο ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης τιμήθηκε αρχικά με το αξίωμα του μεγάλου λογαριαστή (1241), ενώ στη συνέχεια, το 1246, διορίστηκε μέγας λογοθέτης του γενικού και αρχιστράτηγος όλων των στρατιωτικών δυνάμεων της Eυρώπης (1246). Το 1257 ηγήθηκε μιας εκστρατείας εναντίον του δεσποτάτου της Ηπείρου, με πενιχρά όμως αποτελέσματα, εφόσον, όπως φάνηκε, δεν είχε ηγετικά προσόντα. Δηλαδή ουσιαστικά απέτυχε στη στρατιωτική του σταδιοδρομία, αφού συνελήφθη αιχμάλωτος, παρέμεινε εκεί για μια διετία και απελευθερώθηκε το 1259 από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο. Tο 1260 ο Mιχαήλ τον έστειλε ως πρεσβευτή στην Αυλή του Βούλγαρου ηγεμόνα, ενώ και μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης παρέμεινε στην υπηρεσία του νέου αυτοκράτορα (1261), ως διπλωμάτης, ακαδημαϊκός δάσκαλος και αναδιοργανωτής της παιδείας. Εκτός από τη διδασκαλία ανέλαβε και διπλωματικές αποστολές. Έτσι, το 1274 στάλθηκε στη Pώμη και τη Λυών, όπου στην αντίστοιχη Σύνοδο της Λυών υπέγραψε την Ένωση των Eκκλησιών επ' ονόματι του Mιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.
Ο ίδιος ίδρυσε βιβλιογραφικό εργαστήριο αντιγραφής αρχαίων κειμένων και από το 1261 δίδασκε φιλοσοφία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, Νικομάχεια αριθμητική και Ευκλείδεια γεωμετρία στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, του οποίου είχε αναλάβει τη διεύθυνση. Ανάμεσα στους μαθητές του ξεχωρίζουν ο Γεώργιος ο Κύπριος (περίπου 1241-1290), που χρίστηκε πατριάρχης ως Γρηγόριος Β΄ (1283-1289), ο Ιωάννης Πεδιάσιμος (περίπου 1250-1341) και ο Γεώργιος Παχυμέρης (1242-1310).
Η Λατινοκρατία είχε αφήσει έντονα σημάδια παρακμής. Έτσι, την περίοδο αυτή ο Ακροπολίτης, εκτελώντας εντολές του αυτοκράτορα, ανέλαβε την επανασύσταση του βυζαντινού εκπαιδευτικού συστήματος. Δυστυχώς όμως έπεσε σε δυσμένεια και με παρέμβαση του πατριάρχη Γερμανού Γ΄ απομακρύνθηκε από τη θέση του και αντικαταστάθηκε από τον Μανουήλ-Μάξιμο Ολόβωλο.
Ο πολιτικός, θεολόγος, δάσκαλος, μαθηματικός, αστρονόμος και ιστορικός Γεώργιος Ακροπολίτης απεβίωσε το 1282, ύστερα από ένα ταξίδι στην Αυλή του αυτοκράτορα Iωάννη B΄ Μεγάλου Κομνηνού της Tραπεζούντας.
Το συγγραφικό του
έργο
Ο Ακροπολίτης έγραψε ρητορικές και θεολογικές μελέτες, το σημαντικότερο όμως έργο του με το οποίο έγινε γνωστός ήταν η Xρονική Συγγραφή, στην οποία περιγράφει με αξιοπιστία και πληρότητα τα ιστορικά γεγονότα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας την περίοδο 1203-1261 και όπου δικαιώνει τις παρασκηνιακές ενέργειες του Μιχαήλ Η΄ που τον έφεραν στον θρόνο. Η Xρονική Συγγραφή εκδόθηκε από τον August Heisenberg ως Georgii Acropolitae, Opera I (Leipsig, 1903), ενώ ήδη από το 1887 είχε περιληφθεί στην Ελληνική Πατρολογία (Patrologia Greca) του J.-P. Migne.
Υποστήριζε πως τα κείμενα του Πλάτωνος και των νεοπλατωνικών φιλοσόφων τον βοήθησαν να κατανοήσει δύσκολα σημεία από τα γραπτά των Πατέρων της Eκκλησίας, διαφωνώντας παράλληλα με τη σύγχυση μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, καθώς για εκείνον η πρώτη είναι διδασκαλία, ενώ η δεύτερη επιστήμη.
Ασχολήθηκε επίσης με την αστρονομία χωρίς, από ό,τι φαίνεται, να την ξεχωρίζει σαφώς από την αστρολογία. Το 1239, και με αφορμή μια έκλειψη Ηλίου, ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης τον ρώτησε για την αιτία του φαινομένου. Ο Ακροπολίτης, όπως ήδη αναφέραμε, φέρεται να απάντησε άψογα και να εξήγησε με επιστημονικό τρόπο το φαινόμενο. Παρ' όλα αυτά σε ένα μεταγενέστερο έργο του θεωρεί την έκλειψη αυτή προοιώνισμα του θανάτου της αυτοκράτειρας Ειρήνης, το 1241 (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 45), στην οποία αφιέρωσε και το έργο του Στίχοι του μεγάλου λογαριαστού επιτύμβιοι εις την δέσποιναν Κομνηνήν κυρά Ειρήνην (A. Heisenberg: Georgii Acropolitae, Opera I, Leipsig 1903, vol. ΙΙ, 3-6).
Τέλος, έγραψε Επιτάφιον στον Ιωάννη Γ΄ Δούκα-Βατάτζη, καθώς και θεολογικές πραγματείες Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και Κατά Λατίνων, όπως και Προοίμιο στην έκδοση επιστολών του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη από 63 τρίμετρους στίχους.
Ο Ακροπολίτης έγραψε ρητορικές και θεολογικές μελέτες, το σημαντικότερο όμως έργο του με το οποίο έγινε γνωστός ήταν η Xρονική Συγγραφή, στην οποία περιγράφει με αξιοπιστία και πληρότητα τα ιστορικά γεγονότα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας την περίοδο 1203-1261 και όπου δικαιώνει τις παρασκηνιακές ενέργειες του Μιχαήλ Η΄ που τον έφεραν στον θρόνο. Η Xρονική Συγγραφή εκδόθηκε από τον August Heisenberg ως Georgii Acropolitae, Opera I (Leipsig, 1903), ενώ ήδη από το 1887 είχε περιληφθεί στην Ελληνική Πατρολογία (Patrologia Greca) του J.-P. Migne.
Υποστήριζε πως τα κείμενα του Πλάτωνος και των νεοπλατωνικών φιλοσόφων τον βοήθησαν να κατανοήσει δύσκολα σημεία από τα γραπτά των Πατέρων της Eκκλησίας, διαφωνώντας παράλληλα με τη σύγχυση μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας, καθώς για εκείνον η πρώτη είναι διδασκαλία, ενώ η δεύτερη επιστήμη.
Ασχολήθηκε επίσης με την αστρονομία χωρίς, από ό,τι φαίνεται, να την ξεχωρίζει σαφώς από την αστρολογία. Το 1239, και με αφορμή μια έκλειψη Ηλίου, ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Ιωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης τον ρώτησε για την αιτία του φαινομένου. Ο Ακροπολίτης, όπως ήδη αναφέραμε, φέρεται να απάντησε άψογα και να εξήγησε με επιστημονικό τρόπο το φαινόμενο. Παρ' όλα αυτά σε ένα μεταγενέστερο έργο του θεωρεί την έκλειψη αυτή προοιώνισμα του θανάτου της αυτοκράτειρας Ειρήνης, το 1241 (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 45), στην οποία αφιέρωσε και το έργο του Στίχοι του μεγάλου λογαριαστού επιτύμβιοι εις την δέσποιναν Κομνηνήν κυρά Ειρήνην (A. Heisenberg: Georgii Acropolitae, Opera I, Leipsig 1903, vol. ΙΙ, 3-6).
Τέλος, έγραψε Επιτάφιον στον Ιωάννη Γ΄ Δούκα-Βατάτζη, καθώς και θεολογικές πραγματείες Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και Κατά Λατίνων, όπως και Προοίμιο στην έκδοση επιστολών του Θεόδωρου Β΄ Λάσκαρη από 63 τρίμετρους στίχους.
ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΑΚΡΟΠΟΛΙΤΗ
Γεώργιος ο Κύπριος (περίπου 1241-1290)
Ο λόγιος ιεράρχης Γεώργιος ο Κύπριος πιθανότατα γεννήθηκε στη Λευκωσία γύρω στο 1241 και αρχικά σπούδασε στη γενέτειρά του, ως το 1256. Συνέχισε τις σπουδές του στην Έφεσο, στη Νίκαια και τελικά στην Κωνσταντινούπολη με τον μεγάλο λογοθέτη και σπουδαίο φιλόσοφο Γεώργιο Ακροπολίτη, κοντά στον οποίο σπούδασε φιλοσοφία, αριθμητική, γεωμετρία και αστρονομία. Εργάστηκε ως δάσκαλος των μαθηματικών στη Μονή Ακαταλήπτου, όπου είχε ως μαθητή του τον Νικηφόρο Χούμνο. Σπουδαίος ανθρωπιστής και θεολόγος, μπήκε στις τάξεις του κλήρου και χειροτονήθηκε διάκονος από τον πατριάρχη Ιωσήφ Α΄ ως Γρηγόριος. Αρχικά ονομάστηκε αναγνώστης και στη συνέχεια πρωτοαποστολάριος. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος τον χρησιμοποίησε ως σύμβουλό του στην ενωτική πολιτική του προς τη Δύση. Όμως, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα προσχώρησε στην ανθενωτική παράταξη (P.G. 142, 233-246) και άσκησε έντονη κριτική στην ενωτική πολιτική του πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ΄ Βέκκου (1275-1282), του οποίου ήταν ο κύριος αντίπαλος
Τελικά, Γεώργιος/Γρηγόριος ο Κύπριος αναδείχτηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τον Ανδρόνικο Β΄, με το όνομα Γρηγόριος Β΄ ο Κύπριος, αντικαθιστώντας τον Ιωσήφ Β΄. Μάλιστα ο Νικηφόρος Γρηγοράς τον ονομάζει άνθρωπο γνωστόν δια την μόρφωσίν του (Ρωμαϊκή Ιστορία VI, I, 5). Το 1289 παραιτήθηκε, λόγω της σύγκρουσής του με τους οπαδούς του σχίσματος των Αρσενιατών, αφού προσπαθώντας να δώσει συμβιβαστική λύση στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, έγινε στόχος και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων. Αντίπαλοί του ήταν ο πρώην πατριάρχης Ιωάννης ΙΑ΄ Βέκκος, ο Φιλαδελφείας Θεόληπτος, ο Εφέσου Ιωάννης Χειλάς, ο Κυζίκου Δανιήλ, ο Ηρακλείας Γερμανός και ο φανατικός αρσενιάτης μοναχός Μεθόδιος. Τελικά, αποσύρθηκε στη Μονή της Οδηγήτριας. Το επόμενο έτος απεβίωσε στη Μονή της Αριστηνής (1290).
Ο Γεώργιος ο Κύπριος έγραψε έργα θεολογικά, απολογητικά, ομολογίες, αγιολογικές μελέτες, λόγους, 242 επιστολές και διάφορες πραγματείες, ενώ θεωρούσε τη Νίκαια πνευματικό κέντρο, πράγμα το οποίο αναφέρει ο ιστορικός Alexander Alexandrovic Vasiliev (1867-1953). Πράγματι, στην Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Ρώσος ιστορικός γράφει: Όπως αναφέρει ο Κύπρου Γεώργιος, κατά τα 50 τελευταία έτη του 13ου αιώνα, η Νίκαια ήταν μια αρχαία Αθήνα, με όλη την αφθονία των λογίων και μια εξαιρετική και αξιαγάπητη πηγή μαθήσεως (Λόγος τα καθ' εαυτόν περιέχων, P.G. 142, 21).
Ο Γεώργιος ο Κύπριος μας ενδιαφέρει αφενός μεν επειδή εργάστηκε ως δάσκαλος των μαθηματικών στη Μονή Ακαταλήπτου, αφετέρου δε επειδή μεταξύ των πραγματειών που συνέγραψε υπάρχουν αντίστοιχες γεωμετρικές και γεωγραφικές μελέτες.
Γεώργιος ο Κύπριος (περίπου 1241-1290)
Ο λόγιος ιεράρχης Γεώργιος ο Κύπριος πιθανότατα γεννήθηκε στη Λευκωσία γύρω στο 1241 και αρχικά σπούδασε στη γενέτειρά του, ως το 1256. Συνέχισε τις σπουδές του στην Έφεσο, στη Νίκαια και τελικά στην Κωνσταντινούπολη με τον μεγάλο λογοθέτη και σπουδαίο φιλόσοφο Γεώργιο Ακροπολίτη, κοντά στον οποίο σπούδασε φιλοσοφία, αριθμητική, γεωμετρία και αστρονομία. Εργάστηκε ως δάσκαλος των μαθηματικών στη Μονή Ακαταλήπτου, όπου είχε ως μαθητή του τον Νικηφόρο Χούμνο. Σπουδαίος ανθρωπιστής και θεολόγος, μπήκε στις τάξεις του κλήρου και χειροτονήθηκε διάκονος από τον πατριάρχη Ιωσήφ Α΄ ως Γρηγόριος. Αρχικά ονομάστηκε αναγνώστης και στη συνέχεια πρωτοαποστολάριος. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος τον χρησιμοποίησε ως σύμβουλό του στην ενωτική πολιτική του προς τη Δύση. Όμως, μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα προσχώρησε στην ανθενωτική παράταξη (P.G. 142, 233-246) και άσκησε έντονη κριτική στην ενωτική πολιτική του πατριάρχη Ιωάννη ΙΑ΄ Βέκκου (1275-1282), του οποίου ήταν ο κύριος αντίπαλος
Τελικά, Γεώργιος/Γρηγόριος ο Κύπριος αναδείχτηκε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τον Ανδρόνικο Β΄, με το όνομα Γρηγόριος Β΄ ο Κύπριος, αντικαθιστώντας τον Ιωσήφ Β΄. Μάλιστα ο Νικηφόρος Γρηγοράς τον ονομάζει άνθρωπο γνωστόν δια την μόρφωσίν του (Ρωμαϊκή Ιστορία VI, I, 5). Το 1289 παραιτήθηκε, λόγω της σύγκρουσής του με τους οπαδούς του σχίσματος των Αρσενιατών, αφού προσπαθώντας να δώσει συμβιβαστική λύση στο αμφιλεγόμενο ζήτημα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, έγινε στόχος και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων. Αντίπαλοί του ήταν ο πρώην πατριάρχης Ιωάννης ΙΑ΄ Βέκκος, ο Φιλαδελφείας Θεόληπτος, ο Εφέσου Ιωάννης Χειλάς, ο Κυζίκου Δανιήλ, ο Ηρακλείας Γερμανός και ο φανατικός αρσενιάτης μοναχός Μεθόδιος. Τελικά, αποσύρθηκε στη Μονή της Οδηγήτριας. Το επόμενο έτος απεβίωσε στη Μονή της Αριστηνής (1290).
Ο Γεώργιος ο Κύπριος έγραψε έργα θεολογικά, απολογητικά, ομολογίες, αγιολογικές μελέτες, λόγους, 242 επιστολές και διάφορες πραγματείες, ενώ θεωρούσε τη Νίκαια πνευματικό κέντρο, πράγμα το οποίο αναφέρει ο ιστορικός Alexander Alexandrovic Vasiliev (1867-1953). Πράγματι, στην Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, ο Ρώσος ιστορικός γράφει: Όπως αναφέρει ο Κύπρου Γεώργιος, κατά τα 50 τελευταία έτη του 13ου αιώνα, η Νίκαια ήταν μια αρχαία Αθήνα, με όλη την αφθονία των λογίων και μια εξαιρετική και αξιαγάπητη πηγή μαθήσεως (Λόγος τα καθ' εαυτόν περιέχων, P.G. 142, 21).
Ο Γεώργιος ο Κύπριος μας ενδιαφέρει αφενός μεν επειδή εργάστηκε ως δάσκαλος των μαθηματικών στη Μονή Ακαταλήπτου, αφετέρου δε επειδή μεταξύ των πραγματειών που συνέγραψε υπάρχουν αντίστοιχες γεωμετρικές και γεωγραφικές μελέτες.
Γεώργιος Παχυμέρης
(1242-1310)
Ο λόγιος Γεώργιος Παχυμέρης γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια και έλαβε τον πρώτο κύκλο σπουδών του. Κατόπιν, μετά την ανακατάληψη της Πόλης και την εκδίωξη των Λατίνων, το 1261, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία δεκαεννιά ετών. Αφού μαθήτευσε κοντά στον Γεώργιο Ακροπολίτη και στον Νικηφόρο Βλεμμύδη, αρχικά έγινε διάκονος στην Αγία Σοφία, ενώ στη συνέχεια κατέλαβε πολιτικά και εκκλησιαστικά αξιώματα, όπως νοτάριος της πατριαρχικής γραμματείας, διδάσκαλος του Αποστόλου, υπομνηματογράφος, ιερομνήμων, πρωτέκδικος και δικαιοφύλαξ.Επίσης, αναμείχθηκε στην εκκλησιαστική ζωή προβάλλοντας την αντίθεσή του στην ένωση των δύο μεγάλων Εκκλησιών. Ήταν μέσα στα πράγματα, γι' αυτό το έργο του αναφέρεται κυρίως στις δογματικές διαμάχες της εποχής του.Ο λόγιος, ιστορικός, μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος Γεώργιος Παχυμέρης δίδασκε στο Oικουμενικόν Διδασκαλείον της Kωνσταντινούπολης από το 1275 ερμηνεία της Kαινής Διαθήκης και των Πατέρων, αριστοτελική φιλοσοφία, καθώς και τα μαθήματα της τετρακτύος: γραμματική, ρητορική, αστρονομία και μουσική. Tο σημαντικότερο έργο του είναι η πραγματεία του Συγγραφικαί Ιστορίαι, σε δεκατρία βιβλία, όπου κύρια μέριμνά του, όπως έλεγε, ήταν η έκθεση της αλήθειας και στην οποία ιστορούνται γεγονότα από το 1258 έως το 1308.
Ως δάσκαλος και φιλόσοφος έγραψε ρητορικά έργα, επιστολές, καθώς και το περίφημο Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων, αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας και αστρονομίας ή Τετράβιβλο (Quadrivium). Το συγκεκριμένο βοήθημα για τους μαθητές της τετρακτύος το έγραψε γύρω στο 1300 - εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Δύση από τον Paul Tannery το 1896 με τον τίτλο Quadrivium de George Pachymere.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δ. Κωτσάκης αναφέρει σχετικά: Τον Παχυμέρη μόνο το παραπάνω έργο του είναι ικανόν να τον αναβιβάση εις την πρώτην βαθμίδα των μαθηματικών της εποχής του, εις την Ανατολήν και την Δύσιν, διότι έχει ανωτέραν επιστημονικήν πνοήν. Χρησιμοποιεί με πολλήν ευκολίαν τους αρχαίους και νεωτέρους συγγραφείς, αλλ' υποβάλλει εις κριτικήν τας γνώμας των και διατυπώνει τας προσωπικάς του απόψεις πείθων τον αναγνώστην (Οι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 8).
Δικό του δημιούργημα είναι και το Σχεδίασμα περί της φιλοσοφίας του Aριστοτέλους, γνωστό και ως Φιλοσοφία του Παχυμέρους, σε δώδεκα βιβλία, το οποίο αποτελεί έναν εκτενή σχολιασμό σχεδόν ολόκληρου του έργου του Αριστοτέλη. Έχει σχολιάσει επίσης, τον Παρμενίδη του Πλάτωνος, συμπληρώνοντας τα αντίστοιχα σχόλια του Πρόκλου στον ίδιο διάλογο. Τέλος, στο έργο του Ιστορία, που έχει αποθησαυριστεί στην Ελληνική Πατρολογία (P.G. 143-144), δίνει ακόμα και φυσιογνωστικές πληροφορίες. Ήταν αρχαιολάτρης και ένθερμος υποστηρικτής του εθνικού ελληνικού πνεύματος, τόσο πολύ που αντί των λατινικών και στη συνέχεια χριστιανικών ονομάτων των μηνών χρησιμοποιούσε στα γραπτά του τα αντίστοιχα αττικά ονόματα του αρχαίου αθηναϊκού ημερολογίου.
Ο λόγιος Γεώργιος Παχυμέρης γεννήθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια και έλαβε τον πρώτο κύκλο σπουδών του. Κατόπιν, μετά την ανακατάληψη της Πόλης και την εκδίωξη των Λατίνων, το 1261, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία δεκαεννιά ετών. Αφού μαθήτευσε κοντά στον Γεώργιο Ακροπολίτη και στον Νικηφόρο Βλεμμύδη, αρχικά έγινε διάκονος στην Αγία Σοφία, ενώ στη συνέχεια κατέλαβε πολιτικά και εκκλησιαστικά αξιώματα, όπως νοτάριος της πατριαρχικής γραμματείας, διδάσκαλος του Αποστόλου, υπομνηματογράφος, ιερομνήμων, πρωτέκδικος και δικαιοφύλαξ.Επίσης, αναμείχθηκε στην εκκλησιαστική ζωή προβάλλοντας την αντίθεσή του στην ένωση των δύο μεγάλων Εκκλησιών. Ήταν μέσα στα πράγματα, γι' αυτό το έργο του αναφέρεται κυρίως στις δογματικές διαμάχες της εποχής του.Ο λόγιος, ιστορικός, μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος Γεώργιος Παχυμέρης δίδασκε στο Oικουμενικόν Διδασκαλείον της Kωνσταντινούπολης από το 1275 ερμηνεία της Kαινής Διαθήκης και των Πατέρων, αριστοτελική φιλοσοφία, καθώς και τα μαθήματα της τετρακτύος: γραμματική, ρητορική, αστρονομία και μουσική. Tο σημαντικότερο έργο του είναι η πραγματεία του Συγγραφικαί Ιστορίαι, σε δεκατρία βιβλία, όπου κύρια μέριμνά του, όπως έλεγε, ήταν η έκθεση της αλήθειας και στην οποία ιστορούνται γεγονότα από το 1258 έως το 1308.
Ως δάσκαλος και φιλόσοφος έγραψε ρητορικά έργα, επιστολές, καθώς και το περίφημο Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων, αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας και αστρονομίας ή Τετράβιβλο (Quadrivium). Το συγκεκριμένο βοήθημα για τους μαθητές της τετρακτύος το έγραψε γύρω στο 1300 - εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Δύση από τον Paul Tannery το 1896 με τον τίτλο Quadrivium de George Pachymere.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δ. Κωτσάκης αναφέρει σχετικά: Τον Παχυμέρη μόνο το παραπάνω έργο του είναι ικανόν να τον αναβιβάση εις την πρώτην βαθμίδα των μαθηματικών της εποχής του, εις την Ανατολήν και την Δύσιν, διότι έχει ανωτέραν επιστημονικήν πνοήν. Χρησιμοποιεί με πολλήν ευκολίαν τους αρχαίους και νεωτέρους συγγραφείς, αλλ' υποβάλλει εις κριτικήν τας γνώμας των και διατυπώνει τας προσωπικάς του απόψεις πείθων τον αναγνώστην (Οι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 8).
Δικό του δημιούργημα είναι και το Σχεδίασμα περί της φιλοσοφίας του Aριστοτέλους, γνωστό και ως Φιλοσοφία του Παχυμέρους, σε δώδεκα βιβλία, το οποίο αποτελεί έναν εκτενή σχολιασμό σχεδόν ολόκληρου του έργου του Αριστοτέλη. Έχει σχολιάσει επίσης, τον Παρμενίδη του Πλάτωνος, συμπληρώνοντας τα αντίστοιχα σχόλια του Πρόκλου στον ίδιο διάλογο. Τέλος, στο έργο του Ιστορία, που έχει αποθησαυριστεί στην Ελληνική Πατρολογία (P.G. 143-144), δίνει ακόμα και φυσιογνωστικές πληροφορίες. Ήταν αρχαιολάτρης και ένθερμος υποστηρικτής του εθνικού ελληνικού πνεύματος, τόσο πολύ που αντί των λατινικών και στη συνέχεια χριστιανικών ονομάτων των μηνών χρησιμοποιούσε στα γραπτά του τα αντίστοιχα αττικά ονόματα του αρχαίου αθηναϊκού ημερολογίου.
Επιστήμες
Το Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων είναι ένα σημαντικό και ιδιαίτερα αναλυτικό έργο 454 σελίδων, μολονότι, όπως τονίζει ο Αυστριακός καθηγητής Ηerbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 48), εμφανίζει σε κάποια σημεία ασάφειες και ανακρίβειες. Πάντως, περιλαμβάνει τον πυρήνα της αρχαίας φυσικομαθηματικής επιστήμης και γι' αυτόν τον λόγο άνοιξε τον δρόμο σε εκείνους που είχαν τη θέληση να ακολουθήσουν. Στο παραπάνω έργο φανερώνεται η ικανότητα του Παχυμέρη να χειρίζεται ζητήματα αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας και αστρονομίας. Τα τέσσερα αυτά μαθήματα είναι για εκείνον παίγνιον του νοός, τελείωσις ψυχής λογικής και διαβιβάζουν την διάνοιαν ημών από των αισθητών και δοξαστών επί τα νοητά και επιστημονικά.
Όσον αφορά την αριθμητική, ο Παχυμέρης βασίζεται στον Αλεξανδρινό μαθηματικό Διόφαντο (4ος π.Χ. αιώνας), τον οποίο παράφρασε για να τον χρησιμοποιήσει στο Σύνταγμά του. Επίσης, στην αριθμητική της Τετραβίβλου εκθέτει κάποιες βασικές έννοιες της θεωρίας των αριθμών, ενώ χρησιμοποιεί πολλά παραδείγματα και παραπομπές σε προγενεστέρους του μαθηματικούς. Στη γεωμετρία, ο Παχυμέρης αναφέρεται συχνά στους αρχαίους Έλληνες γεωμέτρες (Ευκλείδη, Απολλώνιο Περγαίο κ.ά.), ενώ χρησιμοποιεί σχήματα για τις αποδείξεις του. Μνημονεύει το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου και, πριν περάσει στα αστρονομικά θέματα, αναπτύσσει τα μαθηματικά εκείνα που είναι απαραίτητα στον αναγνώστη ώστε να κατανοήσει τα επόμενα κεφάλαια. Στη γεωμετρία της Τετραβίβλου αποδεικνύει πολλές προτάσεις χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα κατά περίπτωση σχήματα. Στην αστρονομία της, δίνει μια εισαγωγή με διάφορες βασικές μαθηματικές έννοιες. Επίσης, βασιζόμενος στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι του Κλαύδιου Πτολεμαίου, παραθέτει και τους ορισμούς της σεληνιακής και ηλιακής έκλειψης: Και τη μεν σεληνιακή εκλείψει αιτία η σκιά της γης. Φθάνει γαρ και μέχρι Σελήνης η σκιά της γης κατά κώνον εκφερομένη, ότε εστί το φωτίζον μείζον... Ει δε μείζον το φωτίζον, κωνοειδής αποτελείται σκιά. Το γαρ απόστημα του μεγέθους του φωτίζοντος προς το φωτιζόμενον δίδωσι τη σκιά πλάτος ανάλογον, όπερ οξύ λήγει δια του φωτιζομένου ελάττωμα... Η δε του Ηλίου πάντως δια της Σελήνης επιπρόσθησιν γίνεται, ομοιοτρόπως της περί σκιάς γενομένοις (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 12). Τέλος, το τμήμα της μουσικής έχει ως βάση του τις παρατηρήσεις πάλι του Κλαύδιου Πτολεμαίου στο έργο του Αρμονικά.
Με το Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων (Quadrivium), που σημειωτέον σώζεται αυτόγραφο στον Κώδικα 38 της Biblioteca Angelica της Ρώμης, ο Παχυμέρης διέσωσε την αρχαία παράδοση των θετικών επιστημών, ενώ συνετέλεσε και στην ανανέωση του ενδιαφέροντος γι' αυτές. Μάλιστα, τμήματα του Δ΄ Βιβλίου του Συντάγματος επιγράφονται όροι σφαιρικής, ήτοι περί αστρονομίας. Είναι η εποχή που υπάρχει ανταλλαγή αστρονομικών απόψεων μεταξύ Βυζαντινών, Αράβων και Περσών, και αυτό ακριβώς το πνεύμα περιγράφει ο ερευνητής Ευθύμιος Νικολαΐδης αναφερόμενος γενικά στην αναγέννηση της αστρονομίας στο Βυζάντιο και ειδικότερα στο έργο του Γεωργίου Παχυμέρη: Το Quadrivium του Γεωργίου Παχυμέρη είναι ένα από τα πρώτα κείμενα, ενδεικτικά αυτής της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για την αστρονομία. Στόχος η συστηματική διόρθωση και ενημέρωση των αστρονομικών εφημερίδων του Πτολεμαίου. Από τον ιδ΄ αιώνα, η βυζαντινή αστρονομία διαιρείται σε δύο βασικούς τομείς: αυτόν της μελέτης της Μεγίστης και των Πρόχειρων Κανόνων του Πτολεμαίου, και εκείνον της μελέτης της Περσικής Συντάξεως της αστρονομίας, δηλαδή της μουσουλμανικής σχολής της Maragha (Οι δύο πρόσφατες εκδόσεις της σειράς Corpus des Astronomes Byzantins (Βιβλιοκριτική), 1995, 207).
Ο Παχυμέρης εκτιμούσε ιδιαίτερα τα μαθηματικά. Θεωρούσε μάλιστα τις μαθηματικές ιδιότητες των υλικών όντων αναλλοίωτες, μια αντίληψη που θα τη διατυπώσει τρεις αιώνες αργότερα ο θεμελιωτής της αναλυτικής γεωμετρίας Καρτέσιος (1596-1650). Ήταν δηλαδή ένας πρωτοπόρος της μαθηματικής επιστήμης. Αναφέραμε ήδη ότι ο Παχυμέρης ασχολήθηκε με τον Διόφαντο, και μάλιστα σε άλλο σύγγραμμά του, τα Είκοσι κεφάλαια αριθμητικής, τα οποία στην ουσία είναι παράφραση του Α΄ βιβλίου του Διόφαντου, ασχολείται με προβλήματα αορίστων εξισώσεων β΄ βαθμού. Είχε ξεκινήσει από τη λύση των δευτεροβάθμιων εξισώσεων, προχώρησε στη λύση μιας ειδικής τριτοβάθμιας εξίσωσης (x3-4x2+x-4 = 0) και η όλη μαθηματική παιδεία του τον οδήγησε στο να ασχοληθεί και με τα γραμμικά συστήματα.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ενδελεχής μελετητής των Βυζαντινών αστρονόμων Δημήτριος Κωτσάκης, θεωρεί τον Παχυμέρη πολύ ανώτερο του δασκάλου του Νικηφόρου Βλεμμύδη στον τομέα των φυσικομαθηματικών επιστημών. Μάλιστα σε κάποιο σημείο της μελέτης του λέγει για τις αστρονομικές απόψεις του, με τις οποίες καυτηριάζει και την αστρολογία, τα εξής: Θα αφήσωμεν τον Παχυμέρην να ομιλήση περί της πεπλανημένης συσχετίσεως πολλών γηΐνων φαινομένων με τας κινήσεις και θέσεις των πλανητών. Ότι δηλαδή αι σύνοδοι και αι αντιθέσεις των πλανητών είναι αιτία «των χειμώνων και των καυμάτων». Λέγουν μερικοί ότι «ο μοτροχάουτος του πυρόεντος Άρεως τω Ηλίω υπερβολικά καύματα γίνεσθαι• και αυχμούς και άλλα πλείστα». Δίδει δε την ακόλουθον απάντησιν: «Οι πολλοί δε των παλαιών και ειμαρμένην εντεύθεν ανοήτως συνέστησαν και γενεθλιαλογίαν εδογμάτισαν, υπολαβόντες ως ούτω δύνανται εξαλλάσσειν και ήθη και ψυχάς ανθρώπων και τύχας οι πλανήτες, ως εξαλλάτουσι τους καιρούς• ώσπερ αν τι ωήθη τας βοτάνας, διό εξαλλάσσουσι τας διαθέσεις των σωμάτων, εξαλλάσσειν και τας ψυχάς. Άπαγε ες Κυνόσαργες και εκτρέπον ο ταύτα ισχυριζόμενος• πάρεχε τη φύσει τα φυσικά και μη συνδύαζε τα εφ' ημίν τοις μη εφ' ημίν και τα προαιρετικά τοις απροαιρέτοις συνύπαγε». Και συνεχίζει: Εις εποχήν κατά την οποίαν, εις την Δύσιν πρό παντός, πολλοί σοφοί επίστευον εις την επίδρασιν των άστρων επί της τύχης των ανθρωπίνων, ο Παχυμέρης παρουσιάζεται με τόσον καθαράς απόψεις, τας οποίας μετά μεγάλου σθένους υποστηρίζει διά να διαφωτίση τους συγχρόνους του και να εξυψώση πνευματικώς την κοινωνίαν. Δικαιολογείται δε πλήρως ο διάσημος Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Krumbacher (1856-1909) που τον θεωρεί εφάμιλλο του Δυτικού φιλοσόφου και επιστήμονα Ρογήρου Βάκωνος (1220-1292), όστις προσέφερε πολλά κατά τον 12ον αιώνα διά την προαγωγήν της πειραματικής επιστήμης και του πολιτισμού της Δύσεως (Κωτσάκης, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 8-9).
Το Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων είναι ένα σημαντικό και ιδιαίτερα αναλυτικό έργο 454 σελίδων, μολονότι, όπως τονίζει ο Αυστριακός καθηγητής Ηerbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 48), εμφανίζει σε κάποια σημεία ασάφειες και ανακρίβειες. Πάντως, περιλαμβάνει τον πυρήνα της αρχαίας φυσικομαθηματικής επιστήμης και γι' αυτόν τον λόγο άνοιξε τον δρόμο σε εκείνους που είχαν τη θέληση να ακολουθήσουν. Στο παραπάνω έργο φανερώνεται η ικανότητα του Παχυμέρη να χειρίζεται ζητήματα αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας και αστρονομίας. Τα τέσσερα αυτά μαθήματα είναι για εκείνον παίγνιον του νοός, τελείωσις ψυχής λογικής και διαβιβάζουν την διάνοιαν ημών από των αισθητών και δοξαστών επί τα νοητά και επιστημονικά.
Όσον αφορά την αριθμητική, ο Παχυμέρης βασίζεται στον Αλεξανδρινό μαθηματικό Διόφαντο (4ος π.Χ. αιώνας), τον οποίο παράφρασε για να τον χρησιμοποιήσει στο Σύνταγμά του. Επίσης, στην αριθμητική της Τετραβίβλου εκθέτει κάποιες βασικές έννοιες της θεωρίας των αριθμών, ενώ χρησιμοποιεί πολλά παραδείγματα και παραπομπές σε προγενεστέρους του μαθηματικούς. Στη γεωμετρία, ο Παχυμέρης αναφέρεται συχνά στους αρχαίους Έλληνες γεωμέτρες (Ευκλείδη, Απολλώνιο Περγαίο κ.ά.), ενώ χρησιμοποιεί σχήματα για τις αποδείξεις του. Μνημονεύει το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου και, πριν περάσει στα αστρονομικά θέματα, αναπτύσσει τα μαθηματικά εκείνα που είναι απαραίτητα στον αναγνώστη ώστε να κατανοήσει τα επόμενα κεφάλαια. Στη γεωμετρία της Τετραβίβλου αποδεικνύει πολλές προτάσεις χρησιμοποιώντας τα αντίστοιχα κατά περίπτωση σχήματα. Στην αστρονομία της, δίνει μια εισαγωγή με διάφορες βασικές μαθηματικές έννοιες. Επίσης, βασιζόμενος στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι του Κλαύδιου Πτολεμαίου, παραθέτει και τους ορισμούς της σεληνιακής και ηλιακής έκλειψης: Και τη μεν σεληνιακή εκλείψει αιτία η σκιά της γης. Φθάνει γαρ και μέχρι Σελήνης η σκιά της γης κατά κώνον εκφερομένη, ότε εστί το φωτίζον μείζον... Ει δε μείζον το φωτίζον, κωνοειδής αποτελείται σκιά. Το γαρ απόστημα του μεγέθους του φωτίζοντος προς το φωτιζόμενον δίδωσι τη σκιά πλάτος ανάλογον, όπερ οξύ λήγει δια του φωτιζομένου ελάττωμα... Η δε του Ηλίου πάντως δια της Σελήνης επιπρόσθησιν γίνεται, ομοιοτρόπως της περί σκιάς γενομένοις (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 12). Τέλος, το τμήμα της μουσικής έχει ως βάση του τις παρατηρήσεις πάλι του Κλαύδιου Πτολεμαίου στο έργο του Αρμονικά.
Με το Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων (Quadrivium), που σημειωτέον σώζεται αυτόγραφο στον Κώδικα 38 της Biblioteca Angelica της Ρώμης, ο Παχυμέρης διέσωσε την αρχαία παράδοση των θετικών επιστημών, ενώ συνετέλεσε και στην ανανέωση του ενδιαφέροντος γι' αυτές. Μάλιστα, τμήματα του Δ΄ Βιβλίου του Συντάγματος επιγράφονται όροι σφαιρικής, ήτοι περί αστρονομίας. Είναι η εποχή που υπάρχει ανταλλαγή αστρονομικών απόψεων μεταξύ Βυζαντινών, Αράβων και Περσών, και αυτό ακριβώς το πνεύμα περιγράφει ο ερευνητής Ευθύμιος Νικολαΐδης αναφερόμενος γενικά στην αναγέννηση της αστρονομίας στο Βυζάντιο και ειδικότερα στο έργο του Γεωργίου Παχυμέρη: Το Quadrivium του Γεωργίου Παχυμέρη είναι ένα από τα πρώτα κείμενα, ενδεικτικά αυτής της αναζωπύρωσης του ενδιαφέροντος για την αστρονομία. Στόχος η συστηματική διόρθωση και ενημέρωση των αστρονομικών εφημερίδων του Πτολεμαίου. Από τον ιδ΄ αιώνα, η βυζαντινή αστρονομία διαιρείται σε δύο βασικούς τομείς: αυτόν της μελέτης της Μεγίστης και των Πρόχειρων Κανόνων του Πτολεμαίου, και εκείνον της μελέτης της Περσικής Συντάξεως της αστρονομίας, δηλαδή της μουσουλμανικής σχολής της Maragha (Οι δύο πρόσφατες εκδόσεις της σειράς Corpus des Astronomes Byzantins (Βιβλιοκριτική), 1995, 207).
Ο Παχυμέρης εκτιμούσε ιδιαίτερα τα μαθηματικά. Θεωρούσε μάλιστα τις μαθηματικές ιδιότητες των υλικών όντων αναλλοίωτες, μια αντίληψη που θα τη διατυπώσει τρεις αιώνες αργότερα ο θεμελιωτής της αναλυτικής γεωμετρίας Καρτέσιος (1596-1650). Ήταν δηλαδή ένας πρωτοπόρος της μαθηματικής επιστήμης. Αναφέραμε ήδη ότι ο Παχυμέρης ασχολήθηκε με τον Διόφαντο, και μάλιστα σε άλλο σύγγραμμά του, τα Είκοσι κεφάλαια αριθμητικής, τα οποία στην ουσία είναι παράφραση του Α΄ βιβλίου του Διόφαντου, ασχολείται με προβλήματα αορίστων εξισώσεων β΄ βαθμού. Είχε ξεκινήσει από τη λύση των δευτεροβάθμιων εξισώσεων, προχώρησε στη λύση μιας ειδικής τριτοβάθμιας εξίσωσης (x3-4x2+x-4 = 0) και η όλη μαθηματική παιδεία του τον οδήγησε στο να ασχοληθεί και με τα γραμμικά συστήματα.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ενδελεχής μελετητής των Βυζαντινών αστρονόμων Δημήτριος Κωτσάκης, θεωρεί τον Παχυμέρη πολύ ανώτερο του δασκάλου του Νικηφόρου Βλεμμύδη στον τομέα των φυσικομαθηματικών επιστημών. Μάλιστα σε κάποιο σημείο της μελέτης του λέγει για τις αστρονομικές απόψεις του, με τις οποίες καυτηριάζει και την αστρολογία, τα εξής: Θα αφήσωμεν τον Παχυμέρην να ομιλήση περί της πεπλανημένης συσχετίσεως πολλών γηΐνων φαινομένων με τας κινήσεις και θέσεις των πλανητών. Ότι δηλαδή αι σύνοδοι και αι αντιθέσεις των πλανητών είναι αιτία «των χειμώνων και των καυμάτων». Λέγουν μερικοί ότι «ο μοτροχάουτος του πυρόεντος Άρεως τω Ηλίω υπερβολικά καύματα γίνεσθαι• και αυχμούς και άλλα πλείστα». Δίδει δε την ακόλουθον απάντησιν: «Οι πολλοί δε των παλαιών και ειμαρμένην εντεύθεν ανοήτως συνέστησαν και γενεθλιαλογίαν εδογμάτισαν, υπολαβόντες ως ούτω δύνανται εξαλλάσσειν και ήθη και ψυχάς ανθρώπων και τύχας οι πλανήτες, ως εξαλλάτουσι τους καιρούς• ώσπερ αν τι ωήθη τας βοτάνας, διό εξαλλάσσουσι τας διαθέσεις των σωμάτων, εξαλλάσσειν και τας ψυχάς. Άπαγε ες Κυνόσαργες και εκτρέπον ο ταύτα ισχυριζόμενος• πάρεχε τη φύσει τα φυσικά και μη συνδύαζε τα εφ' ημίν τοις μη εφ' ημίν και τα προαιρετικά τοις απροαιρέτοις συνύπαγε». Και συνεχίζει: Εις εποχήν κατά την οποίαν, εις την Δύσιν πρό παντός, πολλοί σοφοί επίστευον εις την επίδρασιν των άστρων επί της τύχης των ανθρωπίνων, ο Παχυμέρης παρουσιάζεται με τόσον καθαράς απόψεις, τας οποίας μετά μεγάλου σθένους υποστηρίζει διά να διαφωτίση τους συγχρόνους του και να εξυψώση πνευματικώς την κοινωνίαν. Δικαιολογείται δε πλήρως ο διάσημος Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Krumbacher (1856-1909) που τον θεωρεί εφάμιλλο του Δυτικού φιλοσόφου και επιστήμονα Ρογήρου Βάκωνος (1220-1292), όστις προσέφερε πολλά κατά τον 12ον αιώνα διά την προαγωγήν της πειραματικής επιστήμης και του πολιτισμού της Δύσεως (Κωτσάκης, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 8-9).
Ιωάννης Πεδιάσιμος ή
Γαληνός (1250-1341)
Ο λόγιος, ποιητής και διάκονος Ιωάννης Πεδιάσιμος είναι γνωστός και με το όνομα Γαληνός ή Πόθος λόγω του Πόθου, ενός διάσημου στην εποχή του ποιήματός του σε ιαμβικούς στίχους, όπου αντιπαραθέτει δύο τύπους γυναίκας, της κακής και της αγαθής. Ο Πεδιάσιμος άκμασε επί αυτοκράτορος Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου και αναδείχθηκε σε ύπατο των φιλοσόφων στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Ο συγκεκριμένος τίτλος αποδιδόταν στον πρόεδρο της Σχολής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, που υπήρχε τον 12ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο οι ύπατοι ήταν δάσκαλοι που δρούσαν υπό την επίβλεψη του Πατριαρχείου. Δίδαξε επίσης στην Αχρίδα γύρω στο 1280, όπου ήταν χαρτοφύλαξ Βουλγαρίας, βοηθός δηλαδή του πατριάρχη και εκπρόσωπός του προς τον υπόλοιπο κλήρο και τον λαό.
Έγραψε ποικίλα έργα συμπληρωματικού κυρίως χαρακτήρα, τα οποία όμως δεν διακρίνονται για την ακρίβεια των περιγραφών τους. Αυτά τα έργα ήταν γεωμετρικά, μουσικά, αστρονομικά, ιατρικά, μυθολογικά και συλλογιστικά, καθώς και φιλοσοφικές και φιλολογικές πραγματείες: Επιστασίαι μερικαί, Περί των 12 άθλων του Ηρακλέους, Περί των εννέα Μουσών, Πραγματείαι σχολειακαί κ.ά.
Ως θετικός επιστήμονας, αρχικά έγραψε Σχόλια στον Κλαύδιο Πτολεμαίο και τον Κλεομήδη, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε και με μαθηματικά προβλήματα, όπως ο διπλασιασμός του κύβου. Παράλληλα συνέγραψε και ένα έργο με τίτλο Γεωμετρία. Σχολίασε τα Αναλυτικά Πρότερα και μέρος από τα Ύστερα του Αριστοτέλη, όπου ο σχολιασμός του -με κύρια πηγή του τον Ιωάννη τον Φιλόπονο- είναι πολύ αναλυτικός και το έργο του αυτό διατηρεί ακόμα και σήμερα τη ζωντάνια, τη φρεσκάδα και κυρίως τη χρησιμότητά του για τη γλώσσα και την ορολογία του.
Τέλος, με το μαθηματικογεωδαιτικό έργο του Σύνοψις περί μετρήσεως και μερισμού γης συγκέντρωσε τις γνώσεις γεωμετρίας του καιρού του. Σε αυτό το έργο γεωδαισίας χρησιμοποιεί γνώσεις από τον Ευκλείδη, τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό (Περί γραμμών γωνιών και εμβαδών) και τον Ήρωνα τον Βυζάντιο. Διακρίθηκε ως σχολιαστής του Αριστοτέλη, ενώ εκδήλωσε και έντονο ενδιαφέρον για τη νεοπυθαγόρεια αριθμολογία.
Ο λόγιος, ποιητής και διάκονος Ιωάννης Πεδιάσιμος είναι γνωστός και με το όνομα Γαληνός ή Πόθος λόγω του Πόθου, ενός διάσημου στην εποχή του ποιήματός του σε ιαμβικούς στίχους, όπου αντιπαραθέτει δύο τύπους γυναίκας, της κακής και της αγαθής. Ο Πεδιάσιμος άκμασε επί αυτοκράτορος Ανδρόνικου Γ΄ Παλαιολόγου και αναδείχθηκε σε ύπατο των φιλοσόφων στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Ο συγκεκριμένος τίτλος αποδιδόταν στον πρόεδρο της Σχολής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο, που υπήρχε τον 12ο αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο οι ύπατοι ήταν δάσκαλοι που δρούσαν υπό την επίβλεψη του Πατριαρχείου. Δίδαξε επίσης στην Αχρίδα γύρω στο 1280, όπου ήταν χαρτοφύλαξ Βουλγαρίας, βοηθός δηλαδή του πατριάρχη και εκπρόσωπός του προς τον υπόλοιπο κλήρο και τον λαό.
Έγραψε ποικίλα έργα συμπληρωματικού κυρίως χαρακτήρα, τα οποία όμως δεν διακρίνονται για την ακρίβεια των περιγραφών τους. Αυτά τα έργα ήταν γεωμετρικά, μουσικά, αστρονομικά, ιατρικά, μυθολογικά και συλλογιστικά, καθώς και φιλοσοφικές και φιλολογικές πραγματείες: Επιστασίαι μερικαί, Περί των 12 άθλων του Ηρακλέους, Περί των εννέα Μουσών, Πραγματείαι σχολειακαί κ.ά.
Ως θετικός επιστήμονας, αρχικά έγραψε Σχόλια στον Κλαύδιο Πτολεμαίο και τον Κλεομήδη, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε και με μαθηματικά προβλήματα, όπως ο διπλασιασμός του κύβου. Παράλληλα συνέγραψε και ένα έργο με τίτλο Γεωμετρία. Σχολίασε τα Αναλυτικά Πρότερα και μέρος από τα Ύστερα του Αριστοτέλη, όπου ο σχολιασμός του -με κύρια πηγή του τον Ιωάννη τον Φιλόπονο- είναι πολύ αναλυτικός και το έργο του αυτό διατηρεί ακόμα και σήμερα τη ζωντάνια, τη φρεσκάδα και κυρίως τη χρησιμότητά του για τη γλώσσα και την ορολογία του.
Τέλος, με το μαθηματικογεωδαιτικό έργο του Σύνοψις περί μετρήσεως και μερισμού γης συγκέντρωσε τις γνώσεις γεωμετρίας του καιρού του. Σε αυτό το έργο γεωδαισίας χρησιμοποιεί γνώσεις από τον Ευκλείδη, τον Ήρωνα τον Αλεξανδρινό (Περί γραμμών γωνιών και εμβαδών) και τον Ήρωνα τον Βυζάντιο. Διακρίθηκε ως σχολιαστής του Αριστοτέλη, ενώ εκδήλωσε και έντονο ενδιαφέρον για τη νεοπυθαγόρεια αριθμολογία.
Πιθανότατα κάποιος λόγιος επ'
ονόματι Ιωάννης Πεδνάμος (†1341), ο οποίος έγραψε μια πραγματεία περί μουσικής,
να είναι ο Ιωάννης Πεδιάσιμος.
Νικηφόρος Χούμνος
(1250/61-1327)
Ο λόγιος
ουμανιστής, αριστοτελιστής φιλόσοφος, θεολόγος και αξιωματούχος του Βυζαντίου
Νικηφόρος Χούμνος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 1250/61, ενώ στη συνέχεια
πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου μαθήτευσε κοντά στον Γεώργιο τον Κύπριο, τον
μετέπειτα πατριάρχη Γρηγόριο Β΄ τον Κύπριο.
Ο Νικηφόρος Χούμνος άκμασε στην
Κωνσταντινούπολη επί Μιχαήλ Η΄ και Ανδρόνικου Β΄ και κατέλαβε στην αυτοκρατορική
Αυλή τα αξιώματα του κοιαίστορα (τιμητή ή ταμία) και του κανικλείου (του
επιμελητή του βασιλικού μελανοδοχείου), δηλαδή βασιλικού γραμματέα. Τέλος, ήταν
φίλος, αλλά και ανταγωνιστής, του περίφημου λόγιου Θεόδωρου Μετοχίτη.
Ο Νικηφόρος υπήρξε ένας από τους πιο θερμούς υπερασπιστές της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη και σύμφωνα με τον R. G. Guilland: Με την αγάπη του για την αρχαιότητα... και με την ποικιλία των γνώσεών του, ο Χούμνος κηρύττει τον Ιταλικό ανθρωπισμό καθώς και τη Δυτική Αναγέννηση (Correspodance de Nichéphore Grégoras, 1927, 324). Από το έργο του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου φαίνεται πως περισσότερο τον ενδιέφεραν θέματα κοσμολογίας, φυσικής και ψυχολογίας.
Έγραψε πολλά και ενδιαφέροντα κυρίως πραγματείες για τις φυσικές επιστήμες και ιδιαιτέρως τη μετεωρολογία. Το βασικό στοιχείο του είναι ότι ασχολήθηκε μετ' εμβριθείας με τα θεμελιώδη ζητήματα της φυσικής φιλοσοφίας, ήτοι με τη φύση και την προέλευση της ύλης και του κόσμου των Ιδεών - που συγκλονίζουν ακόμη και σήμερα τα θεμέλια των φυσικών επιστημών.
Μελέτησε επισταμένως τη φιλοσοφία του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, αλλά και του νεοπλατωνικού Πλωτίνου και σε όλους αυτούς άσκησε κριτική στηριζόμενος στην πίστη του ότι τόσο ο υλικός όσο και ο πνευματικός κόσμος είναι δημιουργήματα του μοναδικού αυθύπαρκτου όντος, του Θεού. Δεν μελέτησε τους αρχαίους φιλοσόφους με πνεύμα αντιπαλότητας, αλλά καλοπροαίρετα, αφού πολλές φορές εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη μεγαλοφυΐα τους, ενώ έγραψε και έναν σχετικό λόγο προκειμένου να τους υπερασπιστεί: Προς τους δυσχεραίνοντας επί τοις ελέγχοις των ασαφώς και κακοτέχνως ρητορευόντων και ταναντία Πλάτωνι και τους αυτώ δοκούσιν αστρονομούντας (Fr. Boissonade, Anecdota Graeca, III, 1831, 365-391). Με αυτό τον λόγο ο Χούμνος στράφηκε εναντίον των φανατικών αριστοτελικών λογίων της εποχής του, τους οποίους προτρέπει να αναγνωρίζουν σε κάθε αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο τα θετικά και τα αρνητικά της διδασκαλίας του και να μην ακολουθούν ή να απορρίπτουν απόλυτα κανέναν από αυτούς.
Ουσιαστικά, μεγάλο ενδιαφέρον στο συνολικό έργο του παρουσιάζει αυτό που ονομάζουμε συνάντηση του Χριστιανισμού με το ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα. Ως πρόδρομος του αναγεννησιακού ανθρωπισμού (ουμανισμού), ο Νικηφόρος Χούμνος, μετέπειτα μοναχός Ναθαναήλ, ασχολήθηκε και καταπιάστηκε με τα θέματα αιχμής της εποχής του, δηλαδή με τα προβλήματα των θεμελιωδών κλάδων των θετικών επιστημών, ήτοι φυσική, αριθμητική, αστρονομία, μετεωρολογία κ.ά. Ήταν ένας πραγματικός και αυθεντικός εκπρόσωπος των φυσικομαθηματικών επιστημών, εφόσον στα έργα του συγκαταλέγονται πραγματείες όπως: Περί της ύλης και των ιδεών, ότι μήτε η ύλη προ των σωμάτων μήτε τα είδη χωρίς, αλλ' ομού ταύτα, Περί αέρος και Περί της θρεπτικής και αισθητικής ψυχής. Σύμφωνα με τον Χούμνο, ύλη και είδος δημιουργήθηκαν από το μηδέν και ανάγονται στην άχρονη βούληση του αγαθού, σοφού και παντοδύναμου Θεού-δημιουργού.
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους διαβάζουμε: Το έργο του Χούμνου «Περί της ύλης και των ιδεών...» το διακρίνει αποδεικτική δύναμη και μεθοδική επεξεργασία του κεντρικού προβλήματος, καθώς και γνώση των πηγών της εθνικής φιλοσοφίας -με σπουδή, όπως φαίνεται, των ίδιων των κειμένων-, αλλά και των βασικών θέσεων των πατέρων της Ορθοδοξίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 358).
Σύγχρονοι μελετητές του θεωρούν ότι ο Χούμνος, όπως άλλωστε και το σύνολο των Βυζαντινών λογίων-φιλοσόφων, στο επίμαχο θέμα των γενικών εννοιών, αυτών που ονομάζουμε universalia, ακολουθεί τη λύση του εννοιολογικού ρεαλισμού. Στην ουσία αυτή τη λύση που αρχικά τη διαμόρφωσαν οι Αλεξανδρινοί σχολιαστές των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και συγκεκριμένα η Σχολή του Αμμώνιου του Ερμεία, την ακολούθησε έκτοτε σχεδόν σύσσωμη η βυζαντινή διανόηση.
Επίσης, στο έργο του περιλαμβάνονται και τέσσερις πραγματείες με κοσμολογικά θέματα: Περί κόσμου και της κατ' αυτόν φύσεως, Περί των πρώτων και απλών σωμάτων, Ότι της γης εν μέσω του παντός εστώσης, ταύτης κατώτερον ουδέν, Περί του ότι μηδέν αδύνατον ούτ' άπορον... ύδωρ επάνω του στερεώματος κατά την του κόσμου γένεσιν αποτετάχθαι.
Με το συνολικό έργο του έχουν ασχοληθεί πολλοί λόγιοι του 19ου αιώνα, όπως ο J.-P. Migne, που το συμπεριέλαβε στην Patrologia Greca (1844-1855), ο Φρήντριχ Κρόυτσερ (Friedrich Creuzer), που το συμπεριέλαβε στο Plotini Opera Omnia (1835), και, όπως προαναφέραμε, ο Fr. Boissonade στα Anecdota Graeca (1831) και αργότερα στα Anecdota nova (1844).
Ο Νικηφόρος υπήρξε ένας από τους πιο θερμούς υπερασπιστές της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη και σύμφωνα με τον R. G. Guilland: Με την αγάπη του για την αρχαιότητα... και με την ποικιλία των γνώσεών του, ο Χούμνος κηρύττει τον Ιταλικό ανθρωπισμό καθώς και τη Δυτική Αναγέννηση (Correspodance de Nichéphore Grégoras, 1927, 324). Από το έργο του μεγάλου Σταγειρίτη φιλοσόφου φαίνεται πως περισσότερο τον ενδιέφεραν θέματα κοσμολογίας, φυσικής και ψυχολογίας.
Έγραψε πολλά και ενδιαφέροντα κυρίως πραγματείες για τις φυσικές επιστήμες και ιδιαιτέρως τη μετεωρολογία. Το βασικό στοιχείο του είναι ότι ασχολήθηκε μετ' εμβριθείας με τα θεμελιώδη ζητήματα της φυσικής φιλοσοφίας, ήτοι με τη φύση και την προέλευση της ύλης και του κόσμου των Ιδεών - που συγκλονίζουν ακόμη και σήμερα τα θεμέλια των φυσικών επιστημών.
Μελέτησε επισταμένως τη φιλοσοφία του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, αλλά και του νεοπλατωνικού Πλωτίνου και σε όλους αυτούς άσκησε κριτική στηριζόμενος στην πίστη του ότι τόσο ο υλικός όσο και ο πνευματικός κόσμος είναι δημιουργήματα του μοναδικού αυθύπαρκτου όντος, του Θεού. Δεν μελέτησε τους αρχαίους φιλοσόφους με πνεύμα αντιπαλότητας, αλλά καλοπροαίρετα, αφού πολλές φορές εξέφρασε τον θαυμασμό του για τη μεγαλοφυΐα τους, ενώ έγραψε και έναν σχετικό λόγο προκειμένου να τους υπερασπιστεί: Προς τους δυσχεραίνοντας επί τοις ελέγχοις των ασαφώς και κακοτέχνως ρητορευόντων και ταναντία Πλάτωνι και τους αυτώ δοκούσιν αστρονομούντας (Fr. Boissonade, Anecdota Graeca, III, 1831, 365-391). Με αυτό τον λόγο ο Χούμνος στράφηκε εναντίον των φανατικών αριστοτελικών λογίων της εποχής του, τους οποίους προτρέπει να αναγνωρίζουν σε κάθε αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο τα θετικά και τα αρνητικά της διδασκαλίας του και να μην ακολουθούν ή να απορρίπτουν απόλυτα κανέναν από αυτούς.
Ουσιαστικά, μεγάλο ενδιαφέρον στο συνολικό έργο του παρουσιάζει αυτό που ονομάζουμε συνάντηση του Χριστιανισμού με το ελληνικό φιλοσοφικό πνεύμα. Ως πρόδρομος του αναγεννησιακού ανθρωπισμού (ουμανισμού), ο Νικηφόρος Χούμνος, μετέπειτα μοναχός Ναθαναήλ, ασχολήθηκε και καταπιάστηκε με τα θέματα αιχμής της εποχής του, δηλαδή με τα προβλήματα των θεμελιωδών κλάδων των θετικών επιστημών, ήτοι φυσική, αριθμητική, αστρονομία, μετεωρολογία κ.ά. Ήταν ένας πραγματικός και αυθεντικός εκπρόσωπος των φυσικομαθηματικών επιστημών, εφόσον στα έργα του συγκαταλέγονται πραγματείες όπως: Περί της ύλης και των ιδεών, ότι μήτε η ύλη προ των σωμάτων μήτε τα είδη χωρίς, αλλ' ομού ταύτα, Περί αέρος και Περί της θρεπτικής και αισθητικής ψυχής. Σύμφωνα με τον Χούμνο, ύλη και είδος δημιουργήθηκαν από το μηδέν και ανάγονται στην άχρονη βούληση του αγαθού, σοφού και παντοδύναμου Θεού-δημιουργού.
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους διαβάζουμε: Το έργο του Χούμνου «Περί της ύλης και των ιδεών...» το διακρίνει αποδεικτική δύναμη και μεθοδική επεξεργασία του κεντρικού προβλήματος, καθώς και γνώση των πηγών της εθνικής φιλοσοφίας -με σπουδή, όπως φαίνεται, των ίδιων των κειμένων-, αλλά και των βασικών θέσεων των πατέρων της Ορθοδοξίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 358).
Σύγχρονοι μελετητές του θεωρούν ότι ο Χούμνος, όπως άλλωστε και το σύνολο των Βυζαντινών λογίων-φιλοσόφων, στο επίμαχο θέμα των γενικών εννοιών, αυτών που ονομάζουμε universalia, ακολουθεί τη λύση του εννοιολογικού ρεαλισμού. Στην ουσία αυτή τη λύση που αρχικά τη διαμόρφωσαν οι Αλεξανδρινοί σχολιαστές των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και συγκεκριμένα η Σχολή του Αμμώνιου του Ερμεία, την ακολούθησε έκτοτε σχεδόν σύσσωμη η βυζαντινή διανόηση.
Επίσης, στο έργο του περιλαμβάνονται και τέσσερις πραγματείες με κοσμολογικά θέματα: Περί κόσμου και της κατ' αυτόν φύσεως, Περί των πρώτων και απλών σωμάτων, Ότι της γης εν μέσω του παντός εστώσης, ταύτης κατώτερον ουδέν, Περί του ότι μηδέν αδύνατον ούτ' άπορον... ύδωρ επάνω του στερεώματος κατά την του κόσμου γένεσιν αποτετάχθαι.
Με το συνολικό έργο του έχουν ασχοληθεί πολλοί λόγιοι του 19ου αιώνα, όπως ο J.-P. Migne, που το συμπεριέλαβε στην Patrologia Greca (1844-1855), ο Φρήντριχ Κρόυτσερ (Friedrich Creuzer), που το συμπεριέλαβε στο Plotini Opera Omnia (1835), και, όπως προαναφέραμε, ο Fr. Boissonade στα Anecdota Graeca (1831) και αργότερα στα Anecdota nova (1844).
Ιωσήφ Φιλάγριος
(1335-1400/5)
Ο λόγιος μοναχός
και φιλόσοφος Ιωσήφ Φιλάγριος ή Φιλάγρης άκμασε κατά τον 14ο αιώνας ως δάσκαλος
στην Κρήτη. Γεννήθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) και έλαβε επιμελημένη
παιδεία εκεί. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης, το οποίο άλλαξε σε Ιωσήφ όταν
έγινε μοναχός το 1362, στη Μονή των Τριών Ιεραρχών στο όρος Κόφινα στη Νότια
Κρήτη.
Ο Ιωσήφ Φιλάγριος διαδραμάτισε
σημαντικό ρόλο στη δογματική διαμάχη Ορθοδόξων και Δυτικών και η αντιρρητική του
δραστηριότητα είχε στόχο της ως επί το πλείστον τους δύο κυριότερους ενωτικούς
της εποχής του, τον Δημήτριο Κυδώνη (1324-1400) και τον Μανουήλ Καλέκα (†1410).
Παρ' όλα αυτά μας ενδιαφέρει επειδή ασχολήθηκε με τη θύραθεν παιδεία, την
ελληνική φιλοσοφία και ειδικότερα με τον Αριστοτέλη και τον Πορφύριο.
Έτσι, έγραψε μεταξύ των ετών 1392-1395 τα έργα Διδασκαλία σύντομος των του Αριστοτέλους δέκα κατηγοριών και Εις το περί ερμηνείας, ενώ είναι γνωστός και για τα Παραπληρώματά του, δηλαδή τις πολύ χρήσιμες σημειώσεις του στα περιθώρια των πιο πάνω έργων, καθώς και στην Εισαγωγή του Πορφύριου. Ολόκληρη η συγγραφή, που αποτελεί μνημείο για την πνευματική ιστορία της ενετοκρατούμενης Κρήτης, βρίσκεται στον χειρόγραφο ελληνικό Κώδικα αριθ. 30 στη Biblioteca Angelica της Ρώμης.
Έτσι, έγραψε μεταξύ των ετών 1392-1395 τα έργα Διδασκαλία σύντομος των του Αριστοτέλους δέκα κατηγοριών και Εις το περί ερμηνείας, ενώ είναι γνωστός και για τα Παραπληρώματά του, δηλαδή τις πολύ χρήσιμες σημειώσεις του στα περιθώρια των πιο πάνω έργων, καθώς και στην Εισαγωγή του Πορφύριου. Ολόκληρη η συγγραφή, που αποτελεί μνημείο για την πνευματική ιστορία της ενετοκρατούμενης Κρήτης, βρίσκεται στον χειρόγραφο ελληνικό Κώδικα αριθ. 30 στη Biblioteca Angelica της Ρώμης.
Μανουήλ Καλέκας
(†1410)
Ο σπουδαίος
θεολόγος, μοναχός και φιλόσοφος Μανουήλ Καλέκας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη
από σπουδαία οικογένεια αξιωματούχων και ήταν συγγενής του πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα (1334-1347). Ήταν ένας από τους ένθερμους
ενωτικούς θεολόγους της εποχής του, γνωστός φιλοθωμιστής, δηλαδή οπαδός του
σχολαστικού φιλόσοφου Θωμά του Ακινάτη, και σφοδρός αντίπαλος του Γρηγορίου
Παλαμά (1296-1359). Άκμασε επί της εποχής του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου
και ενδιαφέρει τη μελέτη μας γιατί έγραψε τα Σχόλια στη Φυσική του Αριστοτέλη,
από τα οποία σώζεται μόνο το Προοίμιο. Έγραψε επίσης Περί ουσίας και ενεργείας,
Πραγματεία περί της πλάνης των Γραικών, Δογματική, Περί της Αγίας Τριάδος
κ.ά.
Ο Μανουήλ Καλέκας, από τους
κυριότερους εκπροσώπους της σχολαστικής θεολογίας στο Βυζάντιο, είχε ταχτεί
εξαρχής υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών. Ασπάστηκε τον μοναχικό βίο και μπήκε στο
τάγμα των Δομινικανών της Καθολικής Εκκλησίας στη Μυτιλήνη, χωρίς ωστόσο να
περιμένει την πραγματοποίηση της ένωσης. Τα έργα του αντιπροσωπεύουν μια
απόπειρα μεταφύτευσης της θεολογίας του ιερού Αυγουστίνου και του Θωμά του
Ακινάτη στον χώρο του Βυζαντίου, όπου όμως είχαν ελάχιστη απήχηση. Απεβίωσε στη
Μυτιλήνη το 1410.
Μάξιμος Πλανούδης
(1260-1310)
Ο λόγιος, φιλόλογος, μαθηματικός και αστρονόμος Μανουήλ Πλανούδης γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, αλλά σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πλανούδης θεωρείται από τους σπουδαιότερους λογίους της εποχής του και πρόδροµος της αναγέννησης των κλασικών ελληνικών σπουδών στη Δύση. Το 1285, όταν έγινε μοναχός, άλλαξε το όνομά του από Μανουήλ σε Μάξιμος και με αυτό έμεινε γνωστός. Ο Πλανούδης δίδασκε, ήδη από το 1280, στις σχολές της Μονής της Χώρας και της Μονής του Ακαταλήπτου Χριστού στην Κωνσταντινούπολη. Άγνωστο το πώς έγινε άριστος λατινιστής και μετέφρασε έργα της λατινικής γραμματείας στην ελληνική γλώσσα (Βοήθιος, Κάτων ο Πρεσβύτερος, Οβίδιος, Κικέρων, Ιούλιος Καίσαρ, Ψευδο-Αυγουστίνος, Θωμάς Ακινάτης κ.ά.). Αρχικά μετέφρασε το De consolatione philosophiae του Βοήθιου και έτσι προλείανε τη σύνδεση μεταξύ του βυζαντινού πολιτισμού και της Δύσης. Ο Μάξιμος Πλανούδης με τις μεταφράσεις του έγινε ο πνευματικός ενδιάμεσος μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου.
Αρχικά ήταν υποστηρικτής της ένωσης των Εκκλησιών στο πλευρό του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Μετά όμως τον θάνατο του τελευταίου, ο νέος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ακολούθησε ανθενωτική πολιτική και ο Μάξιμος Πλανούδης άλλαξε κι αυτός παράταξη. Τότε έγραψε το Περί αληθείας και το Κατά Λατίνων συλλογισμοί περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, όπου χρησιμοποιεί και επεκτείνει τους Συλλογισμούς του πατριάρχη Φωτίου. Μετά τη Σύνοδο της Λυών (1274) επιδόθηκε στη μετάφραση έργων της λατινικής θεολογίας και φιλολογίας. Μέσω αυτών των μεταφράσεων έγινε ο πρώτος Βυζαντινός λόγιος ο οποίος έκανε γνωστή στην Ανατολή τη δυτική λατινική πολιτιστική παράδοση, προωθώντας συνεχώς την επικοινωνία της Ανατολής με τη Δύση. Μετέφρασε τα Αποφθέγματα του Κάτωνος, τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, το Ενύπνιον του Σκιπίωνος, τους Γαλατικούς Πολέμους του Ιούλιου Καίσαρα, το Περί Τριάδος του ιερού Αυγουστίνου και άλλα. Παρ' όλα αυτά δεν επεκτεινόμαστε στην προσφορά του στη φιλολογία και τη θεολογία, επειδή στο πλαίσιο της μελέτης μας, μας ενδιαφέρει κυρίως το πλούσιο έργο του στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες, που θα το γνωρίσουμε αναλυτικά παρακάτω.
Ο λόγιος, φιλόλογος, μαθηματικός και αστρονόμος Μανουήλ Πλανούδης γεννήθηκε στη Νικομήδεια της Βιθυνίας, αλλά σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη. Ο Πλανούδης θεωρείται από τους σπουδαιότερους λογίους της εποχής του και πρόδροµος της αναγέννησης των κλασικών ελληνικών σπουδών στη Δύση. Το 1285, όταν έγινε μοναχός, άλλαξε το όνομά του από Μανουήλ σε Μάξιμος και με αυτό έμεινε γνωστός. Ο Πλανούδης δίδασκε, ήδη από το 1280, στις σχολές της Μονής της Χώρας και της Μονής του Ακαταλήπτου Χριστού στην Κωνσταντινούπολη. Άγνωστο το πώς έγινε άριστος λατινιστής και μετέφρασε έργα της λατινικής γραμματείας στην ελληνική γλώσσα (Βοήθιος, Κάτων ο Πρεσβύτερος, Οβίδιος, Κικέρων, Ιούλιος Καίσαρ, Ψευδο-Αυγουστίνος, Θωμάς Ακινάτης κ.ά.). Αρχικά μετέφρασε το De consolatione philosophiae του Βοήθιου και έτσι προλείανε τη σύνδεση μεταξύ του βυζαντινού πολιτισμού και της Δύσης. Ο Μάξιμος Πλανούδης με τις μεταφράσεις του έγινε ο πνευματικός ενδιάμεσος μεταξύ ανατολικού και δυτικού κόσμου.
Αρχικά ήταν υποστηρικτής της ένωσης των Εκκλησιών στο πλευρό του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Μετά όμως τον θάνατο του τελευταίου, ο νέος αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ ακολούθησε ανθενωτική πολιτική και ο Μάξιμος Πλανούδης άλλαξε κι αυτός παράταξη. Τότε έγραψε το Περί αληθείας και το Κατά Λατίνων συλλογισμοί περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, όπου χρησιμοποιεί και επεκτείνει τους Συλλογισμούς του πατριάρχη Φωτίου. Μετά τη Σύνοδο της Λυών (1274) επιδόθηκε στη μετάφραση έργων της λατινικής θεολογίας και φιλολογίας. Μέσω αυτών των μεταφράσεων έγινε ο πρώτος Βυζαντινός λόγιος ο οποίος έκανε γνωστή στην Ανατολή τη δυτική λατινική πολιτιστική παράδοση, προωθώντας συνεχώς την επικοινωνία της Ανατολής με τη Δύση. Μετέφρασε τα Αποφθέγματα του Κάτωνος, τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, το Ενύπνιον του Σκιπίωνος, τους Γαλατικούς Πολέμους του Ιούλιου Καίσαρα, το Περί Τριάδος του ιερού Αυγουστίνου και άλλα. Παρ' όλα αυτά δεν επεκτεινόμαστε στην προσφορά του στη φιλολογία και τη θεολογία, επειδή στο πλαίσιο της μελέτης μας, μας ενδιαφέρει κυρίως το πλούσιο έργο του στα μαθηματικά και τις θετικές επιστήμες, που θα το γνωρίσουμε αναλυτικά παρακάτω.
Το έργο του και το
ινδοαραβικό σύστημα αρίθμησης
Ο Πλανούδης άφησε ένα πολύ σημαντικό έργο με τα σχόλια και τις συλλογές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Με την πλούσια συγγραφική του παρουσία και την εργατικότητά του ανέδειξε την ευρύτητα του περιεχομένου της βυζαντινής παιδείας κατά τους παλαιολόγειους χρόνους. Έγραψε επίσης -εκτός από τις μεταφράσεις λατινικών έργων- και θεολογικές πραγματείες, ενώ τα έργα του είναι γεμάτα από ιστορικά και γεωγραφικά αποσπάσματα.
Ο Πλανούδης ήταν γνωστός στη Δύση για τις συλλογές ή εκδόσεις ιστορικών, γεωγράφων, αστρονόμων, μαθηματικών και άλλων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων• κείμενα από αυτά τα έργα του, κατά τους πρώτους χρόνους του Ουμανισμού, χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη Δύση (A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 1971, σελ. 882).
Σχετικά με τα μαθηματικά έγραψε βιβλίο αριθμητικής κατά τη μέθοδο των Ινδών, την Ψηφιφορία κατ' Ινδούς την λεγομένην μεγάλην, όπου για πρώτη φορά στο Βυζάντιο εμφανίζεται το μηδέν (Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 1948, τόμος Α΄ Ι, σελ. 61). Ο Πλανούδης στα αριθμητικά έργα του ονομάζει την αφαίρεση «εκβολή», τη διαίρεση «μερισμόν», ενώ την τετραγωνική ρίζα την καλεί «τετραγωνική πλευρά». Όσον αφορά την εξαγωγή της τετραγωνικής ρίζας έδωσε μια -δικής του επινοήσεως- μέθοδο, η οποία παρείχε αποτελέσματα με καλύτερη προσέγγιση. Τη μέθοδο αυτή την περιγράφει ο M. Cantor (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, 512-513). Ταυτόχρονα γράφει ότι υπάρχει και άλλη μέθοδος, που προέρχεται από μείξη της αντίστοιχης του Θέωνος του Αλεξανδρέως, που ήδη έχουμε αναφέρει, της ινδικής και της δικής του: ετέρα μέθοδος μείγμα ούσα της τε ινδικής και του Θέωνος και της ημετέρας.
Η σπουδαιότητα όμως του συγκεκριμένου βιβλίου αριθμητικής έγκειται στο ότι χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τα εξ Ανατολής ινδοαραβικά ψηφία. Για τη συγγραφή του στηρίχθηκε σε ένα βιβλίο αριθμητικής του 1252 (Αρχή της μεγάλης και ινδικής ψηφιφορίας) που χρησιμοποιούσε τα δυτικά αραβικά ψηφία γκομπάρ.
Σημειώνουμε ότι ο Πλανούδης, όπως αναφέρει ο καθηγητής Φαίδων Κουκουλές (Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 1948, τόμος Α΄, Ι, σελ. 128), καλεί την αριθμητική Ψηφοφορίαν ή Ψηφιφορίαν. Επίσης είναι γνωστά από τον Kώδικα 157 sup. της Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης του Μιλάνου τα σχόλια του Πλανούδη στο δεύτερο και στο τρίτο βιβλίο του μαθηματικού Διόφαντου: Σχόλια αριθμητικής Διοφάντου, του Πλανούδη κυρού Μαξίμου.
Ο Πλανούδης άφησε ένα πολύ σημαντικό έργο με τα σχόλια και τις συλλογές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Με την πλούσια συγγραφική του παρουσία και την εργατικότητά του ανέδειξε την ευρύτητα του περιεχομένου της βυζαντινής παιδείας κατά τους παλαιολόγειους χρόνους. Έγραψε επίσης -εκτός από τις μεταφράσεις λατινικών έργων- και θεολογικές πραγματείες, ενώ τα έργα του είναι γεμάτα από ιστορικά και γεωγραφικά αποσπάσματα.
Ο Πλανούδης ήταν γνωστός στη Δύση για τις συλλογές ή εκδόσεις ιστορικών, γεωγράφων, αστρονόμων, μαθηματικών και άλλων αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων• κείμενα από αυτά τα έργα του, κατά τους πρώτους χρόνους του Ουμανισμού, χρησιμοποιούνταν για τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας στη Δύση (A. A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 1971, σελ. 882).
Σχετικά με τα μαθηματικά έγραψε βιβλίο αριθμητικής κατά τη μέθοδο των Ινδών, την Ψηφιφορία κατ' Ινδούς την λεγομένην μεγάλην, όπου για πρώτη φορά στο Βυζάντιο εμφανίζεται το μηδέν (Φ. Κουκουλές, Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 1948, τόμος Α΄ Ι, σελ. 61). Ο Πλανούδης στα αριθμητικά έργα του ονομάζει την αφαίρεση «εκβολή», τη διαίρεση «μερισμόν», ενώ την τετραγωνική ρίζα την καλεί «τετραγωνική πλευρά». Όσον αφορά την εξαγωγή της τετραγωνικής ρίζας έδωσε μια -δικής του επινοήσεως- μέθοδο, η οποία παρείχε αποτελέσματα με καλύτερη προσέγγιση. Τη μέθοδο αυτή την περιγράφει ο M. Cantor (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, 512-513). Ταυτόχρονα γράφει ότι υπάρχει και άλλη μέθοδος, που προέρχεται από μείξη της αντίστοιχης του Θέωνος του Αλεξανδρέως, που ήδη έχουμε αναφέρει, της ινδικής και της δικής του: ετέρα μέθοδος μείγμα ούσα της τε ινδικής και του Θέωνος και της ημετέρας.
Η σπουδαιότητα όμως του συγκεκριμένου βιβλίου αριθμητικής έγκειται στο ότι χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τα εξ Ανατολής ινδοαραβικά ψηφία. Για τη συγγραφή του στηρίχθηκε σε ένα βιβλίο αριθμητικής του 1252 (Αρχή της μεγάλης και ινδικής ψηφιφορίας) που χρησιμοποιούσε τα δυτικά αραβικά ψηφία γκομπάρ.
Σημειώνουμε ότι ο Πλανούδης, όπως αναφέρει ο καθηγητής Φαίδων Κουκουλές (Βυζαντινών βίος και πολιτισμός, 1948, τόμος Α΄, Ι, σελ. 128), καλεί την αριθμητική Ψηφοφορίαν ή Ψηφιφορίαν. Επίσης είναι γνωστά από τον Kώδικα 157 sup. της Αμβροσιανής Βιβλιοθήκης του Μιλάνου τα σχόλια του Πλανούδη στο δεύτερο και στο τρίτο βιβλίο του μαθηματικού Διόφαντου: Σχόλια αριθμητικής Διοφάντου, του Πλανούδη κυρού Μαξίμου.
Αραβικά ψηφία και
μηδέν
Ο Μάξιμος Πλανούδης, περιγράφοντας το αραβικό αριθμητικό σύστημα και αφού πρώτα παρουσιάζει τους αριθμούς από το ένα έως το εννιά, γράφει για το μηδέν τα εξής: Τιθέασι δε και έτερόν τι σχήμα ο καλούσιν τζίφραν, κατ' Ινδούς σημαίνον ουδέν. Και τα εννέα δε σχήματα και αυτά ινδικά έστι. Η δε τζίφρα γράφεται ούτως: 0.
Όσον αφορά το ζήτημα της εισαγωγής των αραβικών ψηφίων στο Βυζάντιο, τόσο ο καθηγητής Μιχαήλ Στεφανίδης (Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών, 1938, σελ. 217) όσο και ο M. Cantor (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, σελ. 511) θεωρούν ότι αυτή γίνεται για πρώτη φορά από τον Πλανούδη. Όμως ο Paul Tannery, όπως αναφέρει ο καθηγητής Δημήτριος Κωτσάκης, υποστηρίζει: Η γνώσις του αραβικού συστήματος θα έπρεπε να έχη εξαπλωθεί μεταξύ των Ελλήνων πάρα πολύ χρόνον προτού ο Πλανούδης δημοσιεύση (περί το 1303) τα μαθήματά του. Εν τούτοις, τον 12ον αιώνα, το σύστημα τούτο δεν ήτο ακόμη εις ευρείαν χρήσιν (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 10).
Ο Αυστριακός καθηγητής Ηerbert Hunger για το ίδιο θέμα τονίζει: Αυτό το σύστημα ψηφίων απαντάται στο Βυζάντιο ήδη στον περίφημο κώδικα του Ευκλείδη του έτους 888 και κατόπιν π.χ. στον μοναχό Νεόφυτο (προγενέστερος του Πλανούδη)... Ο Νεόφυτος γνώριζε το σύμβολο του μηδενός... (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 49). Σημειώνει ωστόσο ότι το μηδέν δεν χρησιμοποιούνταν όπως σήμερα ώστε να δείχνει την τάξη μεγέθους του αριθμού. Αυτό το κάνει ο Πλανούδης για να γίνει εφικτή η παράσταση οσωνδήποτε μεγάλων μεγεθών, τα οποία είναι τόσο απαραίτητα στην αστρονομία.
Πάντως, όπως και αν έγινε, η χρήση των εύχρηστων ινδοαραβικών αριθμητικών ψηφίων βοήθησε πάρα πολύ την ανάπτυξη και την εξέλιξη της επιστήμης των αριθμών, αφού παραμερίστηκαν τα πολύπλοκα και δύσχρηστα ελληνικά και λατινικά συστήματα αρίθμησης.
Σημειώνουμε ότι η αλληλογραφία του Μάξιμου Πλανούδη με τον σπουδαίο μαθηματικό και αστρονόμο Μανουήλ Βρυέννιο ανέδειξε την ευρύτητα των αστρονομικών του γνώσεων. Μάλιστα, από τον Μανουήλ Βρυέννιο ζήτησε να του στείλει έναν κώδικα του Διόφαντου για αντιπαραβολή, επειδή προετοίμαζε τα Σχόλια αριθμητικής Διοφάντου, του Πλανούδη κυρού Μαξίμου, όπως τιτλοφόρησε το σχετικό βιβλίο του (H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1992, τόμος Β΄, 50).
Ο Μάξιμος Πλανούδης, περιγράφοντας το αραβικό αριθμητικό σύστημα και αφού πρώτα παρουσιάζει τους αριθμούς από το ένα έως το εννιά, γράφει για το μηδέν τα εξής: Τιθέασι δε και έτερόν τι σχήμα ο καλούσιν τζίφραν, κατ' Ινδούς σημαίνον ουδέν. Και τα εννέα δε σχήματα και αυτά ινδικά έστι. Η δε τζίφρα γράφεται ούτως: 0.
Όσον αφορά το ζήτημα της εισαγωγής των αραβικών ψηφίων στο Βυζάντιο, τόσο ο καθηγητής Μιχαήλ Στεφανίδης (Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών, 1938, σελ. 217) όσο και ο M. Cantor (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, σελ. 511) θεωρούν ότι αυτή γίνεται για πρώτη φορά από τον Πλανούδη. Όμως ο Paul Tannery, όπως αναφέρει ο καθηγητής Δημήτριος Κωτσάκης, υποστηρίζει: Η γνώσις του αραβικού συστήματος θα έπρεπε να έχη εξαπλωθεί μεταξύ των Ελλήνων πάρα πολύ χρόνον προτού ο Πλανούδης δημοσιεύση (περί το 1303) τα μαθήματά του. Εν τούτοις, τον 12ον αιώνα, το σύστημα τούτο δεν ήτο ακόμη εις ευρείαν χρήσιν (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 10).
Ο Αυστριακός καθηγητής Ηerbert Hunger για το ίδιο θέμα τονίζει: Αυτό το σύστημα ψηφίων απαντάται στο Βυζάντιο ήδη στον περίφημο κώδικα του Ευκλείδη του έτους 888 και κατόπιν π.χ. στον μοναχό Νεόφυτο (προγενέστερος του Πλανούδη)... Ο Νεόφυτος γνώριζε το σύμβολο του μηδενός... (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 49). Σημειώνει ωστόσο ότι το μηδέν δεν χρησιμοποιούνταν όπως σήμερα ώστε να δείχνει την τάξη μεγέθους του αριθμού. Αυτό το κάνει ο Πλανούδης για να γίνει εφικτή η παράσταση οσωνδήποτε μεγάλων μεγεθών, τα οποία είναι τόσο απαραίτητα στην αστρονομία.
Πάντως, όπως και αν έγινε, η χρήση των εύχρηστων ινδοαραβικών αριθμητικών ψηφίων βοήθησε πάρα πολύ την ανάπτυξη και την εξέλιξη της επιστήμης των αριθμών, αφού παραμερίστηκαν τα πολύπλοκα και δύσχρηστα ελληνικά και λατινικά συστήματα αρίθμησης.
Σημειώνουμε ότι η αλληλογραφία του Μάξιμου Πλανούδη με τον σπουδαίο μαθηματικό και αστρονόμο Μανουήλ Βρυέννιο ανέδειξε την ευρύτητα των αστρονομικών του γνώσεων. Μάλιστα, από τον Μανουήλ Βρυέννιο ζήτησε να του στείλει έναν κώδικα του Διόφαντου για αντιπαραβολή, επειδή προετοίμαζε τα Σχόλια αριθμητικής Διοφάντου, του Πλανούδη κυρού Μαξίμου, όπως τιτλοφόρησε το σχετικό βιβλίο του (H. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1992, τόμος Β΄, 50).
Ο Μάξιμος Πλανούδης και η
γεωγραφία
Iδιαιτέρως έντονο υπήρξε το ενδιαφέρον του Μάξιμου Πλανούδη για τη γεωγραφία. Μετά από αίτημα του αυτοκράτορα Aνδρόνικου B΄ Παλαιολόγου προς τον πρώην πατριάρχη Aλεξανδρείας Aθανάσιο, ο οποίος ζούσε στην Kωνσταντινούπολη, ο Μάξιμος Πλανούδης δημιούργησε ένα ακριβές αντίγραφο της Γεωγραφικής Υφηγήσεως του Κλαύδιου Πτολεµαίου με τίτλο: Ιστορική και γεωγραφική Συναγωγή ή Συναγωγή εκλεγείσα υπό διαφόρων βιβλίων, συµπεριλαµβάνοντας σε αυτό χάρτες. Ο χάρτης της Ευρώπης, που παρουσιάζουμε παρακάτω, είναι από αυτό το χειρόγραφο.
Το συγκεκριμένο έργο θεωρείται κορυφαίο στην ιστορία της χαρτογραφίας . Ο ίδιος συγκέντρωσε επίσης χειρόγραφα του Στράβωνος τα οποία συντήρησε και αποκατέστησε.
Τέλος, ο Μάξιμος Πλανούδης έγραψε τα: Σχόλια εις Θεόκριτον και Ερμογένην, Ανθολογία διαφόρων επιγραφών, Παροιμίαι δημώδεις, Περί συντάξεως, και ένα μεγάλο πλήθος επιστολών προς διάφορους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες.
Iδιαιτέρως έντονο υπήρξε το ενδιαφέρον του Μάξιμου Πλανούδη για τη γεωγραφία. Μετά από αίτημα του αυτοκράτορα Aνδρόνικου B΄ Παλαιολόγου προς τον πρώην πατριάρχη Aλεξανδρείας Aθανάσιο, ο οποίος ζούσε στην Kωνσταντινούπολη, ο Μάξιμος Πλανούδης δημιούργησε ένα ακριβές αντίγραφο της Γεωγραφικής Υφηγήσεως του Κλαύδιου Πτολεµαίου με τίτλο: Ιστορική και γεωγραφική Συναγωγή ή Συναγωγή εκλεγείσα υπό διαφόρων βιβλίων, συµπεριλαµβάνοντας σε αυτό χάρτες. Ο χάρτης της Ευρώπης, που παρουσιάζουμε παρακάτω, είναι από αυτό το χειρόγραφο.
Το συγκεκριμένο έργο θεωρείται κορυφαίο στην ιστορία της χαρτογραφίας . Ο ίδιος συγκέντρωσε επίσης χειρόγραφα του Στράβωνος τα οποία συντήρησε και αποκατέστησε.
Τέλος, ο Μάξιμος Πλανούδης έγραψε τα: Σχόλια εις Θεόκριτον και Ερμογένην, Ανθολογία διαφόρων επιγραφών, Παροιμίαι δημώδεις, Περί συντάξεως, και ένα μεγάλο πλήθος επιστολών προς διάφορους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς άρχοντες.
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ
Μανουήλ Μοσχόπουλος (1265-1315)
Μανουήλ Μοσχόπουλος (1265-1315)
Ο συγγραφέας,
γραμματικός, σχολιαστής και περίφημος μαθηματικός Μανουήλ Μοσχόπουλος γεννήθηκε
στην Κρήτη γύρω στο 1265. Ήταν ανιψιός του λόγιου μητροπολίτη Κρήτης Νικηφόρου
Μοσχόπουλου, βιβλιόφιλου ιερωμένου της εποχής του Ανδρόνικου Β΄, στον οποίο
-λόγω της ενετοκρατίας στο νησί- είχε δοθεί προεδρικώς η μητρόπολη Λακεδαίμονος
(1302-1315).
Ο Μανουήλ χρημάτισε μαθητής και
φίλος του περίφημου λογίου, μαθηματικού και αστρονόμου Μάξιμου Πλανούδη, από τον
οποίο διδάχτηκε πολλά πράγματα, ενώ ενστερνίστηκε και την αγάπη του δασκάλου του
για τις θετικές επιστήμες και ιδιαιτέρως τα μαθηματικά. Άκμασε επί Ανδρόνικου Β΄
Παλαιολόγου και έγραψε φιλολογικά, μαθηματικά και θεολογικά έργα. Σπουδαίο
θεωρείται το έργο του Περί γραμματικής γυμνασίας (Επιτομή γραμματικής ή
Ερωτήματα γραμματικά) της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, ενώ σχολίασε και κλασικούς
Έλληνες ποιητές (Όμηρο, Πίνδαρο, Ευριπίδη, Θεόκριτο, Ησίοδο), έργα πολύ
σημαντικά για τη διάδοση των Ελληνικών στη Δύση.
Στα μαθηματικά, έγραψε ένα σύγγραμμα για τα «μαγικά» τετράγωνα με τίτλο Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών, χωρίς όμως επίδραση από την αριθμοσοφία (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 50). Αυτό, όπως ο ίδιος σημειώνει έγινε με την προτροπή του Αρταβάσδου αριθμητικού και γεωμέτρου του επονομαζομένου Ραβδά. Στο εν λόγω έργο του αναπτύσσει μεθόδους προσδιορισμού και εύρεσης περιττών τετραγώνων και αρτιάκις αρτίων τετραγώνων, ενώ παρουσιάζει και πολλά παραδείγματα.
Το σημαντικό αυτό έργο το εξέδωσε στο Παρίσι ο Paul Tannery (1920).
Σημειώνουμε ότι τα μαγικά τετράγωνα είναι τετράγωνα διαιρεμένα με οριζόντιες και κάθετες γραμμές σε πολλά τετραγωνίδια. Αρχικά μπορεί να είναι τέσσερα (δύο × δύο), και στη συνέχεια εννιά (τρία × τρία), δεκάξι (τέσσερα × τέσσερα) ή 25 (πέντε × πέντε) κ.ο.κ. Στα τετραγωνίδια αυτά είναι τοποθετημένοι κάποιοι αριθμοί κατά τέτοιον τρόπον ώστε το άθροισμά τους οριζόντια, διαγώνια και κατακόρυφα να είναι το ίδιο.
Μερικά απλά παραδείγματα είναι τα παρακάτω μαγικά τετράγωνα με πίνακες (τρία × τρία), ήτοι με εννέα τετραγωνίδια, (τέσσερα × τέσσερα), ήτοι με δεκαέξι τετραγωνίδια, (πέντε × πέντε), ήτοι με 25 τετραγωνίδια, και (έξι × έξι), ήτοι με 64 τετραγωνίδια.
Στα μαθηματικά, έγραψε ένα σύγγραμμα για τα «μαγικά» τετράγωνα με τίτλο Παράδοσις εις την εύρεσιν των τετραγώνων αριθμών, χωρίς όμως επίδραση από την αριθμοσοφία (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, τόμος Γ΄, σελ. 50). Αυτό, όπως ο ίδιος σημειώνει έγινε με την προτροπή του Αρταβάσδου αριθμητικού και γεωμέτρου του επονομαζομένου Ραβδά. Στο εν λόγω έργο του αναπτύσσει μεθόδους προσδιορισμού και εύρεσης περιττών τετραγώνων και αρτιάκις αρτίων τετραγώνων, ενώ παρουσιάζει και πολλά παραδείγματα.
Το σημαντικό αυτό έργο το εξέδωσε στο Παρίσι ο Paul Tannery (1920).
Σημειώνουμε ότι τα μαγικά τετράγωνα είναι τετράγωνα διαιρεμένα με οριζόντιες και κάθετες γραμμές σε πολλά τετραγωνίδια. Αρχικά μπορεί να είναι τέσσερα (δύο × δύο), και στη συνέχεια εννιά (τρία × τρία), δεκάξι (τέσσερα × τέσσερα) ή 25 (πέντε × πέντε) κ.ο.κ. Στα τετραγωνίδια αυτά είναι τοποθετημένοι κάποιοι αριθμοί κατά τέτοιον τρόπον ώστε το άθροισμά τους οριζόντια, διαγώνια και κατακόρυφα να είναι το ίδιο.
Μερικά απλά παραδείγματα είναι τα παρακάτω μαγικά τετράγωνα με πίνακες (τρία × τρία), ήτοι με εννέα τετραγωνίδια, (τέσσερα × τέσσερα), ήτοι με δεκαέξι τετραγωνίδια, (πέντε × πέντε), ήτοι με 25 τετραγωνίδια, και (έξι × έξι), ήτοι με 64 τετραγωνίδια.
4 9 2
3 5 7
8 1 6
3 5 7
8 1 6
16 2 3 13
5 11 10 8
9 7 6 12
4 14 15 1
12 27 33 23 10
28 18 13 26 20
11 25 21 17 31
22 16 29 24 14
32 19 9 15 30
13 22 18 27 11 20
31 4 36 9 29 2
12 21 14 23 16 25
30 3 5 32 34 7
17 26 10 19 15 24
8 35 28 1 6 33
31 4 36 9 29 2
12 21 14 23 16 25
30 3 5 32 34 7
17 26 10 19 15 24
8 35 28 1 6 33
Επίσης, ο Μανουήλ Μοσχόπουλος
διαμόρφωσε τα Αριθμητικά του δασκάλου και φίλου του Μάξιμου Πλανούδη, ενώ
σχολίασε και την έκδοση που έκανε ο Πλανούδης στα Σχόλια αριθμητικής του
Διοφάντου.
Το 1306 έπεσε σε δυσμένεια και φυλακίστηκε, αλλά αργότερα απελευθερώθηκε, και -παρά το ότι είχε γράψει ένα θεολογικό δοκίμιο κατά των Λατίνων (Διάλεξις προς Λατίνους)- μετέβη στην Ιταλία, όπου συνέχισε τις έρευνές του και απεβίωσε εκεί το 1315.
Το 1306 έπεσε σε δυσμένεια και φυλακίστηκε, αλλά αργότερα απελευθερώθηκε, και -παρά το ότι είχε γράψει ένα θεολογικό δοκίμιο κατά των Λατίνων (Διάλεξις προς Λατίνους)- μετέβη στην Ιταλία, όπου συνέχισε τις έρευνές του και απεβίωσε εκεί το 1315.
Νικόλαος Αρτάβασδος Ραβδάς
(13ος-14ος αιώνας)
Ο Σμυρναίος
μαθηματικός Νικόλαος Αρτάβασδος, ο επονομαζόμενος Ραβδάς, άκμασε στην
Κωνσταντινούπολη και υπήρξε σύγχρονος του Μανουήλ Μοσχόπουλου. Έγραψε δύο
πραγματείες αριθμητικής σε μορφή επιστολών.
Η πρώτη έχει ευρύ τίτλο: Παράδοσις
σύντομος και σαφεστάτη της ψηφιφορικής επιστήμης, σχεδιασθείσα εν Βυζαντίδι τη
Κωνσταντίνου, παρά Νικολάου Σμυρναίου Αρταβάσδου αριθμητικού και γεωμέτρου του
Ραβδά, αιτήσει του πανσεβάστου επί των δεήσεων κυρού Γεωργίου του Χατζύκη, ράστη
τοις εθέλουσι ταύτη μετελθείν, ήτις και έχει ούτως. Σ' αυτή την πραγματεία δίνει
οδηγίες για την εκτέλεση των τεσσάρων πράξεων της αριθμητικής, αναφέρεται στα
κλάσματα και τους δεκαδικούς αριθμούς. Τέλος, δίνει οδηγίες για τους
υπολογισμούς (λογαριασμούς) από το 1 έως το 9999 με τα δάχτυλα (δακτυλομετρία),
ενώ σταχυολογεί και παραδείγματα προβλημάτων αριθμητικής. Οι οδηγίες αυτές
περιέχονται στο κεφάλαιο Έκφρασις του δακτυλικού μέτρου.
Στη δεύτερη πραγματεία του, με τίτλο Πολιτικών λογαριασμών μέθοδος, ασχολείται με διάφορες αριθμητικές μεθόδους, όπως με την εύρεση της τετραγωνικής πλευράς των μη ρητών τετραγώνων (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 14) και με ασκήσεις που λύνονται με τη μέθοδο των τριών. Η μέθοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως εξής: Η δε των τριών μέθοδος η της λογιστικής μάντις εστί, καθώς φησίν ο παλαιός λόγος. Για το έργο αυτό ο Μ. Cantor γράφει ότι αποτελεί την πρώτη γνωστή σε εμάς Πολιτική Αριθμητική (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, 514). Τις σημαντικές αυτές πραγματείες τις εξέδωσε στο Παρίσι ο Paul Tannery: Les deux letters arithmetiques des Nicolas Rhabdas (1886).
Η Πρακτική αριθμητική του Ραβδά, στην οποία δεν χρησιμοποιεί τους ήδη γνωστούς ινδοαραβικούς αριθμούς αρχίζει ως εξής: Τω υπερλίαν εκθύμως φιλουμένω τω Κλαζομενεί Τζαβούχη Θεοδώρω, ο Νικόλαος Αρτάβασδος Σμυρνόθεν εκ Βυζαντίδος Ραβδάς γράφει τόδε.
Υπάρχει επίσης και ένας υπολογισμός του Πάσχα του 1341, ο οποίος αποδίδεται τόσο στον Ραβδά όσο και στον Ισαάκ Αργυρό (1300-1375 περίπου). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ραβδάς, ο οποίος διαφήμιζε τον εαυτό του ως εφευρέτη, διακρίνει την αριθμητική σε θεωρητική (μαθηματικός λογαριασμός) και πρακτική (πολιτικός λογαριασμός). Η πρακτική αριθμητική με τη μορφή διασκεδαστικών προβλημάτων ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην υστεροβυζαντινή εποχή (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 51).
Ο Ραβδάς επανεξέδωσε, με δικά του σχόλια και πολλές δικές του προσθήκες, την Αριθμητική του Μάξιμου Πλανούδη, το 1340.
Στη δεύτερη πραγματεία του, με τίτλο Πολιτικών λογαριασμών μέθοδος, ασχολείται με διάφορες αριθμητικές μεθόδους, όπως με την εύρεση της τετραγωνικής πλευράς των μη ρητών τετραγώνων (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 14) και με ασκήσεις που λύνονται με τη μέθοδο των τριών. Η μέθοδος αυτή χαρακτηρίζεται ως εξής: Η δε των τριών μέθοδος η της λογιστικής μάντις εστί, καθώς φησίν ο παλαιός λόγος. Για το έργο αυτό ο Μ. Cantor γράφει ότι αποτελεί την πρώτη γνωστή σε εμάς Πολιτική Αριθμητική (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, 514). Τις σημαντικές αυτές πραγματείες τις εξέδωσε στο Παρίσι ο Paul Tannery: Les deux letters arithmetiques des Nicolas Rhabdas (1886).
Η Πρακτική αριθμητική του Ραβδά, στην οποία δεν χρησιμοποιεί τους ήδη γνωστούς ινδοαραβικούς αριθμούς αρχίζει ως εξής: Τω υπερλίαν εκθύμως φιλουμένω τω Κλαζομενεί Τζαβούχη Θεοδώρω, ο Νικόλαος Αρτάβασδος Σμυρνόθεν εκ Βυζαντίδος Ραβδάς γράφει τόδε.
Υπάρχει επίσης και ένας υπολογισμός του Πάσχα του 1341, ο οποίος αποδίδεται τόσο στον Ραβδά όσο και στον Ισαάκ Αργυρό (1300-1375 περίπου). Αξιοσημείωτο είναι ότι ο Ραβδάς, ο οποίος διαφήμιζε τον εαυτό του ως εφευρέτη, διακρίνει την αριθμητική σε θεωρητική (μαθηματικός λογαριασμός) και πρακτική (πολιτικός λογαριασμός). Η πρακτική αριθμητική με τη μορφή διασκεδαστικών προβλημάτων ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην υστεροβυζαντινή εποχή (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 51).
Ο Ραβδάς επανεξέδωσε, με δικά του σχόλια και πολλές δικές του προσθήκες, την Αριθμητική του Μάξιμου Πλανούδη, το 1340.
ΟΙ ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΚΛΑΔΟΙ ΤΩΝ
ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ
Ιατρική - κτηνιατρική - ζωολογία
Ιατρική - κτηνιατρική - ζωολογία
Στην ιατρική, την
κτηνιατρική και τη ζωολογία κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων διακρίνεται ο
Δημήτριος Πεπαγωμένος και ο ποιητής-ζωολόγος Μανουήλ Φιλής.
Δημήτριος Πεπαγωμένος (13ος
αιώνας)
Ο γιατρός, ζωολόγος
και βοτανολόγος Δημήτριος Πεπαγωμένος άκμασε στο Βυζάντιο περί τα τέλη του 13ου
αιώνα και χρημάτισε προσωπικός γιατρός του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου
(1259-1282). Κατόπιν προτροπής του αυτοκράτορα έγραψε την πραγματεία Σύνταγμα
περί της ποδάγρας, κατά τη μέθοδο του Γαληνού και βέβαια από δικές του
προσωπικές παρατηρήσεις.
Έγραψε επίσης Ιερακοσόφιον ή Περί
της των Ιεράκων ανατροφής τε και επιμελείας, Κυνοσόφιον ή Περί ανατροφής των
Κυνών (σκύλων) και Ορνεοσόφιον ή Περί ανατροφής των Ορνίθων.
Τέλος, συνέταξε και ένα λεξικό περί αρωματικών και θεραπευτικών φυτών και βοτάνων.
Όλα τα έργα του εκδόθηκαν στη Δυτική Ευρώπη, το μεν Σύνταγμα περί ποδάγρας το 1558 στο Παρίσι, από τον Turnebus σε editio princes, και τα υπόλοιπα πάλι στο Παρίσι το 1612 και σε πιο επιμελημένη έκδοση από τον R. Herscher το 1863.
Τέλος, συνέταξε και ένα λεξικό περί αρωματικών και θεραπευτικών φυτών και βοτάνων.
Όλα τα έργα του εκδόθηκαν στη Δυτική Ευρώπη, το μεν Σύνταγμα περί ποδάγρας το 1558 στο Παρίσι, από τον Turnebus σε editio princes, και τα υπόλοιπα πάλι στο Παρίσι το 1612 και σε πιο επιμελημένη έκδοση από τον R. Herscher το 1863.
Μανουήλ
Φιλής (1275-1345)
Ο λόγιος, ποιητής
και ζωολόγος Μανουήλ Φιλής, γόνος γνωστής βυζαντινής οικογένειας των
υστεροβυζαντινών χρόνων, γεννήθηκε στη Έφεσο και άκμασε στην Κωνσταντινούπολη
στα χρόνια του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου (1259-1282).
Ο Μανουήλ, μαθητής και φίλος του
ιστορικού Γεώργιου Παχυμέρη, έγραψε πολλούς διαλόγους, επιγράμματα, πραγματείες
και αρκετά διδακτικά ποιήματα, και θεωρείται ένας από τους γονιμότερους
εκπροσώπους της υστεροβυζαντινής ποίησης. Στο έργο του τιμά τον δάσκαλό του
Γεώργιο Παχυμέρη και για το περίφημο βιβλίο του Σύνταγμα των τεσσάρων μαθημάτων
αριθμητικής, μουσικής, γεωμετρίας, και αστρονομίας, τη γνωστή Τετράβιβλο, γράφει
ότι είναι η γαρ κιβωτός των καθ' ημάς βιβλίων.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ν. Β. Τωμαδάκη: Ο Φιλής είναι ο πτωχοπρόδρομος της εποχής των Παλαιολόγων, τύπος ενδεούς και αεικινήτου, όστις μακράν βλέπων τα υπουργήματα, τρέφεται εν τούτοις από τους κατέχοντας αυτά (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμος 7ος, 1957, σελ. 1075).
Εκείνο το οποίο ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τη μελέτη μας είναι το ποίημά του Περί ζώων ιδιότητος. Το έργο του αυτό, από το οποίο αντλούμε πλήθος πληροφοριών για πραγματικά και φανταστικά ζώα -κυρίως εκ του Αιλιανού-, περιλαμβάνει 2.015 δωδεκασύλλαβους ιαμβικούς τρίμετρους στίχους. Στο διδακτικό αυτό ποίημα, το οποίο αφιέρωσε στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, περιγράφονται τα σπουδαιότερα τετράποδα ζώα, πτηνά και ψάρια. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει και το Περί φυτών του, όπου διατηρεί τη γενική άποψη της εποχής ότι τα φυτά φυτρώνουν και αναπτύσσονται με τη θέληση του Θεού-Δημιουργού, ωστόσο αντιδιαστέλλοντας γράφει ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία παίρνει μέρος και κάποιο φυσικό αίτιο.
Ο βοτανολόγος και ζωολόγος Μανουήλ Φιλής, με αυτές τις απόψεις του, θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες και θεμελιωτές της γεωπονικής στο Βυζάντιο.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Ν. Β. Τωμαδάκη: Ο Φιλής είναι ο πτωχοπρόδρομος της εποχής των Παλαιολόγων, τύπος ενδεούς και αεικινήτου, όστις μακράν βλέπων τα υπουργήματα, τρέφεται εν τούτοις από τους κατέχοντας αυτά (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, τόμος 7ος, 1957, σελ. 1075).
Εκείνο το οποίο ενδιαφέρει ιδιαιτέρως τη μελέτη μας είναι το ποίημά του Περί ζώων ιδιότητος. Το έργο του αυτό, από το οποίο αντλούμε πλήθος πληροφοριών για πραγματικά και φανταστικά ζώα -κυρίως εκ του Αιλιανού-, περιλαμβάνει 2.015 δωδεκασύλλαβους ιαμβικούς τρίμετρους στίχους. Στο διδακτικό αυτό ποίημα, το οποίο αφιέρωσε στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο, περιγράφονται τα σπουδαιότερα τετράποδα ζώα, πτηνά και ψάρια. Επίσης ενδιαφέρον παρουσιάζει και το Περί φυτών του, όπου διατηρεί τη γενική άποψη της εποχής ότι τα φυτά φυτρώνουν και αναπτύσσονται με τη θέληση του Θεού-Δημιουργού, ωστόσο αντιδιαστέλλοντας γράφει ότι σε όλη αυτή τη διαδικασία παίρνει μέρος και κάποιο φυσικό αίτιο.
Ο βοτανολόγος και ζωολόγος Μανουήλ Φιλής, με αυτές τις απόψεις του, θεωρείται ένας από τους πρωτεργάτες και θεμελιωτές της γεωπονικής στο Βυζάντιο.
Ιωάννης Ζαχαρίου ή Ιωάννης
ο Ακτουάριος (14ος αιώνας)
Ο γιατρός,
βοτανολόγος και φαρμακολόγος Ιωάννης Ζαχαρίου ή Ιωάννης γιος του Ζαχαρία, που
άκμασε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 14ο αιώνα, έμεινε γνωστός με τον τίτλο του
ακτουάριος, που προέρχεται από τη λατινική λέξη actuarius: αρχικά σήμαινε τον
γραφέα, ενώ στη συνέχεια, στο Βυζάντιο, τον γιατρό της αυτοκρατορικής Αυλής.
Στην Κωνσταντινούπολη υπηρέτησε κατά σειρά τους αυτοκράτορες Ανδρόνικο Β΄ και
Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο.
Ήταν γιατρός ιδιόμορφος και
ιδιοφυής, ο οποίος εξέφραζε το γενικότερο πνεύμα της εποχής του για μια πιο
μεθοδολογική και συστηματική μελέτη των επιτευγμάτων των γιατρών της ελληνικής
αρχαιότητας. Γι' αυτόν τον λόγο είχε μελετήσει ενδελεχώς τα έργα των αρχαίων
Ελλήνων γιατρών και ειδικότερα του Γαληνού, τα βιβλία του οποίου τον καθοδήγησαν
στην ιατρική σταδιοδρομία του. Ασχολήθηκε με τη φαρμακολογία, τη θεραπευτική και
τη βοτανολογία, ενώ θεωρείται και ο εισηγητής πολλών νέων φαρμάκων. Επίσης,
πρότεινε, με βάση τις παρατηρήσεις του στον τομέα της ανατομικής και της
φυσιολογίας, μια πιο προσεκτική μελέτη της ανατομίας και της φυσιολογίας των
ασθενών. Θεωρείται ο πρώτος γιατρός που ανακάλυψε τον τριχοκέφαλον άνισον,
δηλαδή το παράσιτο της ταινίας.
Έγραψε πολλά και ποικίλα έργα: Ιατρική μέθοδος - αφιερωμένη στον παρακοιμώμενο Αλέξιο Απόκαυκο-, Εις Γαληνού περί θεραπευτικής μεθόδου, Σύνταγμα περί ούρων σε επτά λόγους, Περί ενεργειών και παθών του ψυχικού πνεύματος και της κατ' αυτό διαίτης, Περί ζώων φθαρτικών κ.ά.
Όπως αναφέρει η καθηγήτρια Ντιάνα Τράκα: Ο αυλικός ιατρός Ιωάννης Ακτουάριος, «ο τελευταίος των μεγάλων βυζαντινών ιατρών», αναλύει πολλά ουροσκοπικά ευρήματα που σχετίζονται με την παθολογία (π.χ. πρωτεϊνουρία, λευκωματουρία) στο εκτενές έργο του Περί ούρων (13ος αιώνας).
Επίσης, αντλώντας τις πληροφορίες της από το άρθρο των L. R. Angeletti και B. Cavarra (1997), αναφέρει σχετικά: Η εξέλιξη της βυζαντινής ουροσκοπίας αποτελεί ένα σημαντικό επιστημολογικό επίτευγμα μέσω της παράθεσης των σχέσεων μεταξύ σωματικών συμπτωμάτων και συστημικών νοσημάτων (2007, σελ. 6).
Το έργο του Ιωάννη Περί ενεργειών και παθών του ψυχικού πνεύματος και της κατ' αυτό διαίτης εκδόθηκε αρχικά στο Παρίσι και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Artis Medicae principes (1556). Στη συνέχεια, μεταφράστηκε από τον Fisher στα λατινικά και εκδόθηκε στη Λειψία το 1774. Τέλος, κάποια από τα έργα του συμπεριλήφθηκαν από τον L. Ideler στην περίφημη συλλογή του Medici e Physici Graeci Minores (1841).
Λέγεται ότι για τις θεραπείες του ο Ιωάννης παρασκεύαζε φάρμακα βασισμένα τόσο σε βότανα όσο και σε ορυκτές ύλες, ενώ χρησιμοποιούσε και αλοιφές που ο ίδιος ετοίμαζε από υδράργυρο, για την καταπολέμηση ειδικών δερματικών παθήσεων. Όλα αυτά βασίζονταν στην προσεκτική αξιοποίηση εκ μέρους του της σχετικής βυζαντινής και της αντίστοιχης αραβικής παράδοσης. Προσεκτικός φαρμακολόγος, εισήγαγε, όπως ήδη αναφέραμε, πολλά και καλά νέα φάρμακα για την καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών. Η πολυμέρεια του πνεύματός του φαίνεται από το γεγονός πως σπούδασε και φιλοσοφία κοντά στον Ιωσήφ τον Φιλόσοφο ή Ιωσήφ Ρακενδύτη (†1330) . Ο Ιωάννης Ακτουάριος με τη δράση του και το έργο του αναδείχτηκε σε μεγάλη φυσιογνωμία της ιατρικής, της βοτανολογίας και της φαρμακολογίας κατά την υστεροβυζαντινή εποχή.
Έγραψε πολλά και ποικίλα έργα: Ιατρική μέθοδος - αφιερωμένη στον παρακοιμώμενο Αλέξιο Απόκαυκο-, Εις Γαληνού περί θεραπευτικής μεθόδου, Σύνταγμα περί ούρων σε επτά λόγους, Περί ενεργειών και παθών του ψυχικού πνεύματος και της κατ' αυτό διαίτης, Περί ζώων φθαρτικών κ.ά.
Όπως αναφέρει η καθηγήτρια Ντιάνα Τράκα: Ο αυλικός ιατρός Ιωάννης Ακτουάριος, «ο τελευταίος των μεγάλων βυζαντινών ιατρών», αναλύει πολλά ουροσκοπικά ευρήματα που σχετίζονται με την παθολογία (π.χ. πρωτεϊνουρία, λευκωματουρία) στο εκτενές έργο του Περί ούρων (13ος αιώνας).
Επίσης, αντλώντας τις πληροφορίες της από το άρθρο των L. R. Angeletti και B. Cavarra (1997), αναφέρει σχετικά: Η εξέλιξη της βυζαντινής ουροσκοπίας αποτελεί ένα σημαντικό επιστημολογικό επίτευγμα μέσω της παράθεσης των σχέσεων μεταξύ σωματικών συμπτωμάτων και συστημικών νοσημάτων (2007, σελ. 6).
Το έργο του Ιωάννη Περί ενεργειών και παθών του ψυχικού πνεύματος και της κατ' αυτό διαίτης εκδόθηκε αρχικά στο Παρίσι και συμπεριλήφθηκε στη συλλογή Artis Medicae principes (1556). Στη συνέχεια, μεταφράστηκε από τον Fisher στα λατινικά και εκδόθηκε στη Λειψία το 1774. Τέλος, κάποια από τα έργα του συμπεριλήφθηκαν από τον L. Ideler στην περίφημη συλλογή του Medici e Physici Graeci Minores (1841).
Λέγεται ότι για τις θεραπείες του ο Ιωάννης παρασκεύαζε φάρμακα βασισμένα τόσο σε βότανα όσο και σε ορυκτές ύλες, ενώ χρησιμοποιούσε και αλοιφές που ο ίδιος ετοίμαζε από υδράργυρο, για την καταπολέμηση ειδικών δερματικών παθήσεων. Όλα αυτά βασίζονταν στην προσεκτική αξιοποίηση εκ μέρους του της σχετικής βυζαντινής και της αντίστοιχης αραβικής παράδοσης. Προσεκτικός φαρμακολόγος, εισήγαγε, όπως ήδη αναφέραμε, πολλά και καλά νέα φάρμακα για την καταπολέμηση διαφόρων ασθενειών. Η πολυμέρεια του πνεύματός του φαίνεται από το γεγονός πως σπούδασε και φιλοσοφία κοντά στον Ιωσήφ τον Φιλόσοφο ή Ιωσήφ Ρακενδύτη (†1330) . Ο Ιωάννης Ακτουάριος με τη δράση του και το έργο του αναδείχτηκε σε μεγάλη φυσιογνωμία της ιατρικής, της βοτανολογίας και της φαρμακολογίας κατά την υστεροβυζαντινή εποχή.
Βοτανολογία
Κατά τον 14ο αιώνα τη βοτανολογία την υπηρέτησε αποκλειστικά και μόνο ο Νεόφυτος Προδρομηνός.
Κατά τον 14ο αιώνα τη βοτανολογία την υπηρέτησε αποκλειστικά και μόνο ο Νεόφυτος Προδρομηνός.
Νεόφυτος Προδρομηνός (14ος
αιώνας)
Ο Νεόφυτος
Προδρομηνός, σύμφωνα με τον μαθηματικό και συγγραφέα Ευάγγελο Σπανδάγο,
καταγράφεται ως: Βοτανολόγος, με δράση, μάλλον, στην Κωνσταντινούπολη. Συντάκτης
βοτανολογικού λεξικού (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ.
141).
Αλχημεία
Κοσμάς (13ος αιώνας)
Κοσμάς (13ος αιώνας)
Σύμφωνα με τον
Ευάγγελο Σπανδάγο (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ.
107), φαίνεται πως την αλχημεία αυτή την περίοδο την ασκούσε μόνο ο Κοσμάς,
αλχημιστής και συγγραφέας μιας σχετικής πραγματείας με άγνωστο τίτλο. Δεν
μπορέσαμε να διασταυρώσουμε την πληροφορία του αυτή.
ΟΙ ΘΕΤΙΚΟΙ
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ AΠΟ ΤΟΝ ΜΑΝΟΥΗΛ ΒΡΥΕΝΝΙΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΙΩΣΗΦ
ΒΡΥΕΝΝΙΟ
Στην αστρονομία, την
περίοδο αυτή, 13ος - 15ος αιώνας, άκμασαν ο Μανουήλ Βρυέννιος και ο περίφημος
μαθητής του Θεόδωρος Μετοχίτης, μέγας λογοθέτης και επιφανής αστρονόμος, η
διδασκαλία των οποίων δημιούργησε σχολή και άνοιξε νέους ορίζοντες στη μελέτη
της αστρονομίας, ενώ είχαν και αξιόλογους μαθητές, όπως ο ονομαστός αστρονόμος
Νικηφόρος Γρηγοράς. Ως αστρονόμοι αναφέρονται ακόμα ο Ιωάννης Αβράμιος και ο
μαθητής του Ελευθέριος ο Ηλείος, ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Μελιτηνιώτης, ο
Ισαάκ Αργυρός (1310-1372), μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά, αλλά και οι λόγιοι
Νικόλαος Καβάσιλας, Δημήτριος Κυδώνης, Γεώργιος ο Γεωμέτρης, Ιωάννης Κατράρης
και Ιωσήφ Βρυέννιος.
Μανουήλ Βρυέννιος
(13ος-14ος αιώνας)
Ο αστρονόμος,
μαθηματικός και μελετητής της αρμονικής μουσικής θεωρίας Μανουήλ Βρυέννιος
άκμασε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 13ο-14ο αιώνα.
Ως θεωρητικός μουσικός, ο Μανουήλ
Βρυέννιος έμεινε στην ιστορία λόγω του περίφημου έργου του Περί μουσικής ή
Αρμονικών βιβλία τρία, στο οποίο, σύμφωνα με το αντίστοιχο λήμμα στο Νεώτερον
Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου: [Ο Μανουήλ Βρυέννιος] επραγματεύθη τα των
οκτώ ήχων και περί του τετραχόρδου των αρχαίων, έχων υπ' όψιν του τους
Αλεξανδρινούς μουσικούς Ευκλείδην, Αριστείδην και Πτολεμαίον. Διέκρινε τα τρία
γένη της μουσικής, την δίεσην, το τριτομόριον και το τεταρτημόριον του τόνου
(Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 4ος, σελ. 864).
Με την περίφημη αυτή εργασία του, αποδεικνύει την ιστορική συνέχεια της βυζαντινής μουσικής από την κλασική ελληνική μουσική, με αναφορά στις γνώμες αρχαίων Ελλήνων και Αλεξανδρινών λογίων και μουσικών. Ο Μανουήλ Βρυέννιος θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς της βυζαντινής μουσικής και όλοι οι μετέπειτα ερευνητές της εκκλησιαστικής μουσικής στηρίχτηκαν στο περίφημο έργο του Περί μουσικής. Ωστόσο, όπως σημειώνουν ειδικοί μελετητές του η παράλειψη από τον Βρυέννιο να μνημονεύσει στο σύγγραμμά του τη «χειρονομία» και τους «χαρακτήρες» μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ή ότι ήταν αμύητος στην εκκλησιαστική μουσική, γνωρίζοντας μόνο τη θεωρία των κλιμάκων της, ή ότι υπήρχαν και άλλα συγγράμματά του που δεν έχουν διασωθεί.
Ο ίδιος φαίνεται πως είχε εντρυφήσει στην τετρακτύν, αφού όχι μόνο έγραψε σχόλια στον Ευκλείδη και τον Πτολεμαίο, αλλά και πραγματεία με τίτλο Σφαιρικά τινα και εποπτικά, που δείχνει το αστρονομικό και μαθηματικό υπόβαθρό του σε γνώσεις σφαιρικής αστρονομίας. Εξάλλου γι' αυτά τα θέματα αλληλογραφούσε με τον περίφημο λόγιο και αστρονόμο Μάξιμο Πλανούδη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Herbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, Β΄ τόμος, 1992, σελ. 50), τον παρακάλεσε να του στείλει έναν σπουδαίο κώδικα του Διόφαντου, που κατείχε για αντιπαραβολή όταν έγραφε τα Σχόλια αριθμητικής Διοφάντου, του Πλανούδη κυρού Μαξίμου. Ο Fr. Fuchs θεωρεί ότι ο Μανουήλ Βρυέννιος ήταν αξιόλογος και ικανός αστρονόμος που βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη της επιστήμης του ουρανού κατά τον 14ο αιώνα (Die höheren Schulen von Konstantinopelim Mittelalter, 1926, 64).
Σημειώνουμε ότι ο Μανουήλ Βρυέννιος ήταν εκείνος ο δάσκαλος που μύησε τον Θεόδωρο Μετοχίτη στην αστρονομία, και μάλιστα όταν ο μαθητής του ήταν στη μεγάλη ηλικία των 43 ετών (Δ. Κωτσάκης, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 10).
Με την περίφημη αυτή εργασία του, αποδεικνύει την ιστορική συνέχεια της βυζαντινής μουσικής από την κλασική ελληνική μουσική, με αναφορά στις γνώμες αρχαίων Ελλήνων και Αλεξανδρινών λογίων και μουσικών. Ο Μανουήλ Βρυέννιος θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς της βυζαντινής μουσικής και όλοι οι μετέπειτα ερευνητές της εκκλησιαστικής μουσικής στηρίχτηκαν στο περίφημο έργο του Περί μουσικής. Ωστόσο, όπως σημειώνουν ειδικοί μελετητές του η παράλειψη από τον Βρυέννιο να μνημονεύσει στο σύγγραμμά του τη «χειρονομία» και τους «χαρακτήρες» μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ή ότι ήταν αμύητος στην εκκλησιαστική μουσική, γνωρίζοντας μόνο τη θεωρία των κλιμάκων της, ή ότι υπήρχαν και άλλα συγγράμματά του που δεν έχουν διασωθεί.
Ο ίδιος φαίνεται πως είχε εντρυφήσει στην τετρακτύν, αφού όχι μόνο έγραψε σχόλια στον Ευκλείδη και τον Πτολεμαίο, αλλά και πραγματεία με τίτλο Σφαιρικά τινα και εποπτικά, που δείχνει το αστρονομικό και μαθηματικό υπόβαθρό του σε γνώσεις σφαιρικής αστρονομίας. Εξάλλου γι' αυτά τα θέματα αλληλογραφούσε με τον περίφημο λόγιο και αστρονόμο Μάξιμο Πλανούδη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Herbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, Β΄ τόμος, 1992, σελ. 50), τον παρακάλεσε να του στείλει έναν σπουδαίο κώδικα του Διόφαντου, που κατείχε για αντιπαραβολή όταν έγραφε τα Σχόλια αριθμητικής Διοφάντου, του Πλανούδη κυρού Μαξίμου. Ο Fr. Fuchs θεωρεί ότι ο Μανουήλ Βρυέννιος ήταν αξιόλογος και ικανός αστρονόμος που βοήθησε σημαντικά στην ανάπτυξη της επιστήμης του ουρανού κατά τον 14ο αιώνα (Die höheren Schulen von Konstantinopelim Mittelalter, 1926, 64).
Σημειώνουμε ότι ο Μανουήλ Βρυέννιος ήταν εκείνος ο δάσκαλος που μύησε τον Θεόδωρο Μετοχίτη στην αστρονομία, και μάλιστα όταν ο μαθητής του ήταν στη μεγάλη ηλικία των 43 ετών (Δ. Κωτσάκης, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, 1956, σελ. 10).
Θεόδωρος Μετοχίτης
(1260/61-1331)
Ο Θεόδωρος
Μετοχίτης γεννήθηκε το 1260 στη Νίκαια της Βιθυνίας, απ' όπου μετά την εγκύκλιο
παιδεία που έλαβε εκεί μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τις
σπουδές του. Ευφυέστατος, σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία και αστρονομία. Ήταν
εξαίρετος διπλωμάτης, άριστος ρήτορας, θεολόγος, ποιητής, αστρονόμος και
καλλιτέχνης. Μία από τις σπουδαιότερες μορφές του Βυζαντίου και ο μεγαλύτερος
Βυζαντινός πρόδρομος της Ανθρωπιστικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα, ο οποίος
άφησε πίσω του ένα πλούσιο φιλοσοφικό και επιστημονικό έργο. Φαίνεται πως σε
μεγάλη ηλικία διδάχτηκε την καθ' αυτό αστρονομία από τον Μανουήλ Βρυέννιο και
εντρύφησε στα άδυτα της ουράνιας επιστήμης. Ο ίδιος χαρακτηριστικά λέγει: Ην δη
τις των περί λόγοις εχόντων, εν τη βασιλίδι τήδε καθ' ημάς πόλει, Μανουήλ όνομα
Βρυέννυος, ανήρ ως έδειξε πειραθείσι, περί πάσαν μαθηματικήν έξιν, αστρονομικήν
τε μάλιστ' επιστημονικώτατος, ει δη ποτέ τις άλλος.
Η επιτυχής πρόβλεψη των εκλείψεων
του Ηλίου και της Σελήνης, καρπός της επίπονης ενασχόλησής του με την επιστήμη
των ουρανών και με τα μαθηματικά, έφερε τον θαυμασμό και τον φθόνο των υπόλοιπων
αυλικών, αλλά και την ακόμα μεγαλύτερη αναγνώριση από τον αυτοκράτορα. Πράγματι
ο Μετοχίτης αναδείχτηκε σε μεγάλη επιστημονική μορφή της ύστερης βυζαντινής
περιόδου.
Γι' αυτό, ο Hans-Georg Beck σε μια πραγματεία του αφιερωμένη σ' αυτόν τον θεωρεί ως την κυριότερη προσωπικότητα του Βυζαντίου, που αντιπροσωπεύει το κοσμοείδωλο του 14ου αιώνα (Theodoros Metochites - Die Krise des Byzantinischen Weltbildes im 14, 1952). Ο Θωμάς Μάγιστρος (1275-1347 περίπου) τον θεωρεί: ως φως των επιστημών, ως Μουσών Ελικώνα, λόγων εστίαν, φιλοσοφίας τέμενος, ρητορικής όφελος, και συμπάσης άλλης λογικής επιστήμης, ει δη συντόμως ειπείν πρυτανείον. Επίσης, ο μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) εκφράζεται με θαυμασμό για την πολυμάθεια του δασκάλου του: Βιβλιοθήκην γαρ ην έμψυχος ούτος και των ζητουμένων πρόχειρος ευπορία. Ούτω πάντας μακρώ τω μέτρω παρέδραμεν όσοι ποτέ λόγων ήψαντο. Για όλους αυτούς τους λόγους, στο σχετικό άρθρο του ο Κ. Δ. Γεωργούλης αναφέρει ότι: Όπως ο Παχυμέρης είναι προδρομική μορφή ως προς την μελέτην της μαθηματικής επιστήμης γενικώς, ομοίως και ο Μετοχίτης είναι πρόδρομος και αρχηγέτης των αστρονομικών σπουδών (Η ελληνική φιλοσοφία, 1957, σελ. 801).
Γι' αυτό, ο Hans-Georg Beck σε μια πραγματεία του αφιερωμένη σ' αυτόν τον θεωρεί ως την κυριότερη προσωπικότητα του Βυζαντίου, που αντιπροσωπεύει το κοσμοείδωλο του 14ου αιώνα (Theodoros Metochites - Die Krise des Byzantinischen Weltbildes im 14, 1952). Ο Θωμάς Μάγιστρος (1275-1347 περίπου) τον θεωρεί: ως φως των επιστημών, ως Μουσών Ελικώνα, λόγων εστίαν, φιλοσοφίας τέμενος, ρητορικής όφελος, και συμπάσης άλλης λογικής επιστήμης, ει δη συντόμως ειπείν πρυτανείον. Επίσης, ο μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360) εκφράζεται με θαυμασμό για την πολυμάθεια του δασκάλου του: Βιβλιοθήκην γαρ ην έμψυχος ούτος και των ζητουμένων πρόχειρος ευπορία. Ούτω πάντας μακρώ τω μέτρω παρέδραμεν όσοι ποτέ λόγων ήψαντο. Για όλους αυτούς τους λόγους, στο σχετικό άρθρο του ο Κ. Δ. Γεωργούλης αναφέρει ότι: Όπως ο Παχυμέρης είναι προδρομική μορφή ως προς την μελέτην της μαθηματικής επιστήμης γενικώς, ομοίως και ο Μετοχίτης είναι πρόδρομος και αρχηγέτης των αστρονομικών σπουδών (Η ελληνική φιλοσοφία, 1957, σελ. 801).
Σταδιοδρομία
Ο Θεόδωρος, γιος
του διπλωμάτη και θεολόγου Γεώργιου Μετοχίτη, εισήλθε στην αυλή του αυτοκράτορα
Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου στα είκοσί του χρόνια. Αρχικά υπηρέτησε ως διπλωμάτης
σε αποστολές στην Κύπρο, τη Σερβία, την Αρμενία, τη Θεσσαλονίκη και αλλού, για
να ανέλθει γρήγορα -χάρη στη μόρφωσή του και τις διπλωματικές του ικανότητες-
την κλίμακα της διοικητικής ιεραρχίας και να καταλάβει κατά σειρά τα αξιώματα
του λογοθέτη των οικιακών, των αγελών, του μεσάζοντος, του γενικού (ταμίας) και
τελικά το υψηλότερο πολιτικό αξίωμα, αυτό του μεγάλου λογοθέτη (πρωθυπουργός) το
οποίο διατήρησε για δεκαεπτά χρόνια (1304-1321). Άλλωστε συνδέθηκε με δεσμούς
συγγένειας με τη βασιλική οικογένεια, αφού η κόρη του Ειρήνη παντρεύτηκε τον
ανιψιό του Ανδρόνικου Β΄, τον πανυπερσέβαστο Ιωάννη Παλαιολόγο, διοικητή
Θεσσαλονίκης και Μακεδονίας από το 1303 έως το 1321.
Ο ίδιος ανακαίνισε -με δικά του
έξοδα- και διακόσμησε με υπέροχες ψηφιδωτές παραστάσεις τη Μονή της Χώρας
(σήμερα Καχριέ ή Καριγιέ τζαμί), την οποία χρησιμοποίησε ως χώρο μελέτης και
ησυχαστήριο. Η συγκεκριμένη Μονή της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε, κατά την
παράδοση, τον 6ο ή 7ο αιώνα, και επί Παλαιολόγων στέγασε την καλύτερη βιβλιοθήκη
της εποχής. Γίνεται λοιπόν φανερό από τα παραπάνω ότι ο Μετοχίτης είχε πρόσβαση
σε έναν πλούσιο όγκο πληροφοριών και γνώσεων, τον οποίο αξιοποίησε για την
πνευματική του καλλιέργεια και το συγγραφικό του έργο.
Η Μονή της Χώρας, την οποία επισκεφθήκαμε και εντυπωσιαστήκαμε, είναι ένα αριστουργηματικό βυζαντινό οικοδόμημα, ένα πραγματικό μνημείο της Ανθρωπότητας. Οι Τούρκοι, βέβαια, δεν ενδιαφέρονταν ούτε ενδιαφέρονται για τη συντήρηση των βυζαντινών μνημείων της Βασιλεύουσας. Η συντήρησή τους πάντοτε συνδέεται με τα στάδια της ενσωμάτωσής τους στους πολιτικούς θεσμούς της Δύσης. Έτσι, την περίοδο της ένταξης της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή κατάφερε -λόγω των σχετικών πιέσεων- να εξασφαλίσει την άδεια για την αποκατάσταση των μωσαϊκών και των φρέσκο της ονομαστής Μονής της Χώρας. Μας έκανε εντύπωση τόσο η ονομασία «Χώρα του Αχωρήτου» πάνω στην ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας όσο και στου Χριστού η «Χώρα των ζώντων», με οποιαδήποτε θέλετε φιλοσοφική ή θεολογική ερμηνεία. Από αυτόν τον όρο πιθανότατα έλαβε την ονομασία της, ως Μονή της Χώρας, μολονότι πολλοί θεωρούν ότι αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ανεγέρθηκε τον 4ο αιώνα έξω από τα τείχη, και επειδή τα μέρη εκτός των τειχών αποκαλούνταν τότε «χώρα», ονομάστηκε Μονή της Χώρας.
Πότε άραγε η Τουρκία θα αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στο Βυζάντιο; Πότε θα αναγνωρίσει τη σπουδαία συμβολή της ελληνικής παράδοσης, του Φαναρίου και του ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου στο λαμπρό παρελθόν του τόπου; Πότε άραγε;
Η Μονή της Χώρας, την οποία επισκεφθήκαμε και εντυπωσιαστήκαμε, είναι ένα αριστουργηματικό βυζαντινό οικοδόμημα, ένα πραγματικό μνημείο της Ανθρωπότητας. Οι Τούρκοι, βέβαια, δεν ενδιαφέρονταν ούτε ενδιαφέρονται για τη συντήρηση των βυζαντινών μνημείων της Βασιλεύουσας. Η συντήρησή τους πάντοτε συνδέεται με τα στάδια της ενσωμάτωσής τους στους πολιτικούς θεσμούς της Δύσης. Έτσι, την περίοδο της ένταξης της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ, η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή κατάφερε -λόγω των σχετικών πιέσεων- να εξασφαλίσει την άδεια για την αποκατάσταση των μωσαϊκών και των φρέσκο της ονομαστής Μονής της Χώρας. Μας έκανε εντύπωση τόσο η ονομασία «Χώρα του Αχωρήτου» πάνω στην ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας όσο και στου Χριστού η «Χώρα των ζώντων», με οποιαδήποτε θέλετε φιλοσοφική ή θεολογική ερμηνεία. Από αυτόν τον όρο πιθανότατα έλαβε την ονομασία της, ως Μονή της Χώρας, μολονότι πολλοί θεωρούν ότι αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι ανεγέρθηκε τον 4ο αιώνα έξω από τα τείχη, και επειδή τα μέρη εκτός των τειχών αποκαλούνταν τότε «χώρα», ονομάστηκε Μονή της Χώρας.
Πότε άραγε η Τουρκία θα αναθεωρήσει τη στάση της απέναντι στο Βυζάντιο; Πότε θα αναγνωρίσει τη σπουδαία συμβολή της ελληνικής παράδοσης, του Φαναρίου και του ορθόδοξου Οικουμενικού Πατριαρχείου στο λαμπρό παρελθόν του τόπου; Πότε άραγε;
Φιλολογικό
έργο
Ο Μετοχίτης ήταν
αυθεντία στους αρχαίους Έλληνες κλασικούς συγγραφείς, θαυμαστής του Πλούταρχου,
του Αριστοτέλη και κυρίως του Πλάτωνος, ενώ υπήρξε ο σπουδαιότερος πρόδρομος των
Πλατωνικών του 15ου αιώνα στο Βυζάντιο, και ιδιαιτέρως του Γεώργιου Γεμιστού ή
Πλήθωνος.
Στο πλούσιο φιλολογικό και
αυτοβιογραφικό έργο του Μετοχίτη ξεχωρίζει μια συλλογή από κείμενα φιλοσοφικού
ενδιαφέροντος με τον τίτλο Υπομνηματισμοί και σημειώσεις γνωμικαί (P.G. 144,
936-954), γνωστό και ως Μiscellanea philosophica et historica (Ch. G. Müller,
Leipsig 1821), που περιλαμβάνει 120 κεφάλαια. Στη συλλογή αυτή περιλαμβάνονται
και σχόλια σε έργα του Αριστοτέλη, τα οποία αποτελούν το εκτενέστερο έργο
σχολιασμού της αριστοτελικής φιλοσοφίας που έχουμε από την ύστερη βυζαντινή
περίοδο. Παράλληλα εξετάζονται, με ιδιόμορφο και πρωτότυπο τρόπο διάφορα
ζητήματα σχετικά με τη φιλοσοφία, τα μαθηματικά, τη φυσική και την αστρονομία.
Στο έργο του Θεόδωρου Μετοχίτη εντυπωσιάζει η πολυμάθεια του ανδρός και η
ακρίβεια των κρίσεών του, η οποία συνοδεύεται και από πολλές πρωτοποριακές -για
την εποχή του- αντιλήψεις.
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναγράφεται για το παραπάνω έργο του Μετοχίτη ότι: Στα κεφάλαια του έργου αυτού έχουμε βέβαια κάτι πολύ πιο σημαντικό από ρητορικά κείμενα. Έχουμε την καταγραφή της πείρας και των ιδεών ενός βίου πλούσιου σε ηθικούς προβληματισμούς, φιλοσοφικές ανησυχίες και εμπνεύσεις από την ανάγνωση κλασικών κειμένων, καθώς και αναζήτηση γνώσεων και επιθυμία για τη μετάδοσή τους (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 359).
Επίσης, πολλά κείμενά του στο έργο του αυτό τα αφιερώνει σε θέματα αριστοτελικής, όσο και πλατωνικής διδασκαλίας, αφού, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Γρηγορά, καλούσε τον Πλάτωνα Όλυμπο της σοφίας και ζωντανή βιβλιοθήκη. Εξάλλου προσπάθησε να αναμορφώσει την αριστοτελική φιλοσοφία της εποχής του εισάγοντας σ' αυτήν πλατωνικά στοιχεία.
Ο Μετοχίτης στους Υπομνηματισμούς του αναφέρεται συνολικά σε εβδομήντα αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και από το έργο του αυτό αποπνέει μια έντονη ελληνικότητα που οδεύει παράλληλα με τις ιστορικές περιπέτειες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κύρια πηγή του είναι ο Συνέσιος ο Κυρηναίος (370-414) και βεβαίως ο ίδιος δεν ξεφεύγει από την πατερική παράδοση, την οποία γνωρίζει τόσο τέλεια, ώστε ο περίφημος μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς τον αποκαλεί ιεράν οπλοθήκην. Στο σημείο αυτό θέλουμε να αναφέρουμε μια ιδιαίτερη παράμετρο η οποία χαρακτηρίζει την όλη ψυχοσύνθεση του μεγάλου αυτού διανοητή: Ο Μετοχίτης ενώπιον του μυστηρίου της θεότητας, το οποίο, κατ' αυτόν, υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση, στέκεται με δέος και αμφισβητεί -όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον λόγιο Γεώργιο Ακροπολίτη- τον χαρακτηρισμό της θεολογίας ως επιστήμης!
Ο Μετοχίτης έγραψε επίσης δύο βιβλία βασιλικών επαίνων (εγκώμια), μία έμμετρη «φιλολογική διαθήκη», την οποία απηύθυνε και αφιέρωσε στον αγαπημένο μαθητή του Νικηφόρο Γρηγορά, είκοσι ποιήματα, με 1.350 στίχους, το ρητορικό έργο Νικαεύς, και δύο λόγους, εκ των οποίων στον ένα με τίτλο Λόγος πρεσβευτικός, εκθέτει τα γεγονότα κατά την αποστολή του στον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο ΣΤ΄ Μιλουτίν (Stefan Uroš Milutin, 1282-1321) προκειμένου να συνάψει ειρήνη και να πετύχει τον γάμο της Σιμωνίδας Παλαιολογίνας με τον μεσήλικο Σέρβο βασιλιά . Τον λόγο αυτόν τον απηύθυνε στον Νικηφόρο Χούμνο και -μολονότι γραμμένος σε ρητορικό ύφος- παρουσιάζει ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον.
Σε αστρονομικά θέματα, αντιδικώντας συχνά με τον φίλο αλλά αντίπαλό του Νικηφόρο Χούμνο, παραπέμπει σε χωρία του θαυμαστού Πλάτωνος, τα οποία όμως στην ουσία αντλεί από το έργο του Ιάμβλιχου Περί της κοινής μαθηματικής επιστήμης.
Τέλος, ένας περίφημος λόγος του με τίτλο Ηθικός ή Περί παιδείας αντιπροσωπεύει έντονα τον χριστιανικό ανθρωπισμό των παλαιολόγειων χρόνων.
Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους αναγράφεται για το παραπάνω έργο του Μετοχίτη ότι: Στα κεφάλαια του έργου αυτού έχουμε βέβαια κάτι πολύ πιο σημαντικό από ρητορικά κείμενα. Έχουμε την καταγραφή της πείρας και των ιδεών ενός βίου πλούσιου σε ηθικούς προβληματισμούς, φιλοσοφικές ανησυχίες και εμπνεύσεις από την ανάγνωση κλασικών κειμένων, καθώς και αναζήτηση γνώσεων και επιθυμία για τη μετάδοσή τους (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 359).
Επίσης, πολλά κείμενά του στο έργο του αυτό τα αφιερώνει σε θέματα αριστοτελικής, όσο και πλατωνικής διδασκαλίας, αφού, σύμφωνα με τον Νικηφόρο Γρηγορά, καλούσε τον Πλάτωνα Όλυμπο της σοφίας και ζωντανή βιβλιοθήκη. Εξάλλου προσπάθησε να αναμορφώσει την αριστοτελική φιλοσοφία της εποχής του εισάγοντας σ' αυτήν πλατωνικά στοιχεία.
Ο Μετοχίτης στους Υπομνηματισμούς του αναφέρεται συνολικά σε εβδομήντα αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και από το έργο του αυτό αποπνέει μια έντονη ελληνικότητα που οδεύει παράλληλα με τις ιστορικές περιπέτειες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Κύρια πηγή του είναι ο Συνέσιος ο Κυρηναίος (370-414) και βεβαίως ο ίδιος δεν ξεφεύγει από την πατερική παράδοση, την οποία γνωρίζει τόσο τέλεια, ώστε ο περίφημος μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς τον αποκαλεί ιεράν οπλοθήκην. Στο σημείο αυτό θέλουμε να αναφέρουμε μια ιδιαίτερη παράμετρο η οποία χαρακτηρίζει την όλη ψυχοσύνθεση του μεγάλου αυτού διανοητή: Ο Μετοχίτης ενώπιον του μυστηρίου της θεότητας, το οποίο, κατ' αυτόν, υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση, στέκεται με δέος και αμφισβητεί -όπως άλλωστε συμβαίνει και με τον λόγιο Γεώργιο Ακροπολίτη- τον χαρακτηρισμό της θεολογίας ως επιστήμης!
Ο Μετοχίτης έγραψε επίσης δύο βιβλία βασιλικών επαίνων (εγκώμια), μία έμμετρη «φιλολογική διαθήκη», την οποία απηύθυνε και αφιέρωσε στον αγαπημένο μαθητή του Νικηφόρο Γρηγορά, είκοσι ποιήματα, με 1.350 στίχους, το ρητορικό έργο Νικαεύς, και δύο λόγους, εκ των οποίων στον ένα με τίτλο Λόγος πρεσβευτικός, εκθέτει τα γεγονότα κατά την αποστολή του στον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο ΣΤ΄ Μιλουτίν (Stefan Uroš Milutin, 1282-1321) προκειμένου να συνάψει ειρήνη και να πετύχει τον γάμο της Σιμωνίδας Παλαιολογίνας με τον μεσήλικο Σέρβο βασιλιά . Τον λόγο αυτόν τον απηύθυνε στον Νικηφόρο Χούμνο και -μολονότι γραμμένος σε ρητορικό ύφος- παρουσιάζει ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον.
Σε αστρονομικά θέματα, αντιδικώντας συχνά με τον φίλο αλλά αντίπαλό του Νικηφόρο Χούμνο, παραπέμπει σε χωρία του θαυμαστού Πλάτωνος, τα οποία όμως στην ουσία αντλεί από το έργο του Ιάμβλιχου Περί της κοινής μαθηματικής επιστήμης.
Τέλος, ένας περίφημος λόγος του με τίτλο Ηθικός ή Περί παιδείας αντιπροσωπεύει έντονα τον χριστιανικό ανθρωπισμό των παλαιολόγειων χρόνων.
Επιστημονικό
έργο
Ο Μετοχίτης
μελέτησε τον Ευκλείδη, τον Πυθαγόρα, τον Αρχιμήδη, τον Απολλώνιο τον Περγαίο,
τον Πτολεμαίο και, φυσικά, τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα. Σε μια εποχή μάλιστα
που ειδικά στη Δύση κυριαρχούσε απόλυτα η αριστοτελική φιλοσοφία, έστρεψε την
προσοχή των συγχρόνων του και στην πλατωνική θεώρηση του κόσμου. Παρ' όλη την
προτίμησή του στον Πλάτωνα, ο πολυΐστωρ Θεόδωρος Μετοχίτης αναδείχτηκε σε
εξαίρετο σχολιαστή πολλών έργων του Αριστοτέλη, όπως Φυσική, Περί γενέσεως και
φθοράς, Περί ουρανού, Μετεωρολογικά, Περί ψυχής, Μικρά φυσικά κ.ά., έχοντας ως
πρότυπό του τον λόγιο Μιχαήλ Εφέσιο. Πράγματι, στο 12ο κεφάλαιο των
Υπομνηματισμών του μιλά με μεγάλο θαυμασμό για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, για τη
μεγαλοφυΐα του και για τη μεγάλη προσφορά του στη λογική, γράφοντας ότι ο
Αριστοτέλης ήταν εραστής και τεχνίτης της λογικής. Επίσης συμπληρώνει ότι για τη
φυσική ο Αριστοτέλης ήταν γνώμων και συνήγορος της φύσεως.
Ωστόσο ο Μετοχίτης δεν διστάζει να
κατηγορήσει τον Αριστοτέλη για δοξοσοφία, δηλαδή επιδίωξη εντυπώσεων και φήμης,
πράγμα που τον παρασύρει σε άδικη κριτική των πριν από αυτόν φιλοσόφων και
ιδιαίτερα του διδασκάλου του Πλάτωνος, αλλά και σε διατύπωση θέσεων σε περιοχές
όπου του λείπουν ειδικές γνώσεις, όπως η ρητορική, τα μαθηματικά και η
αστρονομία (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, 359).
Ο αστρονόμος και μελετητής της αρμονικής θεωρίας Μανουήλ Βρυέννιος τον μύησε, όπως ήδη αναφέραμε, στην αστρονομία. Ο Μετοχίτης, επηρεασμένος από τις πυθαγόρειες αντιλήψεις για την αρμονία του Σύμπαντος, δημιούργησε για τον εαυτό του το κατάλληλο υπόβαθρο ώστε να διαπρέψει και στην αστρονομία, την οποία προσέγγισε μέσω της μελέτης της μουσικής και της αρμονικής, αφού ειδικά την αρμονική, κατ' αυτόν, την αποκαλύπτουν οι αρμονικές κινήσεις των άστρων.
Την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να γίνει κατανοητή η Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις του Πτολεμαίου και άλλα παρόμοια επιστημονικά έργα από το πρωτότυπο. Για τον λόγο αυτό ο Μετοχίτης προσπάθησε να μεταδώσει στον κόσμο τις σχετικές γνώσεις, παρουσιάζοντάς τες με απλό και ταυτόχρονα ακριβή τρόπο (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 14).
Με το σημαντικότερο από τα επιστημονικά έργα του Στοιχείωσις επί τη αστρονομική επιστήμη (1317), η οποία αποτελείται από 91 βιβλία, επιδίωκε, σύμφωνα με τον Κ. Ν. Σάθα (1842-1914): Τη χρυσή τομή μεταξύ της διεξοδικής παρουσίασης της ύλης από τον Πτολεμαίο στα μεγάλα του έργα και των προοριζόμενων για πρακτική χρήση πρόχειρων κανόνων του ίδιου συγγραφέα ή εκείνων του Θέωνα, δημιουργώντας έτσι ένα πρακτικό βοήθημα για τους αρτιμαθείς της αστρονομίας (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Γ΄, 1994, σελ. 52).
Το πρώτο βιβλίο της σειράς, το οποίο φέρει τον τίτλο Του συμπεθέρου του υψηλοτάτου βασιλέως Ανδρονίκου του Παλαιολόγου σοφωτάτου και αστρονομικωτάτου μεγάλου λογοθέτου Θεοδώρου του Μετοχίτου αστρονομικής κατ' επιτομήν στοιχειώσεως βιβλίον α΄, αρχίζει εξαίροντας την επιστήμη της αστρονομίας. Στο ίδιο έργο περιλαμβάνονται, συν τοις άλλοις, κανόνες και πίνακες των κινήσεων και των θέσεων των διαφόρων ουρανίων σωμάτων. Ενδεικτικοί τίτλοι κεφαλαίων είναι οι εξής: Έπαινος αστρονομίας..., Κανόνες των ομαλών του ηλίου κινήσεων, Περί της ανωμάλου του ηλίου κινήσεως και έκθεσις κανόνος της τοιαύτης ανωμάλου κινήσεως, Περί της σελήνης και των υποθέσεων των κατ' αυτήν κινήσεων, Περί των μεγίστων αποστάσεων από του ηλίου, της Αφροδίτης και του Ερμού, Κανόνες των αυτών μεγίστων αποστάσεων (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 15).
Άλλα παρόμοια έργα του Μετοχίτη είναι η Προεισαγωγή εις την του Πτολεμαίου Σύνταξιν (ίσως μέρος της Στοιχειώσεως) και οι Υπομνηματισμοί εις τα ιγ΄ βιβλία της του Πτολεμαίου Μαθηματικής Συντάξεως, ενώ κεφάλαια φυσικομαθηματικού περιεχομένου περιέχονται στο έργο του Υπομνηματισμοί και σημειώσεις γνωμικαί, το οποίο ήδη έχουμε αναφέρει. Οι τίτλοι σε δύο από αυτά είναι: Ότι ήδιστον η του ουρανού και των κατ' ουρανόν εποπτεία και Ότι χρήσιμα τα εκ του μαθηματικού και γεωμετρικού της φιλοσοφίας είδους διά τα τε άλλα πλείστα τω βίω, και διά τα των μηχανικών έργα (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Γ΄, 1991, σελ. 53). Συνέγραψε επίσης Στοιχεία αστρονομίας (έκδ. Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 1, Βενετία 1872, 85-111) και Εισαγωγή εις την αστρονομίαν (έκδ. Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 1, Βενετία 1872, 111-118).
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, αναφερόμενος στα σχόλιά του στα έργα του Αριστοτέλη, καθώς και στους υπομνηματισμούς στα έργα του Κλαύδιου Πτολεμαίου, γράφει τους εξής χαρακτηριστικούς στίχους:
Ο αστρονόμος και μελετητής της αρμονικής θεωρίας Μανουήλ Βρυέννιος τον μύησε, όπως ήδη αναφέραμε, στην αστρονομία. Ο Μετοχίτης, επηρεασμένος από τις πυθαγόρειες αντιλήψεις για την αρμονία του Σύμπαντος, δημιούργησε για τον εαυτό του το κατάλληλο υπόβαθρο ώστε να διαπρέψει και στην αστρονομία, την οποία προσέγγισε μέσω της μελέτης της μουσικής και της αρμονικής, αφού ειδικά την αρμονική, κατ' αυτόν, την αποκαλύπτουν οι αρμονικές κινήσεις των άστρων.
Την εποχή εκείνη ήταν δύσκολο να γίνει κατανοητή η Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις του Πτολεμαίου και άλλα παρόμοια επιστημονικά έργα από το πρωτότυπο. Για τον λόγο αυτό ο Μετοχίτης προσπάθησε να μεταδώσει στον κόσμο τις σχετικές γνώσεις, παρουσιάζοντάς τες με απλό και ταυτόχρονα ακριβή τρόπο (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 14).
Με το σημαντικότερο από τα επιστημονικά έργα του Στοιχείωσις επί τη αστρονομική επιστήμη (1317), η οποία αποτελείται από 91 βιβλία, επιδίωκε, σύμφωνα με τον Κ. Ν. Σάθα (1842-1914): Τη χρυσή τομή μεταξύ της διεξοδικής παρουσίασης της ύλης από τον Πτολεμαίο στα μεγάλα του έργα και των προοριζόμενων για πρακτική χρήση πρόχειρων κανόνων του ίδιου συγγραφέα ή εκείνων του Θέωνα, δημιουργώντας έτσι ένα πρακτικό βοήθημα για τους αρτιμαθείς της αστρονομίας (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Γ΄, 1994, σελ. 52).
Το πρώτο βιβλίο της σειράς, το οποίο φέρει τον τίτλο Του συμπεθέρου του υψηλοτάτου βασιλέως Ανδρονίκου του Παλαιολόγου σοφωτάτου και αστρονομικωτάτου μεγάλου λογοθέτου Θεοδώρου του Μετοχίτου αστρονομικής κατ' επιτομήν στοιχειώσεως βιβλίον α΄, αρχίζει εξαίροντας την επιστήμη της αστρονομίας. Στο ίδιο έργο περιλαμβάνονται, συν τοις άλλοις, κανόνες και πίνακες των κινήσεων και των θέσεων των διαφόρων ουρανίων σωμάτων. Ενδεικτικοί τίτλοι κεφαλαίων είναι οι εξής: Έπαινος αστρονομίας..., Κανόνες των ομαλών του ηλίου κινήσεων, Περί της ανωμάλου του ηλίου κινήσεως και έκθεσις κανόνος της τοιαύτης ανωμάλου κινήσεως, Περί της σελήνης και των υποθέσεων των κατ' αυτήν κινήσεων, Περί των μεγίστων αποστάσεων από του ηλίου, της Αφροδίτης και του Ερμού, Κανόνες των αυτών μεγίστων αποστάσεων (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 15).
Άλλα παρόμοια έργα του Μετοχίτη είναι η Προεισαγωγή εις την του Πτολεμαίου Σύνταξιν (ίσως μέρος της Στοιχειώσεως) και οι Υπομνηματισμοί εις τα ιγ΄ βιβλία της του Πτολεμαίου Μαθηματικής Συντάξεως, ενώ κεφάλαια φυσικομαθηματικού περιεχομένου περιέχονται στο έργο του Υπομνηματισμοί και σημειώσεις γνωμικαί, το οποίο ήδη έχουμε αναφέρει. Οι τίτλοι σε δύο από αυτά είναι: Ότι ήδιστον η του ουρανού και των κατ' ουρανόν εποπτεία και Ότι χρήσιμα τα εκ του μαθηματικού και γεωμετρικού της φιλοσοφίας είδους διά τα τε άλλα πλείστα τω βίω, και διά τα των μηχανικών έργα (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Γ΄, 1991, σελ. 53). Συνέγραψε επίσης Στοιχεία αστρονομίας (έκδ. Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 1, Βενετία 1872, 85-111) και Εισαγωγή εις την αστρονομίαν (έκδ. Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 1, Βενετία 1872, 111-118).
Ο Θεόδωρος Μετοχίτης, αναφερόμενος στα σχόλιά του στα έργα του Αριστοτέλη, καθώς και στους υπομνηματισμούς στα έργα του Κλαύδιου Πτολεμαίου, γράφει τους εξής χαρακτηριστικούς στίχους:
Αμφί τε φυσικά Αριστοτελήτα
πουλύστροφα
πολυέριχθ' ευρήματα φύσιος ιστορίης
απηγεύμενα, αμφί τε μαθηματικής εξινή επί πολλ' εμόγησα νόον Πτολεμαίου πολλόν
μάλιστ' αμφ' Αστρονομίας διζεύμενος, ευ τε
συναγήοχα πάντα πρήγματα θαύματα. Και γύρω από τα πολύστροφα φυσικά του Αριστοτέλη, τα οποία διηγούνται τα πολύκυκλα (γραπτέον πολυέλικτα και όχι πολυέρικτα) ευρήματα της γνώσεως της φύσεως, και γύρω από τη μαθηματική επιστήμη εκοπίασα πολύ, καθώς και με τον πολύ νουν του Πτολεμαίου ερευνών περί αστρονομίας και με τάξη τα έχω όλα συναθροίσει, πράγματα θαυμαστά.
πολυέριχθ' ευρήματα φύσιος ιστορίης
απηγεύμενα, αμφί τε μαθηματικής εξινή επί πολλ' εμόγησα νόον Πτολεμαίου πολλόν
μάλιστ' αμφ' Αστρονομίας διζεύμενος, ευ τε
συναγήοχα πάντα πρήγματα θαύματα. Και γύρω από τα πολύστροφα φυσικά του Αριστοτέλη, τα οποία διηγούνται τα πολύκυκλα (γραπτέον πολυέλικτα και όχι πολυέρικτα) ευρήματα της γνώσεως της φύσεως, και γύρω από τη μαθηματική επιστήμη εκοπίασα πολύ, καθώς και με τον πολύ νουν του Πτολεμαίου ερευνών περί αστρονομίας και με τάξη τα έχω όλα συναθροίσει, πράγματα θαυμαστά.
Τα έργα του Θεόδωρου Μετοχίτη,
ουσιαστικά πάνω από 120 δοκίμια για τις θετικές επιστήμες, φανερώνουν τη
συστηματική μελέτη τόσο των αρχαίων όσο και των Αλεξανδρινών μαθηματικών και
αστρονόμων, όπως του Ευκλείδη, του Θέωνος του Σμυρναίου, του Νικόμαχου του
Γερασηνού και του Κλαύδιου Πτολεμαίου, τον οποίο ονομάζει γνώμονα πάσης
μαθηματικής επιστήμης. Ο Θεόδωρος Μετοχίτης ασχολήθηκε επίσης και με τα έργα του
Σερήνου (4ος μ.Χ. αιώνας). Σημειώνουμε ότι στην εισαγωγή της Στοιχειώσεως
χαρακτηριστικά γράφει: Απολλωνίου του Περγαίου Κωνικά και Σερήνου Κυλινδρικά
μάλιστ' επονήθη μοι, που μεταγράφεται ως εξής: Εργάστηκα κυρίως στα Κωνικά του
Απολλωνίου του Περγαίου και στα Κυλινδρικά του Σερήνου.
Έγραψε επίσης ένα έργο με τίτλο: Περί εκλείψεων ηλίου και σελήνης (έκδ. Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 1, Βενετία 1872, 106). Σημειώνουμε ότι τη φήμη του ως αστρονόμου την ενίσχυσαν οι ακριβείς υπολογισμοί του για τις εκλείψεις του Ηλίου και της Σελήνης της εποχής του, που περιλαμβάνονται στο παραπάνω έργο του.
Εκτός από την αστρονομία, ο Μετοχίτης αναγνώριζε και τη μεγάλη χρησιμότητα της μηχανικής, αφού -όπως ο ίδιος έλεγε- στηρίζεται στους θεμελιώδεις πυλώνες της αριθμητικής και της γεωμετρίας.
Έγραψε επίσης ένα έργο με τίτλο: Περί εκλείψεων ηλίου και σελήνης (έκδ. Κ. Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 1, Βενετία 1872, 106). Σημειώνουμε ότι τη φήμη του ως αστρονόμου την ενίσχυσαν οι ακριβείς υπολογισμοί του για τις εκλείψεις του Ηλίου και της Σελήνης της εποχής του, που περιλαμβάνονται στο παραπάνω έργο του.
Εκτός από την αστρονομία, ο Μετοχίτης αναγνώριζε και τη μεγάλη χρησιμότητα της μηχανικής, αφού -όπως ο ίδιος έλεγε- στηρίζεται στους θεμελιώδεις πυλώνες της αριθμητικής και της γεωμετρίας.
Στο πεδίο της αστρονομίας, ο
επιφανέστερος μαθητής και διάδοχός του ήταν ο Νικηφόρος Γρηγοράς, ο οποίος
αναδείχτηκε σε εξαιρετικό αστρονόμο. Ο ίδιος ο Μετοχίτης γράφει σε έναν ποίημά
του για το πώς μύησε τον Γρηγορά στην επιστήμη των ουρανών:
Και σοι αμ' ίμερον ώρσα περιώσιον
άφαρ
Κτήσασθαι είν γε πόνοισι τήνδε σοφίην πολλοίς.
Ατάρ έπειτα κτήσαο, δι' αρδέγμενος, ευ γε
Και τ' ίφι πάντα μυήσαο, βένθεα τήσδε σοφίης•
εσσυμένως γαρ εγών απηγεόμην, συ δ' άκουες
πάντα δόγματα τήσδε σοφίης, ευ μάλ' ανύτων. Και σε σένα πάλι διέγειρα ταχέως επιθυμία να αποκτήσεις, καταβάλλοντας πολλούς κόπους, αυτή τη σοφία. Και έπειτα την απέκτησες και αναδείχτηκες διάδοχός μου και μυήθηκες σε υπερβολικό βαθμό στα βάθη αυτής της σοφίας. Διότι εγώ σε καθοδηγούσα με σύντονο ρυθμό, συ δε άκουγες όλα τα δόγματα αυτής της σοφίας με πολύ καλό αποτέλεσμα.
Κτήσασθαι είν γε πόνοισι τήνδε σοφίην πολλοίς.
Ατάρ έπειτα κτήσαο, δι' αρδέγμενος, ευ γε
Και τ' ίφι πάντα μυήσαο, βένθεα τήσδε σοφίης•
εσσυμένως γαρ εγών απηγεόμην, συ δ' άκουες
πάντα δόγματα τήσδε σοφίης, ευ μάλ' ανύτων. Και σε σένα πάλι διέγειρα ταχέως επιθυμία να αποκτήσεις, καταβάλλοντας πολλούς κόπους, αυτή τη σοφία. Και έπειτα την απέκτησες και αναδείχτηκες διάδοχός μου και μυήθηκες σε υπερβολικό βαθμό στα βάθη αυτής της σοφίας. Διότι εγώ σε καθοδηγούσα με σύντονο ρυθμό, συ δε άκουγες όλα τα δόγματα αυτής της σοφίας με πολύ καλό αποτέλεσμα.
Αστρονομία και
αστρολογία
Για τον Θεόδωρο
Μετοχίτη, όπως φαίνεται στο κεφάλαιο «Έπαινος αστρονομίας...» της Στοιχειώσεως,
η διερεύνηση του κόσμου μέσα από την επιστημονική δραστηριότητα δεν αντιβαίνει
στην ορθόδοξη πίστη. Αντιθέτως, όταν γίνεται σωστά και δεν αφήνει σκοτεινά
σημεία για τις αιτίες των φαινομένων, ενισχύει την πίστη απέναντι σε προλήψεις,
όπως η αστρολογία. Πράγματι ο Μετοχίτης, όπως αναφέρει ο Κ. Ν. Σάθας, προσπάθησε
να απαλλάξει την αστρονομία τόσο από την αστρολογία όσο και από τις ανατολικές
τερατολογίες και να την προαγάγει σε αληθινή επιστήμη (έκδ. Κ. Ν. Σάθα,
Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη 1, Βενετία 1872, 20, 73), μολονότι ο δάσκαλός του σ' αυτή
Μανουήλ Βρυέννιος δεν φαίνεται να είχε κάνει τον διαχωρισμό. Και πράγματι το
κατάφερε, αφού με το επιστημονικό κύρος του απάλλαξε την αστρονομία από τη
δυσπιστία με την οποία την αντιμετώπιζαν θεολόγοι και άλλοι επιστήμονες εξαιτίας
της συγχύσεώς της με την αστρολογία.
Αυτό το κατόρθωμά του το αναφέρει
σε ποίημά του, το οποίο απηύθυνε στον αγαπημένο μαθητή του Νικηφόρο Γρηγορά,
στον οποίο κληροδότησε την πλούσια βιβλιοθήκη του.
Ήτοι την μεν εγώ σοφίην νέαν
ανάειρα ύψος εις αριδείκετον εκλείπουσαν πάλαι, φάσι ανά μερόπεσσι βρουτοίς
πολλά μογήσας. Εκ τ' ολίγων εμπυρευμάτων φλούγα μεγίστην της θ' άρα σουφίης
περίφαντον έκηα λαμπράν λαμπετόεσσαν εμοί τιμάν ανά τε νυν, ανά θ'
εξής
ύστερον έπειτα διά πάντ' αιώ διδοίσαν (Περιοδικό Βυζάντιο, τόμος 3ος, 265): Πραγματικά εγώ αυτή τη σοφία -δηλαδή την αστρονομία- σαν νέα ανύψωσα σε δακτυλοδεικτούμενο ύψος μεταξύ των θνητών ανθρώπων, ενώ προ πολλού είχε εκλείψει. Από λίγες κρυμμένες μέσα στη στάχτη σπίθες άναψα λαμπρή φλόγα αυτής της σοφίας ορατή από όλα τα μέρη, η οποία δίνει σε μένα αστραποβολούσα τιμή και τώρα και συνεχώς στο μέλλον διαμέσου όλων των αιώνων.
ύστερον έπειτα διά πάντ' αιώ διδοίσαν (Περιοδικό Βυζάντιο, τόμος 3ος, 265): Πραγματικά εγώ αυτή τη σοφία -δηλαδή την αστρονομία- σαν νέα ανύψωσα σε δακτυλοδεικτούμενο ύψος μεταξύ των θνητών ανθρώπων, ενώ προ πολλού είχε εκλείψει. Από λίγες κρυμμένες μέσα στη στάχτη σπίθες άναψα λαμπρή φλόγα αυτής της σοφίας ορατή από όλα τα μέρη, η οποία δίνει σε μένα αστραποβολούσα τιμή και τώρα και συνεχώς στο μέλλον διαμέσου όλων των αιώνων.
Ο αυτοκράτορας εκείνης της περιόδου
Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός (1341-1355) γράφει σχετικά: Την γαρ αστρονομίαν από
τινός Βρυεννίου φαύλας τινάς και ουκ ακριβείς πάνυ παραλαβών αρχάς, αυτός ιδίοις
πόνοις εξηκριβώσατο, ως και μετά ταύτα πολλούς εν επιστήμη του μαθήματος συν
ακριβεία γενέσθαι παρ' αυτού διδαχθέντας και απορεί πώς ο Μετοχίτης εκ φαύλων
των αρχών ωρμημένος, ούτως ηδυνήθη προς τελείαν εξεύρεσιν του μαθήματος ελθείν
(Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956,
σελ. 16).
Λόγω των προαναφερθέντων, ο Κ. Δ. Γεωργούλης, στο αντίστοιχο λήμμα στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου (1957), αποκαλεί τον Μετοχίτη πρόδρομο και αρχηγέτη των αστρονομικών σπουδών, ενώ ο Karl Krumbacher (1900, ΙΙ, σελ. 433) τον συγκρίνει με τον Roger Bacon (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 16). Η μελέτη της αστρονομίας, την οποία ο Μετοχίτης ήθελε να εκλαϊκεύσει όσο το δυνατόν περισσότερο και έτσι να ενισχύσει το κύρος της, θεωρούσε ότι προσφέρει στο ανθρώπινο πνεύμα τη μεγαλύτερη απόλαυση και οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική γνώση του θείου.
Λόγω των προαναφερθέντων, ο Κ. Δ. Γεωργούλης, στο αντίστοιχο λήμμα στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου (1957), αποκαλεί τον Μετοχίτη πρόδρομο και αρχηγέτη των αστρονομικών σπουδών, ενώ ο Karl Krumbacher (1900, ΙΙ, σελ. 433) τον συγκρίνει με τον Roger Bacon (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 16). Η μελέτη της αστρονομίας, την οποία ο Μετοχίτης ήθελε να εκλαϊκεύσει όσο το δυνατόν περισσότερο και έτσι να ενισχύσει το κύρος της, θεωρούσε ότι προσφέρει στο ανθρώπινο πνεύμα τη μεγαλύτερη απόλαυση και οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική γνώση του θείου.
Πράγματι, ο Μετοχίτης είχε μια
τελείως επιστημονική αντίληψη για την αστρονομία, την οποία ανήγαγε σε
πραγματική επιστήμη διαχωρίζοντάς την πλήρως από την αστρολογία, αφού σε ένα
ποίημά του γράφει σχετικά:
Γνώσις γαρ εστιν, ως έφην και τούτο
διά φιλοσοφίας επιστημονική, περί τινων κτιστών και γεννητών όντων φύσεων υπό
της παντοκρατορικής δημιουργηθέντων δυνάμεως, όπη τ' έχοι και όπως ταύτα
φέρεται, θεϊκοίς πάντως όροις πειθαρχούντα και προστάγμασι. Η αστρονομία είναι
γνώση και αυτή διά της φιλοσοφίας επιστημονική, για κάποια πράγματα τα οποία
είναι κτιστά και γεννητά φυσικά όντα και έχουν δημιουργηθεί από την
παντοκρατορική δύναμη. Εξετάζει η αστρονομία πώς έχουν αυτά τα όντα και ποιες
κινήσεις εκτελούν καθώς πειθαρχούν σε ορισμούς θεϊκούς και σε θεϊκά
προστάγματα.
Στο ποίημα αυτό συναντάμε για άλλη
μια φορά την άποψη του Μετοχίτη ότι ο κόσμος είναι θεϊκό δημιούργημα που
υπακούει στους νόμους οι οποίοι έχουν τεθεί από τον Θεό. Σύμφωνα με τον Κ. Δ.
Γεωργούλη: Η αντίληψις αύτη επικρατήσασα κατά τους νεωτέρους ευρωπαϊκούς χρόνους
εις τους λεγομένους «αρμονιστάς», ήτοι τους οπαδούς της θεωρίας ότι η φύσις
είναι εναρμόνιον θείον κατασκεύασμα, συνετέλεσε να απελευθερωθή η φυσική έρευνα
από πάσαν δυσπιστία. Ο Μετοχίτης παρατηρούμεν ότι κατά τα τέλη του 13ου αιώνος
είχε φθάσει εις την αντίληψιν ταύτην (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου,
1957, τόμος 7ος, σελ. 801).
Ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης, πνεύμα θετικό και φιλελεύθερο, αναδείχτηκε σε έναν από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του βυζαντινού ουμανισμού. Αναθρεμμένος με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ο πολυγραφότατος Μετοχίτης εξετάζει στα ποικίλα έργα του με σοβαρότητα και αντικειμενικότητα καίρια για την εποχή του φιλοσοφικά προβλήματα (γνώση και πίστη, έννοια των αριθμών, εσώτερη δομή του κόσμου, κοσμολογία, αστρονομία και αστρολογία), ενώ προσεγγίζει τις λύσεις που έδωσαν σ' αυτά οι μεγάλοι φιλόσοφοι και αστρονόμοι του 17ου αιώνα.
Ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Μετοχίτης, πνεύμα θετικό και φιλελεύθερο, αναδείχτηκε σε έναν από τους πρωιμότερους εκπροσώπους του βυζαντινού ουμανισμού. Αναθρεμμένος με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, ο πολυγραφότατος Μετοχίτης εξετάζει στα ποικίλα έργα του με σοβαρότητα και αντικειμενικότητα καίρια για την εποχή του φιλοσοφικά προβλήματα (γνώση και πίστη, έννοια των αριθμών, εσώτερη δομή του κόσμου, κοσμολογία, αστρονομία και αστρολογία), ενώ προσεγγίζει τις λύσεις που έδωσαν σ' αυτά οι μεγάλοι φιλόσοφοι και αστρονόμοι του 17ου αιώνα.
Τα τελευταία
χρόνια
Με την εκθρόνιση
του Ανδρόνικου Β΄ (1328) από τον Ανδρόνικο Γ΄ (1328-1341), ο Θεόδωρος Μετοχίτης
εξορίστηκε στο Διδυμότειχο, ενώ το μεγαλοπρεπές σπίτι του και η περιουσία του
λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Πιθανότατα να πλήρωσε το μίσος των κατώτερων
τάξεων εναντίον των πλουσίων. Ίσως ήταν θύμα αυτού ακριβώς του ταξικού αγώνα.
Επέστρεψε άρρωστος, ως μοναχός, στη Μονή της Χώρας -σήμερα Qahriye jami-, με το
όνομα Θεόληπτος, όπου και πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1331. Ο θαυμασμός των
συγχρόνων του ήταν πολύ μεγάλος και τον τίμησε ιδιαιτέρως ο μαθητής του
Νικηφόρος Γρηγοράς με τον περίφημο Επιτάφιό του. Εντούτοις, παρά την πολυμάθειά
του και τη συνεχή ενασχόλησή του με την αστρονομία, την οποία συνέχισε και ο
μαθητής του Νικηφόρος Γρηγοράς, για κάποιο λόγο, οι δύο αυτοί λόγιοι δεν
δημιούργησαν «σχολή», η οποία και θα συνέχιζε το σπουδαίο έργο τους. Πάντως, ο
κύκλος των Πλατωνιστών στον Μυστρά υπό τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα γνώριζε και
τιμούσε το έργο του πολυμαθούς λογίου Θεόδωρου Μετοχίτη.
Τέλος, σημειώνουμε αυτό που γράφει ο Κ. Δ. Γεωργούλης για τον Θεόδωρο Μετοχίτη: Είναι άξιον προσοχής ότι έχει βαθείαν συνείδησιν της ιστορικής συνεχείας του ελληνικού έθνους, διότι γράφει: Ημίν οι και του γένους εσμέν και τοις γλώσσης αυτοίς (τοις Έλλησι) κοινωνοί και διάδοχοι, που μεταγράφεται ως εξής: Σε μας οι οποίοι έχουμε την αυτή καταγωγή και την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες και είμαστε και διάδοχοί τους (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, σελ. 801).
Τέλος, σημειώνουμε αυτό που γράφει ο Κ. Δ. Γεωργούλης για τον Θεόδωρο Μετοχίτη: Είναι άξιον προσοχής ότι έχει βαθείαν συνείδησιν της ιστορικής συνεχείας του ελληνικού έθνους, διότι γράφει: Ημίν οι και του γένους εσμέν και τοις γλώσσης αυτοίς (τοις Έλλησι) κοινωνοί και διάδοχοι, που μεταγράφεται ως εξής: Σε μας οι οποίοι έχουμε την αυτή καταγωγή και την ίδια γλώσσα με τους Έλληνες και είμαστε και διάδοχοί τους (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, σελ. 801).
Ιωσήφ ο
Φιλόσοφος ή Ρακενδύτης (1280-1330)
Σύγχρονος του Θεόδωρου Μετοχίτη ήταν ο λόγιος Ιωσήφ ο Φιλόσοφος ή Ιωσήφ Ρακενδύτης, που γεννήθηκε μάλλον στην Ιθάκη, αλλά τον βρίσκουμε ως ερημίτη-μοναχό στη Θεσσαλία και το Άγιοn Όρος. Ο Ιωσήφ, ζώντας «εν πενία», πήρε την προσωνυμία Ρακενδύτης ή Ρακένδυτος ή Πιναρός , αλλά παρ' όλα αυτά ήταν κάτοχος της ελληνικής κλασικής παιδείας, γνώστης της αστρονομίας και των μαθηματικών της εποχής του. Παράλληλα ήταν δυναμικός και πολύ καλός θεολόγος, γι' αυτό αποκαλούνταν και «Ισάγγελος». Ήταν φίλος του Θεόδωρου Μετοχίτη και του Νικηφόρου Χούμνου, ενώ -όπως ήδη αναφέραμε- δάσκαλος του Ιωάννη Ακτουάριου (14ος αιώνας).
Ο Ιωσήφ επιζητούσε τον μοναχικό βίο. Μάλιστα αρνήθηκε πολλά αξιώματα και τον πατριαρχικό θρόνο ακόμa, ο οποίος του προσφέρθηκε περισσότερες από μία φορές.
Σύγχρονος του Θεόδωρου Μετοχίτη ήταν ο λόγιος Ιωσήφ ο Φιλόσοφος ή Ιωσήφ Ρακενδύτης, που γεννήθηκε μάλλον στην Ιθάκη, αλλά τον βρίσκουμε ως ερημίτη-μοναχό στη Θεσσαλία και το Άγιοn Όρος. Ο Ιωσήφ, ζώντας «εν πενία», πήρε την προσωνυμία Ρακενδύτης ή Ρακένδυτος ή Πιναρός , αλλά παρ' όλα αυτά ήταν κάτοχος της ελληνικής κλασικής παιδείας, γνώστης της αστρονομίας και των μαθηματικών της εποχής του. Παράλληλα ήταν δυναμικός και πολύ καλός θεολόγος, γι' αυτό αποκαλούνταν και «Ισάγγελος». Ήταν φίλος του Θεόδωρου Μετοχίτη και του Νικηφόρου Χούμνου, ενώ -όπως ήδη αναφέραμε- δάσκαλος του Ιωάννη Ακτουάριου (14ος αιώνας).
Ο Ιωσήφ επιζητούσε τον μοναχικό βίο. Μάλιστα αρνήθηκε πολλά αξιώματα και τον πατριαρχικό θρόνο ακόμa, ο οποίος του προσφέρθηκε περισσότερες από μία φορές.
Η συμβολή του στα γράμματα έγκειται
στη συστηματοποίηση των σπουδών και πάνω σ' αυτό μας άφησε ως πνευματική
κληρονομιά μια περίφημη εγκυκλοπαίδεια με τίτλο Σύνοψις εν επιτομή. Το έργο του
αυτό είναι μια μεγάλη εγκυκλοπαίδεια των επιστημών (ρητορική, λογική, φυσική,
τετρακτύς, ηθική και θεολογία). Η ρητορική του εκδόθηκε από τον K. Walz -Ιωσήφ
του Ρακενδύτου σύνοψις ρητορικής- στη σειρά Rhetores Graeci (Stuttgard-Tübingen
1833, 465-596). Ο Ιωσήφ στο μνημειώδες αυτό έργο του: Επιδιώκει να δώσει
συνοπτικά τα ουσιαστικά στοιχεία κάθε επιστήμης με απώτερο σκοπό να συνθέσει τις
γνώσεις και τις αλήθειες τους σε μια αρμονική εικόνα, που να υπηρετεί την ψυχική
μόρφωση και την ανύψωση του ανθρώπου προς τον θεό, αυτό που παραμένει βέβαια
έργο της θεολογίας. Η αξία του έργου του είναι διπλή: οι επί μέρους γνώσεις της
εποχής, αντλημένες με κάποιες προσωπικές προσθήκες από ποικίλες βυζαντινές και
ελληνικές πηγές, καθώς και η διαμόρφωση μιας ενιαίας επιστήμης που την αποτελούν
όλοι οι κλάδοι της «τριάδος» και της «τετρακτύος» υπηρετούν τη θεολογία (Ιστορία
του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, 356).
Δημήτριος Τρικλίνιος
(1280-1340)
Ο επιφανής Βυζαντινός φιλόλογος, κριτικός κειμένων και αστρονόμος Δημήτριος Τρικλίνιος από τη Θεσσαλονίκη ήταν μαθητής του Μάξιμου Πλανούδη και του επίσης φιλόλογου από τη Θεσσαλονίκη Θωμά Μάγιστρου (1275-1347 περίπου).
Πιθανολογείται ότι διηύθυνε στη Θεσσαλονίκη ένα σχολείο και ένα εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων . Ο ίδιος αντέγραψε και εξέδωσε με σχόλια πολλά έργα της κλασικής λογοτεχνίας (Πίνδαρος, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Θεόκριτος κ.ά.), ενώ, σύμφωνα με τον N. G. Wilson: Προσπαθούσε να αποκαταστήσει τα λάθη της μετρικής στα κείμενα του αρχαίου ελληνικού δράματος (Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, 1994, σελ. 202). Για τη μετρική έγραψε δύο πραγματείες και ως κριτικός υπερτερεί όλων των συγχρόνων του. Παράλληλα έγραψε και κάποιες πραγματείες εναντίον των Λατίνων.
Επίσης σώζεται ένα αστρονομικό-αστρολογικό σύγγραμμά του, που αναφέρεται στη Σελήνη και το οποίο έγινε γνωστό το 1967. Σ' αυτό, κατά τον Ηerbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Γ΄, 1991, σελ. 55), πιστοποιείται ότι έκανε πειράματα και εκτελούσε σεληνιακές και αστρικές παρατηρήσεις -ασχολήθηκε με τις φάσεις της Σελήνης και την πορεία της κατά μήκος του ζωδιακού κύκλου. Τέλος, ασχολήθηκε με τα Φαινόμενα του Άρατου του Σολέως (270 π.Χ.) και τη γεωγραφία. Εξάλλου, ως επιμελητής στις αντιγραφές των χειρογράφων είναι βέβαιο ότι είχε φυσικομαθηματικό υπόβαθρο, γεγονός άλλωστε που πιστοποιείται από τα σχόλιά του και τις υποσημειώσεις του στα χειρόγραφα.
Ο μαθηματικός και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος για τον αστρονόμο Δημήτριο Τρικλίνιο γράφει: Όπως αναφέρει ανώνυμο χειρόγραφο, χρησιμοποιούσε τον τετράντα, ένα όργανο αστρονομικό, με τον οποίο μετρούσε το ύψος των αστέρων. Χρησιμοποιούσε ακόμα και ένα είδος μοντέλου της ουράνιας σφαίρας (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 118).
Αυτό είναι πολύ πιθανό, αφού εκτελούσε αστρικές παρατηρήσεις, ενώ και το όργανο που χρησιμοποιούσε, ο «τετράντας», ίσως να ήταν ένας απλός τύπος του κύκλου παρατοίχιου (quadrans muralis).
Ο επιφανής Βυζαντινός φιλόλογος, κριτικός κειμένων και αστρονόμος Δημήτριος Τρικλίνιος από τη Θεσσαλονίκη ήταν μαθητής του Μάξιμου Πλανούδη και του επίσης φιλόλογου από τη Θεσσαλονίκη Θωμά Μάγιστρου (1275-1347 περίπου).
Πιθανολογείται ότι διηύθυνε στη Θεσσαλονίκη ένα σχολείο και ένα εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων . Ο ίδιος αντέγραψε και εξέδωσε με σχόλια πολλά έργα της κλασικής λογοτεχνίας (Πίνδαρος, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Θεόκριτος κ.ά.), ενώ, σύμφωνα με τον N. G. Wilson: Προσπαθούσε να αποκαταστήσει τα λάθη της μετρικής στα κείμενα του αρχαίου ελληνικού δράματος (Από το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, 1994, σελ. 202). Για τη μετρική έγραψε δύο πραγματείες και ως κριτικός υπερτερεί όλων των συγχρόνων του. Παράλληλα έγραψε και κάποιες πραγματείες εναντίον των Λατίνων.
Επίσης σώζεται ένα αστρονομικό-αστρολογικό σύγγραμμά του, που αναφέρεται στη Σελήνη και το οποίο έγινε γνωστό το 1967. Σ' αυτό, κατά τον Ηerbert Hunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Γ΄, 1991, σελ. 55), πιστοποιείται ότι έκανε πειράματα και εκτελούσε σεληνιακές και αστρικές παρατηρήσεις -ασχολήθηκε με τις φάσεις της Σελήνης και την πορεία της κατά μήκος του ζωδιακού κύκλου. Τέλος, ασχολήθηκε με τα Φαινόμενα του Άρατου του Σολέως (270 π.Χ.) και τη γεωγραφία. Εξάλλου, ως επιμελητής στις αντιγραφές των χειρογράφων είναι βέβαιο ότι είχε φυσικομαθηματικό υπόβαθρο, γεγονός άλλωστε που πιστοποιείται από τα σχόλιά του και τις υποσημειώσεις του στα χειρόγραφα.
Ο μαθηματικός και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος για τον αστρονόμο Δημήτριο Τρικλίνιο γράφει: Όπως αναφέρει ανώνυμο χειρόγραφο, χρησιμοποιούσε τον τετράντα, ένα όργανο αστρονομικό, με τον οποίο μετρούσε το ύψος των αστέρων. Χρησιμοποιούσε ακόμα και ένα είδος μοντέλου της ουράνιας σφαίρας (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 118).
Αυτό είναι πολύ πιθανό, αφού εκτελούσε αστρικές παρατηρήσεις, ενώ και το όργανο που χρησιμοποιούσε, ο «τετράντας», ίσως να ήταν ένας απλός τύπος του κύκλου παρατοίχιου (quadrans muralis).
Βαρλαάμ ο Καλαβρός
(1290-1350)
Ο λόγιος, φιλόσοφος, μαθηματικός και θεολόγος Βαρλαάμ ήταν Έλληνας μοναχός από τη Σεμινάρα (Seminara) της Καλαβρίας στη Νότια Ιταλία, γι' αυτό είναι γνωστός και ως Βαρλαάμ ντα Σεμινάρα ή Βαρλαάμ ο Καλαβρός (Barlaamo Calabrese).
Προικισμένος με σπάνιες διανοητικές ικανότητες, κατόρθωσε να αποκτήσει -με σπουδές στη Pώμη στις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τη θεολογία- πολύπλευρη μόρφωση και να διακριθεί ιδιαιτέρως τόσο στις θετικές επιστήμες όσο και στις θεωρητικές, όπως τη φιλοσοφία και τη θεολογία.
Ο ίδιος μετέτρεψε το όνομά του από Βερνάρδος σε Βαρλαάμ όταν έγινε μοναχός και εισήγαγε τη μοναστική τάξη στην Καλαβρία. Πνεύμα ανήσυχο και βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας εμβάθυνε τόσο πολύ στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ώστε θέλησε από την Ιταλία, όπου ζούσε, να επισκεφθεί και να γνωρίσει την Ελλάδα, τη χώρα στην οποία μεγαλούργησαν. Παράλληλα ήθελε να πρωταγωνιστήσει στην αναγεννητική κίνηση που είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο Βυζάντιο υπό τον μέγα δομέστιχο Ιωάννη Καντακουζηνό. Το 1326 έφτασε λοιπόν από την Ιταλία στην Άρτα, στη Θεσσαλονίκη και τέλος στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε εν τω μεταξύ διαδοθεί η φήμη του, και έγινε δεκτός με τιμές από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος τον ονόμασε ηγούμενο της Μονής του Αγίου Πνεύματος. Από τον αυτοκράτορα στάλθηκε ως πρεσβευτής στον Ροβέρτο, βασιλιά της Νεάπολης, καθώς και στην Αβινιόν, την τότε έδρα του πάπα Βενέδικτου ΙΒ΄, προκειμένου να συμφωνηθεί η ένωση των Εκκλησιών και παράλληλα να οργανωθεί μια χριστιανική κίνηση εναντίον των αλλόθρησκων Οθωμανών Τούρκων. Δυστυχώς επέστρεψε άπρακτος, χωρίς κάποια συγκεκριμένη πρόταση, στην Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας, με την υποστήριξη του μεγάλου δομέστιχου Ιωάννη Καντακουζηνού, όπου δίδαξε με τεράστια επιτυχία αστρονομία και μαθηματικά. Η μεγάλη επιτυχία του καλλιέργησε επικίνδυνα τον εγωισμό του και η αλαζονική συμπεριφορά του ανάγκασε τον φίλο του θεολόγο Γρηγόριο Ακίνδυνο (περίπου 1300-1348) αλλά και τον Νικηφόρο Γρηγορά να τον κατακρίνουν. Ο Βαρλαάμ, οπαδός των Στωικών και του Σενέκα, προσπαθούσε να μειώσει όλους τους άλλους εκπροσώπους των βυζαντινών γραμμάτων, αλλά σε δημόσια συζήτηση με τον περίφημο λόγιο Νικηφόρο Γρηγορά, αποχώρησε μάλλον ηττημένος. Ο Βαρλαάμ, με πληγωμένο τον εγωισμό του, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε στη Θεσσαλονίκη (1330), όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή και απέκτησε πολλούς μαθητές.
Αλλά και εκεί η έντονη μελέτη εκ μέρους του της αρχαιοελληνικής γραμματείας τον οδήγησε σε κριτικές απόψεις που τον έφεραν σε αντιπαράθεση με το εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του και την επικρατούσα θεολογική πρακτική.
Διατύπωσε μάλιστα την πρόταση: Εφόσον τα έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων αξίζουν να τα διαβάζουμε και να τα αντιγράφουμε, εφόσον τα διδάσκουμε στα σχολεία και τα Πανεπιστήμια και εφόσον επομένως κάποιες ιδέες της κλασικής Αρχαιότητας είναι μέρος από την κληρονομιά της πανανθρώπινης σοφίας, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην εφαρμόσουμε αυτές τις ιδέες στη θεολογία και σε όλη τη σφαίρα της θρησκείας .
Στο σημείο αυτό επικεντρώνεται και μία από τις βασικές αντιθέσεις του με τον Νικηφόρο Γρηγορά, που κι αυτός υποστήριζε ότι για την εύρεση της αλήθειας των Γραφών και των Πατέρων πρέπει να χρησιμοποιούμε την κλασική παιδεία, αλλά δεν πρέπει να γίνεται υπέρμετρη χρήση της συλλογιστικής, όπως συμβαίνει με τον Βαρλαάμ και τους Λατίνους.
Ούτως ή άλλως, ο Βαρλαάμ αναδείχτηκε σε υπέρμαχο των φιλοσοφικών απόψεων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και ενώ διορίστηκε εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο διάλογό της με τους Ρωμαιοκαθολικούς -υπό το πρίσμα της φιλοσοφικής του παιδείας και του ακατάληπτου του Θεού-, θεωρούσε ασήμαντη τη διαφορά ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες στο θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Τότε επενέβη ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος τόνιζε ότι η διαφορά είναι ουσιώδης, αλλά η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ιερωμένων δεν σταμάτησε εκεί, αφού ο Βαρλαάμ επενέβη στη μοναστική ζωή του Αγίου Όρους και κατέκρινε τον τρόπο προσευχής αλλά και την πνευματική απομόνωση των μοναχών, μια διαμάχη που οδήγησε την Εκκλησία μας στη μεγάλη ησυχαστική έριδα (14ος αιώνας). Ουσιαστικά η διαμάχη του Βαρλαάμ με τον Ησυχασμό εκφράζει τη σύγκρουση μιας δυτικής ορθολογίζουσας θεολογίας με τον χριστιανικό μυστικισμό της Ανατολής. Όπως μάλιστα σημειώνει ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς: Το φαινόμενο του Ησυχασμού πολύ συχνά αντιμετωπίζεται ως μια απλή θεολογική αντιπαράθεση και παραθεωρούνται οι ευρύτερες φιλοσοφικές και πολιτικές της διαστάσεις, ξεχνώντας πως, εκείνη την εποχή, στη Δύση όσο και στην Ανατολή, οι φιλοσοφικές αντιθέσεις είναι συνάμα -ή, τουλάχιστον, εμφανίζονται πάντα- και θεολογικές (1204. Η διαμόρφωση του ελληνισμού, 2006).
Ο λόγιος, φιλόσοφος, μαθηματικός και θεολόγος Βαρλαάμ ήταν Έλληνας μοναχός από τη Σεμινάρα (Seminara) της Καλαβρίας στη Νότια Ιταλία, γι' αυτό είναι γνωστός και ως Βαρλαάμ ντα Σεμινάρα ή Βαρλαάμ ο Καλαβρός (Barlaamo Calabrese).
Προικισμένος με σπάνιες διανοητικές ικανότητες, κατόρθωσε να αποκτήσει -με σπουδές στη Pώμη στις φυσικές επιστήμες, τη φιλοσοφία και τη θεολογία- πολύπλευρη μόρφωση και να διακριθεί ιδιαιτέρως τόσο στις θετικές επιστήμες όσο και στις θεωρητικές, όπως τη φιλοσοφία και τη θεολογία.
Ο ίδιος μετέτρεψε το όνομά του από Βερνάρδος σε Βαρλαάμ όταν έγινε μοναχός και εισήγαγε τη μοναστική τάξη στην Καλαβρία. Πνεύμα ανήσυχο και βαθύς γνώστης της ελληνικής γλώσσας εμβάθυνε τόσο πολύ στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ώστε θέλησε από την Ιταλία, όπου ζούσε, να επισκεφθεί και να γνωρίσει την Ελλάδα, τη χώρα στην οποία μεγαλούργησαν. Παράλληλα ήθελε να πρωταγωνιστήσει στην αναγεννητική κίνηση που είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο Βυζάντιο υπό τον μέγα δομέστιχο Ιωάννη Καντακουζηνό. Το 1326 έφτασε λοιπόν από την Ιταλία στην Άρτα, στη Θεσσαλονίκη και τέλος στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε εν τω μεταξύ διαδοθεί η φήμη του, και έγινε δεκτός με τιμές από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, ο οποίος τον ονόμασε ηγούμενο της Μονής του Αγίου Πνεύματος. Από τον αυτοκράτορα στάλθηκε ως πρεσβευτής στον Ροβέρτο, βασιλιά της Νεάπολης, καθώς και στην Αβινιόν, την τότε έδρα του πάπα Βενέδικτου ΙΒ΄, προκειμένου να συμφωνηθεί η ένωση των Εκκλησιών και παράλληλα να οργανωθεί μια χριστιανική κίνηση εναντίον των αλλόθρησκων Οθωμανών Τούρκων. Δυστυχώς επέστρεψε άπρακτος, χωρίς κάποια συγκεκριμένη πρόταση, στην Κωνσταντινούπολη.
Στη συνέχεια διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας, με την υποστήριξη του μεγάλου δομέστιχου Ιωάννη Καντακουζηνού, όπου δίδαξε με τεράστια επιτυχία αστρονομία και μαθηματικά. Η μεγάλη επιτυχία του καλλιέργησε επικίνδυνα τον εγωισμό του και η αλαζονική συμπεριφορά του ανάγκασε τον φίλο του θεολόγο Γρηγόριο Ακίνδυνο (περίπου 1300-1348) αλλά και τον Νικηφόρο Γρηγορά να τον κατακρίνουν. Ο Βαρλαάμ, οπαδός των Στωικών και του Σενέκα, προσπαθούσε να μειώσει όλους τους άλλους εκπροσώπους των βυζαντινών γραμμάτων, αλλά σε δημόσια συζήτηση με τον περίφημο λόγιο Νικηφόρο Γρηγορά, αποχώρησε μάλλον ηττημένος. Ο Βαρλαάμ, με πληγωμένο τον εγωισμό του, έφυγε από την Κωνσταντινούπολη και πήγε στη Θεσσαλονίκη (1330), όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή και απέκτησε πολλούς μαθητές.
Αλλά και εκεί η έντονη μελέτη εκ μέρους του της αρχαιοελληνικής γραμματείας τον οδήγησε σε κριτικές απόψεις που τον έφεραν σε αντιπαράθεση με το εκκλησιαστικό κατεστημένο της εποχής του και την επικρατούσα θεολογική πρακτική.
Διατύπωσε μάλιστα την πρόταση: Εφόσον τα έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων αξίζουν να τα διαβάζουμε και να τα αντιγράφουμε, εφόσον τα διδάσκουμε στα σχολεία και τα Πανεπιστήμια και εφόσον επομένως κάποιες ιδέες της κλασικής Αρχαιότητας είναι μέρος από την κληρονομιά της πανανθρώπινης σοφίας, δεν βλέπω τον λόγο γιατί να μην εφαρμόσουμε αυτές τις ιδέες στη θεολογία και σε όλη τη σφαίρα της θρησκείας .
Στο σημείο αυτό επικεντρώνεται και μία από τις βασικές αντιθέσεις του με τον Νικηφόρο Γρηγορά, που κι αυτός υποστήριζε ότι για την εύρεση της αλήθειας των Γραφών και των Πατέρων πρέπει να χρησιμοποιούμε την κλασική παιδεία, αλλά δεν πρέπει να γίνεται υπέρμετρη χρήση της συλλογιστικής, όπως συμβαίνει με τον Βαρλαάμ και τους Λατίνους.
Ούτως ή άλλως, ο Βαρλαάμ αναδείχτηκε σε υπέρμαχο των φιλοσοφικών απόψεων των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και ενώ διορίστηκε εκπρόσωπος της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο διάλογό της με τους Ρωμαιοκαθολικούς -υπό το πρίσμα της φιλοσοφικής του παιδείας και του ακατάληπτου του Θεού-, θεωρούσε ασήμαντη τη διαφορά ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες στο θέμα της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Τότε επενέβη ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος τόνιζε ότι η διαφορά είναι ουσιώδης, αλλά η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο ιερωμένων δεν σταμάτησε εκεί, αφού ο Βαρλαάμ επενέβη στη μοναστική ζωή του Αγίου Όρους και κατέκρινε τον τρόπο προσευχής αλλά και την πνευματική απομόνωση των μοναχών, μια διαμάχη που οδήγησε την Εκκλησία μας στη μεγάλη ησυχαστική έριδα (14ος αιώνας). Ουσιαστικά η διαμάχη του Βαρλαάμ με τον Ησυχασμό εκφράζει τη σύγκρουση μιας δυτικής ορθολογίζουσας θεολογίας με τον χριστιανικό μυστικισμό της Ανατολής. Όπως μάλιστα σημειώνει ο συγγραφέας Γιώργος Καραμπελιάς: Το φαινόμενο του Ησυχασμού πολύ συχνά αντιμετωπίζεται ως μια απλή θεολογική αντιπαράθεση και παραθεωρούνται οι ευρύτερες φιλοσοφικές και πολιτικές της διαστάσεις, ξεχνώντας πως, εκείνη την εποχή, στη Δύση όσο και στην Ανατολή, οι φιλοσοφικές αντιθέσεις είναι συνάμα -ή, τουλάχιστον, εμφανίζονται πάντα- και θεολογικές (1204. Η διαμόρφωση του ελληνισμού, 2006).
Το έργο του
Ο Βαρλαάμ, συγγραφέας πολλών φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων, έγραψε αντιπαλαμικές (Περί γνώσεως, Περί φωτός, Περί θεώσεως κ.ά.) και 21 ανθενωτικές πραγματείες.
Ως γνώστης τόσο της ελληνικής όσο και της λατινικής γλώσσας υπήρξε ένας δίαυλος διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών συγγραμμάτων στην Ιταλία. Μάλιστα θεωρείται ο δάσκαλος του Πετράρχη στα ελληνικά. Υπήρξε βαθύς γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας και συνέθεσε μια πραγματεία για την ηθική των Στωικών φιλοσόφων με τίτλο Η κατά Στωικούς ηθική. Το δοκίμιο αυτό ήταν τόσο περιεκτικό και με τόσο καθαρά διατυπωμένα τα ουσιαστικά στοιχεία της ηθικής των Στωικών, που μέχρι σήμερα προκαλεί τον θαυμασμό για το πνεύμα αντικειμενικότητάς του και τις σαφείς διατυπώσεις του. Όπως καταγράφεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Στην πραγματεία του αυτή ο Βαρλαάμ ακολουθεί μάλλον τον Σενέκα, ενώ ύστερα από αυτόν ο Ιωσήφ Βρυέννιος θα ακολουθήσει σχεδόν αποκλειστικά τον Μάρκο Αυρήλιο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 361).
Στα μαθηματικά υπομνημάτισε και σχολίασε το β΄ βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη: Βαρλαάμ μοναχού Αριθμητική απόδειξις των γραμμικώς εν τω δευτέρω των βιβλίων αποδειχθέντων. Επίσης έγραψε πραγματείες πάνω σε ζητήματα μαθηματικού λογισμού, ενώ συνέθεσε και μια αριθμητική σε έξι βιβλία Βαρλαάμ μοναχού Λογιστική εξ 6 βιβλίων, που αναφέρεται στις αριθμητικές πράξεις με ακεραίους και συνήθη ή εξηκονταδικά κλάσματα. Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά περιέχει τις αριθμητικές μεθόδους του σπουδαίου μαθηματικού Θέωνος του Σμυρναίου. Ο Βαρλαάμ γνώριζε τους τύπους του Ήρωνος για τις διαδοχικές προσεγγίσεις των τετραγωνικών ριζών, ενώ διατύπωσε και την άποψη ότι θα μπορούσαν να συνεχιστούν επ' άπειρον. Στη γεωμετρία έγραψε Περί ορθογωνίων τριγώνων. Η ενασχόλησή του με την αστρονομία έχει να κάνει με τον αστρολάβο και τις ηλιακές εκλείψεις του 1333 και του 1337, θέμα για το οποίο έγραψε τη σχετική πραγματεία με τίτλο: Βαρλαάμ μοναχού περί του πώς δει εκ της μαθηματικής του Πτολεμαίου συντάξεως ακριβέστερον επιλογίζεσθαι ηλιακήν έκλειψιν (Mogenet, J., Tihon, A. and Donnet, D., 1977, Barlaam de Seminara: Traités sur les éclipses de Soleil de 1333 et 1337).
Επίσης το τρίτο από τα έξι βιβλία Λογιστική εξ 6 βιβλίων, που σώζεται στην ελληνική και αναφέραμε παραπάνω, πραγματεύεται μόνο θέματα αστρονομίας. Τέλος, όσον αφορά την αστρονομία αλλά και τη μουσική υπάρχουν ανέκδοτα έργα του. Ο Fabricius δημοσίευσε πλήρη κατάλογο των έργων του Βαρλαάμ, κατά τον 16ο αιώνα, ενώ μερικά από αυτά είναι καταχωρισμένα και στην Ελληνική Πατρολογία (P.G. 151, 1255-1280).
Ο Βαρλαάμ, συγγραφέας πολλών φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων, έγραψε αντιπαλαμικές (Περί γνώσεως, Περί φωτός, Περί θεώσεως κ.ά.) και 21 ανθενωτικές πραγματείες.
Ως γνώστης τόσο της ελληνικής όσο και της λατινικής γλώσσας υπήρξε ένας δίαυλος διάδοσης της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών συγγραμμάτων στην Ιταλία. Μάλιστα θεωρείται ο δάσκαλος του Πετράρχη στα ελληνικά. Υπήρξε βαθύς γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας και συνέθεσε μια πραγματεία για την ηθική των Στωικών φιλοσόφων με τίτλο Η κατά Στωικούς ηθική. Το δοκίμιο αυτό ήταν τόσο περιεκτικό και με τόσο καθαρά διατυπωμένα τα ουσιαστικά στοιχεία της ηθικής των Στωικών, που μέχρι σήμερα προκαλεί τον θαυμασμό για το πνεύμα αντικειμενικότητάς του και τις σαφείς διατυπώσεις του. Όπως καταγράφεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Στην πραγματεία του αυτή ο Βαρλαάμ ακολουθεί μάλλον τον Σενέκα, ενώ ύστερα από αυτόν ο Ιωσήφ Βρυέννιος θα ακολουθήσει σχεδόν αποκλειστικά τον Μάρκο Αυρήλιο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 361).
Στα μαθηματικά υπομνημάτισε και σχολίασε το β΄ βιβλίο των Στοιχείων του Ευκλείδη: Βαρλαάμ μοναχού Αριθμητική απόδειξις των γραμμικώς εν τω δευτέρω των βιβλίων αποδειχθέντων. Επίσης έγραψε πραγματείες πάνω σε ζητήματα μαθηματικού λογισμού, ενώ συνέθεσε και μια αριθμητική σε έξι βιβλία Βαρλαάμ μοναχού Λογιστική εξ 6 βιβλίων, που αναφέρεται στις αριθμητικές πράξεις με ακεραίους και συνήθη ή εξηκονταδικά κλάσματα. Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά περιέχει τις αριθμητικές μεθόδους του σπουδαίου μαθηματικού Θέωνος του Σμυρναίου. Ο Βαρλαάμ γνώριζε τους τύπους του Ήρωνος για τις διαδοχικές προσεγγίσεις των τετραγωνικών ριζών, ενώ διατύπωσε και την άποψη ότι θα μπορούσαν να συνεχιστούν επ' άπειρον. Στη γεωμετρία έγραψε Περί ορθογωνίων τριγώνων. Η ενασχόλησή του με την αστρονομία έχει να κάνει με τον αστρολάβο και τις ηλιακές εκλείψεις του 1333 και του 1337, θέμα για το οποίο έγραψε τη σχετική πραγματεία με τίτλο: Βαρλαάμ μοναχού περί του πώς δει εκ της μαθηματικής του Πτολεμαίου συντάξεως ακριβέστερον επιλογίζεσθαι ηλιακήν έκλειψιν (Mogenet, J., Tihon, A. and Donnet, D., 1977, Barlaam de Seminara: Traités sur les éclipses de Soleil de 1333 et 1337).
Επίσης το τρίτο από τα έξι βιβλία Λογιστική εξ 6 βιβλίων, που σώζεται στην ελληνική και αναφέραμε παραπάνω, πραγματεύεται μόνο θέματα αστρονομίας. Τέλος, όσον αφορά την αστρονομία αλλά και τη μουσική υπάρχουν ανέκδοτα έργα του. Ο Fabricius δημοσίευσε πλήρη κατάλογο των έργων του Βαρλαάμ, κατά τον 16ο αιώνα, ενώ μερικά από αυτά είναι καταχωρισμένα και στην Ελληνική Πατρολογία (P.G. 151, 1255-1280).
Ησυχασμός
Η ονομασία ησυχασταί δινόταν σε εκείνους τους Αθωνίτες μοναχούς που είχαν θέσει ως σκοπό τους την τέλεια ένωση με τον Θεό και οι οποίοι θεωρούσαν ως μοναδικό τρόπο επιτυχίας αυτού του σκοπού τη σιωπή, την ησυχία και την πλήρη απομόνωση από τον κόσμο, εξού και η ονομασία του κινήματός τους.
Ο αθωνικός Ησυχασμός καταγόταν από το Σινά. Από εκεί τον έφερε στο Άγιον Όρος ο μοναχός Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ως μυστικιστική άσκηση (14ος αιώνας). Βεβαίως πρέπει να σημειώσουμε ότι παρόμοιες πνευματικές ασκητικές ασκήσεις προϋπήρχαν στον Άθω ήδη από τον 13ο αιώνα με τις ψυχοφυσιολογικές μεθόδους που είχαν αναπτυχθεί από τον Σικελό μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος ήταν γνωστός ως Ησυχαστής. Πράγματι στην πραγματεία του Περί Φυλακής της καρδιάς, ο Νικηφόρος περιγράφει την άσκηση γράφοντας ότι ο ασκητής μοναχός πρέπει να κάθεται επί ώρες σε ένα σκαμνί, προσαρμόζοντας τον πώγωνα στο στήθος του και προσηλώνοντας το βλέμμα του στον ομφαλό του σιγοψιθυρίζοντας την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.
Σύμφωνα με το διαδεδομένο ανάμεσα στους μοναχούς κίνημα του Ησυχασμού, η επικοινωνία με τον Θεό είναι δυνατή μέσα από τον προσωπικό διαλογισμό και την προσευχή, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες σωματικές ασκήσεις που βοηθούν στην αυτοσυγκέντρωση. Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι η «θέωση», δηλαδή η προσωπική βίωση από τον προσευχόμενο του θείου φωτός. Η απαλλαγή από τα ανθρώπινα πάθη και τους εγκόσμιους λογισμούς επιτυγχάνεται με την ησυχία και την ομφαλοσκόπηση, χωρίς την παρέμβαση φιλοσοφικών ενατενίσεων. Ο προσευχόμενος αποδέχεται πως η επικοινωνία του με τον Θεό είναι δυνατή μόνο μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και αποκλειστικά στο χριστιανικό σύστημα σκέψης.
Μια σχετικά πλήρη περιγραφή, περί του θεωρητικού βίου, την τροπή του νου στον Θεό και την τέλεια πραγμάτωση της επιδίωξης της προσωπικής ωφελείας από τον άνθρωπο έχει γράψει, όπως αναφέρει ο Νικόλαος Λάος (Γνωσιακή Επιστήμη, Φιλοσοφία και Ορθόδοξη Θεολογία, 2005, σελ. 119), ο μοναχός Κάλλιστος Καταφυγιώτης (πιθανότατα ο Κάλλιστος Αγγελικούδης), ησυχαστής μοναχός του β΄ μισού του 14ου αιώνα, με τίτλο: Περί Θείας Ενώσεως και Βίου Θεωρητικού. Στην πραγματεία του αυτή εξηγεί πώς μπορεί -με τρεις τρόπους- ο νους να ανέβει στη θεωρία του Θεού.
Δυστυχώς το κίνημα του Ησυχασμού προκάλεσε μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στους Βυζαντινούς θεολόγους (13ος-14ος αιώνας). Αρχικά, κυριότερος πολέμιος του Ησυχασμού αναδείχτηκε ο Βαρλαάμ, ο οποίος ήρθε σε πλήρη αντίθεση προς τους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας.
Η ονομασία ησυχασταί δινόταν σε εκείνους τους Αθωνίτες μοναχούς που είχαν θέσει ως σκοπό τους την τέλεια ένωση με τον Θεό και οι οποίοι θεωρούσαν ως μοναδικό τρόπο επιτυχίας αυτού του σκοπού τη σιωπή, την ησυχία και την πλήρη απομόνωση από τον κόσμο, εξού και η ονομασία του κινήματός τους.
Ο αθωνικός Ησυχασμός καταγόταν από το Σινά. Από εκεί τον έφερε στο Άγιον Όρος ο μοναχός Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ως μυστικιστική άσκηση (14ος αιώνας). Βεβαίως πρέπει να σημειώσουμε ότι παρόμοιες πνευματικές ασκητικές ασκήσεις προϋπήρχαν στον Άθω ήδη από τον 13ο αιώνα με τις ψυχοφυσιολογικές μεθόδους που είχαν αναπτυχθεί από τον Σικελό μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος ήταν γνωστός ως Ησυχαστής. Πράγματι στην πραγματεία του Περί Φυλακής της καρδιάς, ο Νικηφόρος περιγράφει την άσκηση γράφοντας ότι ο ασκητής μοναχός πρέπει να κάθεται επί ώρες σε ένα σκαμνί, προσαρμόζοντας τον πώγωνα στο στήθος του και προσηλώνοντας το βλέμμα του στον ομφαλό του σιγοψιθυρίζοντας την ευχή: Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με.
Σύμφωνα με το διαδεδομένο ανάμεσα στους μοναχούς κίνημα του Ησυχασμού, η επικοινωνία με τον Θεό είναι δυνατή μέσα από τον προσωπικό διαλογισμό και την προσευχή, σε συνδυασμό με συγκεκριμένες σωματικές ασκήσεις που βοηθούν στην αυτοσυγκέντρωση. Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι η «θέωση», δηλαδή η προσωπική βίωση από τον προσευχόμενο του θείου φωτός. Η απαλλαγή από τα ανθρώπινα πάθη και τους εγκόσμιους λογισμούς επιτυγχάνεται με την ησυχία και την ομφαλοσκόπηση, χωρίς την παρέμβαση φιλοσοφικών ενατενίσεων. Ο προσευχόμενος αποδέχεται πως η επικοινωνία του με τον Θεό είναι δυνατή μόνο μέσα στον χώρο της Εκκλησίας και αποκλειστικά στο χριστιανικό σύστημα σκέψης.
Μια σχετικά πλήρη περιγραφή, περί του θεωρητικού βίου, την τροπή του νου στον Θεό και την τέλεια πραγμάτωση της επιδίωξης της προσωπικής ωφελείας από τον άνθρωπο έχει γράψει, όπως αναφέρει ο Νικόλαος Λάος (Γνωσιακή Επιστήμη, Φιλοσοφία και Ορθόδοξη Θεολογία, 2005, σελ. 119), ο μοναχός Κάλλιστος Καταφυγιώτης (πιθανότατα ο Κάλλιστος Αγγελικούδης), ησυχαστής μοναχός του β΄ μισού του 14ου αιώνα, με τίτλο: Περί Θείας Ενώσεως και Βίου Θεωρητικού. Στην πραγματεία του αυτή εξηγεί πώς μπορεί -με τρεις τρόπους- ο νους να ανέβει στη θεωρία του Θεού.
Δυστυχώς το κίνημα του Ησυχασμού προκάλεσε μεγάλες αντιθέσεις ανάμεσα στους Βυζαντινούς θεολόγους (13ος-14ος αιώνας). Αρχικά, κυριότερος πολέμιος του Ησυχασμού αναδείχτηκε ο Βαρλαάμ, ο οποίος ήρθε σε πλήρη αντίθεση προς τους νηπτικούς Πατέρες της Εκκλησίας.
Βαρλαάμ και
Ησυχασμός
Όταν ο Βαρλαάμ,
γύρω στο 1328, εγκαταστάθηκε στην Kωνσταντινούπολη, αναμείχτηκε με πάθος στην
ησυχαστική διαμάχη, καθώς υπήρξε ο κύριος εκφραστής όσων εναντιώνονταν στον
Ησυχασμό.
Ο Βαρλαάμ διέστρεφε και
γελοιοποιούσε το δόγμα των ησυχαστών, το οποίο επικρατούσε κυρίως στις μονές του
Αγίου Όρους.
Oι θέσεις του Ησυχασμού, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, προωθήθηκαν στις αρχές του 14ου αιώνα από τον επιφανή θεολόγο αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά (γεννήθηκε το 1296), και υιοθετήθηκαν από την πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία του Βυζαντίου. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ένας από τους σημαντικότερους και μυστικότερους θεολόγους της Ορθοδοξίας, δίδασκε ότι ο αληθινός χριστιανός μυστικιστής μπορεί να «δει» στο τέλος της ενδοσκόπησής του τον Θεό, όχι κατά την ουσία Του, αλλά κατά τις ενέργειές του, δηλαδή θα δει το άκτιστο φως του (θαβώριο φως): Το υπό των μοναχών ορώμενο φως δεν είναι η ουσία του Θεού, αλλ' η ενέργεια της ουσίας του Θεού.
Οι ησυχαστές που πιθανότατα ξαναανακάλυψαν τις αρχέγονες τεχνικές των θρησκειών της Ανατολής, προχώρησαν στις τεχνικές της συγκέντρωσης και του ελέγχου της αναπνοής. Παραδέχονταν «τέσσερα στάδια της σιωπής»: των αρχάριων, των προχωρημένων, των επιτυχόντων και των τελείων. Ελάχιστοι όμως μπορούν να φτάσουν στο τελικό στάδιο και να αποκτήσουν τον ανώτατο βαθμό της ησυχίας, ήτοι «τη γνώση του Θεού». Πάντως, οι ησυχαστές θεωρούσαν την προσευχή σαν μια ολοκληρωμένη ψυχοσωματική κατάσταση, ενώ και ο Ησυχασμός αποτέλεσε πηγή της βυζαντινής θρησκευτικής ανανέωσης κατά τον 13ο-14ο αιώνα.
Ο Βαρλαάμ από την άλλη μεριά, επηρεασμένος από τη σχολαστική θεολογία της Δύσης, η οποία πίστευε ότι κατά την προσευχή το σώμα επιβάλλεται να αποχωρίζεται από το πνεύμα, αναδείχτηκε σε δυναμικό πολέμιο του Ησυχασμού. Αναμείχτηκε στις έριδες περί θαβωρίου φωτός και αποκαλούσε τους ησυχαστές μοναχούς Μεσσαλιανούς, Μανιχαίους, διθεΐτες, ειδωλολάτρες, ομφαλοσκόπους και ομφαλοψύχους. Εκείνοι, με τη σειρά τους, κατηγορούσαν τους Βαρλααμίτες ή Ακινδυνιστές -από τον Γρηγόριο Ακίνδυνο (1300-1348)- ως Σαβελιανούς, Αρειανούς κ.ά.
Επίσης, ο Βαρλαάμ κατηγορούσε τους ησυχαστές μοναχούς ότι ισχυρίζονταν πως βλέπουν με τα υλικά μάτια του σώματος το θείο και άκτιστο φως. Ο ίδιος πίστευε πως ο Θεός φωτίζει όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους μη χριστιανούς, και είναι απρόσιτος, ενώ οι ησυχαστές καταλύουν το δόγμα της Εκκλησίας λέγοντας ότι η θεία ύπαρξη είναι αντιληπτή διαμέσου των φυσικών αισθήσεων. Οι αισθήσεις μας δεν Τον αντιλαμβάνονται, άρα δεν μπορεί να υπάρξει γνώση και βίωσή Του. Συνεπώς ο Βαρλαάμ δεχόταν τη φιλοσοφική θεώρηση: Γνωστό είναι εκείνο που συλλαμβάνει κανείς με τις αισθήσεις του και αφού ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όρια του «επιστητού», δίδασκε ότι είναι αδύνατο να κατανοηθεί από τον πεπερασμένο άνθρωπο. Απέρριπτε, λοιπόν, κάθε σχετική διδασκαλία για «ενέργειες» και «ιδιώματα» του Θεού, διδάσκοντας ότι αυτά έχουν διαλεκτική και όχι αποδεικτική σημασία (Χ. Ανδρεάδης, Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, τόμος 13ος, 1983, σελ. 185).
H ησυχαστική έριδα είχε φοβερές συνέπειες στην Ορθοδοξία. Μία από αυτές ήταν οι βίαιες ταραχές στη Θεσσαλονίκη, όπου οι ζηλωτές θεωρούσαν τον Ησυχασμό υπηρέτη των συμφερόντων των ισχυρών και των πλουσίων, και έτσι τον αντιστρατεύτηκαν. Στη συνέχεια πέτυχαν την ανεξαρτησία της πόλης από το 1342 έως το 1349, ενώ η έριδα τερματίστηκε με την επικράτηση του Ησυχασμού στη Σύνοδο του 1351 και την καταδίκη των αντιπάλων της στη Σύνοδο των Bλαχερνών. Τα συγγράμματα του Βαρλαάμ ρίχτηκαν στην πυρά και ο ίδιος επέστρεψε στη Δύση, όπου αναδείχτηκε -με το ανήσυχο και σπινθηροβόλο πνεύμα του- σε πρόδρομο της Αναγέννησης. Εκεί διετέλεσε, όπως ήδη αναφέραμε, δάσκαλος του Πετράρχη στην ελληνική γλώσσα και επηρέασε τόσο τον Βοκκάκιο, όσο και άλλους λογίους της Ιταλίας.
Όσον αφορά τον Βοκκάκιο, ο Αχιλλέας Κύρου αναφέρει τα εξής: Ο Βοκκάκιος που έζη τότε εις την Νεάπολιν, όπου είχε συναντήσει την μούσαν των εμπνεύσεών του, την περίφημον «Φιαμμέττα» των ποιημάτων του, εγνώρισε τον Βαρλαάμ, όταν επέρασεν από την βασιλικήν αυλήν των Ανζού. Και γράφει εις ένα γράμμα του: Ήτο μικρός το ανάστημα ο Βαρλαάμ, αλλά μέγας εις τας γνώσεις. Ήτο τόσον εξαιρετικός άνθρωπος ώστε Βασιλείς, μεγιστάνες και σοφοί άνθρωποι της Δύσεως να βεβαιούν ότι όχι μόνον εις τους ιδικούς μας χρόνους, αλλά και πολλούς αιώνας πριν, δεν υπήρξε μέσα εις τους Έλληνες άλλος άνθρωπος με τόσην αληθή σοφίαν και τόσας αμετρήτους γνώσεις («Οι Έλληνες της Αναγεννήσεως», Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, σελ. 742).
Στη συνέχεια ο Βαρλαάμ χρίστηκε καθολικός ιερέας και τελικά χειροτονήθηκε (1348) από τον πάπα -αυτός ο αντίπαλος του παπισμού- επίσκοπος Ιέρακος (Gerace), παλαιάς αποικίας των Λοκρών στην Καλαβρία, κοντά στη Νάπολη, και μετά από δύο χρόνια απεβίωσε.
Ο καθηγητής της Πατρολογίας στη Θεολογική Σχολή Αθηνών Π. Χρήστου αναφέρει ότι ο Βαρλαάμ ήταν ικανός διαλεκτικός λόγιος και αν αι θεολογικαί του πεποιθήσεις ήσαν διάφοροι, θα ηδύνατο να προσφέρει τεραστίας υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν, να βοηθήση δε ακόμη και την καταρρέουσαν αυτοκρατορίαν (Ο Γρηγόριος Παλαμάς και η Θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον 14ο αιώνα, 1959).
Ο Φιόντορ Ουσπένσκι (Feodor Uspenskij, 1845-1928), διευθυντής του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Κωνσταντινουπόλεως, επικεντρώνοντας στο κομβικό σημείο της διαμάχης θεωρεί ότι η έριδα μεταξύ των ησυχαστών και των αντιπάλων τους στην ουσία αφορούσε τη διαμάχη μεταξύ δύο φιλοσοφικών σχολών: της αριστοτελικής, της οποίας τα δόγματα είχαν υιοθετηθεί από την Ανατολική Εκκλησία, και της πλατωνικής, της οποίας οι οπαδοί είχαν αναθεματιστεί από την Εκκλησία (Περί της Ιστορίας του Βυζαντινού Πολιτισμού, 1891, 192, 273, 364, 366).
Συμπληρωματικά των παραπάνω απόψεων μπορούμε να πούμε ότι στην ουσία από τη μια μεριά αντιλαμβανόμαστε το εθνικιστικό πνεύμα που κρύβεται στο βάθος του Ησυχασμού, ενώ από την άλλη είναι φανερό ότι στην ησυχαστική έριδα έρχονταν σε σύγκρουση ο μυστικισμός της Ανατολικής Εκκλησίας με τον ορθολογισμό, που υποστηρίζεται ακόμα και σήμερα από τον δυτικό σχολαστικισμό. Στους κόλπους του ορθολογισμού των Λατίνων, με την αποκλειστικά αριστοτελική έμπνευση, μορφοποιήθηκε κατά μεγάλο μέρος ο μονόπλευρος αριστοτελισμός των τελευταίων Βυζαντινών αριστοτελικών προς τον οποίο ήρθε να αντιταχθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο μονόπλευρος επίσης πλατωνισμός του σπουδαίου φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 362).
Oι θέσεις του Ησυχασμού, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, προωθήθηκαν στις αρχές του 14ου αιώνα από τον επιφανή θεολόγο αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης Γρηγόριο Παλαμά (γεννήθηκε το 1296), και υιοθετήθηκαν από την πολιτική και εκκλησιαστική εξουσία του Βυζαντίου. Ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, ένας από τους σημαντικότερους και μυστικότερους θεολόγους της Ορθοδοξίας, δίδασκε ότι ο αληθινός χριστιανός μυστικιστής μπορεί να «δει» στο τέλος της ενδοσκόπησής του τον Θεό, όχι κατά την ουσία Του, αλλά κατά τις ενέργειές του, δηλαδή θα δει το άκτιστο φως του (θαβώριο φως): Το υπό των μοναχών ορώμενο φως δεν είναι η ουσία του Θεού, αλλ' η ενέργεια της ουσίας του Θεού.
Οι ησυχαστές που πιθανότατα ξαναανακάλυψαν τις αρχέγονες τεχνικές των θρησκειών της Ανατολής, προχώρησαν στις τεχνικές της συγκέντρωσης και του ελέγχου της αναπνοής. Παραδέχονταν «τέσσερα στάδια της σιωπής»: των αρχάριων, των προχωρημένων, των επιτυχόντων και των τελείων. Ελάχιστοι όμως μπορούν να φτάσουν στο τελικό στάδιο και να αποκτήσουν τον ανώτατο βαθμό της ησυχίας, ήτοι «τη γνώση του Θεού». Πάντως, οι ησυχαστές θεωρούσαν την προσευχή σαν μια ολοκληρωμένη ψυχοσωματική κατάσταση, ενώ και ο Ησυχασμός αποτέλεσε πηγή της βυζαντινής θρησκευτικής ανανέωσης κατά τον 13ο-14ο αιώνα.
Ο Βαρλαάμ από την άλλη μεριά, επηρεασμένος από τη σχολαστική θεολογία της Δύσης, η οποία πίστευε ότι κατά την προσευχή το σώμα επιβάλλεται να αποχωρίζεται από το πνεύμα, αναδείχτηκε σε δυναμικό πολέμιο του Ησυχασμού. Αναμείχτηκε στις έριδες περί θαβωρίου φωτός και αποκαλούσε τους ησυχαστές μοναχούς Μεσσαλιανούς, Μανιχαίους, διθεΐτες, ειδωλολάτρες, ομφαλοσκόπους και ομφαλοψύχους. Εκείνοι, με τη σειρά τους, κατηγορούσαν τους Βαρλααμίτες ή Ακινδυνιστές -από τον Γρηγόριο Ακίνδυνο (1300-1348)- ως Σαβελιανούς, Αρειανούς κ.ά.
Επίσης, ο Βαρλαάμ κατηγορούσε τους ησυχαστές μοναχούς ότι ισχυρίζονταν πως βλέπουν με τα υλικά μάτια του σώματος το θείο και άκτιστο φως. Ο ίδιος πίστευε πως ο Θεός φωτίζει όλους τους ανθρώπους, ακόμα και τους μη χριστιανούς, και είναι απρόσιτος, ενώ οι ησυχαστές καταλύουν το δόγμα της Εκκλησίας λέγοντας ότι η θεία ύπαρξη είναι αντιληπτή διαμέσου των φυσικών αισθήσεων. Οι αισθήσεις μας δεν Τον αντιλαμβάνονται, άρα δεν μπορεί να υπάρξει γνώση και βίωσή Του. Συνεπώς ο Βαρλαάμ δεχόταν τη φιλοσοφική θεώρηση: Γνωστό είναι εκείνο που συλλαμβάνει κανείς με τις αισθήσεις του και αφού ο Θεός βρίσκεται πέρα από τα όρια του «επιστητού», δίδασκε ότι είναι αδύνατο να κατανοηθεί από τον πεπερασμένο άνθρωπο. Απέρριπτε, λοιπόν, κάθε σχετική διδασκαλία για «ενέργειες» και «ιδιώματα» του Θεού, διδάσκοντας ότι αυτά έχουν διαλεκτική και όχι αποδεικτική σημασία (Χ. Ανδρεάδης, Εγκυκλοπαίδεια Υδρία, τόμος 13ος, 1983, σελ. 185).
H ησυχαστική έριδα είχε φοβερές συνέπειες στην Ορθοδοξία. Μία από αυτές ήταν οι βίαιες ταραχές στη Θεσσαλονίκη, όπου οι ζηλωτές θεωρούσαν τον Ησυχασμό υπηρέτη των συμφερόντων των ισχυρών και των πλουσίων, και έτσι τον αντιστρατεύτηκαν. Στη συνέχεια πέτυχαν την ανεξαρτησία της πόλης από το 1342 έως το 1349, ενώ η έριδα τερματίστηκε με την επικράτηση του Ησυχασμού στη Σύνοδο του 1351 και την καταδίκη των αντιπάλων της στη Σύνοδο των Bλαχερνών. Τα συγγράμματα του Βαρλαάμ ρίχτηκαν στην πυρά και ο ίδιος επέστρεψε στη Δύση, όπου αναδείχτηκε -με το ανήσυχο και σπινθηροβόλο πνεύμα του- σε πρόδρομο της Αναγέννησης. Εκεί διετέλεσε, όπως ήδη αναφέραμε, δάσκαλος του Πετράρχη στην ελληνική γλώσσα και επηρέασε τόσο τον Βοκκάκιο, όσο και άλλους λογίους της Ιταλίας.
Όσον αφορά τον Βοκκάκιο, ο Αχιλλέας Κύρου αναφέρει τα εξής: Ο Βοκκάκιος που έζη τότε εις την Νεάπολιν, όπου είχε συναντήσει την μούσαν των εμπνεύσεών του, την περίφημον «Φιαμμέττα» των ποιημάτων του, εγνώρισε τον Βαρλαάμ, όταν επέρασεν από την βασιλικήν αυλήν των Ανζού. Και γράφει εις ένα γράμμα του: Ήτο μικρός το ανάστημα ο Βαρλαάμ, αλλά μέγας εις τας γνώσεις. Ήτο τόσον εξαιρετικός άνθρωπος ώστε Βασιλείς, μεγιστάνες και σοφοί άνθρωποι της Δύσεως να βεβαιούν ότι όχι μόνον εις τους ιδικούς μας χρόνους, αλλά και πολλούς αιώνας πριν, δεν υπήρξε μέσα εις τους Έλληνες άλλος άνθρωπος με τόσην αληθή σοφίαν και τόσας αμετρήτους γνώσεις («Οι Έλληνες της Αναγεννήσεως», Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, σελ. 742).
Στη συνέχεια ο Βαρλαάμ χρίστηκε καθολικός ιερέας και τελικά χειροτονήθηκε (1348) από τον πάπα -αυτός ο αντίπαλος του παπισμού- επίσκοπος Ιέρακος (Gerace), παλαιάς αποικίας των Λοκρών στην Καλαβρία, κοντά στη Νάπολη, και μετά από δύο χρόνια απεβίωσε.
Ο καθηγητής της Πατρολογίας στη Θεολογική Σχολή Αθηνών Π. Χρήστου αναφέρει ότι ο Βαρλαάμ ήταν ικανός διαλεκτικός λόγιος και αν αι θεολογικαί του πεποιθήσεις ήσαν διάφοροι, θα ηδύνατο να προσφέρει τεραστίας υπηρεσίας εις την Εκκλησίαν, να βοηθήση δε ακόμη και την καταρρέουσαν αυτοκρατορίαν (Ο Γρηγόριος Παλαμάς και η Θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον 14ο αιώνα, 1959).
Ο Φιόντορ Ουσπένσκι (Feodor Uspenskij, 1845-1928), διευθυντής του Ρωσικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Κωνσταντινουπόλεως, επικεντρώνοντας στο κομβικό σημείο της διαμάχης θεωρεί ότι η έριδα μεταξύ των ησυχαστών και των αντιπάλων τους στην ουσία αφορούσε τη διαμάχη μεταξύ δύο φιλοσοφικών σχολών: της αριστοτελικής, της οποίας τα δόγματα είχαν υιοθετηθεί από την Ανατολική Εκκλησία, και της πλατωνικής, της οποίας οι οπαδοί είχαν αναθεματιστεί από την Εκκλησία (Περί της Ιστορίας του Βυζαντινού Πολιτισμού, 1891, 192, 273, 364, 366).
Συμπληρωματικά των παραπάνω απόψεων μπορούμε να πούμε ότι στην ουσία από τη μια μεριά αντιλαμβανόμαστε το εθνικιστικό πνεύμα που κρύβεται στο βάθος του Ησυχασμού, ενώ από την άλλη είναι φανερό ότι στην ησυχαστική έριδα έρχονταν σε σύγκρουση ο μυστικισμός της Ανατολικής Εκκλησίας με τον ορθολογισμό, που υποστηρίζεται ακόμα και σήμερα από τον δυτικό σχολαστικισμό. Στους κόλπους του ορθολογισμού των Λατίνων, με την αποκλειστικά αριστοτελική έμπνευση, μορφοποιήθηκε κατά μεγάλο μέρος ο μονόπλευρος αριστοτελισμός των τελευταίων Βυζαντινών αριστοτελικών προς τον οποίο ήρθε να αντιταχθεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο μονόπλευρος επίσης πλατωνισμός του σπουδαίου φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού-Πλήθωνος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, 1979, τόμος Θ΄, σελ. 362).
Νικηφόρος Γρηγοράς, ο
μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου
Στον ευρύτερο
ελλαδικό χώρο μετά τη μεγάλη μορφή του Κλαύδιου Πτολεμαίου (2ος μ.Χ. αιώνας) δεν
αναδείχθηκαν σπουδαίοι αστρονόμοι. Για περίπου δέκα αιώνες μετά τον Πτολεμαίο
μπορούμε να διακρίνουμε μόνο έναν: τον μοναχό Νικηφόρο Γρηγορά (1295-1360 μ.Χ.),
επιφανή εκπρόσωπο της βυζαντινής Αναγέννησης. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς κατατάσσεται
κι αυτός, όπως και ο δάσκαλός του Θεόδωρος Μετοχίτης, στις σημαντικότερες λόγιες
μορφές του Βυζαντίου. Το φιλολογικό του έργο είναι ιδιαίτερα αξιόλογο, αλλά
εξίσου σπουδαίο είναι το έργο του στην αστρονομία, αφού είναι αναμφισβήτητο
γεγονός ότι με τον Γρηγορά η βυζαντινή αστρονομία σημείωσε εξαιρετική
πρόοδο.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς παρουσίασε το
1324 διόρθωση του πασχαλίου και του Ιουλιανού ημερολογίου παρόμοια με αυτή που
καθιερώθηκε αργότερα, το 1582, από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄. Η πρόταση αυτή -κυρίως
όμως η αντίθεσή του με τον Γρηγόριο Παλαμά- του δημιούργησε προστριβές με την
επίσημη Εκκλησία, ώστε τελικά να πεθάνει ατιμασμένος από τον φανατικό
όχλο.
Εισαγωγή-Τα πρώτα χρόνια
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς γεννήθηκε στην Ηράκλεια του Πόντου (Ποντοηράκλεια), όπου και έλαβε τις εγκύκλιες σπουδές του. Έχοντας μείνει ορφανός από την ηλικία των δέκα ετών, ανατράφηκε από τον θείο του Ιωάννη (1249-1328), Μητροπολίτη Ηράκλειας Πόντου (1302-1328), περιοχής από όπου καταγόταν ο σπουδαίος πυθαγόρειος φιλόσοφος της αρχαιότητας Ηρακλείδης ο Ποντικός.
Ο θείος του Ιωάννης εκπαίδευσε τον Νικηφόρο και τον μύησε στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και κυρίως στον Πλάτωνα (Π. Βλαχάκου, Νικηφόρος Γρηγοράς, 2003, σελ. 58). Στη συνέχεια, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, στάλθηκε από τον θείο του στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Στη Βασιλεύουσα γνωρίστηκε με τον πατριάρχη Ιωάννη ΙΓ΄ τον Γλυκύ (1315-1319), που τον δίδαξε αριστοτελική λογική. Την ίδια περίοδο ο Νικηφόρος γνώρισε τον διαπρεπή πλατωνιστή φιλόσοφο και μεγάλο λογοθέτη (πρωθυπουργό) της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Θεόδωρο Μετοχίτη (1260-1332). Ο λόγιος αυτός θεωρείται ο μεγαλύτερος πρόδρομος της ανθρωπιστικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα.
Από τον Θεόδωρο Μετοχίτη ο Νικηφόρος διδάχτηκε φιλοσοφία, αστρονομία και μαθηματικά. Αρχικά ο Μετοχίτης ήταν διστακτικός στη διδασκαλία του, μέχρι να πειστεί ότι ο μαθητής του ήταν κατάλληλος δέκτης αυτών των νέων γνώσεων (Π. Βλαχάκου, Νικηφόρος Γρηγοράς, 2003, σελ. 59-60). Τελικά ο Νικηφόρος αποδείχτηκε αντάξιος του δασκάλου του μη έχων άλλον τινά ανώτερον, ούτε εις την Ανατολήν ούτε εις την Δύσιν (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 17), ενώ έμοιαζε σε εκείνον ακόμα και στο ενδιαφέρον που επιδείκνυε για τα κοινά.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, παρά το νεαρό της ηλικίας του, διακρίθηκε γρήγορα για την ιδιαίτερη επίδοσή του στις σπουδές και την έρευνα. Γι' αυτούς τους λόγους το 1320 ο Θεόδωρος Μετοχίτης παρουσίασε τον εξαίρετο μαθητή του στον λόγιο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282-1328), ενώπιον του οποίου ο νεαρός σπουδαστής εκφώνησε έναν εγκωμιαστικό λόγο για τη βασιλεία του. Λόγω των προσόντων και της ευφυΐας του, ο Νικηφόρος Γρηγοράς απέσπασε την εμπιστοσύνη του Ανδρόνικου Β΄, ο οποίος, όταν ο Νικηφόρος ήταν 27 χρονών, του πρόσφερε το εξαιρετικό αξίωμα του χαρτουλάριου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς λόγω του νεαρού της ηλικίας του αρνήθηκε τη σπουδαία αυτή θέση, αλλά ανέλαβε χρέη πρεσβευτή και συμβούλου του αυτοκράτορα. Πράγματι του ανατέθηκαν επιστημονικές και διπλωματικές αποστολές, όπως το 1326 προς τη σερβική βασιλική Αυλή, η οποία είχε αναπτύξει συγγενικούς δεσμούς με το Βυζάντιο ήδη από το 1299 με τον βασιλιά των Σέρβων Μιλουτίν, ο οποίος είχε νυμφευτεί την εγγονή του αυτοκράτορα Σιμωνίδα Παλαιολογίνα. Ο Γρηγοράς συναντήθηκε με τον Στέφανο Ζ΄ Ντεκάνσκι (1321-1331), ο οποίος είχε νυμφευτεί (1324) την κόρη του πανυπερσέβαστου Ιωάννη Παλαιολόγου, διοικητή της Θεσσαλονίκης, και έτσι δισεγγονή του Μιχαήλ Η΄ (1259-1282) και εγγονή -από τη μητέρα της Ειρήνη- του μεγάλου λογοθέτη Θεόδωρου Μετοχίτη.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς γεννήθηκε στην Ηράκλεια του Πόντου (Ποντοηράκλεια), όπου και έλαβε τις εγκύκλιες σπουδές του. Έχοντας μείνει ορφανός από την ηλικία των δέκα ετών, ανατράφηκε από τον θείο του Ιωάννη (1249-1328), Μητροπολίτη Ηράκλειας Πόντου (1302-1328), περιοχής από όπου καταγόταν ο σπουδαίος πυθαγόρειος φιλόσοφος της αρχαιότητας Ηρακλείδης ο Ποντικός.
Ο θείος του Ιωάννης εκπαίδευσε τον Νικηφόρο και τον μύησε στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και κυρίως στον Πλάτωνα (Π. Βλαχάκου, Νικηφόρος Γρηγοράς, 2003, σελ. 58). Στη συνέχεια, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, στάλθηκε από τον θείο του στην Κωνσταντινούπολη για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Στη Βασιλεύουσα γνωρίστηκε με τον πατριάρχη Ιωάννη ΙΓ΄ τον Γλυκύ (1315-1319), που τον δίδαξε αριστοτελική λογική. Την ίδια περίοδο ο Νικηφόρος γνώρισε τον διαπρεπή πλατωνιστή φιλόσοφο και μεγάλο λογοθέτη (πρωθυπουργό) της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Θεόδωρο Μετοχίτη (1260-1332). Ο λόγιος αυτός θεωρείται ο μεγαλύτερος πρόδρομος της ανθρωπιστικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα.
Από τον Θεόδωρο Μετοχίτη ο Νικηφόρος διδάχτηκε φιλοσοφία, αστρονομία και μαθηματικά. Αρχικά ο Μετοχίτης ήταν διστακτικός στη διδασκαλία του, μέχρι να πειστεί ότι ο μαθητής του ήταν κατάλληλος δέκτης αυτών των νέων γνώσεων (Π. Βλαχάκου, Νικηφόρος Γρηγοράς, 2003, σελ. 59-60). Τελικά ο Νικηφόρος αποδείχτηκε αντάξιος του δασκάλου του μη έχων άλλον τινά ανώτερον, ούτε εις την Ανατολήν ούτε εις την Δύσιν (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 17), ενώ έμοιαζε σε εκείνον ακόμα και στο ενδιαφέρον που επιδείκνυε για τα κοινά.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, παρά το νεαρό της ηλικίας του, διακρίθηκε γρήγορα για την ιδιαίτερη επίδοσή του στις σπουδές και την έρευνα. Γι' αυτούς τους λόγους το 1320 ο Θεόδωρος Μετοχίτης παρουσίασε τον εξαίρετο μαθητή του στον λόγιο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο (1282-1328), ενώπιον του οποίου ο νεαρός σπουδαστής εκφώνησε έναν εγκωμιαστικό λόγο για τη βασιλεία του. Λόγω των προσόντων και της ευφυΐας του, ο Νικηφόρος Γρηγοράς απέσπασε την εμπιστοσύνη του Ανδρόνικου Β΄, ο οποίος, όταν ο Νικηφόρος ήταν 27 χρονών, του πρόσφερε το εξαιρετικό αξίωμα του χαρτουλάριου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς λόγω του νεαρού της ηλικίας του αρνήθηκε τη σπουδαία αυτή θέση, αλλά ανέλαβε χρέη πρεσβευτή και συμβούλου του αυτοκράτορα. Πράγματι του ανατέθηκαν επιστημονικές και διπλωματικές αποστολές, όπως το 1326 προς τη σερβική βασιλική Αυλή, η οποία είχε αναπτύξει συγγενικούς δεσμούς με το Βυζάντιο ήδη από το 1299 με τον βασιλιά των Σέρβων Μιλουτίν, ο οποίος είχε νυμφευτεί την εγγονή του αυτοκράτορα Σιμωνίδα Παλαιολογίνα. Ο Γρηγοράς συναντήθηκε με τον Στέφανο Ζ΄ Ντεκάνσκι (1321-1331), ο οποίος είχε νυμφευτεί (1324) την κόρη του πανυπερσέβαστου Ιωάννη Παλαιολόγου, διοικητή της Θεσσαλονίκης, και έτσι δισεγγονή του Μιχαήλ Η΄ (1259-1282) και εγγονή -από τη μητέρα της Ειρήνη- του μεγάλου λογοθέτη Θεόδωρου Μετοχίτη.
Διδακτικό έργο - Κοινωνική
άνοδος
Ως πρεσβευτής του αυτοκράτορα Aνδρόνικου B΄ Παλαιολόγου ο Νικηφόρος Γρηγοράς, το 1326, ταξίδεψε στη Σερβία, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την έρευνα και τη διδασκαλία. Γι' αυτόν τον σκοπό ίδρυσε στην ονομαστή Μονή της Χώρας περίφημη σχολή, όπου φοιτούσαν πλήθος Βυζαντινών και Ευρωπαίων σπουδαστών και στην οποία δίδασκε φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία, χρησιμοποιώντας μάλιστα και εποπτικά μέσα.
Ο Γρηγοράς, διδάσκοντας στη σχολή του, προσπαθούσε να στρέψει το ενδιαφέρον των μαθητών του στην αστρονομία, ενώ κατά τον Κarl Krumbacher φαίνεται να έκανε πειράματα και να χρησιμοποιούσε διαγράμματα: Και αστρονομών, εν γλώσση μεν ουδέν φέρει της επιστήμης, σφαιρών δε εμπίπλησι την οικίαν• και πάντα βιβλίων γέμει και διαγραμμάτων• και σκίμποδας και ορόφους μεστούς επιδείκνυσι της σοφίας και πάντα μάλλον η την ψυχήν (Ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας, 1900, σελ. 594).
Κατά την περίοδο εκείνη άρχισε και το συγγραφικό έργο του Νικηφόρου Γρηγορά, που καλύπτει ποικίλους τομείς της επιστήμης: ιστορία, θεολογία, φιλοσοφία και αστρονομία (Bezdeki, St. B., Nichephori Gregorae Epistulae XC, 1924, 239-377). Πράγματι, ο Νικηφόρος Γρηγοράς έγραψε πολυάριθμα έργα, ιστορικά, θεολογικά, αστρονομικά, φιλοσοφικά και διάφορα άλλα που αναφέρονται σε σχεδόν όλους τους κλάδους της γνώσης στο Βυζάντιο. Ήταν ο πανεπιστήμονας της εποχής. Σπουδαία θεωρείται η Ρωμαϊκή Ιστορία του, αποτελούμενη από 37 βιβλία. Τα πρώτα επτά περιέχουν συνοπτική έκθεση των γεγονότων από το 1204 έως το 1320, ενώ τα υπόλοιπα τριάντα καλύπτουν αναλυτικά την περίοδο από το 1320 έως το 1359.
Στα φιλοσοφικά έργα του είναι φανερή η επίδραση του δασκάλου του Θεόδωρου Μετοχίτη. Ο Γρηγοράς, λόγω της ασχολίας του με τα μαθηματικά, έγινε οπαδός της πλατωνικής και πολέμιος της αριστοτελικής φιλοσοφίας, δείγμα κι αυτό της πρωτοπορίας των Βυζαντινών σε σχέση με τους λογίους της Δύσης. Αναγνωρίζει κι αυτός, όπως ο Μετοχίτης, τη χρησιμότητα της σκεπτικιστικής φιλοσοφίας ως προς την ακαταληψία των αρχικών αληθειών της πίστεως. Ωστόσο ο ονοματοκράτης αυτός φιλόσοφος διακρίθηκε κυρίως ως αστρονόμος και συνέχισε το έργο του Θεόδωρου Μετοχίτη που είχε γράψει τη Στοιχείωσιν επί τη αστρονομική επιστήμη, η οποία; στην ουσία είναι Εισαγωγή στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Σπουδαίες επίσης είναι οι αστρονομικές πραγματείες του Περί υβριζόντων την Αστρονομίαν, Παρακλητική περί Αστρονομίας, Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον, ένα αστρονομικό όργανο που συνδύαζε την αναπαράσταση του κόσμου σε στερεογραφική προβολή κ.ά. (Theodossiou, E., Manimanis, V.N., Dimitrijevic, M. and Danezis, E., «Nicephoros Gregoras: the greatest Byzantine astronomer», Astronomical and Astrophysical Transactions, 25, No 1, February 2006, pp. 105-118).
Ήταν σπουδαίος αστρονόμος, και μάλιστα σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή μας Δημήτριο Κωτσάκη: Υπερέχει όλων όσων ασχολήθηκαν την εποχή εκείνη με την αστρονομία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 7).
Αργότερα, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, μετά την καθαίρεση του προστάτη του Ανδρόνικου Β΄ το 1328, που έγινε μοναχός με το όνομα Αντώνιος και πέθανε το 1332, έπεσε σε δυσμένεια και έχασε την περιουσία του. Έτσι, αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Άλλωστε ο ίδιος είχε υπηρετήσει πιστά τον αυτοκράτορα, όπως είχε κάνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και ο δάσκαλός του Θεόδωρος Μετοχίτης, ο οποίος, γι' αυτόν τον λόγο εξορίστηκε στο Διδυμότειχο από τον νέο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄.
Το 1330 όμως, ο Γρηγοράς ανέλαβε αγώνα εναντίον του αιρετικού, αριστοτελιστή Έλληνα φιλοσόφου-μοναχού Βαρλαάμ, ο οποίος δρώντας στη Νότια Ιταλία, αντιπροσώπευε τη σχολαστική αντίληψη της Δυτικής Εκκλησίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Γρηγοράς επανεμφανίστηκε στον δημόσιο βίο δυναμικά το 1331 σε μια φιλοσοφική συζήτηση-αναμέτρηση με τον Bαρλαάμ, αντίπαλο του Ησυχασμού, στην οποία και υπερίσχυσε. Μετά το επιτυχές τέλος του αγώνα του εναντίον του αιρετικού μοναχού Βαρλαάμ, αποκαταστάθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ στο αξίωμα του μεγάλου διδασκάλου της αυτοκρατορίας.
Ίσως, λοιπόν, η υπεράσπιση εκ μέρους του Νικηφόρου Γρηγορά της άρχουσας τάξης στο φλέγον αυτό ζήτημα να τον βοήθησε κοινωνικά και επαγγελματικά. Πιθανότατα σε αυτό το γεγονός να οφείλεται το ότι ο Θεόδωρος Μετοχίτης επέστρεψε -από την εξορία του στο Διδυμότειχο- στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε το τελευταίο έτος του βίου του (1332 μ.Χ.) στην αγαπημένη του Μονή της Χώρας.
Πάντως, το σημαντικότερο επίτευγμα του Νικηφόρου Γρηγορά, που θα αναφερθεί παρακάτω, δηλαδή το σχέδιο διόρθωσης του πασχαλίου και της μεταρρύθμισης του ημερολογίου, είχε ήδη ολοκληρωθεί από το 1324, πριν εκείνος εμπλακεί στην ησυχαστική έριδα.
Το 1330, στον διάλογο για την ένωση των Εκκλησιών, ο τότε Οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ησαΐας (1323-1332) όρισε τον Γρηγορά αρχηγό της αντιπροσωπείας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τόσο για τη διαλεκτική του ικανότητα όσο και για τη θεολογική του κατάρτιση. Στον σχετικό διάλογο ο Νικηφόρος Γρηγοράς αντιμετώπισε με επιχειρήματα, σθεναρά και ανυποχώρητα, τους αντιπροσώπους του πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ (1316-1334), σχετικά με τις αξιώσεις τους για το πρωτείο του πάπα.
Το 1334, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ ανέθεσε στον Γρηγορά μια νέα διπλωματική αποστολή προς τον βασιλιά των Σέρβων Στέφανο Δουσάν (Stefan Uroš Dusan, 1331-1355), με προτάσεις ειρήνης, αφού εκείνη τη χρονική περίοδο υπήρχαν εχθροπραξίες μεταξύ των Σέρβων και των Βυζαντινών.
Ο Γρηγοράς, όπως θα δούμε παρακάτω, παρά τις όποιες διπλωματικές ενασχολήσεις του, συνέχιζε το συγγραφικό αστρονομικό και θεολογικό του έργο έως τον θάνατό του το 1360 μ.Χ.
Ως πρεσβευτής του αυτοκράτορα Aνδρόνικου B΄ Παλαιολόγου ο Νικηφόρος Γρηγοράς, το 1326, ταξίδεψε στη Σερβία, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με την έρευνα και τη διδασκαλία. Γι' αυτόν τον σκοπό ίδρυσε στην ονομαστή Μονή της Χώρας περίφημη σχολή, όπου φοιτούσαν πλήθος Βυζαντινών και Ευρωπαίων σπουδαστών και στην οποία δίδασκε φιλοσοφία, μαθηματικά και αστρονομία, χρησιμοποιώντας μάλιστα και εποπτικά μέσα.
Ο Γρηγοράς, διδάσκοντας στη σχολή του, προσπαθούσε να στρέψει το ενδιαφέρον των μαθητών του στην αστρονομία, ενώ κατά τον Κarl Krumbacher φαίνεται να έκανε πειράματα και να χρησιμοποιούσε διαγράμματα: Και αστρονομών, εν γλώσση μεν ουδέν φέρει της επιστήμης, σφαιρών δε εμπίπλησι την οικίαν• και πάντα βιβλίων γέμει και διαγραμμάτων• και σκίμποδας και ορόφους μεστούς επιδείκνυσι της σοφίας και πάντα μάλλον η την ψυχήν (Ιστορία της Βυζαντινής λογοτεχνίας, 1900, σελ. 594).
Κατά την περίοδο εκείνη άρχισε και το συγγραφικό έργο του Νικηφόρου Γρηγορά, που καλύπτει ποικίλους τομείς της επιστήμης: ιστορία, θεολογία, φιλοσοφία και αστρονομία (Bezdeki, St. B., Nichephori Gregorae Epistulae XC, 1924, 239-377). Πράγματι, ο Νικηφόρος Γρηγοράς έγραψε πολυάριθμα έργα, ιστορικά, θεολογικά, αστρονομικά, φιλοσοφικά και διάφορα άλλα που αναφέρονται σε σχεδόν όλους τους κλάδους της γνώσης στο Βυζάντιο. Ήταν ο πανεπιστήμονας της εποχής. Σπουδαία θεωρείται η Ρωμαϊκή Ιστορία του, αποτελούμενη από 37 βιβλία. Τα πρώτα επτά περιέχουν συνοπτική έκθεση των γεγονότων από το 1204 έως το 1320, ενώ τα υπόλοιπα τριάντα καλύπτουν αναλυτικά την περίοδο από το 1320 έως το 1359.
Στα φιλοσοφικά έργα του είναι φανερή η επίδραση του δασκάλου του Θεόδωρου Μετοχίτη. Ο Γρηγοράς, λόγω της ασχολίας του με τα μαθηματικά, έγινε οπαδός της πλατωνικής και πολέμιος της αριστοτελικής φιλοσοφίας, δείγμα κι αυτό της πρωτοπορίας των Βυζαντινών σε σχέση με τους λογίους της Δύσης. Αναγνωρίζει κι αυτός, όπως ο Μετοχίτης, τη χρησιμότητα της σκεπτικιστικής φιλοσοφίας ως προς την ακαταληψία των αρχικών αληθειών της πίστεως. Ωστόσο ο ονοματοκράτης αυτός φιλόσοφος διακρίθηκε κυρίως ως αστρονόμος και συνέχισε το έργο του Θεόδωρου Μετοχίτη που είχε γράψει τη Στοιχείωσιν επί τη αστρονομική επιστήμη, η οποία; στην ουσία είναι Εισαγωγή στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Σπουδαίες επίσης είναι οι αστρονομικές πραγματείες του Περί υβριζόντων την Αστρονομίαν, Παρακλητική περί Αστρονομίας, Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον, ένα αστρονομικό όργανο που συνδύαζε την αναπαράσταση του κόσμου σε στερεογραφική προβολή κ.ά. (Theodossiou, E., Manimanis, V.N., Dimitrijevic, M. and Danezis, E., «Nicephoros Gregoras: the greatest Byzantine astronomer», Astronomical and Astrophysical Transactions, 25, No 1, February 2006, pp. 105-118).
Ήταν σπουδαίος αστρονόμος, και μάλιστα σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή μας Δημήτριο Κωτσάκη: Υπερέχει όλων όσων ασχολήθηκαν την εποχή εκείνη με την αστρονομία, τόσο στην Ανατολή όσο και στη Δύση. (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 7).
Αργότερα, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, μετά την καθαίρεση του προστάτη του Ανδρόνικου Β΄ το 1328, που έγινε μοναχός με το όνομα Αντώνιος και πέθανε το 1332, έπεσε σε δυσμένεια και έχασε την περιουσία του. Έτσι, αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή. Άλλωστε ο ίδιος είχε υπηρετήσει πιστά τον αυτοκράτορα, όπως είχε κάνει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό και ο δάσκαλός του Θεόδωρος Μετοχίτης, ο οποίος, γι' αυτόν τον λόγο εξορίστηκε στο Διδυμότειχο από τον νέο αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄.
Το 1330 όμως, ο Γρηγοράς ανέλαβε αγώνα εναντίον του αιρετικού, αριστοτελιστή Έλληνα φιλοσόφου-μοναχού Βαρλαάμ, ο οποίος δρώντας στη Νότια Ιταλία, αντιπροσώπευε τη σχολαστική αντίληψη της Δυτικής Εκκλησίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Γρηγοράς επανεμφανίστηκε στον δημόσιο βίο δυναμικά το 1331 σε μια φιλοσοφική συζήτηση-αναμέτρηση με τον Bαρλαάμ, αντίπαλο του Ησυχασμού, στην οποία και υπερίσχυσε. Μετά το επιτυχές τέλος του αγώνα του εναντίον του αιρετικού μοναχού Βαρλαάμ, αποκαταστάθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ στο αξίωμα του μεγάλου διδασκάλου της αυτοκρατορίας.
Ίσως, λοιπόν, η υπεράσπιση εκ μέρους του Νικηφόρου Γρηγορά της άρχουσας τάξης στο φλέγον αυτό ζήτημα να τον βοήθησε κοινωνικά και επαγγελματικά. Πιθανότατα σε αυτό το γεγονός να οφείλεται το ότι ο Θεόδωρος Μετοχίτης επέστρεψε -από την εξορία του στο Διδυμότειχο- στην Κωνσταντινούπολη και πέρασε το τελευταίο έτος του βίου του (1332 μ.Χ.) στην αγαπημένη του Μονή της Χώρας.
Πάντως, το σημαντικότερο επίτευγμα του Νικηφόρου Γρηγορά, που θα αναφερθεί παρακάτω, δηλαδή το σχέδιο διόρθωσης του πασχαλίου και της μεταρρύθμισης του ημερολογίου, είχε ήδη ολοκληρωθεί από το 1324, πριν εκείνος εμπλακεί στην ησυχαστική έριδα.
Το 1330, στον διάλογο για την ένωση των Εκκλησιών, ο τότε Οικουμενικός πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ησαΐας (1323-1332) όρισε τον Γρηγορά αρχηγό της αντιπροσωπείας της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, τόσο για τη διαλεκτική του ικανότητα όσο και για τη θεολογική του κατάρτιση. Στον σχετικό διάλογο ο Νικηφόρος Γρηγοράς αντιμετώπισε με επιχειρήματα, σθεναρά και ανυποχώρητα, τους αντιπροσώπους του πάπα Ιωάννη ΚΒ΄ (1316-1334), σχετικά με τις αξιώσεις τους για το πρωτείο του πάπα.
Το 1334, ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ ανέθεσε στον Γρηγορά μια νέα διπλωματική αποστολή προς τον βασιλιά των Σέρβων Στέφανο Δουσάν (Stefan Uroš Dusan, 1331-1355), με προτάσεις ειρήνης, αφού εκείνη τη χρονική περίοδο υπήρχαν εχθροπραξίες μεταξύ των Σέρβων και των Βυζαντινών.
Ο Γρηγοράς, όπως θα δούμε παρακάτω, παρά τις όποιες διπλωματικές ενασχολήσεις του, συνέχιζε το συγγραφικό αστρονομικό και θεολογικό του έργο έως τον θάνατό του το 1360 μ.Χ.
Το επιστημονικό έργο
του
O Γρηγοράς δεν φαίνεται να ασχολήθηκε επισταμένως με τα μαθηματικά, αναφέρονται ως έργα του μόνον τρεις πραγματείες:
1. Σχόλια στον Νικόμαχο τον Γερασηνό
2. Διαπραγμάτευση ενός γεωμετρικού προβλήματος σύμφωνα με τον
Ευκλείδη, και
3. Επιστολή αναφερόμενη στη σχέση των τετραγώνων δύο διαδοχικών
Αριθμών (Η. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 54).
Ωστόσο άφησε σημαντικό και πρωτοποριακό έργο στον τομέα της αστρονομίας. Αστρονομικά έργα του ίδιου αποτελούν τα παρακάτω:
1. Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον,
2. Πώς δει κατασκευάζειν την εν τω αστρολάβω αράχνην
3. Περί της εν επιπέδω καταγραφής του αστρολάβου
4. Παρακλητική περί αστρονομίας
5. Προς τινά φίλον περί των υβριζόντων την αστρονομίαν
6. Έκθεσις των υπολογισμών των εκλείψεων του ηλίου κατά τον
Πτολεμαίον (Έκθεσις ψηφιφορίας εκλείψεως ηλίου εκ της μεγάλης συντάξεως του Πτολεμαίου και εφεξής εκ των Προχείρων διά το σύμφωνον)
7. Το διορθωθέν Πασχάλιον
8. Περί του σύμπαντος
9. Υπόμνημα και συμπλήρωσις των αρμονικών του Πτολεμαίου, και
10. Σύστημα του κόσμου
O Γρηγοράς δεν φαίνεται να ασχολήθηκε επισταμένως με τα μαθηματικά, αναφέρονται ως έργα του μόνον τρεις πραγματείες:
1. Σχόλια στον Νικόμαχο τον Γερασηνό
2. Διαπραγμάτευση ενός γεωμετρικού προβλήματος σύμφωνα με τον
Ευκλείδη, και
3. Επιστολή αναφερόμενη στη σχέση των τετραγώνων δύο διαδοχικών
Αριθμών (Η. Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 54).
Ωστόσο άφησε σημαντικό και πρωτοποριακό έργο στον τομέα της αστρονομίας. Αστρονομικά έργα του ίδιου αποτελούν τα παρακάτω:
1. Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον,
2. Πώς δει κατασκευάζειν την εν τω αστρολάβω αράχνην
3. Περί της εν επιπέδω καταγραφής του αστρολάβου
4. Παρακλητική περί αστρονομίας
5. Προς τινά φίλον περί των υβριζόντων την αστρονομίαν
6. Έκθεσις των υπολογισμών των εκλείψεων του ηλίου κατά τον
Πτολεμαίον (Έκθεσις ψηφιφορίας εκλείψεως ηλίου εκ της μεγάλης συντάξεως του Πτολεμαίου και εφεξής εκ των Προχείρων διά το σύμφωνον)
7. Το διορθωθέν Πασχάλιον
8. Περί του σύμπαντος
9. Υπόμνημα και συμπλήρωσις των αρμονικών του Πτολεμαίου, και
10. Σύστημα του κόσμου
Σχόλια στα αστρονομικά έργα
του Γρηγορά
Αστρολάβος - υπολογισμός εκλείψεων
Ο αστρολάβος είναι ένα όργανο, με τη βοήθεια του οποίου προσδιορίζονται τα ύψη των αστέρων πάνω από τον ορίζοντα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς στα έργα του ασχολείται με την κατασκευή του και τη θεωρητική θεμελίωσή του, συμβουλευόμενος τα σχετικά έργα του Κλαύδιου Πτολεμαίου, του Συνέσιου Κυρήνης, του Αμμώνιου και του Ιωάννη του Φιλόπονου.
Στο έργο του Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον ο Γρηγοράς, σύμφωνα με τον Δ. Κωτσάκη (Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 19), παρουσιάζει πρωτοτυπία, σε σύγκριση με τους παρατηρητές-αστρονόμους που είχαν κατασκευάσει ως τότε αστρολάβους. Φαίνεται πως το όργανο αυτό, που ονομάζει «αστρολάβο», δεν είχε ως προορισμό του να παρατηρεί τους αστέρες και να προσδιορίζει τα ύψη τους πάνω από τον ορίζοντα και μόνον αυτά. Ο πολυμαθέστατος Γρηγοράς πέτυχε να κατασκευάσει ένα είδος επιπεδόσφαιρου, που η λειτουργία του στηριζόταν στη στερεογραφική προβολή. Πάνω σ' αυτό χαράσσονταν -για δεδομένο πλάτος (φ)- κύκλοι παράλληλοι, αλμικανταράτοι, κατακόρυφοι κ.ά., ενώ απεικονίζονταν πολλοί λαμπροί αστέρες, καθώς και ο ζωδιακός κύκλος. Με το όργανο αυτό ο παρατηρητής-αστρονόμος μπορούσε να βρίσκει -με την κατάλληλη μέθοδο- τις θέσεις των άστρων σε δεδομένη χρονική στιγμή με την καλύτερη δυνατή ακρίβεια και πιθανότατα να λύνει διάφορα άλλα αστρονομικά προβλήματα. Ο Γρηγοράς είναι βέβαιο ότι είχε υπόψη του πως πρώτος μελέτησε το ζήτημα του επιπεδόσφαιρου ο Ίππαρχος, ωστόσο το όργανο του Ίππαρχου υπέστη πολλές τροποποιήσεις από τον Γρηγορά (Wolf R., Geschichte der Astronomie, 1877, 162-163, και Drachmann, A. G., The plane astrolabe and the Anaphoric Clock, 1955, 183).
Επίσης ο Γρηγοράς είχε υπόψη του, όπως ήδη αναφέραμε, τις ατελείς και μάλλον θεωρητικές εργασίες επί του θέματος τόσο του Κλαύδιου Πτολεμαίου (2ος μ.Χ. αιώνας) και του Συνέσιου Κυρήνης (4ος μ.Χ. αιώνας), όσο και του Αμμώνιου και του Ιωάννη του Φιλόπονου (5ος-6ος μ.Χ. αιώνας). Αφού λοιπόν μελέτησε επισταμένως το θέμα, φαίνεται πως πέτυχε μια καινοτομία στον τομέα αυτόν (Guilland, R., Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, 288). Η ύπαρξη ενός τέτοιου αστρονομικού οργάνου θα μπορούσε να εξηγήσει την ευχέρεια που επέδειξε ο ίδιος στον υπολογισμό ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων.
Το έργο του Νικηφόρου Γρηγορά Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον σώζεται στο Βατικανό, στον Κώδικα Vaticanus graecus (Cod. Vat. gr. 318, f. 144v-151r), και συμπληρωματικά στη Βενετία, στον Κώδικα Marcianus graecus (Cod. Marc. gr. 326, CCCXXVI ή Bessarione 641). Ολόκληρο το κείμενο παρατίθεται από τον συγγραφέα Χρήστο Δ. Λάζο (Μηχανική και Τεχνολογία στο Βυζάντιο, 2005, 133-145).
Σημειώνουμε ότι η πραγματεία του Γρηγορά Έκθεσις των υπολογισμών των εκλείψεων του Ηλίου κατά τον Πτολεμαίον είναι πολύ σπουδαία. Σε ένα χειρόγραφο που διασώζεται, υπάρχει ο Πίνακας των ηλιακών εκλείψεων. Πράγματι, μετά την έκδοση του έργου του Υπόμνημα και συμπλήρωσις των αρμονικών του Πτολεμαίου, ο Γρηγοράς ασχολήθηκε με τον υπολογισμό των ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων. Έτσι, υπολόγισε ξανά τις σημαντικότερες εκλείψεις από το έτος 448 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄, και μετά (Bréhier, L., La Philosophie Byzantine, 1950, p. 448), ενώ προϋπολόγισε πολλές εκλείψεις που συνέβησαν στην εποχή του, όπως αναφέρουν πολλοί σύγχρονοί του λόγιοι (Guilland, R., Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, p. 83).
Τέλος, πραγματοποίησε υπολογισμούς για την ολική ηλιακή έκλειψη της 16ης Ιουλίου 1330 (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 19) και νωρίτερα, στην ίδια χρονιά, για άλλες δύο σεληνιακές εκλείψεις. Σχετικά με τις τρεις αυτές εκλείψεις αναφέρεται σε μια επιστολή του στον φίλο του Γεώργιο Πεπαγωμένο το 1329: Την ερχομένην ταύτην ιγ΄ ινδικτιώνος, έσονται μεν της σελήνης εκλείψεις δύο• του δε ηλίου, μία• ήτοι κατά την Ιανουαρίου πέμπτην εσπέρας προ μεσονυκτίου έσται έκλειψις σελήνης ήττον του όλου ήτοι δάκτυλοι ια΄, τοσαύτη δ' ομοίως ετέρα, και μετά μήνας 3 , ήτοι την Ιουνίου λ΄, περί ώραν η΄ της νυκτός, κατά δε την Ιουλίου λ΄ περί ώραν ιβ΄ της ημέρας έσται έκλειψις ηλίου τελεία. Την δε τούτων δήλωσιν αναπορρήτοις σε νομίζειν είναι χρεών (Guilland, R., Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, 83, όπως αποδίδεται από τον Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, 19).
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο Γρηγοράς το 1329, καθόρισε με μεγάλη ακρίβεια και βεβαιότητα τις εκλείψεις του επόμενου έτους. Ο Louis Bréhier αναφέρει σχετικά: Μεταξύ όλων των αστρονομικών του εργασιών υπάρχουν δύο που φανερώνουν μια αληθινή πρόοδο: οι προρρήσεις των εκλείψεων και το σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου (La Philosophie Byzantine, 1950, σελ. 448). Αντιθέτως ο R. Guilland θεωρεί ότι: ο χαρακτηρισμός του Γρηγορά ως σοφού, δεν οφείλεται στους υπολογισμούς του που αφορούν τις εκλείψεις, αλλά στις έρευνές του στον αστρολάβο και στην ημερομηνία υπολογισμού του Πάσχα (Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, 279).
Συνεπώς, μετά βεβαιότητος μπορούμε να πούμε ότι ο Νικηφόρος Γρηγοράς ήταν ο μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου, αφού υπολόγισε όλες τις εκλείψεις του Ήλιου της χιλιετίας έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα και προέβλεψε νέες εκλείψεις, τόσο του Ήλιου όσο και της Σελήνης. Κατασκεύασε πρωτότυπο αστρολάβο, άλλωστε έχει γράψει όπως είδαμε και σχετικές πραγματείες, ενώ μελέτησε επισταμένως το ημερολογιακό ζήτημα και προσδιόρισε τον καθορισμό της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα, θέματα που θεωρούνται η πλέον αξιόλογη συμβολή του λογίου αυτού στην πρόοδο της αστρονομίας.
Αστρολάβος - υπολογισμός εκλείψεων
Ο αστρολάβος είναι ένα όργανο, με τη βοήθεια του οποίου προσδιορίζονται τα ύψη των αστέρων πάνω από τον ορίζοντα. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς στα έργα του ασχολείται με την κατασκευή του και τη θεωρητική θεμελίωσή του, συμβουλευόμενος τα σχετικά έργα του Κλαύδιου Πτολεμαίου, του Συνέσιου Κυρήνης, του Αμμώνιου και του Ιωάννη του Φιλόπονου.
Στο έργο του Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον ο Γρηγοράς, σύμφωνα με τον Δ. Κωτσάκη (Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 19), παρουσιάζει πρωτοτυπία, σε σύγκριση με τους παρατηρητές-αστρονόμους που είχαν κατασκευάσει ως τότε αστρολάβους. Φαίνεται πως το όργανο αυτό, που ονομάζει «αστρολάβο», δεν είχε ως προορισμό του να παρατηρεί τους αστέρες και να προσδιορίζει τα ύψη τους πάνω από τον ορίζοντα και μόνον αυτά. Ο πολυμαθέστατος Γρηγοράς πέτυχε να κατασκευάσει ένα είδος επιπεδόσφαιρου, που η λειτουργία του στηριζόταν στη στερεογραφική προβολή. Πάνω σ' αυτό χαράσσονταν -για δεδομένο πλάτος (φ)- κύκλοι παράλληλοι, αλμικανταράτοι, κατακόρυφοι κ.ά., ενώ απεικονίζονταν πολλοί λαμπροί αστέρες, καθώς και ο ζωδιακός κύκλος. Με το όργανο αυτό ο παρατηρητής-αστρονόμος μπορούσε να βρίσκει -με την κατάλληλη μέθοδο- τις θέσεις των άστρων σε δεδομένη χρονική στιγμή με την καλύτερη δυνατή ακρίβεια και πιθανότατα να λύνει διάφορα άλλα αστρονομικά προβλήματα. Ο Γρηγοράς είναι βέβαιο ότι είχε υπόψη του πως πρώτος μελέτησε το ζήτημα του επιπεδόσφαιρου ο Ίππαρχος, ωστόσο το όργανο του Ίππαρχου υπέστη πολλές τροποποιήσεις από τον Γρηγορά (Wolf R., Geschichte der Astronomie, 1877, 162-163, και Drachmann, A. G., The plane astrolabe and the Anaphoric Clock, 1955, 183).
Επίσης ο Γρηγοράς είχε υπόψη του, όπως ήδη αναφέραμε, τις ατελείς και μάλλον θεωρητικές εργασίες επί του θέματος τόσο του Κλαύδιου Πτολεμαίου (2ος μ.Χ. αιώνας) και του Συνέσιου Κυρήνης (4ος μ.Χ. αιώνας), όσο και του Αμμώνιου και του Ιωάννη του Φιλόπονου (5ος-6ος μ.Χ. αιώνας). Αφού λοιπόν μελέτησε επισταμένως το θέμα, φαίνεται πως πέτυχε μια καινοτομία στον τομέα αυτόν (Guilland, R., Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, 288). Η ύπαρξη ενός τέτοιου αστρονομικού οργάνου θα μπορούσε να εξηγήσει την ευχέρεια που επέδειξε ο ίδιος στον υπολογισμό ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων.
Το έργο του Νικηφόρου Γρηγορά Πώς δει κατασκευάζειν αστρολάβον σώζεται στο Βατικανό, στον Κώδικα Vaticanus graecus (Cod. Vat. gr. 318, f. 144v-151r), και συμπληρωματικά στη Βενετία, στον Κώδικα Marcianus graecus (Cod. Marc. gr. 326, CCCXXVI ή Bessarione 641). Ολόκληρο το κείμενο παρατίθεται από τον συγγραφέα Χρήστο Δ. Λάζο (Μηχανική και Τεχνολογία στο Βυζάντιο, 2005, 133-145).
Σημειώνουμε ότι η πραγματεία του Γρηγορά Έκθεσις των υπολογισμών των εκλείψεων του Ηλίου κατά τον Πτολεμαίον είναι πολύ σπουδαία. Σε ένα χειρόγραφο που διασώζεται, υπάρχει ο Πίνακας των ηλιακών εκλείψεων. Πράγματι, μετά την έκδοση του έργου του Υπόμνημα και συμπλήρωσις των αρμονικών του Πτολεμαίου, ο Γρηγοράς ασχολήθηκε με τον υπολογισμό των ηλιακών και σεληνιακών εκλείψεων. Έτσι, υπολόγισε ξανά τις σημαντικότερες εκλείψεις από το έτος 448 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β΄, και μετά (Bréhier, L., La Philosophie Byzantine, 1950, p. 448), ενώ προϋπολόγισε πολλές εκλείψεις που συνέβησαν στην εποχή του, όπως αναφέρουν πολλοί σύγχρονοί του λόγιοι (Guilland, R., Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, p. 83).
Τέλος, πραγματοποίησε υπολογισμούς για την ολική ηλιακή έκλειψη της 16ης Ιουλίου 1330 (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 19) και νωρίτερα, στην ίδια χρονιά, για άλλες δύο σεληνιακές εκλείψεις. Σχετικά με τις τρεις αυτές εκλείψεις αναφέρεται σε μια επιστολή του στον φίλο του Γεώργιο Πεπαγωμένο το 1329: Την ερχομένην ταύτην ιγ΄ ινδικτιώνος, έσονται μεν της σελήνης εκλείψεις δύο• του δε ηλίου, μία• ήτοι κατά την Ιανουαρίου πέμπτην εσπέρας προ μεσονυκτίου έσται έκλειψις σελήνης ήττον του όλου ήτοι δάκτυλοι ια΄, τοσαύτη δ' ομοίως ετέρα, και μετά μήνας 3 , ήτοι την Ιουνίου λ΄, περί ώραν η΄ της νυκτός, κατά δε την Ιουλίου λ΄ περί ώραν ιβ΄ της ημέρας έσται έκλειψις ηλίου τελεία. Την δε τούτων δήλωσιν αναπορρήτοις σε νομίζειν είναι χρεών (Guilland, R., Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, 83, όπως αποδίδεται από τον Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, 19).
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο Γρηγοράς το 1329, καθόρισε με μεγάλη ακρίβεια και βεβαιότητα τις εκλείψεις του επόμενου έτους. Ο Louis Bréhier αναφέρει σχετικά: Μεταξύ όλων των αστρονομικών του εργασιών υπάρχουν δύο που φανερώνουν μια αληθινή πρόοδο: οι προρρήσεις των εκλείψεων και το σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου (La Philosophie Byzantine, 1950, σελ. 448). Αντιθέτως ο R. Guilland θεωρεί ότι: ο χαρακτηρισμός του Γρηγορά ως σοφού, δεν οφείλεται στους υπολογισμούς του που αφορούν τις εκλείψεις, αλλά στις έρευνές του στον αστρολάβο και στην ημερομηνία υπολογισμού του Πάσχα (Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, 279).
Συνεπώς, μετά βεβαιότητος μπορούμε να πούμε ότι ο Νικηφόρος Γρηγοράς ήταν ο μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου, αφού υπολόγισε όλες τις εκλείψεις του Ήλιου της χιλιετίας έως τον 13ο μ.Χ. αιώνα και προέβλεψε νέες εκλείψεις, τόσο του Ήλιου όσο και της Σελήνης. Κατασκεύασε πρωτότυπο αστρολάβο, άλλωστε έχει γράψει όπως είδαμε και σχετικές πραγματείες, ενώ μελέτησε επισταμένως το ημερολογιακό ζήτημα και προσδιόρισε τον καθορισμό της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα, θέματα που θεωρούνται η πλέον αξιόλογη συμβολή του λογίου αυτού στην πρόοδο της αστρονομίας.
Σχέδιο μεταρρύθμισης του πασχαλίου
και του ημερολογίου
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, προσπαθώντας να βρει έναν ακριβή τρόπο προσδιορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα, κατέληξε σε ένα σχέδιο μεταρρύθμισης του ισχύοντος Ιουλιανού ημερολογίου. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμά του στον χώρο της αστρονομίας, μολονότι δεν ευτύχησε να το δει να εφαρμόζεται. Προφανώς η εργασία του αυτή δεν πρέπει να ήταν άσχετη με την ενασχόλησή του με τον αστρολάβο και τις εκλείψεις.
Ο προσδιορισμός της ημερομηνίας του Πάσχα γινόταν με βάση την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία. Ο Γρηγοράς αντιλήφθηκε ότι η εαρινή ισημερία υπολογιζόταν λάθος -το τροπικό έτος ήταν στην πραγματικότητα μερικά λεπτά μικρότερο από ό,τι τότε πιστευόταν-, άρα το σφάλμα αυτό «μεταφερόταν» στον υπολογισμό της εαρινής πανσελήνου και τελικά στην ημερομηνία του Πάσχα. Από το κυριότερο έργο του Ρωμαϊκή Ιστορία (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 20), όπως είναι αποτυπωμένο στην Ελληνική Πατρολογία (P.G. 148), αντλήσαμε τις πληροφορίες μας για την ημερολογιακή αναπροσαρμογή που πρότεινε. Ο Γρηγοράς παρατήρησε τη διαφορά που υφίστατο μεταξύ Ιουλιανού ημερολογίου και εαρινής ισημερίας. Σαν ικανός αστρονόμος διαπίστωσε ότι η διάρκεια του τροπικού έτους που τότε λαμβανόταν ίση με 365 ημέρες και 6 ώρες, ήταν μεγαλύτερη από την αληθινή διάρκειά του και εξ αυτού ετοίμασε σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου, και στη Ρωμαϊκή Ιστορία (Βιβλίο Η΄, κεφ. 13), σημείωνε: Πρός γάρ τούς τριακοσίους εξήκοντα πέντε νυχθημέρους τίθεμεν και ολόκληρον τέταρτον νυχθημέρου ενός, ουκ οφείλοντες ούτω.
Ομοίως, προσδιόρισε, μέσω της εργασίας του Το διορθωθέν Πασχάλιον, το σφάλμα του υπολογισμού του Πάσχα, 250 χρόνια πριν από την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄ (1582 μ.Χ.), και κατάρτισε σχέδιο διόρθωσης τόσο του πασχαλίου όσο και του ημερολογίου.
Το πρόβλημα της διόρθωσης του πασχαλίου φαίνεται πως ήταν μία από τις κυριότερες ασχολίες του Γρηγορά για μακρό χρονικό διάστημα. Άλλωστε και η εργασία του για τον αστρολάβο σχετιζόταν άμεσα με τον υπολογισμό του ακριβούς πασχάλιου. Ο ίδιος στη Ρωμαϊκή Ιστορία του αναφέρει τα εξής: Ουκ εύκαιρον δε μοι δοκεί, σιωπή παρελθείν και όσα κατά τούτον τον χρόνον περί του Πάσχα λαληθήναι ξυνέβη... Και δή δέον είναι πρώτον έφαμεν την εαρινήν ισημερίαν ες το ακριβές ερευνήσαι. Τούτο γάρ αίτιον της απάσης της εξής υποθέσεως, ως προϊόντες ερούμεν• είτα την εφεξής μετ' ισημερίαν πανσέληνον• πανσέληνον δε φαμέν οπότε πλησιφαές είη το προς ημάς ημισφαίριον της σελήνης. Τούτο δε γίγνοιτ' αν, οπότε βραχύ τι πλέον ή τεσσαρεσκαιδεκαεταία η σελήνη την ημέραν άγοι, εξότου περί την αυτήν εν ταυτώ συνέλθοι τω ηλίω μοίραν της των ζωδίων σφαίρας, μιας αψαμένης αμφοτέρων καθέτου. Επεί ουν τω νομικώ μέν έπεται το ημέτερον Πάσχα, εκείνο δε τη μετ' ισημερίαν πανσελήνω, δέον εκείνο διερευνήσαι πριν (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Η΄, σελ. 364). Που σημαίνει: Νομίζω πως δεν είναι της ώρας να αντιπαρέλθουμε με σιωπή όσα σε αυτόν τον χρόνο ειπώθηκαν περί του Πάσχα... Και μάλιστα πρέπει πρώτα να ερευνήσουμε διεξοδικά την εαρινή ισημερία, διότι αυτό είναι η αιτία όλης της υποθέσεως, όπως θα πούμε• έπειτα (πρέπει να ερευνήσουμε) την πανσέληνο μετά την ισημερία• πανσέληνο δε λέμε όταν είναι ολόφωτο το προς εμάς ημισφαίριο της Σελήνης. Και αυτό συμβαίνει όταν κοντεύει η δέκατη τέταρτη ημέρα της, αφότου βρέθηκε σε συζυγία με τον Ήλιο στον ζωδιακό κύκλο εφαπτόμενα και τα δύο (ουράνια σώματα) σε μία κάθετο. Επειδή λοιπόν το νομικόν (Πάσχα) ακολουθεί το δικό μας Πάσχα, που συμβαίνει μετά την πανσέληνον της ισημερίας, εκείνο πρέπει να διερευνήσουμε πριν απ' όλα.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς, προσπαθώντας να βρει έναν ακριβή τρόπο προσδιορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα, κατέληξε σε ένα σχέδιο μεταρρύθμισης του ισχύοντος Ιουλιανού ημερολογίου. Αυτό είναι και το μεγαλύτερο επίτευγμά του στον χώρο της αστρονομίας, μολονότι δεν ευτύχησε να το δει να εφαρμόζεται. Προφανώς η εργασία του αυτή δεν πρέπει να ήταν άσχετη με την ενασχόλησή του με τον αστρολάβο και τις εκλείψεις.
Ο προσδιορισμός της ημερομηνίας του Πάσχα γινόταν με βάση την πρώτη πανσέληνο μετά την εαρινή ισημερία. Ο Γρηγοράς αντιλήφθηκε ότι η εαρινή ισημερία υπολογιζόταν λάθος -το τροπικό έτος ήταν στην πραγματικότητα μερικά λεπτά μικρότερο από ό,τι τότε πιστευόταν-, άρα το σφάλμα αυτό «μεταφερόταν» στον υπολογισμό της εαρινής πανσελήνου και τελικά στην ημερομηνία του Πάσχα. Από το κυριότερο έργο του Ρωμαϊκή Ιστορία (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 20), όπως είναι αποτυπωμένο στην Ελληνική Πατρολογία (P.G. 148), αντλήσαμε τις πληροφορίες μας για την ημερολογιακή αναπροσαρμογή που πρότεινε. Ο Γρηγοράς παρατήρησε τη διαφορά που υφίστατο μεταξύ Ιουλιανού ημερολογίου και εαρινής ισημερίας. Σαν ικανός αστρονόμος διαπίστωσε ότι η διάρκεια του τροπικού έτους που τότε λαμβανόταν ίση με 365 ημέρες και 6 ώρες, ήταν μεγαλύτερη από την αληθινή διάρκειά του και εξ αυτού ετοίμασε σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου, και στη Ρωμαϊκή Ιστορία (Βιβλίο Η΄, κεφ. 13), σημείωνε: Πρός γάρ τούς τριακοσίους εξήκοντα πέντε νυχθημέρους τίθεμεν και ολόκληρον τέταρτον νυχθημέρου ενός, ουκ οφείλοντες ούτω.
Ομοίως, προσδιόρισε, μέσω της εργασίας του Το διορθωθέν Πασχάλιον, το σφάλμα του υπολογισμού του Πάσχα, 250 χρόνια πριν από την ημερολογιακή μεταρρύθμιση του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄ (1582 μ.Χ.), και κατάρτισε σχέδιο διόρθωσης τόσο του πασχαλίου όσο και του ημερολογίου.
Το πρόβλημα της διόρθωσης του πασχαλίου φαίνεται πως ήταν μία από τις κυριότερες ασχολίες του Γρηγορά για μακρό χρονικό διάστημα. Άλλωστε και η εργασία του για τον αστρολάβο σχετιζόταν άμεσα με τον υπολογισμό του ακριβούς πασχάλιου. Ο ίδιος στη Ρωμαϊκή Ιστορία του αναφέρει τα εξής: Ουκ εύκαιρον δε μοι δοκεί, σιωπή παρελθείν και όσα κατά τούτον τον χρόνον περί του Πάσχα λαληθήναι ξυνέβη... Και δή δέον είναι πρώτον έφαμεν την εαρινήν ισημερίαν ες το ακριβές ερευνήσαι. Τούτο γάρ αίτιον της απάσης της εξής υποθέσεως, ως προϊόντες ερούμεν• είτα την εφεξής μετ' ισημερίαν πανσέληνον• πανσέληνον δε φαμέν οπότε πλησιφαές είη το προς ημάς ημισφαίριον της σελήνης. Τούτο δε γίγνοιτ' αν, οπότε βραχύ τι πλέον ή τεσσαρεσκαιδεκαεταία η σελήνη την ημέραν άγοι, εξότου περί την αυτήν εν ταυτώ συνέλθοι τω ηλίω μοίραν της των ζωδίων σφαίρας, μιας αψαμένης αμφοτέρων καθέτου. Επεί ουν τω νομικώ μέν έπεται το ημέτερον Πάσχα, εκείνο δε τη μετ' ισημερίαν πανσελήνω, δέον εκείνο διερευνήσαι πριν (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Η΄, σελ. 364). Που σημαίνει: Νομίζω πως δεν είναι της ώρας να αντιπαρέλθουμε με σιωπή όσα σε αυτόν τον χρόνο ειπώθηκαν περί του Πάσχα... Και μάλιστα πρέπει πρώτα να ερευνήσουμε διεξοδικά την εαρινή ισημερία, διότι αυτό είναι η αιτία όλης της υποθέσεως, όπως θα πούμε• έπειτα (πρέπει να ερευνήσουμε) την πανσέληνο μετά την ισημερία• πανσέληνο δε λέμε όταν είναι ολόφωτο το προς εμάς ημισφαίριο της Σελήνης. Και αυτό συμβαίνει όταν κοντεύει η δέκατη τέταρτη ημέρα της, αφότου βρέθηκε σε συζυγία με τον Ήλιο στον ζωδιακό κύκλο εφαπτόμενα και τα δύο (ουράνια σώματα) σε μία κάθετο. Επειδή λοιπόν το νομικόν (Πάσχα) ακολουθεί το δικό μας Πάσχα, που συμβαίνει μετά την πανσέληνον της ισημερίας, εκείνο πρέπει να διερευνήσουμε πριν απ' όλα.
Ομοίως εξετάζει ιστορικά το ζήτημα
του υπολογισμού της εαρινής ισημερίας και του ακριβούς υπολογισμού της διάρκειας
του τροπικού έτους και σημειώνει χαρακτηριστικά: Το πολλοστημόριον της ημέρας εν
μέν τοσούτοις έτεσι και μάλα επίδηλον ήδη καθίσταται (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο
Η΄, σελ. 367). Επίσης στην ίδια σελίδα αναφέρει ότι το σφάλμα αυτό «αδιόρθωτον
έμενε» και στην επόμενη σελίδα γράφει: Νυν οφείλοντες οι της καθ' ημάς εκκλησίας
άνθρωποι την αρχήν της του Πάσχα παρατηρήσεως προς της του Μαρτίου έγγιστα
ποιείσθαι εικοστής, οι δ' εκ της αυτού δευτέρας και εικοστής ποιούνται, ουκ
ορθώς γε ποιούντες τουτί... εύδηλον άρα, ως της ισημερίας μεταπεσούσης μετέπεσε
και τα της πανσελήνου (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Η΄, σελ. 368).
Στη συνέχεια, ο Νικηφόρος Γρηγοράς υπέβαλε το σχέδιο αυτό προς συζήτηση στη λεγόμενη «Λογικήν Πανήγυριν», δηλαδή σε ομάδα Βυζαντινών σοφών στην οποία συζητούσαν τα διάφορα επιστημονικά ζητήματα. Το γεγονός αυτό το αναφέρει σε μια επιστολή του προς τον Ιωσήφ τον Φιλόσοφο με τίτλο: Τω κυρίω Ιωσήφ τω φιλοσόφω περί του Πάσχα. Απόδειξις όπως εσφάλει προ χρόνων και όπως χρη ποιείσθαι την τούτου διόρθωσιν (Cod. Monacensinsis Gr. 10, f. 182-192). Στην επιστολή αυτή γράφει μεταξύ άλλων: Των γάρ καθ' ημάς σοφών πλείστοις αυτός εν ταυτώ ξυντετυχηχώς εν τη πρότριτα πανηγύρει, πρόβλημα του Πάσχα σφαλερού επ' αυτών εποιούμην.
Ο Γρηγοράς προσπάθησε να πείσει τους αρμόδιους για τη διόρθωση του πασχαλίου. Και μετά την Λογικήν Πανήγυριν προσπάθησε να πείσει και τον αυτοκράτορα. Γι' αυτόν τον λόγο, το 1324 κατέθεσε το σχέδιο διόρθωσης στον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο και το ανέπτυξε με σχετική εισήγηση. Με τα λογικά επιχειρήματα του Γρηγορά τόσο ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος όσο και ο πατριάρχης Ησαΐας, καθώς και οι συνοδικοί επίσκοποι πείσθηκαν περί της ορθότητας των υποδείξεων του σπουδαίου αστρονόμου. Δεν τόλμησαν όμως να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου, επειδή φοβήθηκαν να μην προκληθεί σύγχυση στον αμαθή λαό και διχασμός στο πλήρωμα της Εκκλησίας, και έτσι διάρρηξη της ενότητάς της. Ο ίδιος ο Νικηφόρος Γρηγοράς γράφει σχετικά: Τούτων ούτω λεχθέντων και ούτω διατρανωθέντων προσήκατο καί ήσθη τη αποδείξει ο βασιλεύς· τάχα δ' αν και εμέλλησε την διόρθωσιν αυτίκα επενεγκείν· αλλ' ίνα μη τούτο σύγχυσις μάλλον τοις αμαθέσι φανή και μερισμόν επαγάγη τη εκκλησία, σεσιγημένον αφήκε το πράγμα καί όλως ανεπιχείρητο (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Η΄, 372-373).
Ο μαθητής του Ισαάκ Αργυρός (1300-1375), σύμφωνα με τον καθηγητή Δ. Κωτσάκη (Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 19), προσθέτει: Ος , και τοις πάσιν εμφανές καταστάς άχρι και αυτού του βασιλέως ενώπιον και της περί αυτού συγκλήτου, έτι δε και των της εκκλησίας λογάδων, επηνέθη δε παρά πάντων, και πάντες, ει δυνατόν, εις το εξής τελείσθαι το πάσχα κατά την του νέου κανόνος διόρθωσιν εύλογον είναι κεκρίκασι, την των λόγων δυσωπηθέντες αλήθειαν (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Η΄, 372-373).
Για τους Βυζαντινούς αστρονόμους και για την προσπάθεια αλλαγής του ημερολογίου σημαντικές πληροφορίες δίνει ο αείμνηστος καθηγητής Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτριος Κωτσάκης (1909-1986) σε σχετική εργασία του (1958). Στη μελέτη του αυτή σημειώνει: Δυστυχώς όμως η αλλαγή δεν έγινε το 1324, αλλά το 1578 υπό του Πάπα Γρηγορίου του XIIIου. Αν εγίνετο τότε, θα ωνομάζετο ίσως πάλιν Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, αλλά προς τιμήν του Νικηφόρου Γρηγορά (Αστρονομία και Μαθηματικά κατά την Βυζαντινήν Περίοδον, 1958, 12). Ο αείμνηστος καθηγητής και δάσκαλός μας θεωρούσε ότι η δόξα θα ανήκε τότε στον μεγάλο Βυζαντινό αστρονόμο, ο οποίος δυόμισι αιώνες πριν από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, είχε εξακριβώσει τις ατέλειες του Ιουλιανού ημερολογίου και είχε υποβάλει λεπτομερές σχέδιο διόρθωσής του.
Στη συνέχεια, ο Νικηφόρος Γρηγοράς υπέβαλε το σχέδιο αυτό προς συζήτηση στη λεγόμενη «Λογικήν Πανήγυριν», δηλαδή σε ομάδα Βυζαντινών σοφών στην οποία συζητούσαν τα διάφορα επιστημονικά ζητήματα. Το γεγονός αυτό το αναφέρει σε μια επιστολή του προς τον Ιωσήφ τον Φιλόσοφο με τίτλο: Τω κυρίω Ιωσήφ τω φιλοσόφω περί του Πάσχα. Απόδειξις όπως εσφάλει προ χρόνων και όπως χρη ποιείσθαι την τούτου διόρθωσιν (Cod. Monacensinsis Gr. 10, f. 182-192). Στην επιστολή αυτή γράφει μεταξύ άλλων: Των γάρ καθ' ημάς σοφών πλείστοις αυτός εν ταυτώ ξυντετυχηχώς εν τη πρότριτα πανηγύρει, πρόβλημα του Πάσχα σφαλερού επ' αυτών εποιούμην.
Ο Γρηγοράς προσπάθησε να πείσει τους αρμόδιους για τη διόρθωση του πασχαλίου. Και μετά την Λογικήν Πανήγυριν προσπάθησε να πείσει και τον αυτοκράτορα. Γι' αυτόν τον λόγο, το 1324 κατέθεσε το σχέδιο διόρθωσης στον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο και το ανέπτυξε με σχετική εισήγηση. Με τα λογικά επιχειρήματα του Γρηγορά τόσο ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος όσο και ο πατριάρχης Ησαΐας, καθώς και οι συνοδικοί επίσκοποι πείσθηκαν περί της ορθότητας των υποδείξεων του σπουδαίου αστρονόμου. Δεν τόλμησαν όμως να θέσουν σε εφαρμογή το σχέδιο διόρθωσης του ημερολογίου, επειδή φοβήθηκαν να μην προκληθεί σύγχυση στον αμαθή λαό και διχασμός στο πλήρωμα της Εκκλησίας, και έτσι διάρρηξη της ενότητάς της. Ο ίδιος ο Νικηφόρος Γρηγοράς γράφει σχετικά: Τούτων ούτω λεχθέντων και ούτω διατρανωθέντων προσήκατο καί ήσθη τη αποδείξει ο βασιλεύς· τάχα δ' αν και εμέλλησε την διόρθωσιν αυτίκα επενεγκείν· αλλ' ίνα μη τούτο σύγχυσις μάλλον τοις αμαθέσι φανή και μερισμόν επαγάγη τη εκκλησία, σεσιγημένον αφήκε το πράγμα καί όλως ανεπιχείρητο (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Η΄, 372-373).
Ο μαθητής του Ισαάκ Αργυρός (1300-1375), σύμφωνα με τον καθηγητή Δ. Κωτσάκη (Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 19), προσθέτει: Ος , και τοις πάσιν εμφανές καταστάς άχρι και αυτού του βασιλέως ενώπιον και της περί αυτού συγκλήτου, έτι δε και των της εκκλησίας λογάδων, επηνέθη δε παρά πάντων, και πάντες, ει δυνατόν, εις το εξής τελείσθαι το πάσχα κατά την του νέου κανόνος διόρθωσιν εύλογον είναι κεκρίκασι, την των λόγων δυσωπηθέντες αλήθειαν (Ρωμαϊκή Ιστορία, Βιβλίο Η΄, 372-373).
Για τους Βυζαντινούς αστρονόμους και για την προσπάθεια αλλαγής του ημερολογίου σημαντικές πληροφορίες δίνει ο αείμνηστος καθηγητής Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δημήτριος Κωτσάκης (1909-1986) σε σχετική εργασία του (1958). Στη μελέτη του αυτή σημειώνει: Δυστυχώς όμως η αλλαγή δεν έγινε το 1324, αλλά το 1578 υπό του Πάπα Γρηγορίου του XIIIου. Αν εγίνετο τότε, θα ωνομάζετο ίσως πάλιν Γρηγοριανόν Ημερολόγιον, αλλά προς τιμήν του Νικηφόρου Γρηγορά (Αστρονομία και Μαθηματικά κατά την Βυζαντινήν Περίοδον, 1958, 12). Ο αείμνηστος καθηγητής και δάσκαλός μας θεωρούσε ότι η δόξα θα ανήκε τότε στον μεγάλο Βυζαντινό αστρονόμο, ο οποίος δυόμισι αιώνες πριν από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, είχε εξακριβώσει τις ατέλειες του Ιουλιανού ημερολογίου και είχε υποβάλει λεπτομερές σχέδιο διόρθωσής του.
Αστρολογία
Ο Νικηφόρος
Γρηγοράς, όπως και ο δάσκαλός του ο Θεόδωρος Μετοχίτης, υπήρξε αντίπαλος της
αστρολογίας. Πίστευε πάντως πως τα άστρα και ειδικά η Σελήνη είχαν κάποια
επίδραση στους ανθρώπους, επηρεασμένος ίσως από την τότε γνωστή επίδραση της
Σελήνης στη δημιουργία του φαινομένου της παλίρροιας (Bréhier, L., La
Philosophie Byzantine, 1950, 447). Βεβαίως, η πρόβλεψη των εκλείψεων της Σελήνης
δεν τον εμπόδιζε να πολεμήσει την αστρομαντεία. Σε επιστολή του, του έτους 1329,
σύμφωνα με τον R. Guilland (Correspondance de Nichéphoros Grégoras, 1927, 77),
όπως καταγράφεται από τον Δ. Κωτσάκη (Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής
των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 17-18), γράφει σχετικά: Εκείνο γε μην και μαντείας
ίσως δείται και ουκ έχω ό,τι φω. Πόλεων γάρ και δένδρων και ορών φασιν εξ ανέμων
πάντων ομού κινηθέντων καταστροφάς και μεταβάσεις... Αλλ' εκείνο μικρού με
παρέδραμε. Την γάρ του Κρόνου και Άρεως υφ' ενί ζωδίω συνέλευσιν αιτίαν της των
ανέμων τίθενται μάχης και προ γε τούτων ηλιακήν τινα έκλειψιν• ει ουν ταύτα
φανείη ψεύδος περιφανές, ηγούμενα όντα των εφεξής, ψευδή πάντως μετά μείζονος
προσθήκης φανείεν... Ου γάρ μόνον εν τοίς παρούσι καιροίς ουκ εισίν υπό ζώδιον
έν Κρόνος και Άρης, αλλ' ουδέ δυοίν συνεχώς εξελιττομένων ενιαυτών ουκ αν πως
συνέλποιεν αν. Άρης γάρ εκ πολλού περί την του Λέοντος πεντεκαιδεκάτην μοίραν
τον Κρόνον καταλελοιπώς ήδη και εις τας του Σκορπίου χηλάς διαβαίνει, ηλιακήν γε
την έκλειψιν ούτε το παρόν άπαν θέρος ούτε το εφ' εξής μετά τούτο φθινόπωρο
όψεται, καν πάσαι φάσκωσιν όρνιθες. Έσται δε σοι τούτων διδάσκαλοι ότε χρόνος
και η αίσθησις προς ακριβή την αλήθειαν, ουδέν γαρ ούτως εις επιστήμης απόδειξιν
αναντίρρητον έτερον, ως εμπειρία και αίσθησις.
Επίσης προσθέτει στο κείμενό του τη
ρήση του Αριστοτέλη (Μετά τα Φυσικά Ι Αnal. III, ιδ΄ IV 19): Αίσθησις μέν γάρ
(φησί) εμπειρία ποιεί, η δε εμπειρία τάς αρχάς δίδωσι τη επιστήμη.
Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δ. Κωτσάκη πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις τελευταίες φράσεις του Νικηφόρου Γρηγορά: Έσται δε σοι τούτων διδάσκαλοι ότε χρόνος και η αίσθησις προς ακριβή την αλήθειαν• ουδέν γαρ ούτως εις επιστήμης απόδειξιν αναντίρρητον έτερον, ως εμπειρία και αίσθησις. Διότι δια του τρόπου τούτου τονίζει την σπουδαιοτάτην σημασία και μεγάλην αξίαν, την οποίαν έχει δια την ακριβή επιστημονικήν έρευναν, η εμπειρία και η αίσθησις. Το πείραμα και η παρατήρησις, είναι ως γνωστόν, αι δύο βασικαί μέθοδοι ερεύνης της φύσεως, αι οποίαι μαζή με τον μαθηματικόν λογισμόν, αποτελούν τα τρία μοναδικά μέσα συστηματικής επιστημονικής μελέτης του φυσικού κόσμου. Είναι όντως, πολύ πρωτοποριακή η στάσις και η εργασία του Γρηγορά εις τον τομέα αυτόν του επιστητού (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 17-19).
Πράγματι, οι πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη απόψεις του σχετικά με την αξία του πειράματος και της παρατήρησης εμφανίζονται στην παραπάνω φράση του.
Ο Γρηγοράς κάνει λόγο επίσης για μία αστρολογικής φύσεως και περσικής προέλευσης αίρεση στην Τραπεζούντα μεταξύ των ετών 1328-1341. Οι φορείς της αίρεσης αυτής διέδιδαν πως θα υπάρξωσι και ανέμων κυκεώνες και πόλεων καταστροφαί και αναμοχλεύσεις ορέων, αν συμβεί ταυτόχρονα έκλειψη Ηλίου και σύνοδος Κρόνου και Άρη. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς λοιπόν αντικρούει τις δοξασίες αυτές, αντιμετωπίζοντάς τες ως: φύσεως όντα σαφώς αρρωστήματα και λύρας ώσπερ ραγείσης πλημμελή τινά κρούσματα (Δ. Κωτσάκη, Η Αστρονομία και η Αστρολογία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, 1954, σελ. 224.).
Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Δ. Κωτσάκη πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις τελευταίες φράσεις του Νικηφόρου Γρηγορά: Έσται δε σοι τούτων διδάσκαλοι ότε χρόνος και η αίσθησις προς ακριβή την αλήθειαν• ουδέν γαρ ούτως εις επιστήμης απόδειξιν αναντίρρητον έτερον, ως εμπειρία και αίσθησις. Διότι δια του τρόπου τούτου τονίζει την σπουδαιοτάτην σημασία και μεγάλην αξίαν, την οποίαν έχει δια την ακριβή επιστημονικήν έρευναν, η εμπειρία και η αίσθησις. Το πείραμα και η παρατήρησις, είναι ως γνωστόν, αι δύο βασικαί μέθοδοι ερεύνης της φύσεως, αι οποίαι μαζή με τον μαθηματικόν λογισμόν, αποτελούν τα τρία μοναδικά μέσα συστηματικής επιστημονικής μελέτης του φυσικού κόσμου. Είναι όντως, πολύ πρωτοποριακή η στάσις και η εργασία του Γρηγορά εις τον τομέα αυτόν του επιστητού (Δ. Κωτσάκη, Τέσσαρες Επιστημονικαί μορφαί της εποχής των Παλαιολόγων, 1956, σελ. 17-19).
Πράγματι, οι πρωτοποριακές για την εποχή εκείνη απόψεις του σχετικά με την αξία του πειράματος και της παρατήρησης εμφανίζονται στην παραπάνω φράση του.
Ο Γρηγοράς κάνει λόγο επίσης για μία αστρολογικής φύσεως και περσικής προέλευσης αίρεση στην Τραπεζούντα μεταξύ των ετών 1328-1341. Οι φορείς της αίρεσης αυτής διέδιδαν πως θα υπάρξωσι και ανέμων κυκεώνες και πόλεων καταστροφαί και αναμοχλεύσεις ορέων, αν συμβεί ταυτόχρονα έκλειψη Ηλίου και σύνοδος Κρόνου και Άρη. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς λοιπόν αντικρούει τις δοξασίες αυτές, αντιμετωπίζοντάς τες ως: φύσεως όντα σαφώς αρρωστήματα και λύρας ώσπερ ραγείσης πλημμελή τινά κρούσματα (Δ. Κωτσάκη, Η Αστρονομία και η Αστρολογία κατά τους Βυζαντινούς χρόνους, 1954, σελ. 224.).
Συγκέντρωση
χειρογράφων
Σημαντική φαίνεται
πως ήταν η συνεισφορά του Νικηφόρου Γρηγορά στη διάσωση αρχαίων, και όχι μόνο,
κειμένων. Ο ίδιος συνέβαλε στην αποκατάσταση χειρογράφων του Απολλώνιου του
Περγαίου, καθώς και στη συγκέντρωση και έκδοση των έργων του Θεόδωρου Μετοχίτη,
ο οποίος σημειωτέον του είχε κληροδοτήσει ολόκληρη τη βιβλιοθήκη του. Ο Herbert
Ηunger (Βυζαντινή λογοτεχνία, τόμος Γ΄, 1991, σελ. 55) υποστηρίζει πως η
ποσότητα και η ποιότητα των χειρογράφων του 13ου και του 14ου αιώνα οφείλεται εν
μέρει στις δραστηριότητες του Θεόδωρου Μετοχίτη και του Νικηφόρου
Γρηγορά.
Ρωμαϊκή
Ιστορία
Η Ρωμαϊκή Ιστορία είναι το πιο γνωστό έργο του Νικηφόρου Γρηγορά. Στους 37 τόμους της ο συγγραφέας εκθέτει τα γεγονότα από το 1204 έως το 1358, δηλαδή από την εποχή των αυτοκρατοριών της Νίκαιας και των Λατίνων έως και την περίοδο των τεσσάρων πρώτων Παλαιολόγων και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Όλα τα γεγονότα είναι διανθισμένα με αστρονομικές, γεωγραφικές και θεολογικές πληροφορίες. Οι παρεκβάσεις του αυτές εμπλουτίζουν τη διήγηση των πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων της εποχής του, καθώς και των διαμαχών, όπως ήταν η ησυχαστική έριδα. Από αυτές φανερώνεται αφενός μεν η ευρύτητα των ενδιαφερόντων του, αφετέρου δε η αντίληψή του για το ανθρώπινο πνεύμα, ότι δηλαδή το μεγαλείο της διάνοιας του ανθρώπου αποκαλύπτεται ακριβώς μέσα από την ενιαία αλλά και πολλαπλή συγχρόνως αντιμετώπιση του κόσμου.
Στη Ρωμαϊκή Ιστορία ο Νικηφόρος Γρηγοράς χρησιμοποιεί τον όρο κόσμος για να αναφερθεί στο Σύμπαν, τόσο στα ουράνια σώματα όσο και στα γήινα δρώμενα, γεγονός που μαρτυρεί ότι θεωρούσε άρρηκτα συνδεδεμένο τον γήινο μικρόκοσμο και τον διαστημικό μακρόκοσμο. Αυτό έρχεται σε σύμπτωση με την αρχαιοελληνική αρχή ως εν τοις άνω ούτω και εν τοις κάτω. Αναφερόμενος στη Γη με την έννοια του πλανήτη, χρησιμοποιεί τους όρους υφ' ήλιον και υφ' ηλίω. O Γρηγοράς δέχεται εμμέσως τη σφαιρικότητά της, ενώ επίσης αναφέρεται στη διαίρεσή της σε παράλληλους κύκλους, αλλά και σε ηπείρους. Σε μια επιστολή του γράφει πως το όριο Ευρώπης-Αφρικής είναι ο πορθμός του Γιβραλτάρ (Π. Βλαχάκου, Νικηφόρος Γρηγοράς, 2003, σελ. 111-115). Για τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα χρησιμοποιεί τους όρους (φράσεις): Προς άρκτον, αρκτικός, βόρειος, υπερβόρειος για τον Βορρά, προς μεσημβρίαν και νότον άνεμον για τον Νότο, προς έως, εώον μέρος, προς ανίσοντα ήλιον για την Ανατολή και προς δύσιν, εξ εσπέρας για τη Δύση.
Κάνει επίσης συχνές αναφορές σε μετρήσεις αποστάσεων, χρησιμοποιώντας μονάδες όπως στάδιον, μίλιον, ημίπλεθρον, οργυιά, σπιθαμή, δάκτυλος. Από τις μονάδες αυτές ο δάκτυλος χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση της σκιάς που σχηματιζόταν κατά την έκλειψη της Σελήνης. Κάνοντας ο ίδιος λόγο για έναν ισχυρό σεισμό στην Κωνσταντινούπολη (Οκτώβριος του 1344), γράφει χαρακτηριστικά πως το κύμα που προκλήθηκε προχώρησε δέκα στάδια στην ξηρά .
Για τον Νικηφόρο Γρηγορά η ιστορία αποτελεί έργον Θεού, που αναγγέλλει την ανείπωτη δόξα του. Με αυτή ο άνθρωπος γνωρίζει την ομορφιά του ουρανού και της Γης, καθώς και την αμετάβλητη αρμονία που έδωσε ο Θεός στον κόσμο. Αντιλαμβάνεται τον σταθερό νόμο της γένεσης και της φθοράς, και την κυκλική ροή των γεγονότων (ανακύκληση), εξάγοντας συμπεράσματα για το μέλλον με γνώμονα το παρελθόν. Ο Γρηγοράς λοιπόν εμφανίζει επιρροές αρχαιοελληνικών αντιλήψεων [Ηρόδοτος (484-426 π.Χ.), Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος π.Χ. αιώνας) κ.ά.], τις οποίες εναρμονίζει με τις χριστιανικές θέσεις της εποχής του. Το ότι πίστευε απόλυτα στη θεία πρόνοια δεν τον εμπόδιζε να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τελικά να αναδειχτεί σε εξέχουσα πνευματική φυσιογνωμία του βυζαντινού κόσμου.
Η Ρωμαϊκή Ιστορία είναι το πιο γνωστό έργο του Νικηφόρου Γρηγορά. Στους 37 τόμους της ο συγγραφέας εκθέτει τα γεγονότα από το 1204 έως το 1358, δηλαδή από την εποχή των αυτοκρατοριών της Νίκαιας και των Λατίνων έως και την περίοδο των τεσσάρων πρώτων Παλαιολόγων και του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Όλα τα γεγονότα είναι διανθισμένα με αστρονομικές, γεωγραφικές και θεολογικές πληροφορίες. Οι παρεκβάσεις του αυτές εμπλουτίζουν τη διήγηση των πολιτικών και στρατιωτικών γεγονότων της εποχής του, καθώς και των διαμαχών, όπως ήταν η ησυχαστική έριδα. Από αυτές φανερώνεται αφενός μεν η ευρύτητα των ενδιαφερόντων του, αφετέρου δε η αντίληψή του για το ανθρώπινο πνεύμα, ότι δηλαδή το μεγαλείο της διάνοιας του ανθρώπου αποκαλύπτεται ακριβώς μέσα από την ενιαία αλλά και πολλαπλή συγχρόνως αντιμετώπιση του κόσμου.
Στη Ρωμαϊκή Ιστορία ο Νικηφόρος Γρηγοράς χρησιμοποιεί τον όρο κόσμος για να αναφερθεί στο Σύμπαν, τόσο στα ουράνια σώματα όσο και στα γήινα δρώμενα, γεγονός που μαρτυρεί ότι θεωρούσε άρρηκτα συνδεδεμένο τον γήινο μικρόκοσμο και τον διαστημικό μακρόκοσμο. Αυτό έρχεται σε σύμπτωση με την αρχαιοελληνική αρχή ως εν τοις άνω ούτω και εν τοις κάτω. Αναφερόμενος στη Γη με την έννοια του πλανήτη, χρησιμοποιεί τους όρους υφ' ήλιον και υφ' ηλίω. O Γρηγοράς δέχεται εμμέσως τη σφαιρικότητά της, ενώ επίσης αναφέρεται στη διαίρεσή της σε παράλληλους κύκλους, αλλά και σε ηπείρους. Σε μια επιστολή του γράφει πως το όριο Ευρώπης-Αφρικής είναι ο πορθμός του Γιβραλτάρ (Π. Βλαχάκου, Νικηφόρος Γρηγοράς, 2003, σελ. 111-115). Για τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα χρησιμοποιεί τους όρους (φράσεις): Προς άρκτον, αρκτικός, βόρειος, υπερβόρειος για τον Βορρά, προς μεσημβρίαν και νότον άνεμον για τον Νότο, προς έως, εώον μέρος, προς ανίσοντα ήλιον για την Ανατολή και προς δύσιν, εξ εσπέρας για τη Δύση.
Κάνει επίσης συχνές αναφορές σε μετρήσεις αποστάσεων, χρησιμοποιώντας μονάδες όπως στάδιον, μίλιον, ημίπλεθρον, οργυιά, σπιθαμή, δάκτυλος. Από τις μονάδες αυτές ο δάκτυλος χρησιμοποιούνταν για τη μέτρηση της σκιάς που σχηματιζόταν κατά την έκλειψη της Σελήνης. Κάνοντας ο ίδιος λόγο για έναν ισχυρό σεισμό στην Κωνσταντινούπολη (Οκτώβριος του 1344), γράφει χαρακτηριστικά πως το κύμα που προκλήθηκε προχώρησε δέκα στάδια στην ξηρά .
Για τον Νικηφόρο Γρηγορά η ιστορία αποτελεί έργον Θεού, που αναγγέλλει την ανείπωτη δόξα του. Με αυτή ο άνθρωπος γνωρίζει την ομορφιά του ουρανού και της Γης, καθώς και την αμετάβλητη αρμονία που έδωσε ο Θεός στον κόσμο. Αντιλαμβάνεται τον σταθερό νόμο της γένεσης και της φθοράς, και την κυκλική ροή των γεγονότων (ανακύκληση), εξάγοντας συμπεράσματα για το μέλλον με γνώμονα το παρελθόν. Ο Γρηγοράς λοιπόν εμφανίζει επιρροές αρχαιοελληνικών αντιλήψεων [Ηρόδοτος (484-426 π.Χ.), Διόδωρος ο Σικελιώτης (1ος π.Χ. αιώνας) κ.ά.], τις οποίες εναρμονίζει με τις χριστιανικές θέσεις της εποχής του. Το ότι πίστευε απόλυτα στη θεία πρόνοια δεν τον εμπόδιζε να προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τελικά να αναδειχτεί σε εξέχουσα πνευματική φυσιογνωμία του βυζαντινού κόσμου.
Τα τελευταία
χρόνια
Μετά το 1349, ο
Νικηφόρος Γρηγοράς αναμείχθηκε στην πολεμική εναντίον των ησυχαστών, των οπαδών
του Γρηγορίου Παλαμά. Ο Ησυχασμός ήταν μία κίνηση μοναχών που αποσκοπούσε στην
πνευματική τελείωση των ασκητών μέσω της αδιάλειπτης προσευχής και ησυχίας, εξού
και η ονομασία της κίνησης. Μάλιστα, εναντίον του ο Γρηγόριος Παλαμάς
(1296-1360), ο αρχηγέτης των ησυχαστών, έγραψε μια αντιλογία με τίτλο Περί της
του Γρηγορά ψευδογραφίας ομού και δυσσεβείας, επειδή ο Γρηγοράς είχε αντιταχθεί
έντονα στις διδασκαλίες του. Πράγματι, ο Νικηφόρος Γρηγοράς αναδείχθηκε σε
μεγάλο πολέμιο της κίνησης των ησυχαστών και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος τους,
αφού ηγήθηκε της αντιπαλαμικής παρατάξεως στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δυστυχώς γι' αυτόν η Ανατολική
Ορθόδοξη Εκκλησία υιοθέτησε την κίνηση του Ησυχασμού. Ωστόσο, ο τότε μεγάλος
δομέστιχος της αυτοκρατορίας Ιωάννης Καντακουζηνός, εκτιμώντας τα προσόντα και
την προσφορά του Γρηγορά σε όλους τους τομείς της επιστήμης και τη θεολογία,
προκειμένου να διευθετηθεί η κρίση του πρότεινε ακόμα και τον πατριαρχικό θρόνο.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς τον αρνήθηκε και αποσύρθηκε ως μοναχός σε μοναστήρι,
συνεχίζοντας την αντιπαλαμική δράση του και το συγγραφικό του έργο.
Όπως ήταν επόμενο, έπεσε σε δυσμένεια, ενώ οι ενέργειές του αυτές τον έφεραν αντιμέτωπο με την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το 1351 ο Γρηγοράς πήρε σαφή και έντονη θέση εναντίον του Ησυχασμού, σε αντίθεση με ό,τι έκανε έως τότε. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καταδίκη του από τη Σύνοδο των Βλαχερνών, ενώ ο τότε αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός τον τιμώρησε με περιορισμό στη Μονή της Χώρας διατάσσοντάς τον να σιωπήσει και απαγορεύοντάς του κάθε επικοινωνία με τους οπαδούς του. Εκεί ο Γρηγοράς συνέχισε τον αγώνα του εναντίον του Ησυχασμού και έγραψε τη Ρωμαϊκή Ιστορία. Εκτός από τη Ρωμαϊκή Ιστορία και τα προαναφερθέντα αστρονομικά συγγράμματά του, έγραψε πολλά ρητορικά, ποιητικά και φιλοσοφικά έργα, λόγους και 161 επιστολές.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς απελευθερώθηκε όταν ανέλαβε την εξουσία ο επόμενος αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1355).
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς απεβίωσε στις αρχές του 1360, χωρίς να εγκαταλείψει τις ιδέες του. Δυστυχώς ο όχλος δεν σεβάστηκε τον νεκρό και παρασύρθηκε σε βέβηλες πράξεις. Η ένταση των αντιθέσεων της εποχής είχε οξύνει τον φανατισμό και είχε περιορίσει τη σύνεση.
Την ίδια χρονιά οι Τούρκοι κατέλαβαν την Ηράκλεια, την οποία μετονόμασαν σε Ερεγλί, γεγονός για το οποίο μας πληροφορείο ο Ιάκωβος ο Μοναχός (14ος αιώνας): Η παρούσα βίβλος εγγράφη παρά Ιακώβου μοναχού διά καταβολής και εξόδου Ειρηναρχίας μοναχής..., εν έτει εξακισχιλιοστώ τελειωθείσα, οκτακοσιοστώ εξηκοστώ ογδόω Ινδικτιώνος τεσσαρεσκαιδεκάτης μηνί Ιουλίω (=6868=1360) ε΄ και ι΄ εν ω μηνί δη γέγονε και η άλωσις της μεγάλης πόλεως Ηρακλείας της εις Πόντον υπό των Μουσουλμάνων επί της βασιλείας Ιωάννου του Παλαιολόγου... (Υπ. Αριθ. 1 Κώδικας της Μονής της Παναγίας της Καμαριώτισσας της Χάλκης του έτους 1360).
Ούτως ή άλλως, ο Νικηφόρος Γρηγοράς υπήρξε εξαιρετική επιστημονική προσωπικότητα και πολύ δημιουργικός συγγραφέας. Το συνολικό έργο του μας δείχνει την υπεροχή του έναντι των άλλων Βυζαντινών σοφών όχι μόνο λόγω της ποσοτικής προσφοράς του, αλλά και λόγω της σαφήνειας, της ακριβολογίας, της πρωτοτυπίας και της ιδιαίτερης βαρύτητας και εκτίμησης που έδινε εις την εμπειρίαν και την αίσθησιν (Tusculum-Λεξικόν, 1993, 134-135).
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο λόγιος αυτός, με την επιμονή του στην πειραματική μέθοδο διδασκαλίας των φυσικών επιστημών και της αστρονομίας, αναδεικνύεται σε εξέχουσα επιστημονική μορφή. Παράλληλα, με τον προσανατολισμό του στη φιλοσοφία του Πλάτωνος -καταδικασμένη εν γένει από την Εκκλησία- αποτελεί έναν γνήσιο πρόδρομο του ουμανισμού της Αναγέννησης.
Όπως ήταν επόμενο, έπεσε σε δυσμένεια, ενώ οι ενέργειές του αυτές τον έφεραν αντιμέτωπο με την επίσημη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το 1351 ο Γρηγοράς πήρε σαφή και έντονη θέση εναντίον του Ησυχασμού, σε αντίθεση με ό,τι έκανε έως τότε. Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καταδίκη του από τη Σύνοδο των Βλαχερνών, ενώ ο τότε αυτοκράτορας Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνός τον τιμώρησε με περιορισμό στη Μονή της Χώρας διατάσσοντάς τον να σιωπήσει και απαγορεύοντάς του κάθε επικοινωνία με τους οπαδούς του. Εκεί ο Γρηγοράς συνέχισε τον αγώνα του εναντίον του Ησυχασμού και έγραψε τη Ρωμαϊκή Ιστορία. Εκτός από τη Ρωμαϊκή Ιστορία και τα προαναφερθέντα αστρονομικά συγγράμματά του, έγραψε πολλά ρητορικά, ποιητικά και φιλοσοφικά έργα, λόγους και 161 επιστολές.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς απελευθερώθηκε όταν ανέλαβε την εξουσία ο επόμενος αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος (1355).
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς απεβίωσε στις αρχές του 1360, χωρίς να εγκαταλείψει τις ιδέες του. Δυστυχώς ο όχλος δεν σεβάστηκε τον νεκρό και παρασύρθηκε σε βέβηλες πράξεις. Η ένταση των αντιθέσεων της εποχής είχε οξύνει τον φανατισμό και είχε περιορίσει τη σύνεση.
Την ίδια χρονιά οι Τούρκοι κατέλαβαν την Ηράκλεια, την οποία μετονόμασαν σε Ερεγλί, γεγονός για το οποίο μας πληροφορείο ο Ιάκωβος ο Μοναχός (14ος αιώνας): Η παρούσα βίβλος εγγράφη παρά Ιακώβου μοναχού διά καταβολής και εξόδου Ειρηναρχίας μοναχής..., εν έτει εξακισχιλιοστώ τελειωθείσα, οκτακοσιοστώ εξηκοστώ ογδόω Ινδικτιώνος τεσσαρεσκαιδεκάτης μηνί Ιουλίω (=6868=1360) ε΄ και ι΄ εν ω μηνί δη γέγονε και η άλωσις της μεγάλης πόλεως Ηρακλείας της εις Πόντον υπό των Μουσουλμάνων επί της βασιλείας Ιωάννου του Παλαιολόγου... (Υπ. Αριθ. 1 Κώδικας της Μονής της Παναγίας της Καμαριώτισσας της Χάλκης του έτους 1360).
Ούτως ή άλλως, ο Νικηφόρος Γρηγοράς υπήρξε εξαιρετική επιστημονική προσωπικότητα και πολύ δημιουργικός συγγραφέας. Το συνολικό έργο του μας δείχνει την υπεροχή του έναντι των άλλων Βυζαντινών σοφών όχι μόνο λόγω της ποσοτικής προσφοράς του, αλλά και λόγω της σαφήνειας, της ακριβολογίας, της πρωτοτυπίας και της ιδιαίτερης βαρύτητας και εκτίμησης που έδινε εις την εμπειρίαν και την αίσθησιν (Tusculum-Λεξικόν, 1993, 134-135).
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι ο λόγιος αυτός, με την επιμονή του στην πειραματική μέθοδο διδασκαλίας των φυσικών επιστημών και της αστρονομίας, αναδεικνύεται σε εξέχουσα επιστημονική μορφή. Παράλληλα, με τον προσανατολισμό του στη φιλοσοφία του Πλάτωνος -καταδικασμένη εν γένει από την Εκκλησία- αποτελεί έναν γνήσιο πρόδρομο του ουμανισμού της Αναγέννησης.
Γεώργιος Λαπίθης (14ος
αιώνας)
Ο Κύπριος λόγιος Γεώργιος Λαπίθης ή Λαπήθης, πιθανότατα καταγόμενος από τη Λάπηθο, ήταν εξέχουσα λόγια μορφή στην Κύπρο κατά τον 14ο αιώνα. Αρχικά αντιτάχτηκε, στη συνέχεια όμως συντάχτηκε με τις απόψεις του Γρηγορίου Παλαμά, κατά την ησυχαστική έριδα. Ο Λαπίθης, που είχε την εύνοια του ηγεμονικού Οίκου των Λουζινιάν στην Κύπρο, είναι γνωστός ως συγγραφέας μιας θεολογικής μελέτης με τίτλο Διαίρεσις των της ευσεβείας πίστεως κεφαλαίων και ενός ποιήματος ηθικού περιεχομένου που αποτελείται από 1.491 δεκαπεντασύλλαβους στίχους.
Ωστόσο μας ενδιαφέρει γιατί, όπως αναφέρεται στη γενικότερη βυζαντινή Βιβλιογραφία, ασχολήθηκε τόσο με φιλοσοφικά θέματα όσο και με την αστρονομία.
Επίσης σώζονται επιστολές του προς τους επισημότερους πολέμιους του Ησυχασμού, όπως τον Νικηφόρο Γρηγορά, τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, τον Γεώργιο Ακίνδυνο και άλλους.
Την περίοδο αυτή, όπως ήδη αναφέραμε, άκμασαν σημαντικοί αστρονόμοι, όπως ο Ιωάννης Αβράμιος, ο μαθητής και συνεργάτης του Ελευθέριος ο Ηλείος, ο μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά ο έξοχος αστρονόμος Ισαάκ Αργυρός, ο περίφημος αστρονόμος Θεόδωρος Μελιτηνιώτης και άλλοι.
Ο Κύπριος λόγιος Γεώργιος Λαπίθης ή Λαπήθης, πιθανότατα καταγόμενος από τη Λάπηθο, ήταν εξέχουσα λόγια μορφή στην Κύπρο κατά τον 14ο αιώνα. Αρχικά αντιτάχτηκε, στη συνέχεια όμως συντάχτηκε με τις απόψεις του Γρηγορίου Παλαμά, κατά την ησυχαστική έριδα. Ο Λαπίθης, που είχε την εύνοια του ηγεμονικού Οίκου των Λουζινιάν στην Κύπρο, είναι γνωστός ως συγγραφέας μιας θεολογικής μελέτης με τίτλο Διαίρεσις των της ευσεβείας πίστεως κεφαλαίων και ενός ποιήματος ηθικού περιεχομένου που αποτελείται από 1.491 δεκαπεντασύλλαβους στίχους.
Ωστόσο μας ενδιαφέρει γιατί, όπως αναφέρεται στη γενικότερη βυζαντινή Βιβλιογραφία, ασχολήθηκε τόσο με φιλοσοφικά θέματα όσο και με την αστρονομία.
Επίσης σώζονται επιστολές του προς τους επισημότερους πολέμιους του Ησυχασμού, όπως τον Νικηφόρο Γρηγορά, τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, τον Γεώργιο Ακίνδυνο και άλλους.
Την περίοδο αυτή, όπως ήδη αναφέραμε, άκμασαν σημαντικοί αστρονόμοι, όπως ο Ιωάννης Αβράμιος, ο μαθητής και συνεργάτης του Ελευθέριος ο Ηλείος, ο μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά ο έξοχος αστρονόμος Ισαάκ Αργυρός, ο περίφημος αστρονόμος Θεόδωρος Μελιτηνιώτης και άλλοι.
Ιωάννης Αβράμιος (14ος
αιώνας)
Ο Ιωάννης Αβράμιος, όπως και ο μαθητής του Ελευθέριος ο Ηλείος αναφέρονται από τον μαθηματικό και συγγραφέα Ευάγγελο Σπανδάγο στο βιβλίο του: Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής (1996).
Ο Αβράμιος, σύμφωνα με τον Ευάγγελο Σπανδάγο, θεωρείται αστρολόγος, φαρμακολόγος και ιατρός. Σώζεται ένα χειρόγραφό του με φαρμακολογικά και αλχημικά κείμενα (Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 130).
Ο Ιωάννης Αβράμιος, όπως και ο μαθητής του Ελευθέριος ο Ηλείος αναφέρονται από τον μαθηματικό και συγγραφέα Ευάγγελο Σπανδάγο στο βιβλίο του: Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής (1996).
Ο Αβράμιος, σύμφωνα με τον Ευάγγελο Σπανδάγο, θεωρείται αστρολόγος, φαρμακολόγος και ιατρός. Σώζεται ένα χειρόγραφό του με φαρμακολογικά και αλχημικά κείμενα (Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 130).
Ελευθέριος ο Ηλείος (14ος
αιώνας)
Ο Ελευθέριος ο Ηλείος, σύμφωνα πάντα με τον Ευάγγελο Σπανδάγο, καταγράφεται ως αστρονόμος, συνεργάτης του Ιωάννη Αβράμιου (Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 130).
Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε στη διεθνή βιβλιογραφία περισσότερα στοιχεία ούτε για τον Ιωάννη Αβράμιο ούτε για τον μαθητή και συνεργάτη του Ελευθέριο τον Ηλείο.
Ο Ελευθέριος ο Ηλείος, σύμφωνα πάντα με τον Ευάγγελο Σπανδάγο, καταγράφεται ως αστρονόμος, συνεργάτης του Ιωάννη Αβράμιου (Οι θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 130).
Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να βρούμε στη διεθνή βιβλιογραφία περισσότερα στοιχεία ούτε για τον Ιωάννη Αβράμιο ούτε για τον μαθητή και συνεργάτη του Ελευθέριο τον Ηλείο.
Ισαάκ Αργυρός
(1310-1375)
Ο μαθηματικός, αστρονόμος, θεολόγος και συγγραφέας Ισαάκ ή Ισαάκιος Αργυρός διετέλεσε μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά. Επηρεασμένος από τον δάσκαλό του, επέμεινε κι αυτός στην ανάγκη μεταρρύθμισης του ημερολογίου, ενώ είναι γνωστός κι ο ίδιος για την πρότασή του Περί της διορθώσεως του πασχαλίου κανόνα (1371).
Ο μοναχός Ισαάκ Αργυρός σχολίασε τα έργα του Ευκλείδη και του Κλαύδιου Πτολεμαίου στην πραγματεία του Σχόλια εις τον Πτολεμαίον και τον Ευκλείδη και μάλιστα θεωρείται ο σημαντικότερος μελετητής του πρώτου . Ο Ισαάκ Αργυρός συνέγραψε πολλές πραγματείες τόσο για τα μαθηματικά όσο και για την αστρονομία. Κυρίως όμως είναι γνωστός για τα αστρονομικά έργα του Παράδοσις εις τους περσικούς προχείρους κανόνας της αστρονομίας και Πραγματεία νέων κανονίων συνοδικών τε και πανσεληνιακών, τα οποία έγραψε χρησιμοποιώντας πρότυπα περσικά αστρονομικά κείμενα. Τα παραπάνω ήταν αστρονομικοί πίνακες που είχαν ως αφετηρία τους την 1η Σεπτεμβρίου του 1367. Από τα έργα του αυτά φαίνεται πως είχε ασχοληθεί και είχε μελετήσει ενδελεχώς την περσική αστρονομία. Γι' αυτόν τον λόγο ο αείμνηστος καθηγητής της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Σχολή Θετικών Επιστημών Μιχαήλ Στεφανίδης τον αναφέρει ως «μύστη» της περσικής αστρονομίας μαζί με τον Κωνσταντίνο Λυκίτη (Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών, 1938, 217).
Έγραψε επίσης το έργο Μέθοδοι λογικαί ηλιακών και σεληνιακών κύκλων, καθώς και δύο δοκίμια για τον αστρολάβο με τίτλους: Ισαάκ μοναχού του Αργυρού μέθοδος κατασκευής αστρολαβικού οργάνου, έτι δε και απόδειξις λογική των εν αυτώ καταγραφομένων μεταφορικώς από των εν τη σφαιρική επιφανεία εις επίπεδον και το Εκ της εξηγήσεως του περσικού αστρολάβου.
Ο συγγραφέας Χρήστος Λάζος, ενδελεχής μελετητής της τεχνολογίας των αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών, αναφέρει: Τα περί του αστρολάβου συγγράμματα του Ισαάκ Αργυρού είναι τα τελευταία που γράφτηκαν για το όργανο αυτό κατά τη βυζαντινή περίοδο. Δεν έχουν εμφανιστεί άλλα παρόμοια κείμενα μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν, αλλά πιθανότατα αγνοούνται. Είναι τόσο μεγάλος ο όγκος των ανέκδοτων βυζαντινών αστρονομικών κειμένων τα οποία δεν έχουν καν μελετηθεί, που τίποτα δεν αποκλείει να βρεθούν στο μέλλον (Μηχανική και Τεχνολογία στο Βυζάντιο, 2005, 116).
Ο Αργυρός ασχολήθηκε με πολλούς κλάδους της μαθηματικής επιστήμης: γεωμετρία, γεωδαισία, τριγωνομετρία και αριθμητική. Μεταξύ των μαθηματικού περιεχομένου έργων του περιλαμβάνονται και τα σχόλιά του στα Βιβλία α΄-στ΄ των Στοιχείων του Ευκλείδη, ενώ έγραψε και το μαθηματικό έργο: Του Αργυρού περί ευρέσεως των τετραγωνικών πλευρών των μη ρητών τετραγώνων αριθμών. Επίσης δημοσίευσε εργασίες με σχόλια και παρατηρήσεις τόσο στην Αριθμητική του Νικόμαχου του Γερασηνού, όσο και στην Αριθμητική του Μάξιμου Πλανούδη.
Σημειώνουμε ότι χειρόγραφα των έργων του βρίσκονται στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Δυτικής Ευρώπης.
Τέλος, δικές του είναι και τρεις θεολογικές πραγματείες αντιπαλαμικού περιεχομένου, αφού ο Ισαάκ Αργυρός ήταν κυρίως γνωστός για τους αγώνες του εναντίον των ησυχαστών.
Ο μαθηματικός, αστρονόμος, θεολόγος και συγγραφέας Ισαάκ ή Ισαάκιος Αργυρός διετέλεσε μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά. Επηρεασμένος από τον δάσκαλό του, επέμεινε κι αυτός στην ανάγκη μεταρρύθμισης του ημερολογίου, ενώ είναι γνωστός κι ο ίδιος για την πρότασή του Περί της διορθώσεως του πασχαλίου κανόνα (1371).
Ο μοναχός Ισαάκ Αργυρός σχολίασε τα έργα του Ευκλείδη και του Κλαύδιου Πτολεμαίου στην πραγματεία του Σχόλια εις τον Πτολεμαίον και τον Ευκλείδη και μάλιστα θεωρείται ο σημαντικότερος μελετητής του πρώτου . Ο Ισαάκ Αργυρός συνέγραψε πολλές πραγματείες τόσο για τα μαθηματικά όσο και για την αστρονομία. Κυρίως όμως είναι γνωστός για τα αστρονομικά έργα του Παράδοσις εις τους περσικούς προχείρους κανόνας της αστρονομίας και Πραγματεία νέων κανονίων συνοδικών τε και πανσεληνιακών, τα οποία έγραψε χρησιμοποιώντας πρότυπα περσικά αστρονομικά κείμενα. Τα παραπάνω ήταν αστρονομικοί πίνακες που είχαν ως αφετηρία τους την 1η Σεπτεμβρίου του 1367. Από τα έργα του αυτά φαίνεται πως είχε ασχοληθεί και είχε μελετήσει ενδελεχώς την περσική αστρονομία. Γι' αυτόν τον λόγο ο αείμνηστος καθηγητής της Ιστορίας και Φιλοσοφίας των Φυσικών Επιστημών στη Σχολή Θετικών Επιστημών Μιχαήλ Στεφανίδης τον αναφέρει ως «μύστη» της περσικής αστρονομίας μαζί με τον Κωνσταντίνο Λυκίτη (Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών, 1938, 217).
Έγραψε επίσης το έργο Μέθοδοι λογικαί ηλιακών και σεληνιακών κύκλων, καθώς και δύο δοκίμια για τον αστρολάβο με τίτλους: Ισαάκ μοναχού του Αργυρού μέθοδος κατασκευής αστρολαβικού οργάνου, έτι δε και απόδειξις λογική των εν αυτώ καταγραφομένων μεταφορικώς από των εν τη σφαιρική επιφανεία εις επίπεδον και το Εκ της εξηγήσεως του περσικού αστρολάβου.
Ο συγγραφέας Χρήστος Λάζος, ενδελεχής μελετητής της τεχνολογίας των αρχαίων Ελλήνων και Βυζαντινών, αναφέρει: Τα περί του αστρολάβου συγγράμματα του Ισαάκ Αργυρού είναι τα τελευταία που γράφτηκαν για το όργανο αυτό κατά τη βυζαντινή περίοδο. Δεν έχουν εμφανιστεί άλλα παρόμοια κείμενα μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν, αλλά πιθανότατα αγνοούνται. Είναι τόσο μεγάλος ο όγκος των ανέκδοτων βυζαντινών αστρονομικών κειμένων τα οποία δεν έχουν καν μελετηθεί, που τίποτα δεν αποκλείει να βρεθούν στο μέλλον (Μηχανική και Τεχνολογία στο Βυζάντιο, 2005, 116).
Ο Αργυρός ασχολήθηκε με πολλούς κλάδους της μαθηματικής επιστήμης: γεωμετρία, γεωδαισία, τριγωνομετρία και αριθμητική. Μεταξύ των μαθηματικού περιεχομένου έργων του περιλαμβάνονται και τα σχόλιά του στα Βιβλία α΄-στ΄ των Στοιχείων του Ευκλείδη, ενώ έγραψε και το μαθηματικό έργο: Του Αργυρού περί ευρέσεως των τετραγωνικών πλευρών των μη ρητών τετραγώνων αριθμών. Επίσης δημοσίευσε εργασίες με σχόλια και παρατηρήσεις τόσο στην Αριθμητική του Νικόμαχου του Γερασηνού, όσο και στην Αριθμητική του Μάξιμου Πλανούδη.
Σημειώνουμε ότι χειρόγραφα των έργων του βρίσκονται στις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες της Δυτικής Ευρώπης.
Τέλος, δικές του είναι και τρεις θεολογικές πραγματείες αντιπαλαμικού περιεχομένου, αφού ο Ισαάκ Αργυρός ήταν κυρίως γνωστός για τους αγώνες του εναντίον των ησυχαστών.
Θεόδωρος Μελιτηνιώτης
(1310-1388)
Ο μέγας σακελλάριος
της του Θεού μεγάλης Εκκλησίας, αρχιδιάκονος, αστρονόμος και συγγραφέας Θεόδωρος
Μελιτηνιώτης ή Μελιτινιώτης ή Θεόδωρος Μελιτηνός, πιθανότατα λόγω της καταγωγής
του από τη Μελιτηνή της Μικράς Ασίας, σύγχρονος του Ισαάκ Αργυρού, υπήρξε
υπέρμαχος του Γρηγορίου Παλαμά και αντίπαλος της ένωσης των Εκκλησιών. Έγραψε
αστρονομικά, μουσικά και ποιητικά έργα, καθώς και υπόμνημα στα τέσσερα
Ευαγγέλια.
Κατά τον Louis Bréhier είναι: Mετά
τον Γρηγορά ο μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου (La civilization Byzantine,
1950). Οι σύγχρονοί του τον χαρακτήριζαν ως διδάσκαλο των διδασκάλων της
αστρονομίας, δηλαδή πρύτανη στην Πατριαρχική Σχολή της Κωνσταντινούπολης, όπου
δίδασκε. Σύμφωνα με τον Κ. Δ. Γεωργούλη: Τα περσικά έργα τα γνωρίζει εκ
μεταφράσεως, αλλά έχει αναγνώσει τον Θέωνα και τον Πτολεμαίον, τον Πάππον και
τον Φιλόπονον (Έκτη περίοδος της ελληνικής μαθηματικής επιστήμης, 537-1453,
1957, σελ. 802).
Πράγματι, ο Μελιτηνιώτης πολύ σωστά φέρει αυτούς τους τίτλους, γιατί ήταν ο συγγραφέας του πλέον περιεκτικού και επιμελημένου βυζαντινού αστρονομικού έργου, με τίτλο Τρίβιβλος Αστρονομική, που γράφτηκε είτε γύρω στο 1350 είτε αργότερα, μεταξύ των ετών 1360 και 1368. Όπως αναφέρει ο Δ. Κωτσάκης, ο Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Krumbacher το χαρακτηρίζει ως το λογικώτατον αστρονομικόν σύγγραμμα, ενώ ο καθηγητής Β. Τατάκης ως το επιστημονικώτερον αστρονομικόν έργον ολοκλήρου της βυζαντινής εποχής (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 11). Το ίδιο υποστηρίζει και ο Κ. Δ. Γεωργούλης στο αντίστοιχο άρθρο του στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου («Έκτη περίοδος της ελληνικής μαθηματικής επιστήμης, 537-1453», 1957), ασπαζόμενοι και οι δύο Έλληνες ερευνητές, τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό που είχε δώσει για το σύγγραμμα του Μελιτηνιώτη ο περίφημος Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Krumbacher [Geschichte der Byzantinischen Litteratur von Justinian bis zum ende des ostromischen reiches (527-1453), München 1891 und 1897].
Το μνημειώδες αυτό έργο, η Τρίβιβλος Αστρονομική, το εκτενέστερο και πλέον επιστημονικό αστρονομικό έργο όλων των βυζαντινών χρόνων, αποτελείται από τρία βιβλία, εξού και το όνομά της. Στο πρώτο βιβλίο παρουσιάζεται η αριθμητική και τα περί του αστρολάβου• στο δεύτερο ο Μελιτηνιώτης αναφέρει την πτολεμαϊκή αστρονομία. Σημειώνουμε ότι τα δύο αυτά βιβλία στηρίζονται στα έργα των αστρονόμων Κλαύδιου Πτολεμαίου, Πάππου, Θέωνος του Αλεξανδρέως, Σερήνου και Ιωάννη του Φιλόπονου, που τους γνωρίσαμε στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Μάλιστα, εδώ βρίσκουμε και την αναφορά του ότι ο Κλαύδιος Πτολεμαίος γεννήθηκε στο Ερμείο στην Άνω Αίγυπτο, αλλά αυτή συναντάται 1.200 χρόνια μετά την εποχή του Πτολεμαίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη.
Τέλος, το τρίτο βιβλίο έχει ως θέμα του την περσική αστρονομία και τίτλο Παράδοσις εις τους περσικούς κανόνας της αστρονομίας.
Στην εισαγωγή της Τριβίβλου Αστρονομικής ο Μελιτηνιώτης παίρνει σαφώς αρνητική θέση απέναντι στην αστρολογία, η οποία για εκείνον καλλιεργούνταν από τους εχθρούς του Θεού και οδηγούσε στην απώλεια. Ο αείμνηστος καθηγητής μας Δημήτριος Κωτσάκης γι' αυτό ακριβώς το έργο γράφει χαρακτηριστικά: Εις το προοίμιον του εκτενούς τούτου έργου πλέκει το εγκώμιον της Αστρονομίας και διατυπώνει την γνώμην ότι η επιστήμη αύτη συντελεί τα μέγιστα εις την ανύψωσιν του ανθρώπου υπεράνω των ορατών πραγμάτων. Αύτη έχει ως μοναδικόν σκοπόν να προβλέπη τας κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και τίποτε πέραν αυτού. Είναι δηλαδή ματαία και άσκοπος κάθε άλλη προσπάθεια συσχετίσεως των ανθρωπίνων πράξεων με τας εμφανίσεις και κινήσεις των άστρων (Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 11).
Έτσι, από τον 14ο αιώνα και μετά βλέπουμε ότι η αστρονομία, απαλλαγμένη από τα αστρολογικά κατάλοιπα αιώνων και τις ανατολικές δεισιδαιμονίες, παίρνει τη θέση της ως τμήμα της φυσικής φιλοσοφίας και οδεύει πλέον προς την επιστημονική της τελείωση. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους διαβάζουμε ένα εδάφιο που μας δίνει το στίγμα της εποχής: Η αποστολή της αστρονομίας ωστόσο περιορίζεται στη μελέτη των περιφορών των ουρανίων σωμάτων. Η ανάταση προς τον υπεραισθητό κόσμο της νοήσεως και των θείων ιδιοτήτων είναι πάντα έργο της φιλοσοφίας και της θεολογίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, 1979, σελ. 356).
Πράγματι, ο Μελιτηνιώτης πολύ σωστά φέρει αυτούς τους τίτλους, γιατί ήταν ο συγγραφέας του πλέον περιεκτικού και επιμελημένου βυζαντινού αστρονομικού έργου, με τίτλο Τρίβιβλος Αστρονομική, που γράφτηκε είτε γύρω στο 1350 είτε αργότερα, μεταξύ των ετών 1360 και 1368. Όπως αναφέρει ο Δ. Κωτσάκης, ο Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Krumbacher το χαρακτηρίζει ως το λογικώτατον αστρονομικόν σύγγραμμα, ενώ ο καθηγητής Β. Τατάκης ως το επιστημονικώτερον αστρονομικόν έργον ολοκλήρου της βυζαντινής εποχής (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 11). Το ίδιο υποστηρίζει και ο Κ. Δ. Γεωργούλης στο αντίστοιχο άρθρο του στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου («Έκτη περίοδος της ελληνικής μαθηματικής επιστήμης, 537-1453», 1957), ασπαζόμενοι και οι δύο Έλληνες ερευνητές, τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό που είχε δώσει για το σύγγραμμα του Μελιτηνιώτη ο περίφημος Γερμανός βυζαντινολόγος Karl Krumbacher [Geschichte der Byzantinischen Litteratur von Justinian bis zum ende des ostromischen reiches (527-1453), München 1891 und 1897].
Το μνημειώδες αυτό έργο, η Τρίβιβλος Αστρονομική, το εκτενέστερο και πλέον επιστημονικό αστρονομικό έργο όλων των βυζαντινών χρόνων, αποτελείται από τρία βιβλία, εξού και το όνομά της. Στο πρώτο βιβλίο παρουσιάζεται η αριθμητική και τα περί του αστρολάβου• στο δεύτερο ο Μελιτηνιώτης αναφέρει την πτολεμαϊκή αστρονομία. Σημειώνουμε ότι τα δύο αυτά βιβλία στηρίζονται στα έργα των αστρονόμων Κλαύδιου Πτολεμαίου, Πάππου, Θέωνος του Αλεξανδρέως, Σερήνου και Ιωάννη του Φιλόπονου, που τους γνωρίσαμε στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο. Μάλιστα, εδώ βρίσκουμε και την αναφορά του ότι ο Κλαύδιος Πτολεμαίος γεννήθηκε στο Ερμείο στην Άνω Αίγυπτο, αλλά αυτή συναντάται 1.200 χρόνια μετά την εποχή του Πτολεμαίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιη.
Τέλος, το τρίτο βιβλίο έχει ως θέμα του την περσική αστρονομία και τίτλο Παράδοσις εις τους περσικούς κανόνας της αστρονομίας.
Στην εισαγωγή της Τριβίβλου Αστρονομικής ο Μελιτηνιώτης παίρνει σαφώς αρνητική θέση απέναντι στην αστρολογία, η οποία για εκείνον καλλιεργούνταν από τους εχθρούς του Θεού και οδηγούσε στην απώλεια. Ο αείμνηστος καθηγητής μας Δημήτριος Κωτσάκης γι' αυτό ακριβώς το έργο γράφει χαρακτηριστικά: Εις το προοίμιον του εκτενούς τούτου έργου πλέκει το εγκώμιον της Αστρονομίας και διατυπώνει την γνώμην ότι η επιστήμη αύτη συντελεί τα μέγιστα εις την ανύψωσιν του ανθρώπου υπεράνω των ορατών πραγμάτων. Αύτη έχει ως μοναδικόν σκοπόν να προβλέπη τας κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και τίποτε πέραν αυτού. Είναι δηλαδή ματαία και άσκοπος κάθε άλλη προσπάθεια συσχετίσεως των ανθρωπίνων πράξεων με τας εμφανίσεις και κινήσεις των άστρων (Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 11).
Έτσι, από τον 14ο αιώνα και μετά βλέπουμε ότι η αστρονομία, απαλλαγμένη από τα αστρολογικά κατάλοιπα αιώνων και τις ανατολικές δεισιδαιμονίες, παίρνει τη θέση της ως τμήμα της φυσικής φιλοσοφίας και οδεύει πλέον προς την επιστημονική της τελείωση. Στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους διαβάζουμε ένα εδάφιο που μας δίνει το στίγμα της εποχής: Η αποστολή της αστρονομίας ωστόσο περιορίζεται στη μελέτη των περιφορών των ουρανίων σωμάτων. Η ανάταση προς τον υπεραισθητό κόσμο της νοήσεως και των θείων ιδιοτήτων είναι πάντα έργο της φιλοσοφίας και της θεολογίας (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, 1979, σελ. 356).
Νικόλαος Καβάσιλας-Χαμαετός
(1322/23-1392/97)
Ο μυστικιστής θεολόγος, μαθηματικός, φιλόσοφος και αστρονόμος Νικόλαος Καβάσιλας, ανιψιός του επίσης θεολόγου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νείλου Καβάσιλα (περίπου 1300-1363), γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά, υπήρξε σύγχυση ανάμεσα στον Νείλο και τον Νικόλαο Καβάσιλα, λόγω του ότι ο Fabricius, ο Krumbacher, ο Μiller και άλλοι ιστορικοί-βυζαντινολόγοι είχαν παρερμηνεύσει μια πληροφορία του ιστορικού Γεώργιου Φραντζή (1411-1478) στο έργο του Χρονικόν Σύντομον. Σήμερα η σύγχυση αυτή έχει εξαλειφθεί. Ο Νικόλαος κράτησε το επώνυμο Καβάσιλας από την πλευρά της μητέρας του, προκειμένου να τιμήσει τον έξοχο λόγιο θείο του Νείλο Καβάσιλα, αλλά χρησιμοποιούσε και το επίθετο Χαμαετός από την πλευρά του πατέρα του.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας-Χαμαετός, ο μεγαλύτερος μυστικιστής θεολόγος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σπούδασε ρητορική, επιστήμες και θεολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως (1337-1341). Μετά τις σπουδές του πρόσφερε τόσο τις πολιτικές υπηρεσίες του στην αυτοκρατορία όσο και τις αντίστοιχες θεολογικές στην Εκκλησία. Υπήρξε διακεκριμένη προσωπικότητα της εποχής του και απολάμβανε τον σεβασμό αυτοκρατόρων και πατριαρχών. Μάλιστα ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425) έλεγε για εκείνον πως αρετής ιδέαν πάσαν ασκεί. Καρπός του πνεύματος του Νικόλαου Καβάσιλα είναι το πλήθος των έργων του. Ωστόσο, σύμφωνα με τον A. A. Vasiliev: Ο Νικόλαος Καβάσιλας ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που είναι πολύ λίγο γνωστοί και που δεν έχουν ικανοποιητικά μελετηθεί, δεδομένου ότι πολλά από τα έργα του δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί (Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 1971, σελ. 877).
Ο μυστικιστής θεολόγος, μαθηματικός, φιλόσοφος και αστρονόμος Νικόλαος Καβάσιλας, ανιψιός του επίσης θεολόγου αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Νείλου Καβάσιλα (περίπου 1300-1363), γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αρχικά, υπήρξε σύγχυση ανάμεσα στον Νείλο και τον Νικόλαο Καβάσιλα, λόγω του ότι ο Fabricius, ο Krumbacher, ο Μiller και άλλοι ιστορικοί-βυζαντινολόγοι είχαν παρερμηνεύσει μια πληροφορία του ιστορικού Γεώργιου Φραντζή (1411-1478) στο έργο του Χρονικόν Σύντομον. Σήμερα η σύγχυση αυτή έχει εξαλειφθεί. Ο Νικόλαος κράτησε το επώνυμο Καβάσιλας από την πλευρά της μητέρας του, προκειμένου να τιμήσει τον έξοχο λόγιο θείο του Νείλο Καβάσιλα, αλλά χρησιμοποιούσε και το επίθετο Χαμαετός από την πλευρά του πατέρα του.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας-Χαμαετός, ο μεγαλύτερος μυστικιστής θεολόγος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σπούδασε ρητορική, επιστήμες και θεολογία στη Φιλοσοφική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως (1337-1341). Μετά τις σπουδές του πρόσφερε τόσο τις πολιτικές υπηρεσίες του στην αυτοκρατορία όσο και τις αντίστοιχες θεολογικές στην Εκκλησία. Υπήρξε διακεκριμένη προσωπικότητα της εποχής του και απολάμβανε τον σεβασμό αυτοκρατόρων και πατριαρχών. Μάλιστα ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425) έλεγε για εκείνον πως αρετής ιδέαν πάσαν ασκεί. Καρπός του πνεύματος του Νικόλαου Καβάσιλα είναι το πλήθος των έργων του. Ωστόσο, σύμφωνα με τον A. A. Vasiliev: Ο Νικόλαος Καβάσιλας ανήκει στους συγγραφείς εκείνους που είναι πολύ λίγο γνωστοί και που δεν έχουν ικανοποιητικά μελετηθεί, δεδομένου ότι πολλά από τα έργα του δεν έχουν ακόμη δημοσιευτεί (Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 1971, σελ. 877).
Μυστικισμός
Βάση για τον μυστικισμό του Καβάσιλα αποτέλεσαν τα έργα του Διονύσιου του ψευδο-Αρεοπαγίτη. Ο βυζαντινός μυστικισμός εξελίχτηκε κατά τον 7ο αιώνα χάρη στον Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος απελευθέρωσε τον μυστικισμό του Διονύσιου του ψευδο-Αρεοπαγίτη από τα νεοπλατωνικά του στοιχεία συμβιβάζοντάς τον με το δόγμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Νικόλαος Καβάσιλας τη μεγάλη του φήμη ως μυστικός την οφείλει στο σύγγραμμά του Λόγοι επτά περί της εν Χριστώ ζωής (De vita in Christo).
Η επιρροή του Μάξιμου ήταν μεγάλη στους μυστικιστές συγγραφείς του 14ου αιώνα, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Νικόλαος Καβάσιλας. Έτσι, ο Καβάσιλας, ο οποίος επηρεάστηκε ακόμα και από τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Ωριγένη και τον Ιγνάτιο Αντιοχείας, στο έργο του Λόγοι επτά περί της εν Χριστώ ζωής αναπτύσσει τις απόψεις του για τη σημασία του μυστηρίου και την επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Άλλωστε, θέτει στο επίκεντρο του στοχασμού του τον άνθρωπο και προσπαθεί να προσδιορίσει τη θέση του στον Κόσμο. Μάλιστα, ακολουθώντας μια μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση, θα θέσει ως αναπόδραστο ορίζοντα της ανθρώπινης ύπαρξης τη συνύπαρξή της και την επικοινωνία της με τον Θεό. Για εκείνον η επικοινωνία αυτή δεν συνεπάγεται την περιφρόνηση της σάρκας, την άρνηση του Κόσμου, την απαξίωση της ύλης, την αποστασιοποίηση από την κοινωνική ζωή ή την κατάλληλη ένδυση, αλλά είναι προϊόν της ανθρώπινης θέλησης. Ο ίδιος, σε μετάφραση, γράφει: ... Ούτε είναι ανάγκη να αφήσεις τη δουλειά σου, ή να αποσυρθείς σε απόμερα μέρη, να διάγεις μια παράξενη ζωή και να φορείς ένα παράξενο ένδυμα... Μπορείς να μείνεις στο σπίτι σου, και, χωρίς να χάσεις τα αγαθά σου, να βρίσκεσαι πάντα στη μελέτη του Θεού και του ανθρώπου, στη μελέτη της συγγενείας του ανθρώπου με το θείο και σε κάθε άλλη τέτοιας λογής μελέτη... Και πρώτα πρώτα δεν χρειάζονται προετοιμασίες για την προσευχή μας, ούτε ειδικοί τόποι, ούτε φωνές όταν επικαλούμαστε τον Θεό. Γιατί δεν υπάρχει τόπος από όπου λείπει ο Θεός... Θα έλθη προς ημάς, ακόμη κι αν είμαστε κακοί, γιατί ο Θεός είναι αγαθός... Ούτε οι ναοί ούτε οτιδήποτε άλλο ιερό είναι τόσο άγιο όσο ο άνθρωπος με τη φύση του οποίου κοινωνεί ο ίδιος ο Θεός .
Ο μυστικισμός λοιπόν του Καβάσιλα αντιπροσωπεύει ανθρωπιστικές ιδέες, οι οποίες κυριάρχησαν στην Αναγέννηση. Ο άνθρωπος κατανοείται ως ύπαρξη ενική, αλλά δισύνθετη. Αποτελείται από δύο ισοδύναμες φανερώσεις: την ψυχή και το σώμα• δεν καθαγιάζεται αν δεν αγιαστεί το σώμα. Μυστικισμός είναι το βίωμα της μυστικής ένωσης ανθρώπου και Θεού εν τελεία αγάπη. Για τον θείο έρωτα είχαν κάνει ήδη λόγο ο Ωριγένης, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Νύσσης και πολλοί άλλοι διαπρεπείς θεολόγοι. Σημασία όμως έχει αυτό που σημείωσε ο Νικόλαος Καβάσιλας: Eπειδή ο Θεός είναι πανταχού παρών, δεν παρίσταται ανάγκη αναχωρήσεως εις τα ερήμους και τας οπάς της γης, προκειμένου τις να επιδοθεί εις την νήψιν της καρδίας και του νοός.
Αντιθέτως, ο μυστικισμός των ησυχαστών είναι εκστατικός και προάγει την ολοκληρωτική στροφή του ανθρώπου προς το θείο. Ωστόσο ο Καβάσιλας ήταν υπερασπιστής των ησυχαστών και ένθερμος παλαμιστής, αφού ανάμεσα στους λόγους του υπάρχει και ένας μικρός εναντίον του Νικηφόρου Γρηγορά -Κατά των του Γρηγορά ληρημάτων λόγος-, όπου χαρακτηρίζει τα κείμενα του Γρηγορίου Παλαμά αλάνθαστα.
Βάση για τον μυστικισμό του Καβάσιλα αποτέλεσαν τα έργα του Διονύσιου του ψευδο-Αρεοπαγίτη. Ο βυζαντινός μυστικισμός εξελίχτηκε κατά τον 7ο αιώνα χάρη στον Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος απελευθέρωσε τον μυστικισμό του Διονύσιου του ψευδο-Αρεοπαγίτη από τα νεοπλατωνικά του στοιχεία συμβιβάζοντάς τον με το δόγμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Νικόλαος Καβάσιλας τη μεγάλη του φήμη ως μυστικός την οφείλει στο σύγγραμμά του Λόγοι επτά περί της εν Χριστώ ζωής (De vita in Christo).
Η επιρροή του Μάξιμου ήταν μεγάλη στους μυστικιστές συγγραφείς του 14ου αιώνα, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Νικόλαος Καβάσιλας. Έτσι, ο Καβάσιλας, ο οποίος επηρεάστηκε ακόμα και από τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Ωριγένη και τον Ιγνάτιο Αντιοχείας, στο έργο του Λόγοι επτά περί της εν Χριστώ ζωής αναπτύσσει τις απόψεις του για τη σημασία του μυστηρίου και την επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό. Άλλωστε, θέτει στο επίκεντρο του στοχασμού του τον άνθρωπο και προσπαθεί να προσδιορίσει τη θέση του στον Κόσμο. Μάλιστα, ακολουθώντας μια μακραίωνη εκκλησιαστική παράδοση, θα θέσει ως αναπόδραστο ορίζοντα της ανθρώπινης ύπαρξης τη συνύπαρξή της και την επικοινωνία της με τον Θεό. Για εκείνον η επικοινωνία αυτή δεν συνεπάγεται την περιφρόνηση της σάρκας, την άρνηση του Κόσμου, την απαξίωση της ύλης, την αποστασιοποίηση από την κοινωνική ζωή ή την κατάλληλη ένδυση, αλλά είναι προϊόν της ανθρώπινης θέλησης. Ο ίδιος, σε μετάφραση, γράφει: ... Ούτε είναι ανάγκη να αφήσεις τη δουλειά σου, ή να αποσυρθείς σε απόμερα μέρη, να διάγεις μια παράξενη ζωή και να φορείς ένα παράξενο ένδυμα... Μπορείς να μείνεις στο σπίτι σου, και, χωρίς να χάσεις τα αγαθά σου, να βρίσκεσαι πάντα στη μελέτη του Θεού και του ανθρώπου, στη μελέτη της συγγενείας του ανθρώπου με το θείο και σε κάθε άλλη τέτοιας λογής μελέτη... Και πρώτα πρώτα δεν χρειάζονται προετοιμασίες για την προσευχή μας, ούτε ειδικοί τόποι, ούτε φωνές όταν επικαλούμαστε τον Θεό. Γιατί δεν υπάρχει τόπος από όπου λείπει ο Θεός... Θα έλθη προς ημάς, ακόμη κι αν είμαστε κακοί, γιατί ο Θεός είναι αγαθός... Ούτε οι ναοί ούτε οτιδήποτε άλλο ιερό είναι τόσο άγιο όσο ο άνθρωπος με τη φύση του οποίου κοινωνεί ο ίδιος ο Θεός .
Ο μυστικισμός λοιπόν του Καβάσιλα αντιπροσωπεύει ανθρωπιστικές ιδέες, οι οποίες κυριάρχησαν στην Αναγέννηση. Ο άνθρωπος κατανοείται ως ύπαρξη ενική, αλλά δισύνθετη. Αποτελείται από δύο ισοδύναμες φανερώσεις: την ψυχή και το σώμα• δεν καθαγιάζεται αν δεν αγιαστεί το σώμα. Μυστικισμός είναι το βίωμα της μυστικής ένωσης ανθρώπου και Θεού εν τελεία αγάπη. Για τον θείο έρωτα είχαν κάνει ήδη λόγο ο Ωριγένης, ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Νύσσης και πολλοί άλλοι διαπρεπείς θεολόγοι. Σημασία όμως έχει αυτό που σημείωσε ο Νικόλαος Καβάσιλας: Eπειδή ο Θεός είναι πανταχού παρών, δεν παρίσταται ανάγκη αναχωρήσεως εις τα ερήμους και τας οπάς της γης, προκειμένου τις να επιδοθεί εις την νήψιν της καρδίας και του νοός.
Αντιθέτως, ο μυστικισμός των ησυχαστών είναι εκστατικός και προάγει την ολοκληρωτική στροφή του ανθρώπου προς το θείο. Ωστόσο ο Καβάσιλας ήταν υπερασπιστής των ησυχαστών και ένθερμος παλαμιστής, αφού ανάμεσα στους λόγους του υπάρχει και ένας μικρός εναντίον του Νικηφόρου Γρηγορά -Κατά των του Γρηγορά ληρημάτων λόγος-, όπου χαρακτηρίζει τα κείμενα του Γρηγορίου Παλαμά αλάνθαστα.
Επιστήμες
Σε αντίθεση με άλλους μυστικούς θεολόγους, ο Καβάσιλας όχι μόνο δεν αποστρεφόταν τις επιστήμες, αλλά και ασχολιούνταν ιδιαιτέρως με αυτές. Παρά τον μυστικισμό του, δεν αποκήρυσσε την καλλιέργεια της επιστήμης, ούτε πρότρεπε προς τον αναχωρητισμό. Ονόμαζε μάλιστα τους αγίους ατελή όντα: Γιατί δεν δέχτηκαν σε τούτο τον κόσμο ένα ανθρώπινο αγαθό, ενώ μπορούσαν να το αποκτήσουν. Και κάθε ον που δεν μπορεί να υψώσει σε ενέργεια ό,τι έχει μέσα του δυνάμει είναι ατελές.
Ο ίδιος έγραψε ερμηνευτικά σχόλια και υπομνήματα στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι (Αλμαγέστη) του Κλαύδιου Πτολεμαίου και μάλιστα προσπάθησε να ανασυνθέσει το υπόμνημα του Θέωνως του Αλεξανδρέως στο γ΄ βιβλίο της Αλμαγέστης, κάνοντας πολλά δικά του σχόλια και πλήθος σωστών παρατηρήσεων: Η αστρονομία τράβηξε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του, όπως μαρτυρούν τα σχόλιά του στο τρίτο βιβλίο της "Συντάξεως" του Πτολεμαίου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, Αθήνα 1979, 366).
Ο Καβάσιλας στις Επιστολές του, περίπου τριάντα τον αριθμό, αναφέρεται σε φυσικά φαινόμενα, όπως στις παλίρροιες, που τις αποδίδει στην έλξη της Σελήνης. Επίσης έδωσε μια ερμηνεία για τον σχηματισμό του ουράνιου τόξου και εκτέλεσε πειράματα μέσα σε μια διάφανη σφαίρα με νερό , προκειμένου να εξηγήσει τη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων.
Για όλα αυτά, ο Γερμανός ιστορικός των μαθηματικών στη Χαϊδελβέργη Moritz Benedikt Cantor (1829-1920) γράφει ότι με τον Καβάσιλα αρχίζει μια νέα γενιά: Η οποία προετοιμάζει την αναγέννηση της κλασικής επιστήμης στην Ευρώπη (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, σελ. 509).
Σημειώνουμε ότι ο Καβάσιλας στα συγγράμματά του περιγράφει το αστρονομικό «όργανον» του Ίππαρχου.
Εξάλλου στο θεολογικό έργο του οφείλει η Ορθόδοξη Εκκλησία την αποσαφήνιση της μυστηριακής, λειτουργικής και κοινωνικής της πλευράς. Το βασικό δόγμα του ζην εν Χριστώ συνίσταται στην πλήρη ένωση με τον Χριστό.
Προς το τέλος της ζωής του ο Νικόλαος Καβάσιλας απείχε από τα κοινά, ζούσε ως μοναχός και αποσύρθηκε σε διάφορες μονές της Πόλης (Μαγγάνων, Ξανθοπούλων, Στουδίου), όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή.
Για τη μελέτη του δόγματος του Νικόλαου Καβάσιλα-Χαμαετού, εκτός από το Λόγοι επτά περί της εν Χριστώ ζωής, αξιόλογη είναι και η πραγματεία Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας (Sacrae liturgiae interpretatio) - τα έργα του αυτά έχουν περιληφθεί στην Patrologia Greca (P.G. 150, 367-492, 493-726).
Τέλος, στις 19 Ιουλίου του 1983, με πατριαρχική και συνοδική πράξη του τότε Οικουμενικού πατριάρχη Δημητρίου, ο Καβάσιλας ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία μας και η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιουνίου.
Σε αντίθεση με άλλους μυστικούς θεολόγους, ο Καβάσιλας όχι μόνο δεν αποστρεφόταν τις επιστήμες, αλλά και ασχολιούνταν ιδιαιτέρως με αυτές. Παρά τον μυστικισμό του, δεν αποκήρυσσε την καλλιέργεια της επιστήμης, ούτε πρότρεπε προς τον αναχωρητισμό. Ονόμαζε μάλιστα τους αγίους ατελή όντα: Γιατί δεν δέχτηκαν σε τούτο τον κόσμο ένα ανθρώπινο αγαθό, ενώ μπορούσαν να το αποκτήσουν. Και κάθε ον που δεν μπορεί να υψώσει σε ενέργεια ό,τι έχει μέσα του δυνάμει είναι ατελές.
Ο ίδιος έγραψε ερμηνευτικά σχόλια και υπομνήματα στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι (Αλμαγέστη) του Κλαύδιου Πτολεμαίου και μάλιστα προσπάθησε να ανασυνθέσει το υπόμνημα του Θέωνως του Αλεξανδρέως στο γ΄ βιβλίο της Αλμαγέστης, κάνοντας πολλά δικά του σχόλια και πλήθος σωστών παρατηρήσεων: Η αστρονομία τράβηξε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του, όπως μαρτυρούν τα σχόλιά του στο τρίτο βιβλίο της "Συντάξεως" του Πτολεμαίου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, Αθήνα 1979, 366).
Ο Καβάσιλας στις Επιστολές του, περίπου τριάντα τον αριθμό, αναφέρεται σε φυσικά φαινόμενα, όπως στις παλίρροιες, που τις αποδίδει στην έλξη της Σελήνης. Επίσης έδωσε μια ερμηνεία για τον σχηματισμό του ουράνιου τόξου και εκτέλεσε πειράματα μέσα σε μια διάφανη σφαίρα με νερό , προκειμένου να εξηγήσει τη διάθλαση των ηλιακών ακτίνων.
Για όλα αυτά, ο Γερμανός ιστορικός των μαθηματικών στη Χαϊδελβέργη Moritz Benedikt Cantor (1829-1920) γράφει ότι με τον Καβάσιλα αρχίζει μια νέα γενιά: Η οποία προετοιμάζει την αναγέννηση της κλασικής επιστήμης στην Ευρώπη (Vorlesungen über Geschichte der Mathematik, 1907, σελ. 509).
Σημειώνουμε ότι ο Καβάσιλας στα συγγράμματά του περιγράφει το αστρονομικό «όργανον» του Ίππαρχου.
Εξάλλου στο θεολογικό έργο του οφείλει η Ορθόδοξη Εκκλησία την αποσαφήνιση της μυστηριακής, λειτουργικής και κοινωνικής της πλευράς. Το βασικό δόγμα του ζην εν Χριστώ συνίσταται στην πλήρη ένωση με τον Χριστό.
Προς το τέλος της ζωής του ο Νικόλαος Καβάσιλας απείχε από τα κοινά, ζούσε ως μοναχός και αποσύρθηκε σε διάφορες μονές της Πόλης (Μαγγάνων, Ξανθοπούλων, Στουδίου), όπου ασχολήθηκε με τη συγγραφή.
Για τη μελέτη του δόγματος του Νικόλαου Καβάσιλα-Χαμαετού, εκτός από το Λόγοι επτά περί της εν Χριστώ ζωής, αξιόλογη είναι και η πραγματεία Ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας (Sacrae liturgiae interpretatio) - τα έργα του αυτά έχουν περιληφθεί στην Patrologia Greca (P.G. 150, 367-492, 493-726).
Τέλος, στις 19 Ιουλίου του 1983, με πατριαρχική και συνοδική πράξη του τότε Οικουμενικού πατριάρχη Δημητρίου, ο Καβάσιλας ανακηρύχθηκε άγιος από την Εκκλησία μας και η μνήμη του τιμάται στις 20 Ιουνίου.
Δημήτριος Κυδώνης
(1324-1400)
Ο λόγιος θεολόγος, αξιωματούχος και συγγραφέας Δημήτριος Κυδώνης καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Θεσσαλονίκης, όπου και γεννήθηκε γύρω στο 1324. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι καταγόταν από τις Κυδωνίες της Κρήτης, εξού και το παρωνύμιο Κυδώνης ή Κυδώνιος.
Ο Δημήτριος έλαβε επιμελημένη μόρφωση και μεταξύ των δασκάλων του αναφέρεται ο περίφημος λόγιος και σπουδαίος θεολόγος Νείλος Καβάσιλας, ενώ ο ίδιος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη του Πλάτωνος και του Δημοσθένη. Έτσι, αναδείχτηκε κι αυτός σε διακεκριμένο λόγιο, ο οποίος αναμείχθηκε στα εκκλησιαστικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής των Παλαιολόγων, αφού το 1341 προσελήφθη στην υπηρεσία του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, στενού φίλου του πατέρα του.
Ήταν από τους πιο ικανούς συγγραφείς -όσον αφορά τη θεολογία και τη ρητορική- της εποχής του, γνώστης της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας, τις οποίες αρχικά σπούδασε κοντά σε έναν δομινικανό μοναχό σε μονή του Πέραν και στη συνέχεια στο Μιλάνο.
Εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα του μοναχού Βαρλαάμ στην έριδα με τον Γρηγόριο Παλαμά, πήρε θέση ενάντια στους ησυχαστές υποστηρίζοντας τον συμβιβασμό με τη Ρώμη.
Υπήρξε συγγραφέας πολλών δοκιμίων σχετικών με τα διάφορα προβλήματα που αναφέρονταν στη θεολογία, τη ρητορική και τη φιλοσοφία.
Μια και ήξερε λατινικά, μετά από προτροπή του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού μεταλαμπάδευσε στην Ιταλία πολύτιμες ελληνικές μαθηματικές γνώσεις, ενώ γνώρισε τη σχολαστική φιλοσοφία και τον κυριότερο εκπρόσωπό της τον φιλόσοφο Θωμά Ακινάτη (Thomas Aquinas, 1224-1274), τον πρώτο ιερωμένο ο οποίος τόλμησε να εναρμονίσει την επιστήμη με το χριστιανικό δόγμα. Αρχικά, το 1354, μετέφρασε από τη λατινική το έργο του Ακινάτη Κατά Εθνικών (Summa contra gentiles) με τη βοήθεια κάποιων Λατίνων λογίων της Πόλης με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Στη συνέχεια, το 1356, μετάφρασε, επίσης από τη λατινική, το πιο αξιόλογο έργο του Ακινάτη, το Σύστημα Θεολογίας (Summa Theologiae), αλλά και αποσπάσματα από τα έργα του ιερού Αυγουστίνου, του αγίου Άνσελμου του Καντέρμπουρυ, όπως το Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, καθώς και άλλων Λατίνων συγγραφέων, όπως την αντισλαμική πολεμική του Φλωρεντινού μοναχού Ρικόλντο ντα Μόντε Κρότσε. Οι μεταφράσεις αυτές τον κατέστησαν εισηγητή του Δυτικού σχολαστικισμού στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό ωστόσο δεν σήμαινε μια συνειδητή στροφή του προς το λατινικό δόγμα: ήταν αντίθετος προς την ιδέα της ένωσης με τους Λατίνους, απλώς εργάστηκε συνειδητά για την πνευματική και θρησκευτική προσέγγιση Ανατολής και Δύσης. Παράλληλα, όμως, ήταν αντίθετος και με την παλαμική θεολογία για τις άκτιστες θείες ενέργειες και τη σχέση τους με τη θεία ουσία, ενώ συμφωνούσε με τις αρχές της διδασκαλίας του Βαρλαάμ του Καλαβρού, παρότι είχαν καταδικαστεί από συνόδους (1341, 1347, 1451). Σ' αυτές τις αντιπαλαμικές θέσεις συμφωνούσε και ο νεότερος αδελφός του, ο αγιορείτης μοναχός της Μεγίστης Λαύρας Πρόχορος Κυδώνης (1330-1369). Απόψεις οι οποίες καταδικάστηκαν από τη Σύνοδο του 1368, όπου ο Γρηγόριος Παλαμάς ανακηρύχτηκε άγιος, ενώ ο Πρόχορος αναθεματίστηκε και αποσχηματίστηκε.
Τις ίδιες απόψεις ήταν λογικό να τις έχει και ο Δημήτριος, οι ιδέες του οποίου δεν ήταν άσχετες με τη φιλολατινική πολιτική του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ και ιδιαιτέρως με το περιεχόμενο της λατινίζουσας Ομολογίας Πίστεώς του (1369). Άλλωστε ο Δημήτριος Κυδώνης είχε συνοδέψει τον Ιωάννη Ε΄ στη Ρώμη, ο οποίος -κατά το ήμισυ Λατίνος από τη μητέρα του Άννα της Σαβοΐας- μεταστράφηκε από ορθόδοξο σε καθολικό. Στη συνέχεια διετέλεσε δάσκαλος του διαδόχου Μανουήλ Παλαιολόγου, τον οποίο επηρέασε πολύ με τα έργα του. Ιδιαιτέρως εντυπωσίασε τον Μανουήλ η μετάφραση της αντισλαμικής πολεμικής του Φλωρεντινού μοναχού Ρικόλντο ντα Μόντε Κρότσε, την οποία χρησιμοποιούσε στα επιχειρήματά του εναντίον του Ισλάμ (Διάλογος μετά τινος Πέρσου, 1391). Τον διάλογο αυτόν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τον χρησιμοποίησε σε μια ομιλία του ο πάπας Βενέδικτος ΣΤ΄ και προκάλεσε σάλο στον ισλαμικό κόσμο (2006).
Ο Δημήτριος Κυδώνης έγραψε πλήθος ρητορικών λόγων και 447 επιστολές, από τις οποίες 32 επιστολές προς τον Μανουήλ Β΄, τον οποίο και συγχαίρει το 1384 για την ανάρρησή του στον θρόνο, ένδεκα προς τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό και τις υπόλοιπες προς άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής του.
Το ενδιαφέρον της έρευνάς μας εστιάζεται στο πρόσωπο του Δημητρίου Κυδώνη, επειδή, όπως λέγεται, είχε μεγάλη έφεση προς τις θετικές επιστήμες και μεγάλη φυσικομαθηματική κατάρτιση. Μάλιστα σώζονται τα σχόλιά του στον Ευκλείδη, ενώ ο ίδιος ανακάλυψε περικοπές από έργα του περίφημου μαθηματικού Διόφαντου, τις οποίες και σχολίασε λεπτομερώς.
Έζησε διαδοχικά στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Πάδουα, όπου δίδαξε για ένα διάστημα, καθώς και στην ενετοκρατούμενη Κρήτη. Εκεί απέκτησε την ενετική υπηκοότητα και σε μεγάλη ηλικία αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου και απεβίωσε.
Ο λόγιος θεολόγος, αξιωματούχος και συγγραφέας Δημήτριος Κυδώνης καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Θεσσαλονίκης, όπου και γεννήθηκε γύρω στο 1324. Άλλες πηγές αναφέρουν ότι καταγόταν από τις Κυδωνίες της Κρήτης, εξού και το παρωνύμιο Κυδώνης ή Κυδώνιος.
Ο Δημήτριος έλαβε επιμελημένη μόρφωση και μεταξύ των δασκάλων του αναφέρεται ο περίφημος λόγιος και σπουδαίος θεολόγος Νείλος Καβάσιλας, ενώ ο ίδιος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη του Πλάτωνος και του Δημοσθένη. Έτσι, αναδείχτηκε κι αυτός σε διακεκριμένο λόγιο, ο οποίος αναμείχθηκε στα εκκλησιαστικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής των Παλαιολόγων, αφού το 1341 προσελήφθη στην υπηρεσία του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, στενού φίλου του πατέρα του.
Ήταν από τους πιο ικανούς συγγραφείς -όσον αφορά τη θεολογία και τη ρητορική- της εποχής του, γνώστης της λατινικής γλώσσας και φιλολογίας, τις οποίες αρχικά σπούδασε κοντά σε έναν δομινικανό μοναχό σε μονή του Πέραν και στη συνέχεια στο Μιλάνο.
Εντυπωσιασμένος από την προσωπικότητα του μοναχού Βαρλαάμ στην έριδα με τον Γρηγόριο Παλαμά, πήρε θέση ενάντια στους ησυχαστές υποστηρίζοντας τον συμβιβασμό με τη Ρώμη.
Υπήρξε συγγραφέας πολλών δοκιμίων σχετικών με τα διάφορα προβλήματα που αναφέρονταν στη θεολογία, τη ρητορική και τη φιλοσοφία.
Μια και ήξερε λατινικά, μετά από προτροπή του Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού μεταλαμπάδευσε στην Ιταλία πολύτιμες ελληνικές μαθηματικές γνώσεις, ενώ γνώρισε τη σχολαστική φιλοσοφία και τον κυριότερο εκπρόσωπό της τον φιλόσοφο Θωμά Ακινάτη (Thomas Aquinas, 1224-1274), τον πρώτο ιερωμένο ο οποίος τόλμησε να εναρμονίσει την επιστήμη με το χριστιανικό δόγμα. Αρχικά, το 1354, μετέφρασε από τη λατινική το έργο του Ακινάτη Κατά Εθνικών (Summa contra gentiles) με τη βοήθεια κάποιων Λατίνων λογίων της Πόλης με τους οποίους διατηρούσε δεσμούς φιλίας. Στη συνέχεια, το 1356, μετάφρασε, επίσης από τη λατινική, το πιο αξιόλογο έργο του Ακινάτη, το Σύστημα Θεολογίας (Summa Theologiae), αλλά και αποσπάσματα από τα έργα του ιερού Αυγουστίνου, του αγίου Άνσελμου του Καντέρμπουρυ, όπως το Περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, καθώς και άλλων Λατίνων συγγραφέων, όπως την αντισλαμική πολεμική του Φλωρεντινού μοναχού Ρικόλντο ντα Μόντε Κρότσε. Οι μεταφράσεις αυτές τον κατέστησαν εισηγητή του Δυτικού σχολαστικισμού στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό ωστόσο δεν σήμαινε μια συνειδητή στροφή του προς το λατινικό δόγμα: ήταν αντίθετος προς την ιδέα της ένωσης με τους Λατίνους, απλώς εργάστηκε συνειδητά για την πνευματική και θρησκευτική προσέγγιση Ανατολής και Δύσης. Παράλληλα, όμως, ήταν αντίθετος και με την παλαμική θεολογία για τις άκτιστες θείες ενέργειες και τη σχέση τους με τη θεία ουσία, ενώ συμφωνούσε με τις αρχές της διδασκαλίας του Βαρλαάμ του Καλαβρού, παρότι είχαν καταδικαστεί από συνόδους (1341, 1347, 1451). Σ' αυτές τις αντιπαλαμικές θέσεις συμφωνούσε και ο νεότερος αδελφός του, ο αγιορείτης μοναχός της Μεγίστης Λαύρας Πρόχορος Κυδώνης (1330-1369). Απόψεις οι οποίες καταδικάστηκαν από τη Σύνοδο του 1368, όπου ο Γρηγόριος Παλαμάς ανακηρύχτηκε άγιος, ενώ ο Πρόχορος αναθεματίστηκε και αποσχηματίστηκε.
Τις ίδιες απόψεις ήταν λογικό να τις έχει και ο Δημήτριος, οι ιδέες του οποίου δεν ήταν άσχετες με τη φιλολατινική πολιτική του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ και ιδιαιτέρως με το περιεχόμενο της λατινίζουσας Ομολογίας Πίστεώς του (1369). Άλλωστε ο Δημήτριος Κυδώνης είχε συνοδέψει τον Ιωάννη Ε΄ στη Ρώμη, ο οποίος -κατά το ήμισυ Λατίνος από τη μητέρα του Άννα της Σαβοΐας- μεταστράφηκε από ορθόδοξο σε καθολικό. Στη συνέχεια διετέλεσε δάσκαλος του διαδόχου Μανουήλ Παλαιολόγου, τον οποίο επηρέασε πολύ με τα έργα του. Ιδιαιτέρως εντυπωσίασε τον Μανουήλ η μετάφραση της αντισλαμικής πολεμικής του Φλωρεντινού μοναχού Ρικόλντο ντα Μόντε Κρότσε, την οποία χρησιμοποιούσε στα επιχειρήματά του εναντίον του Ισλάμ (Διάλογος μετά τινος Πέρσου, 1391). Τον διάλογο αυτόν, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τον χρησιμοποίησε σε μια ομιλία του ο πάπας Βενέδικτος ΣΤ΄ και προκάλεσε σάλο στον ισλαμικό κόσμο (2006).
Ο Δημήτριος Κυδώνης έγραψε πλήθος ρητορικών λόγων και 447 επιστολές, από τις οποίες 32 επιστολές προς τον Μανουήλ Β΄, τον οποίο και συγχαίρει το 1384 για την ανάρρησή του στον θρόνο, ένδεκα προς τον Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό και τις υπόλοιπες προς άλλα σημαίνοντα πρόσωπα της εποχής του.
Το ενδιαφέρον της έρευνάς μας εστιάζεται στο πρόσωπο του Δημητρίου Κυδώνη, επειδή, όπως λέγεται, είχε μεγάλη έφεση προς τις θετικές επιστήμες και μεγάλη φυσικομαθηματική κατάρτιση. Μάλιστα σώζονται τα σχόλιά του στον Ευκλείδη, ενώ ο ίδιος ανακάλυψε περικοπές από έργα του περίφημου μαθηματικού Διόφαντου, τις οποίες και σχολίασε λεπτομερώς.
Έζησε διαδοχικά στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη, στην Πάδουα, όπου δίδαξε για ένα διάστημα, καθώς και στην ενετοκρατούμενη Κρήτη. Εκεί απέκτησε την ενετική υπηκοότητα και σε μεγάλη ηλικία αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου και απεβίωσε.
Στο σημείο αυτό πρέπει να
σημειώσουμε ότι η σχολαστική θεολογία της Δύσης δεν κατανοούσε τη λεπτή διάκριση
μεταξύ του φυσικού και του κτιστού, γι' αυτό ταύτιζε τις δύο έννοιες στη
θεολογική ερμηνεία του θαβώριου φωτός. Έτσι, όλοι οι αντιπαλαμίτες, όπως ο
Νικηφόρος Γρηγοράς, ο Βαρλαάμ ο Καλαβρός, ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο Ισαάκ
Αργυρός, ο Δημήτριος και ο Πρόχορος Κυδώνης, ο Μανουήλ Καλέκας κ.ά. θεωρούσαν
αδιανόητη, επί τη βάσει των φιλοσοφικών αρχών, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ θείας
ουσίας και θείας ενέργειας. Παράλληλα υποστήριζαν ότι είναι αδύνατη η γνώση της
υπερβατικότητας του Θεού, χωρίς τη μύηση στην καθαρτική δύναμη της ελληνικής
φιλοσοφίας, η οποία οπωσδήποτε έπρεπε να προηγηθεί. Όλοι οι παραπάνω σπουδαίοι
φιλόσοφοι και φυσικοί επιστήμονες πίστευαν ότι μόνο η φιλοσοφία καθιστούσε ικανό
τον νου όχι μόνο για την κατ' αναλογία -προς τη γνώση των όντων- φυσική γνώση
του Θεού, αλλά και για την ευθεία αναγωγή του στην άκτιστη θεία πραγματικότητα.
Γι' αυτόν τον λόγο το χάσμα μεταξύ των αντιπαλαμιστών και των παλαμιστών ήταν
αγεφύρωτο, αφού οι πρώτοι πίστευαν ότι οι δεύτεροι -άμοιροι της ελληνικής
φιλοσοφίας- δεν ήταν δυνατόν να αναχθούν στη θεωρία της θείας δόξας.
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Γεώργιος ο Γεωμέτρης ή
Φιλόσοφος (14ος αιώνας)
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται επίσης ο Γεώργιος ο Γεωμέτρης ή Γεώργιος ο Φιλόσοφος, ο οποίος άκμασε κατά τον 14ο αιώνα και ήταν φίλος και αλληλογράφος του Δημητρίου Κυδώνη.
Ο μαθηματικός και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος γράφει ότι ο Γεώργιος ο Γεωμέτρης: Αναφέρεται ως μαθηματικός από πολλούς ιστορικούς των επιστημών. Έγραψε πραγματεία με τίτλο «Μέθοδος της γεωμετρίας» (Οι Θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 138).
Δυστυχώς ούτε γι' αυτόν τον λόγιο και μαθηματικό υπάρχουν περισσότερα στοιχεία στη διεθνή βιβλιογραφία.
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται επίσης ο Γεώργιος ο Γεωμέτρης ή Γεώργιος ο Φιλόσοφος, ο οποίος άκμασε κατά τον 14ο αιώνα και ήταν φίλος και αλληλογράφος του Δημητρίου Κυδώνη.
Ο μαθηματικός και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος γράφει ότι ο Γεώργιος ο Γεωμέτρης: Αναφέρεται ως μαθηματικός από πολλούς ιστορικούς των επιστημών. Έγραψε πραγματεία με τίτλο «Μέθοδος της γεωμετρίας» (Οι Θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 138).
Δυστυχώς ούτε γι' αυτόν τον λόγιο και μαθηματικό υπάρχουν περισσότερα στοιχεία στη διεθνή βιβλιογραφία.
---------------------------------------------------------------------------------------------
Ιωάννης Κατράρης (14ος
αιώνας)
Ο λόγιος Ιωάννης Κατράρης ή Κατράριος γεννήθηκε και άκμασε στη Θεσσαλονίκη κατά τον 14ο αιώνα. Διακρίθηκε ιδιαιτέρως ως ποιητής, κωμωδιογράφος, αντιγραφέας χειρογράφων και αστρονόμος.
Άξιο προσοχής για τη βυζαντινή εθνογραφία είναι ένα ποίημά του του αποτελούμενο από 219 οκτασύλλαβους ανακρεόντειους στίχους. Έγραψε επίσης κατά τα πλατωνικά πρότυπα τους διαλόγους Ερμόδοτος ή Περί κάλλους και Μουσοκλής ή Περί αρίστου βίου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, Αθήνα, 1979, σελ. 367).
Επιπλέον, στο ποίημά του Στίχοι εις τον εν φιλοσόφοις Νεόφυτον (Matranga, Anecdota Graeca, 680, 173) αναφέρεται σε κάποιους αλγεβρικούς ορισμούς του μαθηματικού Διόφαντου. Εκτός από την ενασχόλησή του με τα μαθηματικά, κατατάσσεται και ως αστρονόμος, αφού έγραψε ένα αστρονομικοαστρολογικό έργο με τίτλο Έρμιππος ή Περί αστρολογίας.
Ο λόγιος Ιωάννης Κατράρης ή Κατράριος γεννήθηκε και άκμασε στη Θεσσαλονίκη κατά τον 14ο αιώνα. Διακρίθηκε ιδιαιτέρως ως ποιητής, κωμωδιογράφος, αντιγραφέας χειρογράφων και αστρονόμος.
Άξιο προσοχής για τη βυζαντινή εθνογραφία είναι ένα ποίημά του του αποτελούμενο από 219 οκτασύλλαβους ανακρεόντειους στίχους. Έγραψε επίσης κατά τα πλατωνικά πρότυπα τους διαλόγους Ερμόδοτος ή Περί κάλλους και Μουσοκλής ή Περί αρίστου βίου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, Αθήνα, 1979, σελ. 367).
Επιπλέον, στο ποίημά του Στίχοι εις τον εν φιλοσόφοις Νεόφυτον (Matranga, Anecdota Graeca, 680, 173) αναφέρεται σε κάποιους αλγεβρικούς ορισμούς του μαθηματικού Διόφαντου. Εκτός από την ενασχόλησή του με τα μαθηματικά, κατατάσσεται και ως αστρονόμος, αφού έγραψε ένα αστρονομικοαστρολογικό έργο με τίτλο Έρμιππος ή Περί αστρολογίας.
Ιωσήφ Βρυέννιος (περίπου
1350-1430/31)
Ο μοναχός, συγγραφέας, δάσκαλος και ιεραπόστολος Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν από τους σημαντικότερους θεολόγους των τελευταίων χρόνων της αυτοκρατορίας.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε και στη συνέχεια εκάρη μοναχός στη Μονή Στουδίου, αλλά γύρω στο 1381 έφυγε για την Κρήτη. Έζησε ως ιεραπόστολος στην ενετοκρατούμενη Κρήτη για είκοσι χρόνια (1381-1401) στηρίζοντας τους ορθοδόξους, ενώ αργότερα ηγήθηκε αντιπροσωπείας που επισκέφθηκε την Κύπρο, όπου μετείχε τοπικής συνόδου (1405). Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε αρχικά και πάλι στη Μονή Στουδίου, και μετά στη Μονή Χαρσιανίτου.
Ακολούθως συμμετείχε ως επίσημος ομιλητής στις συζητήσεις για την ένωση των Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ήταν μετριοπαθής υποστηρικτής της ισότιμης ένωσης, θεολογικής και όχι πολιτικής, χωρίς όμως παρέκκλιση από την ορθόδοξη παράδοση, ενώ ήταν και ένθερμος οπαδός του Ησυχασμού. Το έργο του είναι κυρίως θεολογικό (έγραψε θεολογικές πραγματείες), αλλά και λαογραφικόκοινωνικό, με πολύτιμες πληροφορίες για την κοινωνική και πνευματική κατάσταση της Κρήτης και της Κύπρου. Το κύριο θεολογικό έργο του είναι το Ομιλίαι διάφοροι που εξέδωσε το 1420.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος μας ενδιαφέρει επειδή σχετικά με τις επιστήμες μελέτησε τους μαθηματικούς Ευκλείδη και Νικόμαχο τον Γερασηνό, ενώ ήταν γνώστης της αστρονομίας που περιλαμβάνεται στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Εκτός από το Ομιλίαι διάφοροι, έγραψε το Κεφάλαια επτάκις επτά (= 49), που παρουσιάζει μεγάλο λαογραφικό, κοινωνικό και επιστημονικό ενδιαφέρον. Επίσης δίδασκε την τετρακτύ, δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.
Σημειώνουμε ότι σε θέματα φιλοσοφικά ο Ιωσήφ Βρυέννιος παρουσιάζεται ως ανακαινιστής, πιθανότατα επειδή ήταν βαθιά επηρεασμένος από την παλαιολόγεια φιλοσοφική αναγέννηση.
Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Βρυέννιο (2, 326): Η αστρονομία είναι επιστήμη καταληπτή των εκάστοτε γινομένων σχηματισμών ηλίου τε και σελήνης και των άλλων αστέρων προς τε αλλήλους και προς την γην (Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Ι, 1948, σελ. 130).
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, τον 11ο αιώνα άρχισαν να διαμορφώνονται δύο ρεύματα στην αστρονομία. Το πρώτο είχε «αρχαιοελληνικό» προσανατολισμό, ενώ το δεύτερο αραβικές και περσικές επιρροές. Τον 13ο και τον 14ο αιώνα η βυζαντινή αστρονομία έφτασε στο αποκορύφωμά της, με το πρώτο -και παραδοσιακό- ρεύμα να αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον Θεόδωρο Μετοχίτη και τον Νικηφόρο Γρηγορά. Την ίδια περίοδο άνθησε και το δεύτερο ρεύμα με επίκεντρο την Τραπεζούντα και κυριότερους εκπροσώπους του τους γιατρούς Γρηγόριο (Γεώργιο) Χιονιάδη και Γεώργιο Χρυσοκόκκη. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αστρονομική δραστηριότητα στην Ταυρίδα, το διεθνές κέντρο της αραβικής επιστήμης (Θ. Αραμπατζή κ.ά., Ιστορία των Επιστημών και της Τεχνολογίας, 1999, σελ. 89).
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
Στην Τραπεζούντα κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα ασχολούνταν με την αστρονομία πλήθος λογίων, όπως ο Γρηγόριος Χιονιάδης, ο Κωνσταντίνος Λουκίτης ή Λυκίτης, ο Ανδρέας Λιβαδηνός, ο μοναχός Μανουήλ ή Μανουήλ ο Τραπεζούντιος και ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης.
Ο λόγιος Κωνσταντίνος Λουκίτης διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτέρα Σχολή των Θετικών Επιστημών που λειτουργούσε στην Τραπεζούντα. Εκτιμώντας την αξία και τις ικανότητές του, ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός (1297-1330) του απένειμε αξιώματα.
Ο Μανουήλ ο Τραπεζούντιος ή Μανουήλ ο Μοναχός, μαθητής του Γρηγόριου Χιονιάδη, διετέλεσε σπουδαίος καθηγητής μαθηματικών και αστρονομίας και ο πιο διάσημος μαθητής του υπήρξε ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης.
Ο μοναχός και λόγιος Μανουήλ, γνώστης της περσικής γλώσσας, φέρεται να μύησε στην αστρονομία τον Γεώργιο Χρυσοκόκκη (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 57-58). Μελέτησε όλα τα βιβλία φυσικής, μαθηματικών, αστρονομίας και ιατρικής τα οποία μετέφερε στην Τραπεζούντα ο Χιονιάδης, ενώ δίδαξε στις σχολές που υπήρχαν στις Μονές του Αγίου Ευγενίου και της Αγίας Σοφίας.
Σε άλλους τομείς της επιστήμης ο επίσης λόγιος Ανδρέας Λιβαδηνός τιμήθηκε με τα αξιώματα του πρωτοταβουλάριου και του χαρτοφύλακα της Εκκλησίας της Τραπεζούντας. Το έργο του υπήρξε κυρίως περιηγητικό και γεωγραφικό, ενώ επιπλέον έγραψε επιστολές και ποιήματα. Τόσο ο Λιβαδηνός όσο και ο Λουκίτης αλληλογραφούσαν με τον Χιονιάδη και τον Γρηγορά.
Τέλος, με την ευρύτερη έννοια γεωγράφος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο λόγιος χρονογράφος Μιχαήλ Πανάρετος.
Ο μοναχός, συγγραφέας, δάσκαλος και ιεραπόστολος Ιωσήφ Βρυέννιος ήταν από τους σημαντικότερους θεολόγους των τελευταίων χρόνων της αυτοκρατορίας.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε και στη συνέχεια εκάρη μοναχός στη Μονή Στουδίου, αλλά γύρω στο 1381 έφυγε για την Κρήτη. Έζησε ως ιεραπόστολος στην ενετοκρατούμενη Κρήτη για είκοσι χρόνια (1381-1401) στηρίζοντας τους ορθοδόξους, ενώ αργότερα ηγήθηκε αντιπροσωπείας που επισκέφθηκε την Κύπρο, όπου μετείχε τοπικής συνόδου (1405). Στη συνέχεια επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε αρχικά και πάλι στη Μονή Στουδίου, και μετά στη Μονή Χαρσιανίτου.
Ακολούθως συμμετείχε ως επίσημος ομιλητής στις συζητήσεις για την ένωση των Εκκλησιών στην Κωνσταντινούπολη. Ο ίδιος ήταν μετριοπαθής υποστηρικτής της ισότιμης ένωσης, θεολογικής και όχι πολιτικής, χωρίς όμως παρέκκλιση από την ορθόδοξη παράδοση, ενώ ήταν και ένθερμος οπαδός του Ησυχασμού. Το έργο του είναι κυρίως θεολογικό (έγραψε θεολογικές πραγματείες), αλλά και λαογραφικόκοινωνικό, με πολύτιμες πληροφορίες για την κοινωνική και πνευματική κατάσταση της Κρήτης και της Κύπρου. Το κύριο θεολογικό έργο του είναι το Ομιλίαι διάφοροι που εξέδωσε το 1420.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος μας ενδιαφέρει επειδή σχετικά με τις επιστήμες μελέτησε τους μαθηματικούς Ευκλείδη και Νικόμαχο τον Γερασηνό, ενώ ήταν γνώστης της αστρονομίας που περιλαμβάνεται στη Μεγάλη Μαθηματική Σύνταξι του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Εκτός από το Ομιλίαι διάφοροι, έγραψε το Κεφάλαια επτάκις επτά (= 49), που παρουσιάζει μεγάλο λαογραφικό, κοινωνικό και επιστημονικό ενδιαφέρον. Επίσης δίδασκε την τετρακτύ, δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.
Σημειώνουμε ότι σε θέματα φιλοσοφικά ο Ιωσήφ Βρυέννιος παρουσιάζεται ως ανακαινιστής, πιθανότατα επειδή ήταν βαθιά επηρεασμένος από την παλαιολόγεια φιλοσοφική αναγέννηση.
Σύμφωνα με τον Ιωσήφ Βρυέννιο (2, 326): Η αστρονομία είναι επιστήμη καταληπτή των εκάστοτε γινομένων σχηματισμών ηλίου τε και σελήνης και των άλλων αστέρων προς τε αλλήλους και προς την γην (Φαίδων Κουκουλές, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Ι, 1948, σελ. 130).
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΕΠΙΡΡΟΕΣ
Όπως έχουμε αναφέρει ήδη, τον 11ο αιώνα άρχισαν να διαμορφώνονται δύο ρεύματα στην αστρονομία. Το πρώτο είχε «αρχαιοελληνικό» προσανατολισμό, ενώ το δεύτερο αραβικές και περσικές επιρροές. Τον 13ο και τον 14ο αιώνα η βυζαντινή αστρονομία έφτασε στο αποκορύφωμά της, με το πρώτο -και παραδοσιακό- ρεύμα να αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον Θεόδωρο Μετοχίτη και τον Νικηφόρο Γρηγορά. Την ίδια περίοδο άνθησε και το δεύτερο ρεύμα με επίκεντρο την Τραπεζούντα και κυριότερους εκπροσώπους του τους γιατρούς Γρηγόριο (Γεώργιο) Χιονιάδη και Γεώργιο Χρυσοκόκκη. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η αστρονομική δραστηριότητα στην Ταυρίδα, το διεθνές κέντρο της αραβικής επιστήμης (Θ. Αραμπατζή κ.ά., Ιστορία των Επιστημών και της Τεχνολογίας, 1999, σελ. 89).
----------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ
Στην Τραπεζούντα κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα ασχολούνταν με την αστρονομία πλήθος λογίων, όπως ο Γρηγόριος Χιονιάδης, ο Κωνσταντίνος Λουκίτης ή Λυκίτης, ο Ανδρέας Λιβαδηνός, ο μοναχός Μανουήλ ή Μανουήλ ο Τραπεζούντιος και ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης.
Ο λόγιος Κωνσταντίνος Λουκίτης διετέλεσε καθηγητής στην Ανωτέρα Σχολή των Θετικών Επιστημών που λειτουργούσε στην Τραπεζούντα. Εκτιμώντας την αξία και τις ικανότητές του, ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός (1297-1330) του απένειμε αξιώματα.
Ο Μανουήλ ο Τραπεζούντιος ή Μανουήλ ο Μοναχός, μαθητής του Γρηγόριου Χιονιάδη, διετέλεσε σπουδαίος καθηγητής μαθηματικών και αστρονομίας και ο πιο διάσημος μαθητής του υπήρξε ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης.
Ο μοναχός και λόγιος Μανουήλ, γνώστης της περσικής γλώσσας, φέρεται να μύησε στην αστρονομία τον Γεώργιο Χρυσοκόκκη (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 57-58). Μελέτησε όλα τα βιβλία φυσικής, μαθηματικών, αστρονομίας και ιατρικής τα οποία μετέφερε στην Τραπεζούντα ο Χιονιάδης, ενώ δίδαξε στις σχολές που υπήρχαν στις Μονές του Αγίου Ευγενίου και της Αγίας Σοφίας.
Σε άλλους τομείς της επιστήμης ο επίσης λόγιος Ανδρέας Λιβαδηνός τιμήθηκε με τα αξιώματα του πρωτοταβουλάριου και του χαρτοφύλακα της Εκκλησίας της Τραπεζούντας. Το έργο του υπήρξε κυρίως περιηγητικό και γεωγραφικό, ενώ επιπλέον έγραψε επιστολές και ποιήματα. Τόσο ο Λιβαδηνός όσο και ο Λουκίτης αλληλογραφούσαν με τον Χιονιάδη και τον Γρηγορά.
Τέλος, με την ευρύτερη έννοια γεωγράφος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο λόγιος χρονογράφος Μιχαήλ Πανάρετος.
Ακαδημία και
αστεροσκοπείο
Σχετικά με το επίπεδο στο οποίο είχε φτάσει η αστρονομία στην Τραπεζούντα, οι απόψεις διίστανται. Ο Ι. Παπαδόπουλος, ο Σ. Πλακίδης και ο Δ. Κωτσάκης υποστηρίζουν πως λειτουργούσε εκεί μια Ακαδημία των Θετικών Επιστημών, καθώς και αστεροσκοπείο στον πύργο του ναού της Αγίας Σοφίας (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 5-6). Αναφέρεται μάλιστα το παράδειγμα του Ανδρέα Λιβαδηνού, ο οποίος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη για να διδαχθεί αστρονομία στην Τραπεζούντα. Ο Αυστριακός καθηγητής Ηerbert Hunger από την άλλη μεριά είναι επιφυλακτικός, ενώ ο D. Pingree υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η Τραπεζούντα ως κέντρο αστρονομίας (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 58). Αναφέρεται μάλιστα η προτροπή του Θεόδωρου Μετοχίτη: Να είσαι Έλληνας και ν' αποφεύγεις τα των Ινδών, Σκυθών, Περσών και γενικά τ' αλλότρια, εννοώντας την αστρονομία που διδασκόταν στην Τραπεζούντα, επηρεσμένη από την Ανατολή.
Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρο Πλακίδη η Σχολή των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας έφτασε στην ακμή της επί του Αλέξιου Γ΄ Mέγα Κομνηνού (1349-1390). Μάλιστα για να δείξει, ο καθηγητής Σ. Πλακίδης τον φόβο της βασιλικής Αυλής εξαιτίας μιας ηλιακής έκλειψης, όπως την περιγράφει ο χρονογράφος Μιχαήλ Πανάρετος (Χρονικόν, Ν.Ε. 4, 282), γράφει τα εξής: Τα κατά τον φιλόμουσον τούτον ηγεμόνα ιστορεί Μιχαήλ ο Πανάρετος, ο πρωτονοτάριος, όστις έγραψεν «χρονικόν» εις το οποίον εκθέτει τα από του 1340 γεγονότα. Εις αυτό ο Πανάρετος αφηγείται τα κατά την ολικήν έκλειψιν Ηλίου, που συνέβη κατά μήνα Μάιον ε΄ ημέραν β΄ του έτους 1361 οία ουκ εγένετο εν τη καθ' ημάς γενεά, ώστε εφάνησαν και αστέρες εν τω ουρανώ και εκράτησαν ώραν α΄ ημίσειαν. Ο δε βασιλεύς κυρ-Αλέξιος και η μήτηρ αυτού η κυρά Ειρήνη και τινές των αρχόντων και εγώ (ο Μιχαήλ Πανάρετος) συν αυτοίς ευρέθημεν κατά συγκαιρίαν εν τη κατά την Ματσούκαν μονή της Σουμελάς, ποιήσαντες δεήσεις πολλάς και παρακλήσεις (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, 317).
Σχετικά με το επίπεδο στο οποίο είχε φτάσει η αστρονομία στην Τραπεζούντα, οι απόψεις διίστανται. Ο Ι. Παπαδόπουλος, ο Σ. Πλακίδης και ο Δ. Κωτσάκης υποστηρίζουν πως λειτουργούσε εκεί μια Ακαδημία των Θετικών Επιστημών, καθώς και αστεροσκοπείο στον πύργο του ναού της Αγίας Σοφίας (Δ. Κωτσάκη, Αι επιστήμαι κατά τους τρεις τελευταίους αιώνας του Βυζαντίου, 1956, σελ. 5-6). Αναφέρεται μάλιστα το παράδειγμα του Ανδρέα Λιβαδηνού, ο οποίος εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη για να διδαχθεί αστρονομία στην Τραπεζούντα. Ο Αυστριακός καθηγητής Ηerbert Hunger από την άλλη μεριά είναι επιφυλακτικός, ενώ ο D. Pingree υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η Τραπεζούντα ως κέντρο αστρονομίας (Ηerbert Hunger, Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 58). Αναφέρεται μάλιστα η προτροπή του Θεόδωρου Μετοχίτη: Να είσαι Έλληνας και ν' αποφεύγεις τα των Ινδών, Σκυθών, Περσών και γενικά τ' αλλότρια, εννοώντας την αστρονομία που διδασκόταν στην Τραπεζούντα, επηρεσμένη από την Ανατολή.
Σύμφωνα με τον αείμνηστο καθηγητή Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρο Πλακίδη η Σχολή των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας έφτασε στην ακμή της επί του Αλέξιου Γ΄ Mέγα Κομνηνού (1349-1390). Μάλιστα για να δείξει, ο καθηγητής Σ. Πλακίδης τον φόβο της βασιλικής Αυλής εξαιτίας μιας ηλιακής έκλειψης, όπως την περιγράφει ο χρονογράφος Μιχαήλ Πανάρετος (Χρονικόν, Ν.Ε. 4, 282), γράφει τα εξής: Τα κατά τον φιλόμουσον τούτον ηγεμόνα ιστορεί Μιχαήλ ο Πανάρετος, ο πρωτονοτάριος, όστις έγραψεν «χρονικόν» εις το οποίον εκθέτει τα από του 1340 γεγονότα. Εις αυτό ο Πανάρετος αφηγείται τα κατά την ολικήν έκλειψιν Ηλίου, που συνέβη κατά μήνα Μάιον ε΄ ημέραν β΄ του έτους 1361 οία ουκ εγένετο εν τη καθ' ημάς γενεά, ώστε εφάνησαν και αστέρες εν τω ουρανώ και εκράτησαν ώραν α΄ ημίσειαν. Ο δε βασιλεύς κυρ-Αλέξιος και η μήτηρ αυτού η κυρά Ειρήνη και τινές των αρχόντων και εγώ (ο Μιχαήλ Πανάρετος) συν αυτοίς ευρέθημεν κατά συγκαιρίαν εν τη κατά την Ματσούκαν μονή της Σουμελάς, ποιήσαντες δεήσεις πολλάς και παρακλήσεις (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, 317).
Γρηγόριος Χιονιάδης ή
Χωνιάδης (1240/50-1320)
Ο επίσκοπος Ταυρίδας, γιατρός, μαθηματικός και αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης ή Χωνιάδης, ζώντας κυρίως στην Ταυρίδα στο Ιράν , γνώρισε εκεί την αραβική και την περσική επιστήμη.
Από τις λίγες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, πιστεύουμε ότι η καταγωγή του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ότι εκεί αρχικά σπούδασε. Γύρω στο 1295 πρέπει να χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από σύντομη παραμονή στην Τραπεζούντα, πιθανότατα κατ' εντολή του αυτοκράτορά της, μάλλον ταξίδεψε στην Περσία όπου είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει κοντά σε διαπρεπείς αστρονόμους.
Γύρω στο 1300 επέστρεψε στην Τραπεζούντα, έχοντας φέρει μαζί του πολλά περσικά αστρονομικά κείμενα, τα οποία μελέτησε ενδελεχώς συνδυάζοντάς τα και συγκρίνοντάς τα με τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων αστρονόμων. Το 1301 ή το 1302 ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε για μια τετραετία (1302-1305) μεταδίδοντας τις σχετικές αστρονομικές γνώσεις του στους μαθητές του. Τελικά, το 1305 χρίστηκε επίσκοπος Ταυρίδας. Θεωρείται από τους ιδρυτές της Ανώτερης Σχολής των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας στην οποία δίδαξε για πολλά χρόνια, ενώ ως εξέχον μέλος της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας έζησε για πολλά χρόνια και στην Αυλή της.
Πέρα από τις άλλες ιδιότητές του ασχολήθηκε κυρίως με την αστρονομία, στην οποία και διακρίθηκε. Ο ίδιος μετέφρασε περσικά αστρονομικά εγχειρίδια, ενώ ενδιαφέρθηκε για τη λειτουργία και τον τρόπο κατασκευής του αστρολάβου. Σε ένα από τα σχετικά χειρόγραφά του, το οποίο φέρεται να συντάχτηκε πριν από το 1308, περιγράφει τη σεληνιακή θεωρία του Ναζίρ αλ-Ντιν αλ-Τουσί και τη συσκευή του για την παραγωγή ευθύγραμμων κινήσεων από κυκλικές φαίνεται πως η συσκευή επινοήθηκε στο πλαίσιο τροποποίησης του πτολεμαϊκού συστήματος. Ουσιαστικά θεωρείται ο μεταφραστής των Πινάκων που περιλαμβάνονταν στο βιβλίο Ζιζ ι-Ιλχανί του Ναζίρ αλ-Ντιν αλ-Τουσί.
Έγραψε πολλά αστρονομικά έργα:
1. Γρηγορίου Χιονιάδου του αστρονόμου Επιστολαί (Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Ι, Εκδ. Ι. Β. Παπαδόπουλος, 1927, 151-205), που είναι δεκαέξι Επιστολές σε διάφορες προσωπικότητες της εποχής του, οι οποίες παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την πνευματική κίνηση εκείνης της περιόδου.
2. Πίνακες αστρονομικοί.
3. Αστρονομικά κείμενα, τα περισσότερα μεταφρασμένα από τα αντίστοιχα περσικά (Εκδ. D. Pingree, The Astronomical Works of Gregory Chioniades, Amsterdam 1985-1986). Του αποδίδεται επίσης το αστρονομικό έργο Περί σχημάτων των αστέρων, που άλλοι ερευνητές το θεωρούν έργο άγνωστου συγγραφέα.
4. Ομολογία πίστεως (Εκδ. L. Westerink, La profession de foi Gregoire Chioniades, Revue des Etudes Byzantines 38, 1980, 233-245). Η πραγματεία αυτή είναι ένα είδος απολογίας του Χιονιάδη, όταν αμφισβητήθηκε η πίστη του στο ορθόδοξο δόγμα και ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο λόγιος αυτός θεωρούσε ανώτερη την περσική θρησκεία από τον Χριστιανισμό.
Ο επίσκοπος Ταυρίδας, γιατρός, μαθηματικός και αστρονόμος Γρηγόριος Χιονιάδης ή Χωνιάδης, ζώντας κυρίως στην Ταυρίδα στο Ιράν , γνώρισε εκεί την αραβική και την περσική επιστήμη.
Από τις λίγες πληροφορίες που έχουμε για τη ζωή του, πιστεύουμε ότι η καταγωγή του ήταν από την Κωνσταντινούπολη και ότι εκεί αρχικά σπούδασε. Γύρω στο 1295 πρέπει να χειροτονήθηκε ιερέας και μετά από σύντομη παραμονή στην Τραπεζούντα, πιθανότατα κατ' εντολή του αυτοκράτορά της, μάλλον ταξίδεψε στην Περσία όπου είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει κοντά σε διαπρεπείς αστρονόμους.
Γύρω στο 1300 επέστρεψε στην Τραπεζούντα, έχοντας φέρει μαζί του πολλά περσικά αστρονομικά κείμενα, τα οποία μελέτησε ενδελεχώς συνδυάζοντάς τα και συγκρίνοντάς τα με τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων αστρονόμων. Το 1301 ή το 1302 ξαναγύρισε στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε για μια τετραετία (1302-1305) μεταδίδοντας τις σχετικές αστρονομικές γνώσεις του στους μαθητές του. Τελικά, το 1305 χρίστηκε επίσκοπος Ταυρίδας. Θεωρείται από τους ιδρυτές της Ανώτερης Σχολής των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας στην οποία δίδαξε για πολλά χρόνια, ενώ ως εξέχον μέλος της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας έζησε για πολλά χρόνια και στην Αυλή της.
Πέρα από τις άλλες ιδιότητές του ασχολήθηκε κυρίως με την αστρονομία, στην οποία και διακρίθηκε. Ο ίδιος μετέφρασε περσικά αστρονομικά εγχειρίδια, ενώ ενδιαφέρθηκε για τη λειτουργία και τον τρόπο κατασκευής του αστρολάβου. Σε ένα από τα σχετικά χειρόγραφά του, το οποίο φέρεται να συντάχτηκε πριν από το 1308, περιγράφει τη σεληνιακή θεωρία του Ναζίρ αλ-Ντιν αλ-Τουσί και τη συσκευή του για την παραγωγή ευθύγραμμων κινήσεων από κυκλικές φαίνεται πως η συσκευή επινοήθηκε στο πλαίσιο τροποποίησης του πτολεμαϊκού συστήματος. Ουσιαστικά θεωρείται ο μεταφραστής των Πινάκων που περιλαμβάνονταν στο βιβλίο Ζιζ ι-Ιλχανί του Ναζίρ αλ-Ντιν αλ-Τουσί.
Έγραψε πολλά αστρονομικά έργα:
1. Γρηγορίου Χιονιάδου του αστρονόμου Επιστολαί (Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Ι, Εκδ. Ι. Β. Παπαδόπουλος, 1927, 151-205), που είναι δεκαέξι Επιστολές σε διάφορες προσωπικότητες της εποχής του, οι οποίες παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για την πνευματική κίνηση εκείνης της περιόδου.
2. Πίνακες αστρονομικοί.
3. Αστρονομικά κείμενα, τα περισσότερα μεταφρασμένα από τα αντίστοιχα περσικά (Εκδ. D. Pingree, The Astronomical Works of Gregory Chioniades, Amsterdam 1985-1986). Του αποδίδεται επίσης το αστρονομικό έργο Περί σχημάτων των αστέρων, που άλλοι ερευνητές το θεωρούν έργο άγνωστου συγγραφέα.
4. Ομολογία πίστεως (Εκδ. L. Westerink, La profession de foi Gregoire Chioniades, Revue des Etudes Byzantines 38, 1980, 233-245). Η πραγματεία αυτή είναι ένα είδος απολογίας του Χιονιάδη, όταν αμφισβητήθηκε η πίστη του στο ορθόδοξο δόγμα και ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο λόγιος αυτός θεωρούσε ανώτερη την περσική θρησκεία από τον Χριστιανισμό.
Κωνσταντίνος Λουκίτης ή
Λυκίτης (13ος-14ος αιώνας)
Ο Κωνσταντίνος Λουκίτης καταγόταν από τη Μακεδονία, αλλά μάλλον γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τις σπουδές του εκεί με δάσκαλο τον λόγιο Θεόδωρο Υρτακηνό μετέβη στην Τραπεζούντα όπου, κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, δίδαξε αστρονομία στην Ανώτερη Σχολή των Θετικών Επιστημών της πόλης. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός (1297-1330), εκτιμώντας την αξία και τις ικανότητές του, του απένειμε τον τίτλο του πρωτονοταρίου και το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου . Ο Λουκίτης ανταπέδωσε γράφοντας και εκφωνώντας εγκώμιο για τον αυτοκράτορα εννιά ημέρες μετά τον θάνατό του.
Ο αείμνηστος καθηγητής Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρος Πλακίδης αναφέρει τα εξής για τον Κωνσταντίνο Λυκίτη: Ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Τραπεζούντος αναδειχθείς υπό το όνομα Ιωσήφ, ονομάζει αυτόν «λόγω μέγαν και πράγματι». Ο Θεόδωρος Υρτακηνός ποικιλοτρόπως εγκωμιάζει τον Λυκίτην εις τας επιστολάς, τας οποίας του απέστελλε και τον ονομάζει «γλυκοφραδή Πρωτοβεστιάριον, άριστον άνδρα και λιγύν Τραπεζουντίων αγορητήν» (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, 317).
Στην Τραπεζούντα ο Λουκίτης συνεργαζόταν με τον σπουδαίο αστρονόμο Γρηγόριο Χιονιάδη, ενώ αλληλογραφούσε στην Κωνσταντινούπολη με τον επίσης σπουδαίο αστρονόμο Νικηφόρο Γρηγορά. Από την αλληλογραφία του αυτή φαίνεται και η παιδεία του ανδρός, που είχε συνεργασία και με άλλους λογίους, όπως τον Θεόδωρο Υρτακηνό.
Ο Κωνσταντίνος Λουκίτης φαίνεται πως ήταν πολύ καλός δάσκαλος, γιατί ο Χιονιάδης όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη προέτρεπε τους μαθητές του να μεταβούν στην Τραπεζούντα και να μαθητεύσουν κοντά στον Λουκίτη. Ο Χιονιάδης, όταν απεβίωσε, άφησε στον Λουκίτη ως κληρονομιά αρκετούς κώδικες από την προσωπική του βιβλιοθήκη. Επίσης είδαμε ότι ο καθηγητής Μιχαήλ Στεφανίδης τον αναφέρει ως «μύστη» της περσικής αστρονομίας μαζί με τον Ισαάκ Αργυρό (Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών, 1938, 217).
Δυστυχώς, εκτός από το εγκώμιο στον Αλέξιο Β΄ Μέγα Κομνηνό, καθώς και το εγκώμιο στον μεγαλομάρτυρα Ευγένιο τον Τραπεζούντιο, δεν γνωρίζουμε άλλα έργα αυτού του σπουδαίου αστρονόμου, ο οποίος έσβησε στην Τραπεζούντα λίγο μετά το 1340 και υποτίθεται ότι θάφτηκε στη Μονή της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας, από μια επιγραφή που σώζεται πίσω από το ιερό βήμα του ομώνυμου ναού.
Ο Κωνσταντίνος Λουκίτης καταγόταν από τη Μακεδονία, αλλά μάλλον γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τις σπουδές του εκεί με δάσκαλο τον λόγιο Θεόδωρο Υρτακηνό μετέβη στην Τραπεζούντα όπου, κατά το πρώτο μισό του 14ου αιώνα, δίδαξε αστρονομία στην Ανώτερη Σχολή των Θετικών Επιστημών της πόλης. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας Αλέξιος Β΄ Μέγας Κομνηνός (1297-1330), εκτιμώντας την αξία και τις ικανότητές του, του απένειμε τον τίτλο του πρωτονοταρίου και το αξίωμα του πρωτοβεστιαρίου . Ο Λουκίτης ανταπέδωσε γράφοντας και εκφωνώντας εγκώμιο για τον αυτοκράτορα εννιά ημέρες μετά τον θάνατό του.
Ο αείμνηστος καθηγητής Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρος Πλακίδης αναφέρει τα εξής για τον Κωνσταντίνο Λυκίτη: Ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Τραπεζούντος αναδειχθείς υπό το όνομα Ιωσήφ, ονομάζει αυτόν «λόγω μέγαν και πράγματι». Ο Θεόδωρος Υρτακηνός ποικιλοτρόπως εγκωμιάζει τον Λυκίτην εις τας επιστολάς, τας οποίας του απέστελλε και τον ονομάζει «γλυκοφραδή Πρωτοβεστιάριον, άριστον άνδρα και λιγύν Τραπεζουντίων αγορητήν» (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, 317).
Στην Τραπεζούντα ο Λουκίτης συνεργαζόταν με τον σπουδαίο αστρονόμο Γρηγόριο Χιονιάδη, ενώ αλληλογραφούσε στην Κωνσταντινούπολη με τον επίσης σπουδαίο αστρονόμο Νικηφόρο Γρηγορά. Από την αλληλογραφία του αυτή φαίνεται και η παιδεία του ανδρός, που είχε συνεργασία και με άλλους λογίους, όπως τον Θεόδωρο Υρτακηνό.
Ο Κωνσταντίνος Λουκίτης φαίνεται πως ήταν πολύ καλός δάσκαλος, γιατί ο Χιονιάδης όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη προέτρεπε τους μαθητές του να μεταβούν στην Τραπεζούντα και να μαθητεύσουν κοντά στον Λουκίτη. Ο Χιονιάδης, όταν απεβίωσε, άφησε στον Λουκίτη ως κληρονομιά αρκετούς κώδικες από την προσωπική του βιβλιοθήκη. Επίσης είδαμε ότι ο καθηγητής Μιχαήλ Στεφανίδης τον αναφέρει ως «μύστη» της περσικής αστρονομίας μαζί με τον Ισαάκ Αργυρό (Εισαγωγή εις την Ιστορίαν των Φυσικών Επιστημών, 1938, 217).
Δυστυχώς, εκτός από το εγκώμιο στον Αλέξιο Β΄ Μέγα Κομνηνό, καθώς και το εγκώμιο στον μεγαλομάρτυρα Ευγένιο τον Τραπεζούντιο, δεν γνωρίζουμε άλλα έργα αυτού του σπουδαίου αστρονόμου, ο οποίος έσβησε στην Τραπεζούντα λίγο μετά το 1340 και υποτίθεται ότι θάφτηκε στη Μονή της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας, από μια επιγραφή που σώζεται πίσω από το ιερό βήμα του ομώνυμου ναού.
Μανουήλ ο Τραπεζούντιος
(14ος αιώνας)
Ο λόγιος Μανουήλ γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, γι' αυτό φέρει το προσωνύμιο Τραπεζούντιος. Επίσης, επειδή ήταν και μοναχός συναντάται στη βιβλιογραφία και ως Μανουήλ ο Μοναχός.
Ο Μανουήλ ήταν μαθητής του Γρηγορίου Χιονιάδη, γνώστης της περσικής γλώσσας και φιλομαθής, αφού μελέτησε όλα τα βιβλία της φυσικής, των μαθηματικών, της ιατρικής και της αστρονομίας που έφερε στην Τραπεζούντα από την Περσία ο δάσκαλός του. Κοντά στον Χιονιάδη απέκτησε αξιόλογες γνώσεις, τις οποίες μετέδωσε ως δάσκαλος πλέον κι ο ίδιος στους μαθητές του στις σχολές της Τραπεζούντας. Ο πιο διάσημος μαθητής του ήταν ο μετέπειτα εξαίρετος αστρονόμος Γεώργιος Χρυσοκόκκης. Πράγματι, όπως αναφέρει ο Ηerbert Hunger: Ο Μανουήλ ήταν γνώστης της περσικής γλώσσας και φέρεται να μύησε στην αστρονομία τον Χρυσοκόκκη (Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 57-58). Έτσι, μέσω του Χιονιάδη, τα βιβλία του οποίου μετέφρασε και εμπλούτισε ο μαθητής του Μανουήλ ο Μοναχός, και μέσω του μαθητή του Μανουήλ, του Γεωργίου Χρυσοκόκκη, η σοφία των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, κλείνοντας την κυκλική τροχιά της -μέσω της Αραβίας και της Περσίας- επέστρεψε στο Βυζάντιο.
Ο λόγιος μοναχός Μανουήλ δίδαξε μαθηματικά και αστρονομία στην Ακαδημία των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας και οι αείμνηστοι καθηγητές της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρος Πλακίδης και Δημήτριος Κωτσάκης, όπως και ο Κ. Δ. Γεωργούλης, υποστηρίζουν ότι δικό του δημιούργημα ήταν το Αστεροσκοπείο της Τραπεζούντας. Την άποψή τους αυτή τη στηρίζουν στο γεγονός ότι ο μαθητής του Γεώργιος Χρυσοκόκκης έγραψε πως ο Μανουήλ ήταν καλός παρατηρητής αστρονόμος, άραείχε κάποιο παρατηρητήριο. Ούτως ή άλλως, ο Μανουήλ συνέγραψε το 1346 ένα αστρονομικό έργο με τίτλο Εξήγησις εις την σύνταξιν των Περσών, ενώ με τη συνδρομή του αναπτύχθηκε και η Σχολή Αστρονομίας στην Τραπεζούντα.
Ο λόγιος Μανουήλ γεννήθηκε στην Τραπεζούντα, γι' αυτό φέρει το προσωνύμιο Τραπεζούντιος. Επίσης, επειδή ήταν και μοναχός συναντάται στη βιβλιογραφία και ως Μανουήλ ο Μοναχός.
Ο Μανουήλ ήταν μαθητής του Γρηγορίου Χιονιάδη, γνώστης της περσικής γλώσσας και φιλομαθής, αφού μελέτησε όλα τα βιβλία της φυσικής, των μαθηματικών, της ιατρικής και της αστρονομίας που έφερε στην Τραπεζούντα από την Περσία ο δάσκαλός του. Κοντά στον Χιονιάδη απέκτησε αξιόλογες γνώσεις, τις οποίες μετέδωσε ως δάσκαλος πλέον κι ο ίδιος στους μαθητές του στις σχολές της Τραπεζούντας. Ο πιο διάσημος μαθητής του ήταν ο μετέπειτα εξαίρετος αστρονόμος Γεώργιος Χρυσοκόκκης. Πράγματι, όπως αναφέρει ο Ηerbert Hunger: Ο Μανουήλ ήταν γνώστης της περσικής γλώσσας και φέρεται να μύησε στην αστρονομία τον Χρυσοκόκκη (Βυζαντινή λογοτεχνία, 1991, σελ. 57-58). Έτσι, μέσω του Χιονιάδη, τα βιβλία του οποίου μετέφρασε και εμπλούτισε ο μαθητής του Μανουήλ ο Μοναχός, και μέσω του μαθητή του Μανουήλ, του Γεωργίου Χρυσοκόκκη, η σοφία των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, κλείνοντας την κυκλική τροχιά της -μέσω της Αραβίας και της Περσίας- επέστρεψε στο Βυζάντιο.
Ο λόγιος μοναχός Μανουήλ δίδαξε μαθηματικά και αστρονομία στην Ακαδημία των Θετικών Επιστημών της Τραπεζούντας και οι αείμνηστοι καθηγητές της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρος Πλακίδης και Δημήτριος Κωτσάκης, όπως και ο Κ. Δ. Γεωργούλης, υποστηρίζουν ότι δικό του δημιούργημα ήταν το Αστεροσκοπείο της Τραπεζούντας. Την άποψή τους αυτή τη στηρίζουν στο γεγονός ότι ο μαθητής του Γεώργιος Χρυσοκόκκης έγραψε πως ο Μανουήλ ήταν καλός παρατηρητής αστρονόμος, άραείχε κάποιο παρατηρητήριο. Ούτως ή άλλως, ο Μανουήλ συνέγραψε το 1346 ένα αστρονομικό έργο με τίτλο Εξήγησις εις την σύνταξιν των Περσών, ενώ με τη συνδρομή του αναπτύχθηκε και η Σχολή Αστρονομίας στην Τραπεζούντα.
Γεώργιος Χρυσοκόκκης (14ος αιώνας)
Ο αστρονόμος, μαθηματικός, γιατρός και γεωγράφος Γεώργιος Χρυσοκόκκης γεννήθηκε γύρω στο 1335 στην Τραπεζούντα, αλλά ήταν πιθανότατα κωνσταντινουπολίτικης καταγωγής.
Ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης ενδιαφερόταν για τα περσικά μαθηματικά και ιδιαιτέρως για την αστρονομία. Αρχικά, μαθήτευσε κοντά στον Τραπεζούντιο λόγιο μοναχό Μανουήλ , από τον οποίο μυήθηκε στην επιστήμη των Περσών, ενώ με τη βοήθεια των βιβλίων του Χιονιάδη γνώρισε σε βάθος την αστρονομία και άρχισε κι αυτός να διδάσκει στη Σχολή της Τραπεζούντας τις σχετικές γνώσεις του.
Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι εργάστηκε και στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, όπου εμβάθυνε στα έργα της επιστήμης. Θεωρείται και ήταν πολυγραφότατος, ωστόσο το συνολικό έργο του δεν έχει μέχρι σήμερα αξιολογηθεί πλήρως. Ως σημαντικότερο σύγραμμά του θεωρείται το Του σοφωτάτου ιατρού κυρού Γεωργίου του Χρυσοκόκκη εξήγησις εις την Σύνταξιν των Περσών, εκτεθείσα προς τον αυτού αδελφόν κυρόν Ιωάννην τον Χαρσανίτην, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1346/7 - είναι μάλλον μετάφραση και βυζαντινή μεταγραφή του βιβλίου Ζιζ ι-Ιλχανί του αλ-Τουσί.
Οι πίνακες του βιβλίου του Χρυσοκόκκη αντιγράφηκαν από τον Θεόδωρο Μελιτηνιώτη στο σχετικό με την περσική αστρονομία τρίτο βιβλίο της Τριβίβλου Αστρονομικής. Φαίνεται όμως ότι για κάποιο λόγο ο Χρυσοκόκκης δεν διέθετε τον σχολιασμό των πινάκων του αλ-Τουσί και γι' αυτό πέφτει σε κάποια ανεξήγητα σφάλματα, με άμεση συνέπεια οι πίνακες της Αλμαγέστης να είναι ενίοτε πιο ακριβείς. Εξαίτιας αυτού του γεγονότος σφάλματα παρισέφρησαν και στο έργο του Θεόδωρου Μελιτηνιώτη, ο οποίος όμως θα αμφισβητήσει έντονα τους πίνακες του Κλαύδιου Πτολεμαίου.
Ο Χρυσοκόκκης έγραψε επίσης πολλά άλλα αστρονομικά κείμενα, μεταξύ των οποίων είναι η Πρόχειρος παράδοσις εις τους περσικούς κανόνας της αστρονομίας, καθώς και ορισμένες άλλες μικρότερες σε μέγεθος αστρονομικές πραγματείες, όπως: Εξήγησις εις την Σύνταξιν των Περσών, Πώς ο της σελήνης ευρίσκεται κύκλος, Πώς ο του ηλίου ευρίσκεται κύκλος, Κανόνιον του ημεροευρεσίου κ.ά. Τα συγγράμματα του Χρυσοκόκκη, τα οποία σώζονται ως χειρόγραφα στις Βιβλιοθήκες του Παρισιού και της Μαδρίτης και στην Αμβροσιανή του Μιλάνου, έχουν μεγάλη αξία για την ιστορία της αστρονομίας.
Επιπλέον όλων των άλλων, ο πολυπράγμων Γεώργιος Χρυσοκόκκης μας πρόσφερε και γεωγραφικά έργα όπως Περί επωνυμίας πόλεων και τόπων και Κανόνια του μήκους και του πλάτους επισήμων πόλεων.
Σημειώνουμε ότι την ίδια περίοδο κυκλοφορούσε η ελληνική μετάφραση και διασκευή του περσικού αστρονομικού συγγράμματος του Schamsaldin από την Μπουχάρα, αλλά είναι ανωνύμου μεταφραστή. Πιθανότατα ανήκει είτε στον Χιονιάδη είτε στον Χρυσοκόκκη.
Γι' αυτή την αλληλεπίδραση περσικής και βυζαντινής αστρονομίας, μπορούμε να παραθέσουμε το σχόλιο που αναφέρεται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: Έχει υποστηριχτεί ότι με τα έργα των Περσών οι Βυζαντινοί ανακαλύπτουν τώρα πάλι τα ελληνικά μαθηματικά και στρέφονται προς τις αρχαίες πηγές τους. Πιο σωστό είναι το ότι την επαφή αυτή δεν την είχαν χάσει ποτέ εντελώς• τώρα ωστόσο γίνεται στενότερη με παράλληλη στροφή και προς τις κατακτήσεις άλλων πολιτισμών (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄, 1979, σελ. 356).
Τέλος, όπως έχουμε αναφέρει ήδη, τόσο ο Χιονιάδης όσο και ο Χρυσοκόκκης υπήρξαν και γιατροί. Και ως γνωστό η συμβολή των Αράβων στην πρόοδο της ιατρικής υπήρξε τεράστια. Ενδεικτικά αναφέρεται ο φιλόσοφος Αβικέννας (980-1037), η ιατρική εγκυκλοπαίδεια του οποίου Κανόνας της ιατρικής (Qanun fiat-tibb) επηρέασε τη Δύση τουλάχιστον έως τον 17ο αιώνα (Στράτου Θεοδοσίου, Η εκθρόνιση της Γης, 2003, σελ. 193). Ενδέχεται λοιπόν οι δύο προαναφερθέντες αστρονόμοι και γιατροί να ήλθαν σε επαφή τόσο με την περσική και την αραβική αστρονομία όσο και με την περσική και αραβική ιατρική.
Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΣΤΗΝ
ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑΣ
Ανδρέας Λιβαδηνός (14ος αιώνας)
Ο λόγιος Ανδρέας Λιβαδηνός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (14ος αιώνας), αλλά ουσιαστικά έζησε και άκμασε στην Τραπεζούντα, όπου τον βρίσκουμε από τα έτη που ηγήθηκαν ο Βασίλειος Α΄ Μέγας Κομνηνός (1332-1340) έως και τον Αλέξιο Γ΄ Μέγα Κομνηνό (1349-1390). Ο Λιβαδηνός τιμήθηκε με τα αξιώματα του πρωτοταβουλάριου και του χαρτοφύλακα της Εκκλησίας της Τραπεζούντας.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρος Πλακίδης αναφέρει ότι οι νεαρότεροι λόγιοι, για να εκπαιδευτούν στην αστρονομία, πήγαιναν στους σπουδαίους αστρονόμους της Τραπεζούντας, όπως στον Χιονιάδη, τον Μανουήλ, τον Λυκίτη και τον Χρυσοκόκκη. Μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά: Παρά των ανδρών τούτων εξεπαιδεύοντο οι πανταχόθεν εις Τραπεζούντα προστρέχοντες προς σπουδήν της Αστρονομίας νέοι, ως ο Λιβαδηνός, μαρτύριον των γοργών προόδων του οποίου είναι το πόνημα αυτού το περιέχον προρρήσεις αστρονομικάς διά το έτος 1336, δηλαδή Χρονολόγιον ή Almanac, ως θα ελέγομεν σήμερον, όπερ συνέγραψεν το 1335 δηλαδή ολίγα έτη μετά την εις Τραπεζούντα άφιξίν του (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, σελ. 317).
Ο Λιβαδηνός, όπως άλλωστε και ο Λουκίτης, αλληλογραφούσε με τους γνωστούς αστρονόμους Γρηγόριο Χιονιάδη και Νικηφόρο Γρηγορά, αλλά το έργο του -παρά το Χρονολόγιο το οποίο, όπως είδαμε παραπάνω, συνέγραψε- υπήρξε κυρίως περιηγητικό και γεωγραφικό, γι' αυτό μπορούμε να τον κατατάξουμε στους γεωγράφους της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενώ επίσης έγραψε επιστολές και ποιήματα.
Το σπουδαιότερο από τα έργα του είναι το γεωγραφικό Περιήγησις Παλαιστίνης, όπου περιγράφει την περιοδεία του από την Κωνσταντινούπολη στην Αίγυπτο και την επιστροφή του από εκεί στην Τραπεζούντα - επανεκδόθηκε από τον φιλόλογο Ματθαίο Παρανίκα (1832-1897) στην Κωνσταντινούπολη, το 1874, με τον τίτλο Ανδρέου Λιβαδηνού περιήγησις. Το ιστορικογεωγραφικό αυτό έργο δίνει πολύτιμες γεωγραφικές πληροφορίες για τις χώρες τις οποίες επισκέφθηκε ο ίδιος ο Λιβαδηνός. Συνάμα δίνει και πλούσιες ιστορικές πληροφορίες για τις δυναστικές έριδες, που ακολούθησαν τον θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (1340), καθώς και για την εν γένει ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Επιπλέον ο Λιβαδηνός μας δίνει στοιχεία και για τους Σελτζούκους Τούρκους. Συνεπώς, το έργο του από ιστορική σκοπιά φαίνεται πως συμπληρώνει αυτό του Μιχαήλ Πανάρετου (15ος αιώνας).
Τέλος, ο λόγιος Ανδρέας Λιβαδηνός έγραψε δύο Επιστολές προς Γεράσιμον επίσκοπον Κερασούντος, που κι αυτές, όπως το προηγούμενο έργο του, παρέχουν πληροφορίες για τις ταραχές και τις έριδες που ακολούθησαν τον θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄.
Την ίδια περίοδο έγραψε και μία Ομολογία πίστεως (1361), η οποία αναγνώστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ Μέγα Κομνηνού, του Νήφωνος, μητροπολίτη Τραπεζούντας και πολλών άλλων εκκλησιαστικών αρχόντων. Το έργο του συμπληρώνουν δύο ιαμβικά ποιήματα -ένα για την Κοίμηση και ένα για τη Γέννηση της Θεοτόκου-, καθώς και ένα Εγκώμιον εις τον Άγιον Φωκά.
Ανδρέας Λιβαδηνός (14ος αιώνας)
Ο λόγιος Ανδρέας Λιβαδηνός γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (14ος αιώνας), αλλά ουσιαστικά έζησε και άκμασε στην Τραπεζούντα, όπου τον βρίσκουμε από τα έτη που ηγήθηκαν ο Βασίλειος Α΄ Μέγας Κομνηνός (1332-1340) έως και τον Αλέξιο Γ΄ Μέγα Κομνηνό (1349-1390). Ο Λιβαδηνός τιμήθηκε με τα αξιώματα του πρωτοταβουλάριου και του χαρτοφύλακα της Εκκλησίας της Τραπεζούντας.
Ο αείμνηστος καθηγητής της Αστρονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σταύρος Πλακίδης αναφέρει ότι οι νεαρότεροι λόγιοι, για να εκπαιδευτούν στην αστρονομία, πήγαιναν στους σπουδαίους αστρονόμους της Τραπεζούντας, όπως στον Χιονιάδη, τον Μανουήλ, τον Λυκίτη και τον Χρυσοκόκκη. Μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά: Παρά των ανδρών τούτων εξεπαιδεύοντο οι πανταχόθεν εις Τραπεζούντα προστρέχοντες προς σπουδήν της Αστρονομίας νέοι, ως ο Λιβαδηνός, μαρτύριον των γοργών προόδων του οποίου είναι το πόνημα αυτού το περιέχον προρρήσεις αστρονομικάς διά το έτος 1336, δηλαδή Χρονολόγιον ή Almanac, ως θα ελέγομεν σήμερον, όπερ συνέγραψεν το 1335 δηλαδή ολίγα έτη μετά την εις Τραπεζούντα άφιξίν του (Αστρονομία και Βυζάντιον, 1946, σελ. 317).
Ο Λιβαδηνός, όπως άλλωστε και ο Λουκίτης, αλληλογραφούσε με τους γνωστούς αστρονόμους Γρηγόριο Χιονιάδη και Νικηφόρο Γρηγορά, αλλά το έργο του -παρά το Χρονολόγιο το οποίο, όπως είδαμε παραπάνω, συνέγραψε- υπήρξε κυρίως περιηγητικό και γεωγραφικό, γι' αυτό μπορούμε να τον κατατάξουμε στους γεωγράφους της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενώ επίσης έγραψε επιστολές και ποιήματα.
Το σπουδαιότερο από τα έργα του είναι το γεωγραφικό Περιήγησις Παλαιστίνης, όπου περιγράφει την περιοδεία του από την Κωνσταντινούπολη στην Αίγυπτο και την επιστροφή του από εκεί στην Τραπεζούντα - επανεκδόθηκε από τον φιλόλογο Ματθαίο Παρανίκα (1832-1897) στην Κωνσταντινούπολη, το 1874, με τον τίτλο Ανδρέου Λιβαδηνού περιήγησις. Το ιστορικογεωγραφικό αυτό έργο δίνει πολύτιμες γεωγραφικές πληροφορίες για τις χώρες τις οποίες επισκέφθηκε ο ίδιος ο Λιβαδηνός. Συνάμα δίνει και πλούσιες ιστορικές πληροφορίες για τις δυναστικές έριδες, που ακολούθησαν τον θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ (1340), καθώς και για την εν γένει ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Επιπλέον ο Λιβαδηνός μας δίνει στοιχεία και για τους Σελτζούκους Τούρκους. Συνεπώς, το έργο του από ιστορική σκοπιά φαίνεται πως συμπληρώνει αυτό του Μιχαήλ Πανάρετου (15ος αιώνας).
Τέλος, ο λόγιος Ανδρέας Λιβαδηνός έγραψε δύο Επιστολές προς Γεράσιμον επίσκοπον Κερασούντος, που κι αυτές, όπως το προηγούμενο έργο του, παρέχουν πληροφορίες για τις ταραχές και τις έριδες που ακολούθησαν τον θάνατο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄.
Την ίδια περίοδο έγραψε και μία Ομολογία πίστεως (1361), η οποία αναγνώστηκε ενώπιον του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ Μέγα Κομνηνού, του Νήφωνος, μητροπολίτη Τραπεζούντας και πολλών άλλων εκκλησιαστικών αρχόντων. Το έργο του συμπληρώνουν δύο ιαμβικά ποιήματα -ένα για την Κοίμηση και ένα για τη Γέννηση της Θεοτόκου-, καθώς και ένα Εγκώμιον εις τον Άγιον Φωκά.
Μιχαήλ Πανάρετος (14ος-15ος
αιώνας)
Με την ευρύτερη έννοια του όρου γεωγράφος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο λόγιος αξιωματούχος και χρονογράφος της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Μιχαήλ Πανάρετος (μέσα 14ου αιώνα - μετά το 1426).
Ο Πανάρετος, ο οποίος ήταν πρωτοσέβαστος και πρωτονοτάριος στην Αυλή των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, μεταξύ των ετών 1350 και 1390 περίπου, έγραψε το περίφημο Περί των της Τραπεζούντας βασιλέων, των Μεγάλων Κομνηνών όπως και πότε και πόσον έκαστος εβασίλευσεν. Είναι ένα θαυμάσιο έργο, διότι ο συγγραφέας σε 54 αυτοτελείς τόμους μας δίνει με ακρίβεια την ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, από την ίδρυσή της το 1204 έως το 1390. Αποτελεί τη βασική πηγή πληροφοριών τόσο για την πολιτική όσο και για την εκκλησιαστική ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Παράλληλα όμως στο χρονικό αυτό πιστοποιούνται οι γεωγραφικές γνώσεις του συγγραφέα για τον Πόντο - γι' αυτό ακριβώς τον αναφέρουμε στον τομέα της γεωγραφίας. Επιπλέον όμως είναι πολύτιμο για το ποντιακό γλωσσικό υλικό που διασώζει.
Το εν λόγω έργο του Μιχαήλ Πανάρετου συμπληρώθηκε αργότερα από ανώνυμο χρονογράφο έως το 1437.
Εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον L. F. Tafel (1832) και μετά από τον Σπυρίδωνα Π. Λάμπρο ως: Το Τραπεζουντιακόν Χρονικόν του πρωτοσέβαστου και πρωτονοταρίου Μιχαήλ Πανάρετου, Νέος Ελληνομνήμων, 4 (1907) και ακόμα από τον Οδ. Λαμψίδη ως Μιχαήλ Πανάρετου, Περί των Μεγάλων Κομνηνών, Εισαγωγή, έκδοσις, σχόλια (Αθήναι 1958).
Με την ευρύτερη έννοια του όρου γεωγράφος μπορεί να χαρακτηριστεί και ο λόγιος αξιωματούχος και χρονογράφος της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας Μιχαήλ Πανάρετος (μέσα 14ου αιώνα - μετά το 1426).
Ο Πανάρετος, ο οποίος ήταν πρωτοσέβαστος και πρωτονοτάριος στην Αυλή των Μεγάλων Κομνηνών της Τραπεζούντας, μεταξύ των ετών 1350 και 1390 περίπου, έγραψε το περίφημο Περί των της Τραπεζούντας βασιλέων, των Μεγάλων Κομνηνών όπως και πότε και πόσον έκαστος εβασίλευσεν. Είναι ένα θαυμάσιο έργο, διότι ο συγγραφέας σε 54 αυτοτελείς τόμους μας δίνει με ακρίβεια την ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, από την ίδρυσή της το 1204 έως το 1390. Αποτελεί τη βασική πηγή πληροφοριών τόσο για την πολιτική όσο και για την εκκλησιαστική ιστορία της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Παράλληλα όμως στο χρονικό αυτό πιστοποιούνται οι γεωγραφικές γνώσεις του συγγραφέα για τον Πόντο - γι' αυτό ακριβώς τον αναφέρουμε στον τομέα της γεωγραφίας. Επιπλέον όμως είναι πολύτιμο για το ποντιακό γλωσσικό υλικό που διασώζει.
Το εν λόγω έργο του Μιχαήλ Πανάρετου συμπληρώθηκε αργότερα από ανώνυμο χρονογράφο έως το 1437.
Εκδόθηκε για πρώτη φορά από τον L. F. Tafel (1832) και μετά από τον Σπυρίδωνα Π. Λάμπρο ως: Το Τραπεζουντιακόν Χρονικόν του πρωτοσέβαστου και πρωτονοταρίου Μιχαήλ Πανάρετου, Νέος Ελληνομνήμων, 4 (1907) και ακόμα από τον Οδ. Λαμψίδη ως Μιχαήλ Πανάρετου, Περί των Μεγάλων Κομνηνών, Εισαγωγή, έκδοσις, σχόλια (Αθήναι 1958).
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΑΙΩΝΕΣ ΤΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Ζωολογία - φυσιογνωσία - ορυκτολογία
Στους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου (14ος-16ος) ανάγονται τα Φυσιογραφικά ποιήματα, στα οποία περιλαμβάνονται ο Πουλολόγος, η Πεζόφραστος διήγησις των τετραπόδων ζώων και ο Ψαρολόγος. Σ' αυτά τα έμμετρα ποιήματα περιέχονται πολλές πρωτότυπες λαϊκές παρατηρήσεις για τα ζώα, που προσωποποιούνται και έτσι δημιουργούν έναν ζωντανό κόσμο.
Ο Πουλολόγος είναι μεσαιωνικό ποιητικό έργο του 14ου αιώνα, το οποίο γράφτηκε σε βυζαντινή περιοχή της οποίας όμως οι κάτοικοι είχαν εξοικειωθεί με τα φράγκικα ήθη. Ο σκοπός του ποιήματος είναι διδακτικός και σατιρικός. Στον Πουλολόγο, που αποτελείται από 650 στίχους, τα πουλιά, με τον επιστημονικό προσδιορισμό των οποίων ασχολήθηκε ο καθηγητής Ν. Αποστολίδης (Επετηρίς Παρνασσού 1896, σελ. 110-137), προσκλήθηκαν από τον αετό να παραστούν στους γάμους του γιου του. Ο βασιλιάς των πουλιών έκανε γιορτή και παρέθεσε γεύμα με πλούσια εδέσματα και ποτά. Η ευωχία όμως κατέληξε σε φιλονικία. Τα πουλιά, όπως λέει το ποίημα, άρχισαν να ξομπλιάζονται, δηλαδή να μαλώνουν μεταξύ τους για τα ελαττώματα και τα ιδιώματά τους. Τελικά, τη φιλονικία την κατεύνασε ο βασιλιάς αετός. Στο ποίημα θίγονται πολλά πολιτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα του Βυζαντίου και χλευάζονται μέσω των πουλιών διάφοροι λαοί, όπως οι Φράγκοι, οι Βλάχοι, οι Βούλγαροι και οι Χάζαροι. Το ποίημα εκδόθηκε στη Δύση από τον W. Wagner, το 1874.
Στην Πεζόφραστον διήγησιν των τετραπόδων ζώων, η οποία αποτελείται από 1.082 ανομοιοκατάληκτους πολιτικούς στίχους, γίνεται μια συνάθροιση των τετράποδων ζώων, υπό την αρχηγία του βασιλιά τους, του λιονταριού, προκειμένου να αποφασιστεί μια διαρκής ειρήνη μεταξύ τους, αλλά τελικά φιλονίκησαν και κατέληξαν σε αιματηρή μεταξύ τους μάχη. Το έργο αυτό περιέχει πολλές ζωολογικές πληροφορίες, καθώς και τεχνικές πληροφορίες περί ζώων, ιδιαίτερα χρήσιμες για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής.
Ο Ψαρολόγος είναι ένα δημοτικό ποίημα που έχει ως πυρήνα του τη ζωή των ψαριών και ήταν προσφιλές ανάγνωσμα των Βυζαντινών. Ο Ψαρολόγος, ποίημα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, ανήκει στην ειδική βυζαντινή γραμματεία με θέματα από τη ζωή των ζώων και των φυτών, όπως ο Πουλολόγος, η Πεζόφραστος διήγησις των τετραπόδων ζώων κ.ά. Ο Ψαρολόγος μελετήθηκε και εκδόθηκε στη Δύση από τον Γερμανό ερευνητή P. Wünsch.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι κατά τον 15ο αιώνα αναπτύχθηκε και η απόκρυφη ζωολογία, η οποία αντιπροσωπεύεται από την πραγματεία Φυσιολόγος. Το έργο αυτό πραγματεύεται εμμέτρως, σε 48 κεφάλαια, όλα εκείνα τα ζώα, πραγματικά ή φανταστικά, που θεωρούνταν ως σύμβολα. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ν. Β. Τωμαδάκη: Ο Φυσιολόγος είναι θαυμασία αφήγησις των πραγματικών και μυθωδών ζώων, φυτών και λίθων, με θρησκευτικάς και συμβολικάς ερμηνείας. Εκ του βασιλείου των ζώων και της φύσεως ενισχύθηκαν η ερμηνευτική των Γραφών, η τέχνη, η επιστήμη, το σχολείον και αυτή η γλώσσα. Ο δημώδης ελληνικός Φυσιολόγος (1.131 ανομοιοκατάληκτοι πολιτικοί στίχοι) πραγματεύεται περί των χερσαίων και διφυών ζώων και πτηνών, εις γλώσσαν ξηράν και άψυχον, εκ προτύπου αρχαιοτέρου προελθών και διασκευασθείς διά δύο χειρογράφων του 16ου αιώνος (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, σελ. 1079).
Σημειώνουμε ότι ολόκληρη η φυσιογνωσία του Μεσαίωνα συμβουλεύεται τον Φυσιολόγο, του οποίου υπήρχαν μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, αφού την περίοδο εκείνη τον χρησιμοποιούσαν σαν διδακτικό εγχειρίδιο.
Ζωολογία - φυσιογνωσία - ορυκτολογία
Στους τρεις τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου (14ος-16ος) ανάγονται τα Φυσιογραφικά ποιήματα, στα οποία περιλαμβάνονται ο Πουλολόγος, η Πεζόφραστος διήγησις των τετραπόδων ζώων και ο Ψαρολόγος. Σ' αυτά τα έμμετρα ποιήματα περιέχονται πολλές πρωτότυπες λαϊκές παρατηρήσεις για τα ζώα, που προσωποποιούνται και έτσι δημιουργούν έναν ζωντανό κόσμο.
Ο Πουλολόγος είναι μεσαιωνικό ποιητικό έργο του 14ου αιώνα, το οποίο γράφτηκε σε βυζαντινή περιοχή της οποίας όμως οι κάτοικοι είχαν εξοικειωθεί με τα φράγκικα ήθη. Ο σκοπός του ποιήματος είναι διδακτικός και σατιρικός. Στον Πουλολόγο, που αποτελείται από 650 στίχους, τα πουλιά, με τον επιστημονικό προσδιορισμό των οποίων ασχολήθηκε ο καθηγητής Ν. Αποστολίδης (Επετηρίς Παρνασσού 1896, σελ. 110-137), προσκλήθηκαν από τον αετό να παραστούν στους γάμους του γιου του. Ο βασιλιάς των πουλιών έκανε γιορτή και παρέθεσε γεύμα με πλούσια εδέσματα και ποτά. Η ευωχία όμως κατέληξε σε φιλονικία. Τα πουλιά, όπως λέει το ποίημα, άρχισαν να ξομπλιάζονται, δηλαδή να μαλώνουν μεταξύ τους για τα ελαττώματα και τα ιδιώματά τους. Τελικά, τη φιλονικία την κατεύνασε ο βασιλιάς αετός. Στο ποίημα θίγονται πολλά πολιτικά και εκκλησιαστικά ζητήματα του Βυζαντίου και χλευάζονται μέσω των πουλιών διάφοροι λαοί, όπως οι Φράγκοι, οι Βλάχοι, οι Βούλγαροι και οι Χάζαροι. Το ποίημα εκδόθηκε στη Δύση από τον W. Wagner, το 1874.
Στην Πεζόφραστον διήγησιν των τετραπόδων ζώων, η οποία αποτελείται από 1.082 ανομοιοκατάληκτους πολιτικούς στίχους, γίνεται μια συνάθροιση των τετράποδων ζώων, υπό την αρχηγία του βασιλιά τους, του λιονταριού, προκειμένου να αποφασιστεί μια διαρκής ειρήνη μεταξύ τους, αλλά τελικά φιλονίκησαν και κατέληξαν σε αιματηρή μεταξύ τους μάχη. Το έργο αυτό περιέχει πολλές ζωολογικές πληροφορίες, καθώς και τεχνικές πληροφορίες περί ζώων, ιδιαίτερα χρήσιμες για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής.
Ο Ψαρολόγος είναι ένα δημοτικό ποίημα που έχει ως πυρήνα του τη ζωή των ψαριών και ήταν προσφιλές ανάγνωσμα των Βυζαντινών. Ο Ψαρολόγος, ποίημα της ύστερης βυζαντινής περιόδου, ανήκει στην ειδική βυζαντινή γραμματεία με θέματα από τη ζωή των ζώων και των φυτών, όπως ο Πουλολόγος, η Πεζόφραστος διήγησις των τετραπόδων ζώων κ.ά. Ο Ψαρολόγος μελετήθηκε και εκδόθηκε στη Δύση από τον Γερμανό ερευνητή P. Wünsch.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι κατά τον 15ο αιώνα αναπτύχθηκε και η απόκρυφη ζωολογία, η οποία αντιπροσωπεύεται από την πραγματεία Φυσιολόγος. Το έργο αυτό πραγματεύεται εμμέτρως, σε 48 κεφάλαια, όλα εκείνα τα ζώα, πραγματικά ή φανταστικά, που θεωρούνταν ως σύμβολα. Σύμφωνα με τον καθηγητή Ν. Β. Τωμαδάκη: Ο Φυσιολόγος είναι θαυμασία αφήγησις των πραγματικών και μυθωδών ζώων, φυτών και λίθων, με θρησκευτικάς και συμβολικάς ερμηνείας. Εκ του βασιλείου των ζώων και της φύσεως ενισχύθηκαν η ερμηνευτική των Γραφών, η τέχνη, η επιστήμη, το σχολείον και αυτή η γλώσσα. Ο δημώδης ελληνικός Φυσιολόγος (1.131 ανομοιοκατάληκτοι πολιτικοί στίχοι) πραγματεύεται περί των χερσαίων και διφυών ζώων και πτηνών, εις γλώσσαν ξηράν και άψυχον, εκ προτύπου αρχαιοτέρου προελθών και διασκευασθείς διά δύο χειρογράφων του 16ου αιώνος (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, σελ. 1079).
Σημειώνουμε ότι ολόκληρη η φυσιογνωσία του Μεσαίωνα συμβουλεύεται τον Φυσιολόγο, του οποίου υπήρχαν μεταφράσεις σε πολλές γλώσσες, αφού την περίοδο εκείνη τον χρησιμοποιούσαν σαν διδακτικό εγχειρίδιο.
Ως εκπροσώπους των φυσιογνωστικών
επιστημών και της ορυκτολογίας εκείνης της εποχής μπορούμε να θεωρήσουμε τους
λογίους, φιλόσοφους, αστρονόμους και συγγραφείς Θεόδωρο Μελιτηνιώτη (1310-1389),
Θεόδωρο Γαζή (1370-1473) και τον Νείλο Διασσορίνο (14ος αιώνας).
Θεόδωρος Μελιτηνιώτης
(1310-1389)
Ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης, εκτός των άλλων που ήδη αναφέραμε προηγουμένως γι' αυτόν τον σπουδαίο αστρονόμο, μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και ορυκτολόγος.
Πράγματι, σύμφωνα με μια πληροφορία την οποία μας προσφέρει ο γνωστός μαθηματικός και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος: Ο Μελιτηνιώτης, που υπήρξε βαθύς μελετητής του Ευκλείδη, έγραψε ένα ποίημα το οποίο αποτελεί συγχρόνως και ένα ορυκτολογικό λεξικό, που περιγράφει πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους (Οι Θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 131).
Συνεπώς, με το εν λόγω ποίημά του ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις ορυκτολογικές γνώσεις των Βυζαντινών κατά τον προτελευταίο αιώνα ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης, εκτός των άλλων που ήδη αναφέραμε προηγουμένως γι' αυτόν τον σπουδαίο αστρονόμο, μπορεί να θεωρηθεί ακόμα και ορυκτολόγος.
Πράγματι, σύμφωνα με μια πληροφορία την οποία μας προσφέρει ο γνωστός μαθηματικός και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος: Ο Μελιτηνιώτης, που υπήρξε βαθύς μελετητής του Ευκλείδη, έγραψε ένα ποίημα το οποίο αποτελεί συγχρόνως και ένα ορυκτολογικό λεξικό, που περιγράφει πολύτιμους και ημιπολύτιμους λίθους (Οι Θετικοί επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 131).
Συνεπώς, με το εν λόγω ποίημά του ο Θεόδωρος Μελιτηνιώτης μας παρέχει πολύτιμες πληροφορίες για τις ορυκτολογικές γνώσεις των Βυζαντινών κατά τον προτελευταίο αιώνα ζωής της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Θεόδωρος Γαζής
(1400-1478)
Ο λόγιος, αριστοτελικός φιλόσοφος, κωδικογράφος και συγγραφέας Θεόδωρος Γαζής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1400. Σε ηλικία 22 ετών έγινε κληρικός στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, γύρω στο 1435, μετέβη στην Ιταλία, όπου έλαβε μέρος στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Τελικά παρέμεινε για τέσσερα χρόνια στη Μάντοβα (1442-1446), όπου διδάχτηκε τη λατινική γλώσσα από τον Βιτορίνο ντα Φέλτρε, την οποία έμαθε απταίστως. Διορίστηκε καθηγητής των ελληνικών στη Σχολή της Σιένας (1439) και αργότερα της Φεράρας (1441-1450), προσκεκλημένος του Λιονέλο του Έστε, και έγινε ο πρώτος ρέκτορας του πανεπιστημίου της πόλης αυτής, θέση την οποία διατήρησε για δέκα χρόνια. Κατόπιν, με πρόσκληση του πάπα Νικολάου Ε΄ (1447-1455), πήγε στη Ρώμη προκειμένου να μεταφράσει έργα του Θεόφραστου, του Αριστοτέλη κ.ά. Εκεί συνδέθηκε με τον Βησσαρίωνα και έγινε ο πιστότερος και πιο αγαπημένος φίλος του. Μάλιστα από το 1450, που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, αναδείχτηκε σε ένα από τα ηγετικά μέλη της Βησσαριώνειας Ακαδημίας. Ήταν τόση η σοφία του ώστε τα υπόλοιπα μέλη τον αποκαλούσαν «πρίντσεπς», δηλαδή ηγέτη της Ακαδημίας.
Το 1455, μετά τον θάνατο του πάπα Νικολάου Ε΄, μετέβη στη Νάπολη όπου ο βασιλιάς Αλφόνσος Ε΄ της Αραγωνίας του πρόσφερε ετήσια χορηγία 500 σκούδων. Εκεί μπήκε στον κύκλο της Ακαδημίας του Αντώνιου Πανορμίτη και του Ιωάννη Αουρίσπα. Όταν πέθανε ο προστάτης του βασιλιάς Αλφόνσος Ε΄ ο Μεγαλοπρεπής (1458), ο Γαζής κατέφυγε στη Μονή του Αγίου Ιωάννη εν Πίρο (St. Giovani in Piro), στην Καλαβρία. Από εκεί μετέβη πάλι στη Ρώμη (1464), μετά από πρόσκληση του πάπα Πίου Β΄ (1458-1464), προκειμένου να λάβει μέρος στη διαμάχη πλατωνικών και αριστοτελικών φιλοσόφων, παίρνοντας θέση εναντίον των απόψεων του Πλήθωνος σε αντίθεση με τον φίλο και προστάτη του Βησσαρίωνος. Ο τελευταίος, εκτιμώντας το ήθος του ανδρός, τον υπερασπίστηκε από τη βίαιη επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του ο πλατωνικός φιλόσοφος Μιχαήλ Αποστόλιος (1420-1480).
Μετά τον θάνατο του Βησσαρίωνος, το 1472, ο Γαζής εγκατέλειψε τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε πάλι στην Καλαβρία, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη εν Πίρο, όπου έζησε εν ηρεμία τα υπόλοιπα τρία χρόνια της ζωής του, μελετώντας και συγγράφοντας. Έσβησε το 1478, σε ηλικία 78 ετών.
Ο Θεόδωρος Γαζής άφησε πολλά συγγράμματα, όπως το περίφημο Γραμματικής εισαγωγή βιβλία τέσσερα, που εκδόθηκε από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία (1495). Έγραψε επίσης Περί αττικών μηνών, που τυπώθηκε μαζί με τη Γραμματική, Περί αρχαιογονίας των Τούρκων (1556), εν είδει επιστολής προς τον Φραγκίσκο Φίλελφο, Αντιρρητικόν και Περί ακουσίου και εκουσίου. Μετέφρασε στη λατινική την Ομήρου Ιλιάδα και τη Βατραχομυομαχίαν, τα αριστοτελικά Προβλήματα (Aristotelis, Problemata), Μετά τα φυσικά και Περί Ουρανού, καθώς και τον Αφορισμό του Ιπποκράτη. Επίσης σχολίασε έργα του Πλάτωνος, του Θεόφραστου και του Αριστοτέλη. Τέλος, από το μεγάλο πλήθος των επιστολών που έγραψε, ελάχιστες διασώθηκαν. Ήταν τόσο άψογες οι μεταφράσεις του ώστε η λατινομάθειά του επαινέθηκε και από τον περίφημο Έρασμο. Μάλιστα, μετέφρασε από τη λατινική στην ελληνική γλώσσα το έργο του Κικέρωνος Κάτων ο πρεσβύτερος ή περίγηρως (Φλωρεντία, 1507) και την απειλητική επιστολή του πάπα Νικολάου Ε΄ προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, από τον οποίο απαιτούσε να υπογράψει την ένωση των Εκκλησιών.
Με τα παραπάνω έργα του ανήκει στους επιφανείς εκείνους Έλληνες λογίους, οι οποίοι -όταν κατέφυγαν στην Ιταλία- αναδείχτηκαν με το έργο τους σε σημαντικούς συντελεστές της αναβίωσης και της καλλιέργειας των ελληνικών σπουδών στη Δύση. Άλλωστε οι λόγιοι στην Ιταλία τον θεωρούσαν τον σεβαστότερο των Ελλήνων διδασκάλων.
Το γεγονός όμως που μας κάνει να τον θεωρήσουμε εκπρόσωπο των φυσιογνωστικών σπουδών και της ζωολογίας είναι οι πολλές εργασίες του φυσιογνωστικού και ζωολογικού περιεχομένου. Έγραψε κατά σειράν τα έργα Ό,τι η φύσις βολεύεται και Εγκώμιον κυνός, ενώ μετέφρασε στη λατινική το βιβλίο Ιστορίαι περί ζώων ή Περί Ζώων ιστορίας του Αριστοτέλη (De Historia Animalium), το Περί φυτών (De Historia plantarum) και το Περί ανέμων του Θεόφραστου, με τα οποία έκανε τους Λατίνους κοινωνούς στη φυσιογνωσία και τη ζωολογία των αρχαίων Ελλήνων.
Ο λόγιος, αριστοτελικός φιλόσοφος, κωδικογράφος και συγγραφέας Θεόδωρος Γαζής γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1400. Σε ηλικία 22 ετών έγινε κληρικός στην Κωνσταντινούπολη. Στη συνέχεια, γύρω στο 1435, μετέβη στην Ιταλία, όπου έλαβε μέρος στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Τελικά παρέμεινε για τέσσερα χρόνια στη Μάντοβα (1442-1446), όπου διδάχτηκε τη λατινική γλώσσα από τον Βιτορίνο ντα Φέλτρε, την οποία έμαθε απταίστως. Διορίστηκε καθηγητής των ελληνικών στη Σχολή της Σιένας (1439) και αργότερα της Φεράρας (1441-1450), προσκεκλημένος του Λιονέλο του Έστε, και έγινε ο πρώτος ρέκτορας του πανεπιστημίου της πόλης αυτής, θέση την οποία διατήρησε για δέκα χρόνια. Κατόπιν, με πρόσκληση του πάπα Νικολάου Ε΄ (1447-1455), πήγε στη Ρώμη προκειμένου να μεταφράσει έργα του Θεόφραστου, του Αριστοτέλη κ.ά. Εκεί συνδέθηκε με τον Βησσαρίωνα και έγινε ο πιστότερος και πιο αγαπημένος φίλος του. Μάλιστα από το 1450, που δίδασκε στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, αναδείχτηκε σε ένα από τα ηγετικά μέλη της Βησσαριώνειας Ακαδημίας. Ήταν τόση η σοφία του ώστε τα υπόλοιπα μέλη τον αποκαλούσαν «πρίντσεπς», δηλαδή ηγέτη της Ακαδημίας.
Το 1455, μετά τον θάνατο του πάπα Νικολάου Ε΄, μετέβη στη Νάπολη όπου ο βασιλιάς Αλφόνσος Ε΄ της Αραγωνίας του πρόσφερε ετήσια χορηγία 500 σκούδων. Εκεί μπήκε στον κύκλο της Ακαδημίας του Αντώνιου Πανορμίτη και του Ιωάννη Αουρίσπα. Όταν πέθανε ο προστάτης του βασιλιάς Αλφόνσος Ε΄ ο Μεγαλοπρεπής (1458), ο Γαζής κατέφυγε στη Μονή του Αγίου Ιωάννη εν Πίρο (St. Giovani in Piro), στην Καλαβρία. Από εκεί μετέβη πάλι στη Ρώμη (1464), μετά από πρόσκληση του πάπα Πίου Β΄ (1458-1464), προκειμένου να λάβει μέρος στη διαμάχη πλατωνικών και αριστοτελικών φιλοσόφων, παίρνοντας θέση εναντίον των απόψεων του Πλήθωνος σε αντίθεση με τον φίλο και προστάτη του Βησσαρίωνος. Ο τελευταίος, εκτιμώντας το ήθος του ανδρός, τον υπερασπίστηκε από τη βίαιη επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον του ο πλατωνικός φιλόσοφος Μιχαήλ Αποστόλιος (1420-1480).
Μετά τον θάνατο του Βησσαρίωνος, το 1472, ο Γαζής εγκατέλειψε τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε πάλι στην Καλαβρία, στη Μονή του Αγίου Ιωάννη εν Πίρο, όπου έζησε εν ηρεμία τα υπόλοιπα τρία χρόνια της ζωής του, μελετώντας και συγγράφοντας. Έσβησε το 1478, σε ηλικία 78 ετών.
Ο Θεόδωρος Γαζής άφησε πολλά συγγράμματα, όπως το περίφημο Γραμματικής εισαγωγή βιβλία τέσσερα, που εκδόθηκε από τον Άλδο Μανούτιο στη Βενετία (1495). Έγραψε επίσης Περί αττικών μηνών, που τυπώθηκε μαζί με τη Γραμματική, Περί αρχαιογονίας των Τούρκων (1556), εν είδει επιστολής προς τον Φραγκίσκο Φίλελφο, Αντιρρητικόν και Περί ακουσίου και εκουσίου. Μετέφρασε στη λατινική την Ομήρου Ιλιάδα και τη Βατραχομυομαχίαν, τα αριστοτελικά Προβλήματα (Aristotelis, Problemata), Μετά τα φυσικά και Περί Ουρανού, καθώς και τον Αφορισμό του Ιπποκράτη. Επίσης σχολίασε έργα του Πλάτωνος, του Θεόφραστου και του Αριστοτέλη. Τέλος, από το μεγάλο πλήθος των επιστολών που έγραψε, ελάχιστες διασώθηκαν. Ήταν τόσο άψογες οι μεταφράσεις του ώστε η λατινομάθειά του επαινέθηκε και από τον περίφημο Έρασμο. Μάλιστα, μετέφρασε από τη λατινική στην ελληνική γλώσσα το έργο του Κικέρωνος Κάτων ο πρεσβύτερος ή περίγηρως (Φλωρεντία, 1507) και την απειλητική επιστολή του πάπα Νικολάου Ε΄ προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, από τον οποίο απαιτούσε να υπογράψει την ένωση των Εκκλησιών.
Με τα παραπάνω έργα του ανήκει στους επιφανείς εκείνους Έλληνες λογίους, οι οποίοι -όταν κατέφυγαν στην Ιταλία- αναδείχτηκαν με το έργο τους σε σημαντικούς συντελεστές της αναβίωσης και της καλλιέργειας των ελληνικών σπουδών στη Δύση. Άλλωστε οι λόγιοι στην Ιταλία τον θεωρούσαν τον σεβαστότερο των Ελλήνων διδασκάλων.
Το γεγονός όμως που μας κάνει να τον θεωρήσουμε εκπρόσωπο των φυσιογνωστικών σπουδών και της ζωολογίας είναι οι πολλές εργασίες του φυσιογνωστικού και ζωολογικού περιεχομένου. Έγραψε κατά σειράν τα έργα Ό,τι η φύσις βολεύεται και Εγκώμιον κυνός, ενώ μετέφρασε στη λατινική το βιβλίο Ιστορίαι περί ζώων ή Περί Ζώων ιστορίας του Αριστοτέλη (De Historia Animalium), το Περί φυτών (De Historia plantarum) και το Περί ανέμων του Θεόφραστου, με τα οποία έκανε τους Λατίνους κοινωνούς στη φυσιογνωσία και τη ζωολογία των αρχαίων Ελλήνων.
Νείλος Διασσορίνος (14ος
αιώνας)
Ο λόγιος ιερωμένος του 14ου αιώνα Νείλος Διασσορίνος ή Νείλος Διασωρηνός, μητροπολίτης Ρόδου, ήταν συγγραφέας πολλών έργων της εκκλησιαστικής γραμματείας.
Ο Νείλος Διασσορίνος μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως ως ορυκτολόγος, επειδή συνέγραψε έναν ορυκτολογικό κατάλογο στον οποίο δίνει πολύτιμες και πρωτότυπες περιγραφές πολλών πολύτιμων λίθων και ορυκτών.
Ο λόγιος ιερωμένος του 14ου αιώνα Νείλος Διασσορίνος ή Νείλος Διασωρηνός, μητροπολίτης Ρόδου, ήταν συγγραφέας πολλών έργων της εκκλησιαστικής γραμματείας.
Ο Νείλος Διασσορίνος μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως ως ορυκτολόγος, επειδή συνέγραψε έναν ορυκτολογικό κατάλογο στον οποίο δίνει πολύτιμες και πρωτότυπες περιγραφές πολλών πολύτιμων λίθων και ορυκτών.
ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ
Γεώργιος Κωδινός ο Κουροπαλάτης (15ος αιώνας)
Όσον αφορά τη γεωγραφία με την ευρεία έννοια, μπορούμε να πούμε ότι κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Βυζαντίου την υπηρετεί ο ιστορικός, τοπογράφος και γεωγράφος Γεώργιος Κωδινός (μέσα του 15ου αιώνα), ο οποίος συχνά αναφέρεται με τον αυλικό του τίτλο, του κουροπαλάτη.
Πράγματι, γεωγραφικό έργο μπορεί να θεωρηθεί η περιγραφή των αρχαίων μνημείων της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτές οι περιγραφές είναι διάφορα ερανίσματα με τον τίτλο τα Πάτρια της Κωνσταντινουπόλεως, που αποδίδονται στον Γεώργιο Κωδινό. Το έργο παραδόθηκε σε χειρόγραφα του 15ου και του 16ου αιώνα, αλλά μάλλον πρέπει να συντάχτηκε επί Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, γύρω στο 995.
Πάντως, σύμφωνα με τον Σ. Δ. Κοντογιάννη: Κακώς επικράτησε τα Πάτρια της Κωνσταντινουπόλεως να αποδίδονται στον Γεώργιο Κωδινό. Τα Πάτρια, που είναι μάλλον έργο του 9ου αιώνα, είναι σπουδαία πηγή για την ίδρυση, την τοπογραφία και τα οικοδομήματα της Κωνσταντινουπόλεως και αποτελούν συλλογή των παρακάτω πέντε πραγματειών: α) Παρεκβολαί από τη βίβλο του Χρονικού περί των πατρίων της Κωνσταντινουπόλεως, που πραγματεύονται την κτίση της Βασιλεύουσας, β) η σχηματογραφία της Κωνσταντινουπόλεως, γ) τα αγάλματα, οι στήλες και τα θεάματα της Κωνσταντινουπόλεως, δ) τα κτίσματα της Κωνσταντινουπόλεως και ε) η οικοδομή του ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας. Συγγραφέα των Πατρίων θεωρούσαν μέχρι πρότινος τον Γεώργιο Κωδινό, επειδή σε ορισμένα χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα αναφερόταν το όνομά του. Σήμερα, η νεότερη έρευνα έδειξε ότι είναι έργο αναμφισβήτητα παλαιότερο, πιθανότατα του 10ου αιώνα (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς -Μπριτάνικα, 1996, τόμος 37ος, σελ. 79).
Τέλος, το ιστορικό έργο του Χρονογραφία είναι σύντομη χρονική αναγραφή -χωρίς ιδιαίτερες ιστορικές πληροφορίες- από κτίσεως κόσμου έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Σημειώνουμε ότι τα άπαντα του Γεώργιου Κωδινού περιλαμβάνονται στον 157ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας (P.G. 157). Τα Πάτρια της Κωνσταντινουπόλεως, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εκδόθηκαν αρχικά από τον Lambetius στο Παρίσι (1655), ενώ στη συνέχεια ανατυπώθηκαν στη Βενετία (1729). Αργότερα εκδόθηκαν από τον Immanuel Bekker στη Βόννη (1847) και τέλος στη Λειψία από τον Th. Preger (Εdit. Teubneri, 1907).
Γεώργιος Κωδινός ο Κουροπαλάτης (15ος αιώνας)
Όσον αφορά τη γεωγραφία με την ευρεία έννοια, μπορούμε να πούμε ότι κατά την τελευταία περίοδο της ζωής του Βυζαντίου την υπηρετεί ο ιστορικός, τοπογράφος και γεωγράφος Γεώργιος Κωδινός (μέσα του 15ου αιώνα), ο οποίος συχνά αναφέρεται με τον αυλικό του τίτλο, του κουροπαλάτη.
Πράγματι, γεωγραφικό έργο μπορεί να θεωρηθεί η περιγραφή των αρχαίων μνημείων της Κωνσταντινουπόλεως. Αυτές οι περιγραφές είναι διάφορα ερανίσματα με τον τίτλο τα Πάτρια της Κωνσταντινουπόλεως, που αποδίδονται στον Γεώργιο Κωδινό. Το έργο παραδόθηκε σε χειρόγραφα του 15ου και του 16ου αιώνα, αλλά μάλλον πρέπει να συντάχτηκε επί Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου, γύρω στο 995.
Πάντως, σύμφωνα με τον Σ. Δ. Κοντογιάννη: Κακώς επικράτησε τα Πάτρια της Κωνσταντινουπόλεως να αποδίδονται στον Γεώργιο Κωδινό. Τα Πάτρια, που είναι μάλλον έργο του 9ου αιώνα, είναι σπουδαία πηγή για την ίδρυση, την τοπογραφία και τα οικοδομήματα της Κωνσταντινουπόλεως και αποτελούν συλλογή των παρακάτω πέντε πραγματειών: α) Παρεκβολαί από τη βίβλο του Χρονικού περί των πατρίων της Κωνσταντινουπόλεως, που πραγματεύονται την κτίση της Βασιλεύουσας, β) η σχηματογραφία της Κωνσταντινουπόλεως, γ) τα αγάλματα, οι στήλες και τα θεάματα της Κωνσταντινουπόλεως, δ) τα κτίσματα της Κωνσταντινουπόλεως και ε) η οικοδομή του ναού της Αγίας του Θεού Σοφίας. Συγγραφέα των Πατρίων θεωρούσαν μέχρι πρότινος τον Γεώργιο Κωδινό, επειδή σε ορισμένα χειρόγραφα του 15ου και 16ου αιώνα αναφερόταν το όνομά του. Σήμερα, η νεότερη έρευνα έδειξε ότι είναι έργο αναμφισβήτητα παλαιότερο, πιθανότατα του 10ου αιώνα (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς -Μπριτάνικα, 1996, τόμος 37ος, σελ. 79).
Τέλος, το ιστορικό έργο του Χρονογραφία είναι σύντομη χρονική αναγραφή -χωρίς ιδιαίτερες ιστορικές πληροφορίες- από κτίσεως κόσμου έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Σημειώνουμε ότι τα άπαντα του Γεώργιου Κωδινού περιλαμβάνονται στον 157ο τόμο της Ελληνικής Πατρολογίας (P.G. 157). Τα Πάτρια της Κωνσταντινουπόλεως, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εκδόθηκαν αρχικά από τον Lambetius στο Παρίσι (1655), ενώ στη συνέχεια ανατυπώθηκαν στη Βενετία (1729). Αργότερα εκδόθηκαν από τον Immanuel Bekker στη Βόννη (1847) και τέλος στη Λειψία από τον Th. Preger (Εdit. Teubneri, 1907).
ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟ ΤΟΥ
ΜΥΣΤΡΑ
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, όπως ήδη είδαμε, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εκτός από τις αυτοκρατορίες και τα δεσποτάτα και κάποια άλλα κρατίδια. Ένα από αυτά ήταν το πριγκιπάτο της Αχαΐας με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα. Ιδρύθηκε από τους Γάλλους σταυροφόρους Γουλιέλμο Σαμπλίτ και Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο και οργανώθηκε σύμφωνα με τη δυτικοευρωπαϊκή φεουδαρχική τάξη χωριζόμενο σε δώδεκα βαρωνίες.
Το πριγκιπάτο της Αχαΐας έμεινε στην οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων μέχρις ότου προσαρτήθηκε στις κτήσεις των Παλαιολόγων. Παρακολουθώντας την ιστορία του βλέπουμε ότι ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, γαμπρός του δεσπότη της Ηπείρου -αφού εκείνη την εποχή συγγενικοί δεσμοί ένωναν μεταξύ τους όλες τις ισχυρές βασιλικές οικογένειες-, βοήθησε τον πεθερό του στον πόλεμο κατά του Μιχαήλ Παλαιoλόγου, συναυτοκράτορα τότε της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Όμως, στη μάχη της Πελαγονίας (1259), κοντά στο Μοναστήριο, νικήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Κρατήθηκε δέσμιος τρία ολόκληρα χρόνια και τα λύτρα που έπρεπε να πληρώσει για να απελευθερωθούν αυτός και οι βαρώνοι του περιλάμβαναν τρία φρούρια της Λακωνίας, αυτά της Μονεμβασιάς, της Μάνης και του Μυστρά, τα οποία και παραχώρησε στον Παλαιολόγο . Κατ' αυτόν τον τρόπο σχηματίστηκε, το 1262, στην Πελοπόννησο, μια βυζαντινή επαρχία, η οποία σταδιακά αυξανόταν σε έκταση και δύναμη, ώσπου κατά τον 14ο αιώνα αναδιοργανώθηκε ριζικά και αποτέλεσε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος. Το κρατίδιο αυτό είχε ως πρωτεύουσά του τον Μυστρά, και ονομάστηκε δεσποτάτο του Μυστρά ή του Μορέως (μέσα 14ου αιώνα). Δεσπότης του εθιμικά ορίστηκε να γίνεται ο δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Πρώτος δεσπότης του Μυστρά ανέλαβε ο Μανουήλ Καντακουζηνός (1348-1380), γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, που έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία του νέου αυτού ελληνικού κράτους. Ακολούθησαν ο Ματθαίος (1380-1383) και ο Δημήτριος Καντακουζηνός (1383-1384). Με τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1384-1407) η εξουσία πέρασε στους Παλαιολόγους. Υπό τη δυναστεία τους το δεσποτάτο απλώθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και έγινε κέντρο της εθνικής αναγεννήσεως. Ακολούθησαν ο Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος (1407-1443), δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (1443-1449), ο μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Το 1460 ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε, χωρίς μάχη το οχυρωμένο δεσποτάτο στους Τούρκους.
Ο Μυστράς, αυτή η απροσπέλαστη ελληνική γωνιά στο άκρο της Πελοποννήσου, αναπτύχθηκε γοργά και κατά τον 14ο-15ο αιώνα βρισκόταν στην ακμή του. Αποτέλεσε εμπορικό και πνευματικό κέντρο της εποχής του και σ' αυτό το βοήθησαν σημαντικά οι σχέσεις του με την Ιταλία. Μάλιστα, σύμφωνα με τον καθηγητή Νίκο Ζία, στον Μυστρά συντελέστηκε η τελευταία λάμψη της βυζαντινής τέχνης, ενώ είναι σημαντικότατος και ο ρόλος του δεσποτάτου στη μετάβαση από το Βυζάντιο στον νέο Ελληνισμό.
Έτσι, στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μια πνευματική άνθηση συμβαίνει στον Μυστρά και σ' αυτό συνέβαλε πολύ η πολυσχιδής προσωπικότητα του πολυΐστορα πλατωνικού φιλοσόφου Γεώργιου Γεμιστού (1360-1452), ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Πλήθων και έζησε επί είκοσι χρόνια στο δεσποτάτο όπου ίδρυσε Πλατωνική Ακαδημία με πλήθος μαθητών.
Ο Γεμιστός λάμπρυνε με τη δράση του την εποχή του, έγινε πόλος έλξεως πολλών σπουδαίων λογίων στον Μυστρά προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του και ως γνήσιος Έλληνας πίστευε ότι από αυτή την άκρη της Πελοποννήσου, αυτή τη γνήσια ελληνική γη, θα ξεπηδήσουν τα μεγαλύτερα και θαυμαστότερα έργα που θα πετύχει ο νέος Ελληνισμός της Αναγέννησης.
Η πτώση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204, όπως ήδη είδαμε, είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εκτός από τις αυτοκρατορίες και τα δεσποτάτα και κάποια άλλα κρατίδια. Ένα από αυτά ήταν το πριγκιπάτο της Αχαΐας με πρωτεύουσα την Ανδραβίδα. Ιδρύθηκε από τους Γάλλους σταυροφόρους Γουλιέλμο Σαμπλίτ και Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο και οργανώθηκε σύμφωνα με τη δυτικοευρωπαϊκή φεουδαρχική τάξη χωριζόμενο σε δώδεκα βαρωνίες.
Το πριγκιπάτο της Αχαΐας έμεινε στην οικογένεια των Βιλλεαρδουίνων μέχρις ότου προσαρτήθηκε στις κτήσεις των Παλαιολόγων. Παρακολουθώντας την ιστορία του βλέπουμε ότι ο πρίγκιπας Γουλιέλμος Βιλλεαρδουίνος, γαμπρός του δεσπότη της Ηπείρου -αφού εκείνη την εποχή συγγενικοί δεσμοί ένωναν μεταξύ τους όλες τις ισχυρές βασιλικές οικογένειες-, βοήθησε τον πεθερό του στον πόλεμο κατά του Μιχαήλ Παλαιoλόγου, συναυτοκράτορα τότε της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Όμως, στη μάχη της Πελαγονίας (1259), κοντά στο Μοναστήριο, νικήθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Κρατήθηκε δέσμιος τρία ολόκληρα χρόνια και τα λύτρα που έπρεπε να πληρώσει για να απελευθερωθούν αυτός και οι βαρώνοι του περιλάμβαναν τρία φρούρια της Λακωνίας, αυτά της Μονεμβασιάς, της Μάνης και του Μυστρά, τα οποία και παραχώρησε στον Παλαιολόγο . Κατ' αυτόν τον τρόπο σχηματίστηκε, το 1262, στην Πελοπόννησο, μια βυζαντινή επαρχία, η οποία σταδιακά αυξανόταν σε έκταση και δύναμη, ώσπου κατά τον 14ο αιώνα αναδιοργανώθηκε ριζικά και αποτέλεσε ένα μικρό ανεξάρτητο κράτος. Το κρατίδιο αυτό είχε ως πρωτεύουσά του τον Μυστρά, και ονομάστηκε δεσποτάτο του Μυστρά ή του Μορέως (μέσα 14ου αιώνα). Δεσπότης του εθιμικά ορίστηκε να γίνεται ο δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου.
Πρώτος δεσπότης του Μυστρά ανέλαβε ο Μανουήλ Καντακουζηνός (1348-1380), γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, που έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία του νέου αυτού ελληνικού κράτους. Ακολούθησαν ο Ματθαίος (1380-1383) και ο Δημήτριος Καντακουζηνός (1383-1384). Με τον Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1384-1407) η εξουσία πέρασε στους Παλαιολόγους. Υπό τη δυναστεία τους το δεσποτάτο απλώθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και έγινε κέντρο της εθνικής αναγεννήσεως. Ακολούθησαν ο Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος (1407-1443), δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (1443-1449), ο μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Το 1460 ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε, χωρίς μάχη το οχυρωμένο δεσποτάτο στους Τούρκους.
Ο Μυστράς, αυτή η απροσπέλαστη ελληνική γωνιά στο άκρο της Πελοποννήσου, αναπτύχθηκε γοργά και κατά τον 14ο-15ο αιώνα βρισκόταν στην ακμή του. Αποτέλεσε εμπορικό και πνευματικό κέντρο της εποχής του και σ' αυτό το βοήθησαν σημαντικά οι σχέσεις του με την Ιταλία. Μάλιστα, σύμφωνα με τον καθηγητή Νίκο Ζία, στον Μυστρά συντελέστηκε η τελευταία λάμψη της βυζαντινής τέχνης, ενώ είναι σημαντικότατος και ο ρόλος του δεσποτάτου στη μετάβαση από το Βυζάντιο στον νέο Ελληνισμό.
Έτσι, στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μια πνευματική άνθηση συμβαίνει στον Μυστρά και σ' αυτό συνέβαλε πολύ η πολυσχιδής προσωπικότητα του πολυΐστορα πλατωνικού φιλοσόφου Γεώργιου Γεμιστού (1360-1452), ο οποίος άλλαξε το όνομά του σε Πλήθων και έζησε επί είκοσι χρόνια στο δεσποτάτο όπου ίδρυσε Πλατωνική Ακαδημία με πλήθος μαθητών.
Ο Γεμιστός λάμπρυνε με τη δράση του την εποχή του, έγινε πόλος έλξεως πολλών σπουδαίων λογίων στον Μυστρά προκειμένου να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του και ως γνήσιος Έλληνας πίστευε ότι από αυτή την άκρη της Πελοποννήσου, αυτή τη γνήσια ελληνική γη, θα ξεπηδήσουν τα μεγαλύτερα και θαυμαστότερα έργα που θα πετύχει ο νέος Ελληνισμός της Αναγέννησης.
Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων
- O πρώτος Νεοέλληνας
Ο σπουδαίος αυτός πλατωνικός φιλόσοφος, ουμανιστής, γραμματικός, θεολόγος και νεωτεριστής γεννήθηκε το 1360 στηνΚωνσταντινούπολη από πλούσιους γονείς. Στη Βασιλεύουσα ο Γεώργιος Γεμιστόςπρέπει να μυήθηκε στην πλατωνική σκέψη. Ωστόσο σε ηλικία είκοσι ετών εγκατέλειψε την Πόλη και βρέθηκε στην Αδριανούπολη, τότε πρωτεύουσα του Οθωμανού ηγεμόνα Μουράτ Α΄, ο οποίος -επιδεικνύοντας πνεύμα ανεξιθρησκείας- την είχε καταστήσει πόλη συνάντησης πολλών προσωπικοτήτων και φιλοσοφικών ρευμάτων. Εκείμαθήτευσε κοντά στον Ιουδαίο αριστοτελικό φιλόσοφο Ελισσαίο. Μετά τον θάνατο του δασκάλου τουεπισκέφθηκε την Κύπρο, την Παλαιστίνη και άλλες χώρες. Τελικά, επέστρεψε στην Πόλη.Στη συνέχεια, μάλλον μετά το 1393, αποφάσισε να πάει στον Μυστρά των Παλαιολόγων, μία απότις τελευταίες ελεύθερες και ακμαίες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου δίδαξε φιλοσοφία στην Αυλή των δεσποτών. Φιλόσοφος, αλλά και πνεύμα πρακτικό, δεν περιορίστηκε στον ρόλο του σοφού δασκάλου• αντιθέτως έθεσε τις γνώσεις του στην υπηρεσία των ηγεμόνων του δεσποτάτου, ενώ παράλληλα ασχολιόταν ενδελεχώς με τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, και ιδιαιτέρως του Πλάτωνος. Έτσι, στον Μυστρά χρημάτισε σύμβουλος των ηγεμόνων, ανώτατος δικαστής, συγγραφέας και σχολάρχης, αφού ίδρυσε και σχολή με πλήθος μαθητών από πολλές περιοχές του Βυζαντίου. Αναφέρονται ως μαθητές του ο Βησσαρίων, ο Μάρκος ο Ευγενικός, ο Μιχαήλ Αποστόλης, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί λόγιοι.
Στον Μυστρά διαμορφώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του φιλοσοφικού, θρησκευτικού, πολιτικού και κοινωνικού στοχασμού του, που είχε στόχο την επιβίωση και την αναγέννηση του Ελληνισμού. Την αναγεννημένη ελληνική εθνική συνείδηση φανερώνει η φράση του: Έσμεν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί, δηλαδή: Γιατί εμείς είμαστε Έλληνες στην καταγωγή, όπως και η γλώσσα και η πατροπαράδοτη παιδεία μαρτυρούν.
Σημειώνουμε ότι σε όλες τις φιλοσοφικές προσπάθειές του καθοδηγούνταν από τη θεμελιώδη ιδέα της αναγέννησης του ελληνικού έθνους με πυλώνες την παιδεία και την επιστήμη. Ο ίδιος πρότεινε μέτρα και συνέταξε, μεταξύ των ετών 1416 και 1423, υπομνήματα και λόγους προς τους δεσπότες του Μυστρά, για τη σωστή και ισορροπημένη κοινωνική οργάνωση μιας νέας ελληνικής πολιτείας: φορολογική μεταρρύθμιση, εθνικοποίηση των γαιών, αναδασμό της γης, έξαρση της ιδέας της κοινής φυλετικής καταγωγής, αμιγή εθνικό στρατό αντί του μισθοφορικού, απόλυτο κρατικό έλεγχο του εμπορίου. Παράλληλα όμως πίστευε στη διάκριση των πολιτών σε τρεις κατηγορίες: α) πολιτικούς άρχοντες, δικαστές και στρατιωτικούς, β) τεχνίτες και εμπόρους, γ) γεωργούς-αγρότες.
Επηρεασμένος από τις αρχές της πλατωνικής πολιτείας θεωρούσε ως υπεύθυνους για την παρακμή της αυτοκρατορίας τον πληθωρικό μοναχισμό και την κακή εκκλησιαστική διοίκηση. Γι' αυτό επιζητούσε την επιστροφή στις ρίζες και τις αρχαίες ελληνικές εθνικές αντιλήψεις. Γεμάτος ενθουσιασμό για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ήθελε να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια θρησκεία βασισμένη στις αρχές του Πλάτωνος και του Νεοπλατωνισμού.
Όσον αφορά τη νέα εθνική θρησκεία, πίστευε ότι ήταν προ των πυλών και ο ίδιος ήθελε να επιταχύνει την έλευσή της. Προς τον σκοπό αυτό συνέταξε βιβλίο εθνικών προσευχών, σύμφωνα με τα συγγράμματα του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Ιάμβλιχου. Επίσης, αντικατέστησε την Αγία Τριάδα με τις τρεις τάξεις των εθνικών θεών (ουρανίων, χθονίων και ταρταρίων). Στη θρησκεία του δεχόταν τη μετεμψύχωση, την ειμαρμένη και την πολυγαμία των ανδρών, ενώ όριζε θανατική ποινή για όποιους θα έφερναν αντιρρήσεις για τη διδασκαλία του.
Στο πρόσωπο του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού ο νέος Ελληνισμός, όπως αναφέρουν πολλοί συγγραφείς, είχε βρει τον οραματιστή και κήρυκα της αναγέννησής του. Πράγματι, ο Πλήθων υπήρξε η τελευταία μεγάλη πνευματική αναλαμπή του βυζαντινού Ελληνισμού πριν από την πτώση του στους Οθωμανούς και ο πρώτος Νεοέλλην στους πολιτικοφιλοσοφικούς στοχασμούς του.
Οι δεσπότες του Μυστρά τον τιμούσαν και ως δείγμα της ευγνωμοσύνης τους προς τις υπηρεσίες του παραχωρούσαν με χρυσόβουλλα σημαντικές εκτάσεις γης, τόσο σ' αυτόν όσο και σε μέλη της οικογένειάς του.
Ο Γεμιστός συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448) και τον πατριάρχη Ιωσήφ, ως μέλος της πολυμελούς βυζαντινής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο της Φεράρας (1438) και της Φλωρεντίας (1439) για την ένωση των Εκκλησιών (1437-1439). Στη Φλωρεντία, όπου παρέμεινε για μια διετία, εκφώνησε την περίφημη ομιλία-πραγματεία του Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται, με την οποία έγινε ο εισηγητής του Πλατωνισμού στην Ιταλία. Το έργο του αυτό προκάλεσε οξεία αντιπαλότητα μεταξύ των οπαδών της πλατωνικής και των οπαδών της αριστοτελικής φιλοσοφίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος. Ταυτόχρονα, η έντονη προσωπικότητά του επηρέασε τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόσιμο των Μεδίκων (Cosimo dei Medici) και τον έπεισε να ιδρύσει την Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας (1459), μια σχολή η οποία αποτέλεσε από τα κυριότερα φυτώρια της διάδοσης της πλατωνικής φιλοσοφικής σκέψης στη Δύση. Αυτό υπήρξε ένα ουσιαστικό βήμα στην αποστασιοποίηση των λογίων από τον τότε πανίσχυρο Αριστοτελισμό, που μέσω του Θωμισμού -από τον Θωμά τον Ακινάτη- του Σχολαστικισμού και της Εκκλησίας είχε γίνει από τα βασικά θεμέλια του θρησκευτικού δόγματος. Οι δεσμοί του με την Ιταλία ήταν τόσο στενοί, ώστε θεωρείται πραγματικός ουμανιστής και ο αναγεννητής της πλατωνικής φιλοσοφίας στη Δύση. Εισάγοντας τον Νεοπλατωνισμό στη Δύση, με όλες τις τότε αριθμολογικές δοξασίες -για να ακριβολογούμε ανάμεικτες με κάποιο συμβολικό μυστικισμό- προπαρασκεύασε τα πνεύματα της εποχής στο να κατανοήσουν ότι η φυσική έρευνα δεν πρέπει να είναι μόνο ποιοτική αλλά και ποσοτική, στηριζόμενη στην έκφραση των φυσικών σχέσεων διά των αριθμών. Την πλατωνική κίνηση στην Ιταλία την ενίσχυσαν οι μαθητές του Πλήθωνος, με επικεφαλής τον λόγιο Βησσαρίωνα. Τελικά, εκτός από τη γενικότερη συμβολή του στη διαμόρφωση του Ανθρωπισμού στην Ιταλία, ο Πλατωνισμός από φιλοσοφική άποψη αποτέλεσε ισχυρότατο αντίποδα του αναπτυσσόμενου τότε Σχολαστικισμού, και παράλληλα συνετέλεσε εμμέσως στην απαλλαγή των φιλοσοφικών απόψεων του Αριστοτέλη από το θωμιστικό και αραβικό περίβλημά τους.
Πιθανότατα στην Ιταλία, ο Γεώργιος Γεμιστός πήρε και το προσωνύμιο Πλήθων. Η αλλαγή του ονόματός του μάλλον έγινε τότε που ο φιλόσοφος ζούσε στο περιβάλλον ενός κόσμου όπου το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας φαινόταν να ξαναγεννιέται. Εξάλλου ήθελε να καταστήσει ελληνικότερο το επίθετό του και να μοιάζει ηχητικά με το Πλάτων, το όνομα του αγαπημένου του φιλοσόφου.
Έτσι, και μόνο επειδή συμβούλεψε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να στηριχτεί στο ελληνικό στοιχείο της Πόλης και να αγνοήσει τις συμβουλές των ενωτικών για βοήθεια από τη Δύση, τον κατατάσσουμε στους ανθενωτικούς. Σημειώνουμε επιπλέον ότι δεν προσυπέγραψε ποτέ τα πρακτικά της ένωσης των Εκκλησιών, η οποία γιορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια στις 6 Ιουλίου του 1439 στον ναό της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε στη Φλωρεντία. Οι θέσεις του αυτές υπαγορεύονταν όχι μόνο από τις θεολογικές διαφορές, αλλά και από τη βαθιά πεποίθησή του ότι η υποταγή της Ανατολής στη Δύση, πέρα από την «αισχύνη» που θα συνεπαγόταν, θα έκανε ανέφικτη την αναγέννηση του Ελληνισμού. Το 1441 ο Πλήθων επέστρεψε στον αγαπημένο του Μυστρά, όπου μετά από χρόνια τον συνάντησε, υπέργηρο πλέον, κατά δική του μαρτυρία ο Φραγκίσκος Φίλελφος.
Ουσιαστικά, ο 15ος αιώνας είναι η εποχή που ο Ελληνισμός δεχόταν ισχυρά πλήγματα τόσο από την προέλαση των Τούρκων όσο και από τη διείσδυση των Λατίνων στον ελληνικό χώρο. Ο Ελληνισμός συρρικνωνόταν, αλλά παράλληλα συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να αναγεννηθεί μέσα από τις συμφορές του. Αυτή την πάλη προς όλες τις κατευθύνσεις και τη θέληση αναγέννησης του Ελληνισμού από τις στάχτες του την εκπροσωπεί κυρίως ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός.
Γενικά, η ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της υπό κατάρρευση εποχής του. Πιθανότατα ήταν ο μεγαλύτερος πρωτότυπος φιλόσοφος του Βυζαντίου. Απεβίωσε στη Σπάρτη στις 26 Ιουνίου του 1452, ημέρα Δευτέρα και ώρα πρώτη πρωινή (Σπυρίδων Λάμπρου, Νέος Ελληνομνήμων 7, 1910, 6). Οι μαθητές του, ο Βησσαρίων, ο Γεώργιος Ερμώνυμος , οποίος εκφώνησε τον επικήδειο, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Γρηγόριος ο Μοναχός κ.ά., πένθησαν την απώλεια του δασκάλου τους με κείμενα, τα οποία απηχούσαν τον θαυμασμό τους για το έργο του, για την αρετή του και για το φιλοσοφικό πιστεύω του.
Δηλαδή, ο Πλήθων, ευτυχώς γι' αυτόν, απεβίωσε έναν χρόνο πριν να δει την παντελή καταστροφή της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ωστόσο έφυγε χωρίς να χαρεί την ευόδωση των φιλοσοφικών οραμάτων του, αλλά βλέποντας τη διάψευση των ελπίδων του για έναν ελεύθερο και αναγεννημένο Ελληνισμό. Εντούτοις, όσον κι αν φαίνεται ουτοπιστικό το όραμά του και το σχέδιό του, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε κάτι τέτοιους ουτοπιστές βασίστηκε η αναγέννηση του Ελληνισμού, πράγμα που άλλωστε τονίζει ο Γάλλος βυζαντινολόγος Charles Diehl: Ενώ η Κωνσταντινούπολη εξασθενεί και πέφτει, ένα νέο κράτος προσπαθεί να δημιουργηθεί στον Μορέα. Και όσο και αν φαίνονταν μάταιες οι προσπάθειες αυτές και όσο άσκοπες και αν ήταν οι σχετικές με αυτές επιθυμίες, εντούτοις, η αναζωογόνηση της συνειδήσεως του Ελληνισμού και η αφανής προετοιμασία για ένα καλύτερο μέλλον, αποτελούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αξιόλογα φαινόμενα της βυζαντινής ιστορίας (Études byzantines: Introduction à l' histoire de Byzance, Les études d' histoire Byzantine en 1905, Paris 1905, 232).
Σύμφωνα με τον Ρώσο βυζαντινολόγο Α. Α. Vasiliev: Το 1465, ένας Ιταλός, καταγόμενος από την περίφημη οικογένεια των Μαλατέστα, πήγε στη Σπάρτη και μετέφερε την τέφρα του Πλήθωνος, στην πόλη Ρίμινι, όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα στην εκκλησία του San Francisco (Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 324-1453, 1971, σελ. 879). Σημειώνουμε ότι αυτός ήταν ο ηγεμόνας του Ρίμινι Σιγισμούνδος Παντόλφο-Μαλατέστα (1417-1468), ο οποίος, όταν το 1464 κατέλαβε -ως εκπρόσωπος των Ενετών- για μικρό χρονικό διάστημα τον Μυστρά, μετέφερε στο Ρίμινι τα οστά του ονομαστού φιλοσόφου, τα οποία σήμερα αναπαύονται σε μαρμάρινη λάρνακα στο Tempio Malatestiano στον ναό του Αγίου Φραγκίσκου, πλάι στους τάφους των άλλων σοφών της Αυλής του. Ίσως θα έπρεπε ο Δήμος Σπάρτης να τα ζητήσει πίσω και να τιμήσει παντοιοτρόπως τον πλέον περίφημο φιλόσοφο του μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Ο σπουδαίος αυτός πλατωνικός φιλόσοφος, ουμανιστής, γραμματικός, θεολόγος και νεωτεριστής γεννήθηκε το 1360 στηνΚωνσταντινούπολη από πλούσιους γονείς. Στη Βασιλεύουσα ο Γεώργιος Γεμιστόςπρέπει να μυήθηκε στην πλατωνική σκέψη. Ωστόσο σε ηλικία είκοσι ετών εγκατέλειψε την Πόλη και βρέθηκε στην Αδριανούπολη, τότε πρωτεύουσα του Οθωμανού ηγεμόνα Μουράτ Α΄, ο οποίος -επιδεικνύοντας πνεύμα ανεξιθρησκείας- την είχε καταστήσει πόλη συνάντησης πολλών προσωπικοτήτων και φιλοσοφικών ρευμάτων. Εκείμαθήτευσε κοντά στον Ιουδαίο αριστοτελικό φιλόσοφο Ελισσαίο. Μετά τον θάνατο του δασκάλου τουεπισκέφθηκε την Κύπρο, την Παλαιστίνη και άλλες χώρες. Τελικά, επέστρεψε στην Πόλη.Στη συνέχεια, μάλλον μετά το 1393, αποφάσισε να πάει στον Μυστρά των Παλαιολόγων, μία απότις τελευταίες ελεύθερες και ακμαίες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπου δίδαξε φιλοσοφία στην Αυλή των δεσποτών. Φιλόσοφος, αλλά και πνεύμα πρακτικό, δεν περιορίστηκε στον ρόλο του σοφού δασκάλου• αντιθέτως έθεσε τις γνώσεις του στην υπηρεσία των ηγεμόνων του δεσποτάτου, ενώ παράλληλα ασχολιόταν ενδελεχώς με τη μελέτη των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, και ιδιαιτέρως του Πλάτωνος. Έτσι, στον Μυστρά χρημάτισε σύμβουλος των ηγεμόνων, ανώτατος δικαστής, συγγραφέας και σχολάρχης, αφού ίδρυσε και σχολή με πλήθος μαθητών από πολλές περιοχές του Βυζαντίου. Αναφέρονται ως μαθητές του ο Βησσαρίων, ο Μάρκος ο Ευγενικός, ο Μιχαήλ Αποστόλης, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης και πολλοί άλλοι λιγότερο γνωστοί λόγιοι.
Στον Μυστρά διαμορφώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του φιλοσοφικού, θρησκευτικού, πολιτικού και κοινωνικού στοχασμού του, που είχε στόχο την επιβίωση και την αναγέννηση του Ελληνισμού. Την αναγεννημένη ελληνική εθνική συνείδηση φανερώνει η φράση του: Έσμεν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί, δηλαδή: Γιατί εμείς είμαστε Έλληνες στην καταγωγή, όπως και η γλώσσα και η πατροπαράδοτη παιδεία μαρτυρούν.
Σημειώνουμε ότι σε όλες τις φιλοσοφικές προσπάθειές του καθοδηγούνταν από τη θεμελιώδη ιδέα της αναγέννησης του ελληνικού έθνους με πυλώνες την παιδεία και την επιστήμη. Ο ίδιος πρότεινε μέτρα και συνέταξε, μεταξύ των ετών 1416 και 1423, υπομνήματα και λόγους προς τους δεσπότες του Μυστρά, για τη σωστή και ισορροπημένη κοινωνική οργάνωση μιας νέας ελληνικής πολιτείας: φορολογική μεταρρύθμιση, εθνικοποίηση των γαιών, αναδασμό της γης, έξαρση της ιδέας της κοινής φυλετικής καταγωγής, αμιγή εθνικό στρατό αντί του μισθοφορικού, απόλυτο κρατικό έλεγχο του εμπορίου. Παράλληλα όμως πίστευε στη διάκριση των πολιτών σε τρεις κατηγορίες: α) πολιτικούς άρχοντες, δικαστές και στρατιωτικούς, β) τεχνίτες και εμπόρους, γ) γεωργούς-αγρότες.
Επηρεασμένος από τις αρχές της πλατωνικής πολιτείας θεωρούσε ως υπεύθυνους για την παρακμή της αυτοκρατορίας τον πληθωρικό μοναχισμό και την κακή εκκλησιαστική διοίκηση. Γι' αυτό επιζητούσε την επιστροφή στις ρίζες και τις αρχαίες ελληνικές εθνικές αντιλήψεις. Γεμάτος ενθουσιασμό για τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, ήθελε να δημιουργήσει μια νέα παγκόσμια θρησκεία βασισμένη στις αρχές του Πλάτωνος και του Νεοπλατωνισμού.
Όσον αφορά τη νέα εθνική θρησκεία, πίστευε ότι ήταν προ των πυλών και ο ίδιος ήθελε να επιταχύνει την έλευσή της. Προς τον σκοπό αυτό συνέταξε βιβλίο εθνικών προσευχών, σύμφωνα με τα συγγράμματα του νεοπλατωνικού φιλόσοφου Ιάμβλιχου. Επίσης, αντικατέστησε την Αγία Τριάδα με τις τρεις τάξεις των εθνικών θεών (ουρανίων, χθονίων και ταρταρίων). Στη θρησκεία του δεχόταν τη μετεμψύχωση, την ειμαρμένη και την πολυγαμία των ανδρών, ενώ όριζε θανατική ποινή για όποιους θα έφερναν αντιρρήσεις για τη διδασκαλία του.
Στο πρόσωπο του φιλοσόφου Γεωργίου Γεμιστού ο νέος Ελληνισμός, όπως αναφέρουν πολλοί συγγραφείς, είχε βρει τον οραματιστή και κήρυκα της αναγέννησής του. Πράγματι, ο Πλήθων υπήρξε η τελευταία μεγάλη πνευματική αναλαμπή του βυζαντινού Ελληνισμού πριν από την πτώση του στους Οθωμανούς και ο πρώτος Νεοέλλην στους πολιτικοφιλοσοφικούς στοχασμούς του.
Οι δεσπότες του Μυστρά τον τιμούσαν και ως δείγμα της ευγνωμοσύνης τους προς τις υπηρεσίες του παραχωρούσαν με χρυσόβουλλα σημαντικές εκτάσεις γης, τόσο σ' αυτόν όσο και σε μέλη της οικογένειάς του.
Ο Γεμιστός συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο (1425-1448) και τον πατριάρχη Ιωσήφ, ως μέλος της πολυμελούς βυζαντινής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο της Φεράρας (1438) και της Φλωρεντίας (1439) για την ένωση των Εκκλησιών (1437-1439). Στη Φλωρεντία, όπου παρέμεινε για μια διετία, εκφώνησε την περίφημη ομιλία-πραγματεία του Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται, με την οποία έγινε ο εισηγητής του Πλατωνισμού στην Ιταλία. Το έργο του αυτό προκάλεσε οξεία αντιπαλότητα μεταξύ των οπαδών της πλατωνικής και των οπαδών της αριστοτελικής φιλοσοφίας, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος. Ταυτόχρονα, η έντονη προσωπικότητά του επηρέασε τον ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόσιμο των Μεδίκων (Cosimo dei Medici) και τον έπεισε να ιδρύσει την Πλατωνική Ακαδημία της Φλωρεντίας (1459), μια σχολή η οποία αποτέλεσε από τα κυριότερα φυτώρια της διάδοσης της πλατωνικής φιλοσοφικής σκέψης στη Δύση. Αυτό υπήρξε ένα ουσιαστικό βήμα στην αποστασιοποίηση των λογίων από τον τότε πανίσχυρο Αριστοτελισμό, που μέσω του Θωμισμού -από τον Θωμά τον Ακινάτη- του Σχολαστικισμού και της Εκκλησίας είχε γίνει από τα βασικά θεμέλια του θρησκευτικού δόγματος. Οι δεσμοί του με την Ιταλία ήταν τόσο στενοί, ώστε θεωρείται πραγματικός ουμανιστής και ο αναγεννητής της πλατωνικής φιλοσοφίας στη Δύση. Εισάγοντας τον Νεοπλατωνισμό στη Δύση, με όλες τις τότε αριθμολογικές δοξασίες -για να ακριβολογούμε ανάμεικτες με κάποιο συμβολικό μυστικισμό- προπαρασκεύασε τα πνεύματα της εποχής στο να κατανοήσουν ότι η φυσική έρευνα δεν πρέπει να είναι μόνο ποιοτική αλλά και ποσοτική, στηριζόμενη στην έκφραση των φυσικών σχέσεων διά των αριθμών. Την πλατωνική κίνηση στην Ιταλία την ενίσχυσαν οι μαθητές του Πλήθωνος, με επικεφαλής τον λόγιο Βησσαρίωνα. Τελικά, εκτός από τη γενικότερη συμβολή του στη διαμόρφωση του Ανθρωπισμού στην Ιταλία, ο Πλατωνισμός από φιλοσοφική άποψη αποτέλεσε ισχυρότατο αντίποδα του αναπτυσσόμενου τότε Σχολαστικισμού, και παράλληλα συνετέλεσε εμμέσως στην απαλλαγή των φιλοσοφικών απόψεων του Αριστοτέλη από το θωμιστικό και αραβικό περίβλημά τους.
Πιθανότατα στην Ιταλία, ο Γεώργιος Γεμιστός πήρε και το προσωνύμιο Πλήθων. Η αλλαγή του ονόματός του μάλλον έγινε τότε που ο φιλόσοφος ζούσε στο περιβάλλον ενός κόσμου όπου το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας φαινόταν να ξαναγεννιέται. Εξάλλου ήθελε να καταστήσει ελληνικότερο το επίθετό του και να μοιάζει ηχητικά με το Πλάτων, το όνομα του αγαπημένου του φιλοσόφου.
Έτσι, και μόνο επειδή συμβούλεψε τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να στηριχτεί στο ελληνικό στοιχείο της Πόλης και να αγνοήσει τις συμβουλές των ενωτικών για βοήθεια από τη Δύση, τον κατατάσσουμε στους ανθενωτικούς. Σημειώνουμε επιπλέον ότι δεν προσυπέγραψε ποτέ τα πρακτικά της ένωσης των Εκκλησιών, η οποία γιορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια στις 6 Ιουλίου του 1439 στον ναό της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε στη Φλωρεντία. Οι θέσεις του αυτές υπαγορεύονταν όχι μόνο από τις θεολογικές διαφορές, αλλά και από τη βαθιά πεποίθησή του ότι η υποταγή της Ανατολής στη Δύση, πέρα από την «αισχύνη» που θα συνεπαγόταν, θα έκανε ανέφικτη την αναγέννηση του Ελληνισμού. Το 1441 ο Πλήθων επέστρεψε στον αγαπημένο του Μυστρά, όπου μετά από χρόνια τον συνάντησε, υπέργηρο πλέον, κατά δική του μαρτυρία ο Φραγκίσκος Φίλελφος.
Ουσιαστικά, ο 15ος αιώνας είναι η εποχή που ο Ελληνισμός δεχόταν ισχυρά πλήγματα τόσο από την προέλαση των Τούρκων όσο και από τη διείσδυση των Λατίνων στον ελληνικό χώρο. Ο Ελληνισμός συρρικνωνόταν, αλλά παράλληλα συγκέντρωνε τις δυνάμεις του για να αναγεννηθεί μέσα από τις συμφορές του. Αυτή την πάλη προς όλες τις κατευθύνσεις και τη θέληση αναγέννησης του Ελληνισμού από τις στάχτες του την εκπροσωπεί κυρίως ο φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός.
Γενικά, η ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο της υπό κατάρρευση εποχής του. Πιθανότατα ήταν ο μεγαλύτερος πρωτότυπος φιλόσοφος του Βυζαντίου. Απεβίωσε στη Σπάρτη στις 26 Ιουνίου του 1452, ημέρα Δευτέρα και ώρα πρώτη πρωινή (Σπυρίδων Λάμπρου, Νέος Ελληνομνήμων 7, 1910, 6). Οι μαθητές του, ο Βησσαρίων, ο Γεώργιος Ερμώνυμος , οποίος εκφώνησε τον επικήδειο, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, ο Γρηγόριος ο Μοναχός κ.ά., πένθησαν την απώλεια του δασκάλου τους με κείμενα, τα οποία απηχούσαν τον θαυμασμό τους για το έργο του, για την αρετή του και για το φιλοσοφικό πιστεύω του.
Δηλαδή, ο Πλήθων, ευτυχώς γι' αυτόν, απεβίωσε έναν χρόνο πριν να δει την παντελή καταστροφή της ιδιαίτερης πατρίδας του. Ωστόσο έφυγε χωρίς να χαρεί την ευόδωση των φιλοσοφικών οραμάτων του, αλλά βλέποντας τη διάψευση των ελπίδων του για έναν ελεύθερο και αναγεννημένο Ελληνισμό. Εντούτοις, όσον κι αν φαίνεται ουτοπιστικό το όραμά του και το σχέδιό του, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι σε κάτι τέτοιους ουτοπιστές βασίστηκε η αναγέννηση του Ελληνισμού, πράγμα που άλλωστε τονίζει ο Γάλλος βυζαντινολόγος Charles Diehl: Ενώ η Κωνσταντινούπολη εξασθενεί και πέφτει, ένα νέο κράτος προσπαθεί να δημιουργηθεί στον Μορέα. Και όσο και αν φαίνονταν μάταιες οι προσπάθειες αυτές και όσο άσκοπες και αν ήταν οι σχετικές με αυτές επιθυμίες, εντούτοις, η αναζωογόνηση της συνειδήσεως του Ελληνισμού και η αφανής προετοιμασία για ένα καλύτερο μέλλον, αποτελούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και αξιόλογα φαινόμενα της βυζαντινής ιστορίας (Études byzantines: Introduction à l' histoire de Byzance, Les études d' histoire Byzantine en 1905, Paris 1905, 232).
Σύμφωνα με τον Ρώσο βυζαντινολόγο Α. Α. Vasiliev: Το 1465, ένας Ιταλός, καταγόμενος από την περίφημη οικογένεια των Μαλατέστα, πήγε στη Σπάρτη και μετέφερε την τέφρα του Πλήθωνος, στην πόλη Ρίμινι, όπου βρίσκεται ακόμη και σήμερα στην εκκλησία του San Francisco (Ιστορία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, 324-1453, 1971, σελ. 879). Σημειώνουμε ότι αυτός ήταν ο ηγεμόνας του Ρίμινι Σιγισμούνδος Παντόλφο-Μαλατέστα (1417-1468), ο οποίος, όταν το 1464 κατέλαβε -ως εκπρόσωπος των Ενετών- για μικρό χρονικό διάστημα τον Μυστρά, μετέφερε στο Ρίμινι τα οστά του ονομαστού φιλοσόφου, τα οποία σήμερα αναπαύονται σε μαρμάρινη λάρνακα στο Tempio Malatestiano στον ναό του Αγίου Φραγκίσκου, πλάι στους τάφους των άλλων σοφών της Αυλής του. Ίσως θα έπρεπε ο Δήμος Σπάρτης να τα ζητήσει πίσω και να τιμήσει παντοιοτρόπως τον πλέον περίφημο φιλόσοφο του μεσαιωνικού Ελληνισμού.
Συγγραφικό
έργο
Η φιλοσοφική διαδρομή του Πλήθωνος, φιλοσόφου και κοινωνικού μεταρρυθμιστή, είναι χαρακτηριστική ενός ανήσυχου πνεύματος, που σε ηλικία μόλις είκοσι ετών αποσκίρτησε από τον φθίνοντα πολιτικοκοινωνικό κόσμο της Κωνσταντινούπολης και τις ατέρμονες αλλά στείρες θεολογικές συζητήσεις. Μαθήτευσε, όπως αναφέραμε, κοντά στον Ελισσαίο, έναν δάσκαλο Ιουδαίο στην καταγωγή, ο οποίος πιθανότατα του δίδαξε τις δοξασίες του Ζωροαστρισμού και μάλλον έστρεψε τα φιλοσοφικά και θεολογικά ενδιαφέροντα του μαθητή του σε μορφές πολυθεϊσμού και πανθεϊσμού. Όλα αυτά είναι φανερά στο μετέπειτα φιλοσοφικό έργο του Πλήθωνος: φιλοσοφεί και θεολογεί. Τα έργα του είναι φιλοσοφικά, ιστορικά, αστρονομικά, γεωγραφικά, γραμματικά, ρητορικά και μουσικά - είδος σχολικών εγχειριδίων. Τα φιλοσοφικά έργα του είναι: Προς τας υπέρ Αριστοτέλους Γεωργίου του Σχολαρίου αντιλήψεις, Περί αρετών, Περί ειμαρμένης, Ζωροαστρείας τε και πλατωνικών δογμάτων συγκεφαλαίωσις, Διασάφησις των εν τοις Ζωροάστρου λόγοις ασαφέστερον ειρημένον, Επιτομή εξ Αππιανού, Στράβωνος Αριστοτέλους, Ξενοφώντος, Διονυσίου Αλικαρνασσέως... Περί νόμων τε και πολιτείας αρίστης, Ερμηνεία εις τας φωνάς Πορφυρίου και εις τας δέκα κατηγορίας Αριστοτέλους, Προλεγόμενα ρητορικής τέχνης, Σχόλια εις τα Αναλυτικά του Αριστοτέλους, Προοίμιον ρητορικών και αριστοτελικών ζητημάτων κ.ά. Τα πολιτικο-κοινωνικά έργα του εξάλλου είναι: Προς τον βασιλέα Εμμανουήλον περί των εν Πελοποννήσω πραγμάτων, Συμβουλευτικός προς τον δεσπότην Θεόδωρον περί της Πελοποννήσου, Διαγραφή απάσης της Πελοποννήσου παραλίου τε και μεσογείου, Προθεωρία εις λόγον του βασιλέως Εμμανουήλου του Παλαιολόγου, Προσφώνησις εις δεσπότην Δημήτριον Παλαιολόγον κ.ά.
Το θεμελιώδες έργο του Γεμιστού είναι η Νόμων Συγγραφή, που περιέχει πλήρως τον στοχασμό του, και σημαντικό είναι εκείνο που έγραψε, όπως αναφέραμε ήδη, το 1439 στη Φλωρεντία, το Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται. Το έργο αυτό έδωσε πραγματική ώθηση στις πλατωνικές σπουδές στη Δύση, εν μέσω μιας αριστοτελικής κυριαρχίας στα μέτρα του χριστιανικού δόγματος. Αποτέλεσε όμως το έναυσμα έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των οπαδών των δύο σπουδαίων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Ο ίδιος ο Πλήθων υποστήριζε ασυζητητί την πρωτοκαθεδρία του Πλάτωνος ως προς τον Αριστοτέλη. Βεβαίως αναγνώριζε ως σπουδαία τα Φυσικά του Αριστοτέλη, απέρριπτε όμως τη μεταφυσική, την ηθική και την ψυχολογία του.
Ο Πλήθων είχε φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς. Ένας από αυτούς ήταν ο Γεώργιος Τραπεζούντιος (1395-1486), ο εκ Κρήτης αποστολικός γραμματεύς, ο οποίος είχε διατελέσει κατά τον Μάρτιο του 1442 καθηγητής της ρητορικής στη Φλωρεντία. Φανατικός οπαδός του Αριστοτέλη, οξύθυμος και εριστικός, είχε στραφεί εναντίον της πλατωνικής φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως εναντίον του Πλήθωνος, τον οποίο αποκαλούσε αντίχριστο.
Ο ίδιος ο Πλήθων συνόψισε και σχολίασε έργα αρχαίων συγγραφέων, έγραψε για τον Ζωροαστρισμό, αφού το φιλοσοφικό-θρησκευτικό σύστημά του, εκτός από τον Πλατωνισμό, είχε τις ρίζες του και στον αρχαίο παγανισμό, καθώς και στον θρησκευτικό συγκρητισμό των ελληνιστικών και ελληνορωμαϊκών χρόνων. Η φιλοσοφία του αποσκοπούσε στη λύση όχι μόνο του κοσμολογικού, αλλά και του ανθρωπολογικού προβλήματος. Οι πραγματείες του για τον Ζωροαστρισμό έχουν τους τίτλους: Ζωροαστρείας τε και πλατωνικών δογμάτων συγκεφαλαίωσις και Διασάφησις των εν τοις Ζωροάστρου λόγοις ασαφέστερον ειρημένων.
Έγραψε επίσης υπομνήματα για την πολιτική κατάσταση στο δεσποτάτο του Μυστρά, αστρολογία και γεωγραφία, αφού μελέτησε ενδελεχώς τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα, τα έργα του οποίου διέδωσε στη Δύση. Ο Γεμιστός πίστευε στη σφαιρικότητα της γης (Δ. Κωτσάκη, Αστρονομία και Μαθηματικά κατά την Βυζαντινήν περίοδον, 1958, σελ. 13), μια άποψη πρωτοποριακή για την εποχή του, έγραψε μάλιστα σχετική πραγματεία Περί σχήματος της Γης. Τέλος, πρότεινε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, την εισαγωγή ενός σεληνοηλιακού ημερολογίου.
Η φιλοσοφική διαδρομή του Πλήθωνος, φιλοσόφου και κοινωνικού μεταρρυθμιστή, είναι χαρακτηριστική ενός ανήσυχου πνεύματος, που σε ηλικία μόλις είκοσι ετών αποσκίρτησε από τον φθίνοντα πολιτικοκοινωνικό κόσμο της Κωνσταντινούπολης και τις ατέρμονες αλλά στείρες θεολογικές συζητήσεις. Μαθήτευσε, όπως αναφέραμε, κοντά στον Ελισσαίο, έναν δάσκαλο Ιουδαίο στην καταγωγή, ο οποίος πιθανότατα του δίδαξε τις δοξασίες του Ζωροαστρισμού και μάλλον έστρεψε τα φιλοσοφικά και θεολογικά ενδιαφέροντα του μαθητή του σε μορφές πολυθεϊσμού και πανθεϊσμού. Όλα αυτά είναι φανερά στο μετέπειτα φιλοσοφικό έργο του Πλήθωνος: φιλοσοφεί και θεολογεί. Τα έργα του είναι φιλοσοφικά, ιστορικά, αστρονομικά, γεωγραφικά, γραμματικά, ρητορικά και μουσικά - είδος σχολικών εγχειριδίων. Τα φιλοσοφικά έργα του είναι: Προς τας υπέρ Αριστοτέλους Γεωργίου του Σχολαρίου αντιλήψεις, Περί αρετών, Περί ειμαρμένης, Ζωροαστρείας τε και πλατωνικών δογμάτων συγκεφαλαίωσις, Διασάφησις των εν τοις Ζωροάστρου λόγοις ασαφέστερον ειρημένον, Επιτομή εξ Αππιανού, Στράβωνος Αριστοτέλους, Ξενοφώντος, Διονυσίου Αλικαρνασσέως... Περί νόμων τε και πολιτείας αρίστης, Ερμηνεία εις τας φωνάς Πορφυρίου και εις τας δέκα κατηγορίας Αριστοτέλους, Προλεγόμενα ρητορικής τέχνης, Σχόλια εις τα Αναλυτικά του Αριστοτέλους, Προοίμιον ρητορικών και αριστοτελικών ζητημάτων κ.ά. Τα πολιτικο-κοινωνικά έργα του εξάλλου είναι: Προς τον βασιλέα Εμμανουήλον περί των εν Πελοποννήσω πραγμάτων, Συμβουλευτικός προς τον δεσπότην Θεόδωρον περί της Πελοποννήσου, Διαγραφή απάσης της Πελοποννήσου παραλίου τε και μεσογείου, Προθεωρία εις λόγον του βασιλέως Εμμανουήλου του Παλαιολόγου, Προσφώνησις εις δεσπότην Δημήτριον Παλαιολόγον κ.ά.
Το θεμελιώδες έργο του Γεμιστού είναι η Νόμων Συγγραφή, που περιέχει πλήρως τον στοχασμό του, και σημαντικό είναι εκείνο που έγραψε, όπως αναφέραμε ήδη, το 1439 στη Φλωρεντία, το Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται. Το έργο αυτό έδωσε πραγματική ώθηση στις πλατωνικές σπουδές στη Δύση, εν μέσω μιας αριστοτελικής κυριαρχίας στα μέτρα του χριστιανικού δόγματος. Αποτέλεσε όμως το έναυσμα έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των οπαδών των δύο σπουδαίων αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων. Ο ίδιος ο Πλήθων υποστήριζε ασυζητητί την πρωτοκαθεδρία του Πλάτωνος ως προς τον Αριστοτέλη. Βεβαίως αναγνώριζε ως σπουδαία τα Φυσικά του Αριστοτέλη, απέρριπτε όμως τη μεταφυσική, την ηθική και την ψυχολογία του.
Ο Πλήθων είχε φανατικούς φίλους αλλά και φανατικούς εχθρούς. Ένας από αυτούς ήταν ο Γεώργιος Τραπεζούντιος (1395-1486), ο εκ Κρήτης αποστολικός γραμματεύς, ο οποίος είχε διατελέσει κατά τον Μάρτιο του 1442 καθηγητής της ρητορικής στη Φλωρεντία. Φανατικός οπαδός του Αριστοτέλη, οξύθυμος και εριστικός, είχε στραφεί εναντίον της πλατωνικής φιλοσοφίας και ιδιαιτέρως εναντίον του Πλήθωνος, τον οποίο αποκαλούσε αντίχριστο.
Ο ίδιος ο Πλήθων συνόψισε και σχολίασε έργα αρχαίων συγγραφέων, έγραψε για τον Ζωροαστρισμό, αφού το φιλοσοφικό-θρησκευτικό σύστημά του, εκτός από τον Πλατωνισμό, είχε τις ρίζες του και στον αρχαίο παγανισμό, καθώς και στον θρησκευτικό συγκρητισμό των ελληνιστικών και ελληνορωμαϊκών χρόνων. Η φιλοσοφία του αποσκοπούσε στη λύση όχι μόνο του κοσμολογικού, αλλά και του ανθρωπολογικού προβλήματος. Οι πραγματείες του για τον Ζωροαστρισμό έχουν τους τίτλους: Ζωροαστρείας τε και πλατωνικών δογμάτων συγκεφαλαίωσις και Διασάφησις των εν τοις Ζωροάστρου λόγοις ασαφέστερον ειρημένων.
Έγραψε επίσης υπομνήματα για την πολιτική κατάσταση στο δεσποτάτο του Μυστρά, αστρολογία και γεωγραφία, αφού μελέτησε ενδελεχώς τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα, τα έργα του οποίου διέδωσε στη Δύση. Ο Γεμιστός πίστευε στη σφαιρικότητα της γης (Δ. Κωτσάκη, Αστρονομία και Μαθηματικά κατά την Βυζαντινήν περίοδον, 1958, σελ. 13), μια άποψη πρωτοποριακή για την εποχή του, έγραψε μάλιστα σχετική πραγματεία Περί σχήματος της Γης. Τέλος, πρότεινε, όπως θα δούμε στη συνέχεια, την εισαγωγή ενός σεληνοηλιακού ημερολογίου.
Κριτική στον
Χριστιανισμό
Η αποστασιοποίηση
του Γεμιστού από τη χριστιανική θρησκεία και το πνευματικό και πολιτικό
κατεστημένο του Βυζαντίου ενδεχομένως να έχει τις βάσεις της στον προαναφερθέντα
δάσκαλό του στην Αδριανούπολη, τον Ελισσαίο, ο οποίος ήταν οπαδός του
Ζωροαστρισμού και του πολυθεϊσμού. Εξάλλου το πνεύμα ανεξιθρησκείας που
επικρατούσε στον Μυστρά δεν είχε καμιά σχέση με τις ατέλειωτες συζητήσεις και
έριδες της Κωνσταντινούπολης.
Ο Γεμιστός θα πρέπει λοιπόν να
αισθανόταν άνετα ζώντας στον Μυστρά, μια ακμάζουσα πολιτεία στην οποία
ευνοούνταν οι κλασικές μελέτες, ενώ και οι πνευματικές επαφές με τη Δύση ήταν
ιδιαίτερα στενές. Βρισκόταν μάλιστα μακριά από την Κωνσταντινούπολη, όπου
κυριαρχούσαν οι «πολιτικά ορθές» ιδέες υπό το βλέμμα της αυστηρής εκκλησιαστικής
εξουσίας. Ο Γεμιστός τόλμησε να ασκήσει κριτική και να αμφισβητήσει συνολικά το
χριστιανικό δόγμα. Υποστήριξε πως τόσο ο Χριστιανισμός όσο και ο Ισλαμισμός
ολοκλήρωσαν τον ιστορικό τους κύκλο και από τα συντρίμμια τους θα μπορούσε να
γεννηθεί μια νέα θρησκεία παρόμοια με την πατρώα, αλλά και σύγχρονη
ταυτόχρονα.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να απαγορευτεί και να ριχτεί στην πυρά το έργο του Νόμων Συγγραφή από τα χέρια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιου (Γεώργιου) Σχολάριου. Η Νόμων Συγγραφή αποτελούνταν από τρία βιβλία και ήταν το έργο ζωής του Πλήθωνος. Δυστυχώς ρίχτηκε στην πυρά, επειδή ο Γεννάδιος θεωρούσε ότι η διάδοση του έργου του Πλήθωνος μεταξύ των Ελλήνων, πιθανότατα θα κλόνιζε την πίστη του υπόδουλου γένους στη χριστιανική πίστη: Γεννάδιος ο Σχολάριος... του Πλήθωνος υπέρ Πλάτωνος σύγγραμμα τω πυρί παρέδωκεν (Β. Π. Σεκοπούλου, Καΐρη φιλοσοφικά και φιλολογικά, 1875, 47). Ο Γεννάδιος φοβόταν την όλη διδασκαλία του Γεμιστού, η οποία ήταν προσανατολισμένη στην κατεύθυνση ενός νέου Ελληνισμού, για τον οποίο ο Χριστιανισμός αποτελούσε παρελθόν, και ήταν απλώς μια μακρά παρένθεση, η οποία έπρεπε να εξαλειφθεί προκειμένου ο Ελληνισμός να ανθήσει εκ νέου πάνω στις δικές του ρίζες για να γνωρίσει μια πραγματική αναγέννηση.
Ο Δημήτριος Ράλλης, σύμφωνα με τον Νίκο Μπουγά (Πλήθων, 1996), διέσωσε πολλά αποσπάσματα του έργου Νόμων Συγγραφή, τα οποία εξέδωσε ο Αρντ. Τελικά, με συμπληρώσεις και από άλλα χειρόγραφα εκδόθηκε σε γαλλική μετάφραση στο Παρίσι από τους Αλεξάντρ-Πελισιέ το 1858 και ανατυπώθηκε στο Άμστερνταμ το 1966 και πάλι στο Παρίσι το 1982.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να απαγορευτεί και να ριχτεί στην πυρά το έργο του Νόμων Συγγραφή από τα χέρια του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιου (Γεώργιου) Σχολάριου. Η Νόμων Συγγραφή αποτελούνταν από τρία βιβλία και ήταν το έργο ζωής του Πλήθωνος. Δυστυχώς ρίχτηκε στην πυρά, επειδή ο Γεννάδιος θεωρούσε ότι η διάδοση του έργου του Πλήθωνος μεταξύ των Ελλήνων, πιθανότατα θα κλόνιζε την πίστη του υπόδουλου γένους στη χριστιανική πίστη: Γεννάδιος ο Σχολάριος... του Πλήθωνος υπέρ Πλάτωνος σύγγραμμα τω πυρί παρέδωκεν (Β. Π. Σεκοπούλου, Καΐρη φιλοσοφικά και φιλολογικά, 1875, 47). Ο Γεννάδιος φοβόταν την όλη διδασκαλία του Γεμιστού, η οποία ήταν προσανατολισμένη στην κατεύθυνση ενός νέου Ελληνισμού, για τον οποίο ο Χριστιανισμός αποτελούσε παρελθόν, και ήταν απλώς μια μακρά παρένθεση, η οποία έπρεπε να εξαλειφθεί προκειμένου ο Ελληνισμός να ανθήσει εκ νέου πάνω στις δικές του ρίζες για να γνωρίσει μια πραγματική αναγέννηση.
Ο Δημήτριος Ράλλης, σύμφωνα με τον Νίκο Μπουγά (Πλήθων, 1996), διέσωσε πολλά αποσπάσματα του έργου Νόμων Συγγραφή, τα οποία εξέδωσε ο Αρντ. Τελικά, με συμπληρώσεις και από άλλα χειρόγραφα εκδόθηκε σε γαλλική μετάφραση στο Παρίσι από τους Αλεξάντρ-Πελισιέ το 1858 και ανατυπώθηκε στο Άμστερνταμ το 1966 και πάλι στο Παρίσι το 1982.
Γεώργιος Γεμιστός και
αστρονομία
Ο Γεώργιος Γεμιστός
δίδασκε στον Μυστρά φιλοσοφία, γεωμετρία, γεωγραφία και αστρονομία, ενώ είχε
εμβαθύνει και στις μαθηματικές μελέτες. Αυτό γίνεται φανερό, από το τρίτο βιβλίο
του έργου του Νόμων συγγραφή, από το οποίο σώθηκε το 11ο κεφάλαιο, όπου γίνεται
λόγος Περί μέτρου τε και συμμετρίας από φιλοσοφικής, αριθμολογικής απόψεως.
Επίσης, ο Γεμιστός ασχολούνταν με
την αστρονομία. Πίστευε στη σφαιρικότητα της Γης και στους σωζόμενους κώδικες
υπάρχουν δύο αστρονομικά έργα του: το ημερολογιακό Μηνών τε και ετών τάξις και
ημερών απαρίθμησις και η Μέθοδος ευρέσεως ηλίου και σελήνης και των αστέρων
εποχής από κανόνων, ους αυτός συνεστήσατο.
Ως ένθερμος κήρυκας της επιστροφής στην αρχαιοελληνική θρησκεία φρόντισε να συντάξει και το αντίστοιχο σεληνοηλιακό ημερολόγιο, με βάση το αρχαίο αττικό, το οποίο ήταν το πληρέστερο από τα αρχαιοελληνικά σεληνοηλιακά ημερολόγια. Η μόνη διαφορά του ημερολογίου του από το αντίστοιχο αττικό ήταν ότι τοποθέτησε ως αρχή του ημερολογιακού έτους το χειμερινό ηλιοστάσιο και όχι το αντίστοιχο θερινό, που ήταν η αρχή του αττικού έτους. Την πρώτη του μηνός την ονόμασε «νεομηνίαν», τη 15η «διχομηνίαν» και την τελευταία ημέρα του μήνα την καλούσε «ένην και νέαν» (παλαιά και νέα). Ως προς τη διάρκεια διέκρινε τον μήνα σε «ιστάμενον», «μεσούντα», «φθίνοντα» και «απιόντα».
Οι μήνες είχαν διάρκεια 28 ή 29 ή 30 ημερών. Ο μήνας των 29 ή 30 ημερών ονομαζόταν από τον Πλήθωνα «πλήρης», ενώ ο μήνας τον 28 ημερών καλούνταν «κοίλος». Οι ημέρες του μήνα 1η, 8η, 15η, 22α, 29η και 30ή καλούνταν «ιερομηνίαι» (Ε. Π. Φωτιάδη, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου, τόμος 7ος, 1957).
Το σεληνοηλιακό αυτό ημερολόγιο ενδεχομένως να έγινε γνωστό στη Δύση κατά την επίσκεψή του στην Ιταλία για τις Συνόδους της Φεράρας και της Φλωρεντίας.
Για το ημερολόγιο αυτό μάλιστα, ο Γάλλος ακαδημαϊκός M. C. Alexandre υποστήριξε πως θα αναιρούσε, αν εφαρμοζόταν, την ανάγκη μεταρρύθμισης του Ιουλιανού ημερολογίου (Θεοδοσίου Σ. και Δανέζη Μ., Η Οδύσσεια των Ημερολογίων, 1996, τόμος Β΄, σελ. 62).
Τέλος, σημειώνουμε ότι ο Γεώργιος Γεμιστός έγραψε και μια μικρή πραγματεία μουσικού και μετρικού περιεχομένου, με τίτλο Κεφάλαι' άττα λόγων μουσικών. Με βάση τις αρχές αυτού του έργου συνέθεσε ύμνους για τη λατρεία των θεών, οι οποίοι διασώζονταν από την αποκάθαρση του αρχαιοελληνικού δωδεκάθεου. Την αφοσίωση των πιστών προς τη νέα θρησκεία την ονόμαζε «Θεοσέβεια» και πιθανότατα, όπως έχουμε αναφέρει σε σχετική εργασία μας, ο λόγιος του 19ου αιώνα Θεόφιλος Καΐρης να δανείστηκε από τον Πλήθωνα αυτόν ακριβώς τον τίτλο για το δικό του θρησκευτικό μόρφωμα. Επίσης, από τον Πλήθωνα πήρε και την ιδέα να συντάξει ύμνους και ακολουθίες σε αρχαΐζουσα δωρική διάλεκτο για τη νέα θρησκεία που εισήγαγε (Θεοδοσίου Σ. και Δανέζη Μ., Θεόφιλος Καΐρης, ο εισηγητής μιας νέας θρησκείας στην Ελλάδα, 2006).
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το θρησκευτικοπολιτικό σύστημα το οποίο πρότεινε ο Πλήθων διαπνεόταν από έντονο εθνικισμό, που αναιρούσε τον υπερεθνικό οικουμενισμό τόσο του κράτους όσο και της Εκκλησίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ως ένθερμος κήρυκας της επιστροφής στην αρχαιοελληνική θρησκεία φρόντισε να συντάξει και το αντίστοιχο σεληνοηλιακό ημερολόγιο, με βάση το αρχαίο αττικό, το οποίο ήταν το πληρέστερο από τα αρχαιοελληνικά σεληνοηλιακά ημερολόγια. Η μόνη διαφορά του ημερολογίου του από το αντίστοιχο αττικό ήταν ότι τοποθέτησε ως αρχή του ημερολογιακού έτους το χειμερινό ηλιοστάσιο και όχι το αντίστοιχο θερινό, που ήταν η αρχή του αττικού έτους. Την πρώτη του μηνός την ονόμασε «νεομηνίαν», τη 15η «διχομηνίαν» και την τελευταία ημέρα του μήνα την καλούσε «ένην και νέαν» (παλαιά και νέα). Ως προς τη διάρκεια διέκρινε τον μήνα σε «ιστάμενον», «μεσούντα», «φθίνοντα» και «απιόντα».
Οι μήνες είχαν διάρκεια 28 ή 29 ή 30 ημερών. Ο μήνας των 29 ή 30 ημερών ονομαζόταν από τον Πλήθωνα «πλήρης», ενώ ο μήνας τον 28 ημερών καλούνταν «κοίλος». Οι ημέρες του μήνα 1η, 8η, 15η, 22α, 29η και 30ή καλούνταν «ιερομηνίαι» (Ε. Π. Φωτιάδη, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου, τόμος 7ος, 1957).
Το σεληνοηλιακό αυτό ημερολόγιο ενδεχομένως να έγινε γνωστό στη Δύση κατά την επίσκεψή του στην Ιταλία για τις Συνόδους της Φεράρας και της Φλωρεντίας.
Για το ημερολόγιο αυτό μάλιστα, ο Γάλλος ακαδημαϊκός M. C. Alexandre υποστήριξε πως θα αναιρούσε, αν εφαρμοζόταν, την ανάγκη μεταρρύθμισης του Ιουλιανού ημερολογίου (Θεοδοσίου Σ. και Δανέζη Μ., Η Οδύσσεια των Ημερολογίων, 1996, τόμος Β΄, σελ. 62).
Τέλος, σημειώνουμε ότι ο Γεώργιος Γεμιστός έγραψε και μια μικρή πραγματεία μουσικού και μετρικού περιεχομένου, με τίτλο Κεφάλαι' άττα λόγων μουσικών. Με βάση τις αρχές αυτού του έργου συνέθεσε ύμνους για τη λατρεία των θεών, οι οποίοι διασώζονταν από την αποκάθαρση του αρχαιοελληνικού δωδεκάθεου. Την αφοσίωση των πιστών προς τη νέα θρησκεία την ονόμαζε «Θεοσέβεια» και πιθανότατα, όπως έχουμε αναφέρει σε σχετική εργασία μας, ο λόγιος του 19ου αιώνα Θεόφιλος Καΐρης να δανείστηκε από τον Πλήθωνα αυτόν ακριβώς τον τίτλο για το δικό του θρησκευτικό μόρφωμα. Επίσης, από τον Πλήθωνα πήρε και την ιδέα να συντάξει ύμνους και ακολουθίες σε αρχαΐζουσα δωρική διάλεκτο για τη νέα θρησκεία που εισήγαγε (Θεοδοσίου Σ. και Δανέζη Μ., Θεόφιλος Καΐρης, ο εισηγητής μιας νέας θρησκείας στην Ελλάδα, 2006).
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το θρησκευτικοπολιτικό σύστημα το οποίο πρότεινε ο Πλήθων διαπνεόταν από έντονο εθνικισμό, που αναιρούσε τον υπερεθνικό οικουμενισμό τόσο του κράτους όσο και της Εκκλησίας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ ΣΟΦΟΙ ΤΟΥ
ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Άλωση και την οριστική κατάλυση του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς, η επιστημονική δραστηριότητα ήταν ελάχιστη. Γίνονταν κυρίως μεταφράσεις ξένων αστρονομικών πινάκων, χρήσιμες μάλλον για τους αστρολόγους.
Λίγες προσωπικότητες είναι αξιομνημόνευτες. Εκτός από τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, που ήδη είδαμε, ξεχωρίζουν ο Δημήτριος Χρυσολωράς, ο Μιχαήλ Βαλσαμών, ο Ισίδωρος ο Γλαβάς, ο Ιωάννης Χορτασμένος, ο Ισίδωρος ο Καρδινάλιος, ο Βησσαρίων, ο Γεώργιος Αμιρούτζης ή Αμιρούτσης, ο Ματθαίος Καμαριώτης και ο Γεννάδιος Σχολάριος.
Τις τελευταίες δεκαετίες πριν από την Άλωση και την οριστική κατάλυση του Βυζαντίου από τους Οθωμανούς, η επιστημονική δραστηριότητα ήταν ελάχιστη. Γίνονταν κυρίως μεταφράσεις ξένων αστρονομικών πινάκων, χρήσιμες μάλλον για τους αστρολόγους.
Λίγες προσωπικότητες είναι αξιομνημόνευτες. Εκτός από τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα, που ήδη είδαμε, ξεχωρίζουν ο Δημήτριος Χρυσολωράς, ο Μιχαήλ Βαλσαμών, ο Ισίδωρος ο Γλαβάς, ο Ιωάννης Χορτασμένος, ο Ισίδωρος ο Καρδινάλιος, ο Βησσαρίων, ο Γεώργιος Αμιρούτζης ή Αμιρούτσης, ο Ματθαίος Καμαριώτης και ο Γεννάδιος Σχολάριος.
Δημήτριος Χρυσολωράς
(14ος-15ος αιώνας)
Ο Δημήτριος Χρυσολωράς υπήρξε φιλόσοφος, θεολόγος, διπλωμάτης και αστρονόμος από τη Θεσσαλονίκη. Άκμασε επί βασιλείας του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425), του οποίου ήταν στενός φίλος.
Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος τον χρησιμοποίησε πολλές φορές ως πρέσβη σε διάφορες διπλωματικές αποστολές στη Δύση, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια εναντίον των Τούρκων.
Ο Χρυσολωράς συνέγραψε διάφορες πραγματείες επί φιλοσοφικών και θεολογικών θεμάτων. Ωστόσο ενδιαφέρει τη μελέτη μας γιατί έγραψε και αστρονομικά έργα, πολλά από τα οποία παραμένουν ανέκδοτα, όπως ανέκδοτες παραμένουν και οι πλέον των εκατό επιστολές του που θίγουν επιστημονικά θέματα και βρίσκονται διάσπαρτες σε πολλές βιβλιοθήκες ευρωπαϊκών πόλεων.
Ο Δημήτριος Χρυσολωράς υπήρξε φιλόσοφος, θεολόγος, διπλωμάτης και αστρονόμος από τη Θεσσαλονίκη. Άκμασε επί βασιλείας του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425), του οποίου ήταν στενός φίλος.
Ο Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος τον χρησιμοποίησε πολλές φορές ως πρέσβη σε διάφορες διπλωματικές αποστολές στη Δύση, προκειμένου να ζητήσει βοήθεια εναντίον των Τούρκων.
Ο Χρυσολωράς συνέγραψε διάφορες πραγματείες επί φιλοσοφικών και θεολογικών θεμάτων. Ωστόσο ενδιαφέρει τη μελέτη μας γιατί έγραψε και αστρονομικά έργα, πολλά από τα οποία παραμένουν ανέκδοτα, όπως ανέκδοτες παραμένουν και οι πλέον των εκατό επιστολές του που θίγουν επιστημονικά θέματα και βρίσκονται διάσπαρτες σε πολλές βιβλιοθήκες ευρωπαϊκών πόλεων.
Μιχαήλ Βαλσαμών (14ος
αιώνας)
Ο λόγιος ιερωμένος, μαθηματικός και φιλόσοφος Μιχαήλ Βαλσαμών καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβε επιμελημένη μόρφωση, την οποία ολοκλήρωσε με σπουδές στο Πανδιδακτήριο.
Εισήλθε στον κλήρο ως διάκονος και στη συνέχεια τιμήθηκε διαδοχικά με πολλά αξιώματα. Ο διάκονος Βαλσαμών αναφέρεται στη μελέτη μας, επειδή χρημάτισε καθηγητής στη μεγάλη Πατριαρχική Σχολή (1395-1409), όπου δίδαξε γεωμετρία, όπως αναφέρει ο πιο γνωστός μαθητής του, ο Ιωάννης Χορτασμένος.
Ο Κ. Δ. Γεωργούλης στο σχετικό άρθρο του σημειώνει: Υπάρχουν περί του Βαλσαμώνος πληροφορίαι ότι ήτο εις την Φλωρεντίαν κατά το 1438. Συνάγεται συνεπώς ότι η Εκκλησία κατά τας αρχάς του 15ου αιώνος εδείκνυε ζωηρόν ενδιαφέρον διά τας επιστημονικάς σπουδάς και ότι ο διάκονος Μιχαήλ Βαλσαμών, όστις διέφυγε μέχρι τούδε την προσοχήν της ιστορικής λεξικογραφίας, εδίδασκε την γεωμετρίαν κατά την εποχήν αυτήν μετά πολλής επιτυχίας (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, 802).
Ο λόγιος ιερωμένος, μαθηματικός και φιλόσοφος Μιχαήλ Βαλσαμών καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβε επιμελημένη μόρφωση, την οποία ολοκλήρωσε με σπουδές στο Πανδιδακτήριο.
Εισήλθε στον κλήρο ως διάκονος και στη συνέχεια τιμήθηκε διαδοχικά με πολλά αξιώματα. Ο διάκονος Βαλσαμών αναφέρεται στη μελέτη μας, επειδή χρημάτισε καθηγητής στη μεγάλη Πατριαρχική Σχολή (1395-1409), όπου δίδαξε γεωμετρία, όπως αναφέρει ο πιο γνωστός μαθητής του, ο Ιωάννης Χορτασμένος.
Ο Κ. Δ. Γεωργούλης στο σχετικό άρθρο του σημειώνει: Υπάρχουν περί του Βαλσαμώνος πληροφορίαι ότι ήτο εις την Φλωρεντίαν κατά το 1438. Συνάγεται συνεπώς ότι η Εκκλησία κατά τας αρχάς του 15ου αιώνος εδείκνυε ζωηρόν ενδιαφέρον διά τας επιστημονικάς σπουδάς και ότι ο διάκονος Μιχαήλ Βαλσαμών, όστις διέφυγε μέχρι τούδε την προσοχήν της ιστορικής λεξικογραφίας, εδίδασκε την γεωμετρίαν κατά την εποχήν αυτήν μετά πολλής επιτυχίας (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου, 1957, τόμος 7ος, 802).
Ισίδωρος ο Γλαβάς
(1342-1396)
Ο λόγιος ιεράρχης και αξιόλογος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ισίδωρος ο Γλαβάς γεννήθηκε το 1342 και έλαβε επιμελημένη μόρφωση, ενώ από πολύ νωρίς ασπάστηκε τον μοναχικό βίο. Το 1380 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, θέση την οποία -με πολλές περιπέτειες και διαφωνίες με τον πατριάρχη Νείλο (1379-1388)- διατήρησε ως τον θάνατό του, το 1396.
Έγραψε κυρίως θεολογικά έργα, όπως: Υπομνήματα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Πραγματείες Κανονικού Δικαίου κ.ά.
Ωστόσο, εμείς τον αναφέρουμε για την πραγματεία του Περί του καθορισμού της εορτής του Πάσχα (P.G. 139, 12-164), ένα θέμα το οποίο -ως αστρονόμους- μας έχει απασχολήσει κατ' επανάληψιν σε προηγούμενες μελέτες μας
Ο λόγιος ιεράρχης και αξιόλογος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ισίδωρος ο Γλαβάς γεννήθηκε το 1342 και έλαβε επιμελημένη μόρφωση, ενώ από πολύ νωρίς ασπάστηκε τον μοναχικό βίο. Το 1380 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, θέση την οποία -με πολλές περιπέτειες και διαφωνίες με τον πατριάρχη Νείλο (1379-1388)- διατήρησε ως τον θάνατό του, το 1396.
Έγραψε κυρίως θεολογικά έργα, όπως: Υπομνήματα εις το κατά Λουκάν Ευαγγέλιον, Πραγματείες Κανονικού Δικαίου κ.ά.
Ωστόσο, εμείς τον αναφέρουμε για την πραγματεία του Περί του καθορισμού της εορτής του Πάσχα (P.G. 139, 12-164), ένα θέμα το οποίο -ως αστρονόμους- μας έχει απασχολήσει κατ' επανάληψιν σε προηγούμενες μελέτες μας
Ιωάννης Χορτασμένος
(1370-1436/37)
Ο Ιωάννης Χορτασμένος ή Χορτάσιμος, δάσκαλος, πατριαρχικός νοτάριος και αργότερα μητροπολίτης Σηλυβρίας, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους διανοούμενους, αστρονόμους και ανθρωπιστές των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου.
Διδάχτηκε γεωμετρία, όπως ο ίδιος γράφει , από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Μιχαήλ Βαλσαμώνα (14ος αιώνας):
Ο Ιωάννης Χορτασμένος ή Χορτάσιμος, δάσκαλος, πατριαρχικός νοτάριος και αργότερα μητροπολίτης Σηλυβρίας, ήταν ένας από τους σπουδαιότερους διανοούμενους, αστρονόμους και ανθρωπιστές των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου.
Διδάχτηκε γεωμετρία, όπως ο ίδιος γράφει , από τον φιλόσοφο και μαθηματικό Μιχαήλ Βαλσαμώνα (14ος αιώνας):
Ιωάννου πατριάρχου νοταρίου του
Χορτασίμου. Ο την γεωμετρίαν εμοί διδάξας ο φιλοσοφώτατος υπήρξε πρωτέκδικος της
αγιωτάτης του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας διάκονος κύριος Μιχαήλ ο Βαλσαμών ορισμώ
του παναγιωτάτου ημών δεσπότου και αυθέντου του οικουμενικού πατριάρχου, κυρίου
Ματθαίου, ανήρ λόγιος όντως και φιλοσοφίας επί πλείστον εληλακώς...
Έδειξε δε τούτο ο παναγιώτατος ημών δεσπότης ο οικουμενικός πατριάρχης εξ ων αυτόν προείλετο μόνον διδάσκαλόν τε ομού και καθηγητήν των της εαυτού Εκκλησίας τροφίμων... Ιωάννου πατριαρχικού νοταρίου Χορτασίμου. Εκείνος ο οποίος μου δίδαξε τη γεωμετρία ήταν ο φιλόσοφος και πρωτέκδικος της αγιοτάτης του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας, διάκονος κύριος Μιχαήλ Βαλσαμών κατ' εντολήν του παναγιωτάτου δεσπότη και αφέντη μας, του οικουμενικού πατριάρχη Ματθαίου. Ανδρός πραγματικού λογίου, ο οποίος είχε πολύ προχωρήσει στη φιλοσοφία...
Αυτό το έκανε φανερό ο παναγιώτατος δεσπότης μας ο οικουμενικός πατριάρχης, διότι αυτόν και μόνο αυτόν εξέλεξε διδάσκαλο και καθηγητή των τροφίμων της Εκκλησίας του...
Έδειξε δε τούτο ο παναγιώτατος ημών δεσπότης ο οικουμενικός πατριάρχης εξ ων αυτόν προείλετο μόνον διδάσκαλόν τε ομού και καθηγητήν των της εαυτού Εκκλησίας τροφίμων... Ιωάννου πατριαρχικού νοταρίου Χορτασίμου. Εκείνος ο οποίος μου δίδαξε τη γεωμετρία ήταν ο φιλόσοφος και πρωτέκδικος της αγιοτάτης του Θεού Μεγάλης Εκκλησίας, διάκονος κύριος Μιχαήλ Βαλσαμών κατ' εντολήν του παναγιωτάτου δεσπότη και αφέντη μας, του οικουμενικού πατριάρχη Ματθαίου. Ανδρός πραγματικού λογίου, ο οποίος είχε πολύ προχωρήσει στη φιλοσοφία...
Αυτό το έκανε φανερό ο παναγιώτατος δεσπότης μας ο οικουμενικός πατριάρχης, διότι αυτόν και μόνο αυτόν εξέλεξε διδάσκαλο και καθηγητή των τροφίμων της Εκκλησίας του...
Ο Ιωάννης Χορτασμένος χρημάτισε
δάσκαλος του Μάρκου του Ευγενικού, μετέπειτα μητροπολίτη Εφέσου και ηγέτη των
ανθενωτικών, του Βησσαρίωνα, μετέπειτα αρχιεπισκόπου Νικαίας και ηγέτη της
ενωτικής μερίδας, και του Γεώργιου Σχολάριου, του πρώτου πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως μετά την άλωση. Επίσης, φίλος και συνεργάτης του ήταν ο
μετέπειτα επίσκοπος Κιέβου και στη συνέχεια καρδινάλιος Ισίδωρος.
Ο Ιωάννης Χορτασμένος ήταν πολυγραφότατος και ασχολήθηκε τόσο με την αστρονομία όσο και με τη γεωγραφία. Υπήρξε διακεκριμένος αντιγραφέας έργων αρχαίων Ελλήνων επιστημόνων. Έτσι, στη βιβλιοθήκη του περιλαμβάνονταν τα χειρόγραφα της Αλμαγέστης και της Γεωγραφικής Υφηγήσεως του Κλαύδιου Πτολεμαίου, τα οποία σχολίασε, επεκτείνοντας με τα σχόλια και τις προσθήκες του τα αρχικά κείμενα. Επίσης είχε στην κατοχή του το σύγγραμμα Κανόνες πρόχειροι του Θέωνος του Αλεξανδρέως, καθώς και κάποιες περικοπές από διάφορα αστρονομικά συγγράμματα.
Ακόμη σώζονται χειρόγραφά του με αστρονομικές παρατηρήσεις και προβλήματα μαθηματικών, όπως το γνωστό πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου, με τη λύση που έδωσε ο σπουδαίος μαθηματικός της αρχαιότητας Ιπποκράτης ο Χίος. Τέλος, σώζονται σύντομα Προλεγόμενα εις την Λογικήν πραγματείαν του Αριστοτέλη, Ηθικά παραγγέλματα, καθώς και άλλα κείμενά του με φιλοσοφικό ενδιαφέρον.
Ο ίδιος έγραψε ένα χειρόγραφο με αποσπάσματα από τα έργα του Κλαύδιου Πτολεμαίου, του Πρόκλου, του Θεόδωρου Μετοχίτη, του Ισαάκ Αργυρού και του Θεόδωρου Μελιτηνιώτη. Μάλιστα σχολίασε αναλυτικά το έργο Στοιχείωσις επί τη αστρονομική επιστήμη (14371) του Θεόδωρου Μετοχίτη. Στα συγγράμματά του ανήκουν ένα μικρό αστρολογικό κείμενο με τίτλο Σύντομος διδασκαλία περί των ισημερινών και καιρικών ωρών, ενώ θεωρείται συντάκτης και ενός αστρονομικού έργου σχετικά με τη φύση του ζωδιακού, του σεληνιακού και του ηλιακού κύκλου. Ως αστρονόμος υπολόγισε και την ηλιακή έκλειψη της 7ης Ιουνίου του 1415.
Ο Ιωάννης Χορτασμένος ήταν πολυγραφότατος και ασχολήθηκε τόσο με την αστρονομία όσο και με τη γεωγραφία. Υπήρξε διακεκριμένος αντιγραφέας έργων αρχαίων Ελλήνων επιστημόνων. Έτσι, στη βιβλιοθήκη του περιλαμβάνονταν τα χειρόγραφα της Αλμαγέστης και της Γεωγραφικής Υφηγήσεως του Κλαύδιου Πτολεμαίου, τα οποία σχολίασε, επεκτείνοντας με τα σχόλια και τις προσθήκες του τα αρχικά κείμενα. Επίσης είχε στην κατοχή του το σύγγραμμα Κανόνες πρόχειροι του Θέωνος του Αλεξανδρέως, καθώς και κάποιες περικοπές από διάφορα αστρονομικά συγγράμματα.
Ακόμη σώζονται χειρόγραφά του με αστρονομικές παρατηρήσεις και προβλήματα μαθηματικών, όπως το γνωστό πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου, με τη λύση που έδωσε ο σπουδαίος μαθηματικός της αρχαιότητας Ιπποκράτης ο Χίος. Τέλος, σώζονται σύντομα Προλεγόμενα εις την Λογικήν πραγματείαν του Αριστοτέλη, Ηθικά παραγγέλματα, καθώς και άλλα κείμενά του με φιλοσοφικό ενδιαφέρον.
Ο ίδιος έγραψε ένα χειρόγραφο με αποσπάσματα από τα έργα του Κλαύδιου Πτολεμαίου, του Πρόκλου, του Θεόδωρου Μετοχίτη, του Ισαάκ Αργυρού και του Θεόδωρου Μελιτηνιώτη. Μάλιστα σχολίασε αναλυτικά το έργο Στοιχείωσις επί τη αστρονομική επιστήμη (14371) του Θεόδωρου Μετοχίτη. Στα συγγράμματά του ανήκουν ένα μικρό αστρολογικό κείμενο με τίτλο Σύντομος διδασκαλία περί των ισημερινών και καιρικών ωρών, ενώ θεωρείται συντάκτης και ενός αστρονομικού έργου σχετικά με τη φύση του ζωδιακού, του σεληνιακού και του ηλιακού κύκλου. Ως αστρονόμος υπολόγισε και την ηλιακή έκλειψη της 7ης Ιουνίου του 1415.
Ισίδωρος ο Καρδινάλιος
(1385-1463)
Ο θεολόγος, αστρονόμος και μαθηματικός Ισίδωρος καταγόταν μάλλον από τη Μονεμβασιά στην Πελοπόννησο, όπου και γεννήθηκε. Ο πολυμαθής Ισίδωρος, μαθητής του Πλήθωνος στον Μυστρά, ήταν φίλος του Βησσαρίωνος αλλά και του Ιωάννη Χορτασμένου, και έμπιστος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425).
Έγινε ιερωμένος και μετά την επιστροφή του από τη Σύνοδο της Βασιλείας χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας (1436-1441). Ως μητροπολίτης έλαβε μέρος στη Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας (1438), όπου ήταν συνεργάτης του Βησσαρίωνος, δηλαδή ένθερμος υποστηριχτής της ένωσης των Εκκλησιών. Μετά την υπογραφή του Ενωτικού Όρου (5 Ιουλίου του 1439), επέστρεψε στη Ρωσία (19 Μαρτίου του 1441), όπου μνημόνευσε πρώτο το όνομα του πάπα και ανέγνωσε από τον άμβωνα το κείμενο του Ενωτικού Όρου. Ο μέγας ηγεμόνας της Ρωσίας Βασίλειος Γ΄ Βασίλιεβιτς, ο επιλεγόμενος Τυφλός, οργίστηκε πολύ από αυτό και τον θεώρησε προδότη της Ορθοδοξίας. Τον απομάκρυνε λοιπόν βιαίως από τη μητρόπολή του και τον περιόρισε στη Μονή Τσιουντόφ, ενώ η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον καταδίκασε ως αιρετικό. Ο Ισίδωρος τελικά κατόρθωσε να διαφύγει και -μετά από περιπέτειες μέσω Τβερ, Νοβγκορόντ και Λιθουανίας- να φτάσει στη Ρώμη, αφού είχε ονομαστεί κι αυτός, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1439, καρδινάλιος της παπικής Εκκλησίας και παπικός λεγάτος για τη Βόρεια Ευρώπη.
Ο Ισίδωρος ήταν ενδιαφέρουσα λόγια προσωπικότητα και ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και την αστρονομία. Ως προς τα μαθηματικά κατείχε το Συγκεντρωτικόν χειρόγραφον, ένα μνημειώδες έργο. Στη βιβλιοθήκη του υπήρχαν κώδικες, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, με περιεχόμενο αστρονομικό και μαθηματικό. Άλλωστε θεωρείται, αν όχι ο τελευταίος, πάντως από τους τελευταίους Βυζαντινούς θετικούς επιστήμονες.
Ένθερμος πατριώτης, ο Ισίδωρος με διακόσιους τοξότες, τους οποίους είχε ο ίδιος μισθώσει εκποιώντας την ακίνητη περιουσία του, με την άδεια του πάπα Νικόλαου Ε΄ έφτασε τον Νοέμβριο του 1452 στην Κωνσταντινούπολη. Η όλη κίνηση έγινε προκειμένου να πειστεί ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος -ο οποίος πάντα ήλπιζε σε μεγαλύτερη βοήθεια από τη Δύση, την οποία και υποσχέθηκε ο Ισίδωρος- να επικυρώσει για άλλη μία φορά, τον Ενωτικό Όρο της Συνόδου της Φλωρεντίας για την ένωση των Εκκλησιών. Αυτό συνέβη, τελέστηκε μάλιστα και ενωτική θεία λειτουργία στην Αγία Σοφία, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452. Δυστυχώς, παρά τις περισσότερες υποχωρήσεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα, οι τοξότες αυτοί αποτέλεσαν και τη μόνη βοήθεια που έλαβε το Βυζάντιο από την παπική Εκκλησία.
Ο Ισίδωρος, αυτός ο ένθερμος πατριώτης, παρέμεινε μέχρι τέλους στην Κωνσταντινούπολη και πολέμησε γενναία στις μάχες πριν και κατά την άλωση της Πόλης. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε, είχε την προνοητικότητα να αλλάξει τα πολυτελή άμφιά του και τον πορφυρό μανδύα του καρδινάλιου με τα ρούχα ενός νεκρού επαίτη και έτσι όταν πιάστηκε αιχμάλωτος των Τούρκων, δεν αναγνωρίστηκε. Πουλήθηκε σαν σκλάβος. Κατόρθωσε όμως να ελευθερωθεί και με τη βοήθεια κάποιων φίλων του να φτάσει -μέσω της Μικράς Ασίας, της Χίου και της Πελοποννήσου- στην ενετοκρατούμενη Κρήτη (Ιούλιος 1453), απ' όπου έστειλε το φοβερό μαντάτο της άλωσης της Πόλης τόσο στον πάπα όσο και στον φίλο του Βησσαρίωνα.
Επέστρεψε στη Βενετία τον Νοέμβριο του 1453 και από κει στη Ρώμη, εργαζόμενος πάντα για μια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων και υποστηρίζοντας τους πολυάριθμους Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ιταλία.
Ο Ισίδωρος, παρά το σοκ που υπέστη κατά την άλωση της Πόλης και την αιχμαλωσία του, έζησε δέκα ακόμα χρόνια, αλλά σε πνευματική κατάπτωση, έως τον θάνατό του στις 28 Απριλίου του 1463. Ως καρδινάλιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ενταφιάστηκε στον ναό του Αγίου Πέτρου.
Ο θεολόγος, αστρονόμος και μαθηματικός Ισίδωρος καταγόταν μάλλον από τη Μονεμβασιά στην Πελοπόννησο, όπου και γεννήθηκε. Ο πολυμαθής Ισίδωρος, μαθητής του Πλήθωνος στον Μυστρά, ήταν φίλος του Βησσαρίωνος αλλά και του Ιωάννη Χορτασμένου, και έμπιστος του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425).
Έγινε ιερωμένος και μετά την επιστροφή του από τη Σύνοδο της Βασιλείας χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας (1436-1441). Ως μητροπολίτης έλαβε μέρος στη Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας (1438), όπου ήταν συνεργάτης του Βησσαρίωνος, δηλαδή ένθερμος υποστηριχτής της ένωσης των Εκκλησιών. Μετά την υπογραφή του Ενωτικού Όρου (5 Ιουλίου του 1439), επέστρεψε στη Ρωσία (19 Μαρτίου του 1441), όπου μνημόνευσε πρώτο το όνομα του πάπα και ανέγνωσε από τον άμβωνα το κείμενο του Ενωτικού Όρου. Ο μέγας ηγεμόνας της Ρωσίας Βασίλειος Γ΄ Βασίλιεβιτς, ο επιλεγόμενος Τυφλός, οργίστηκε πολύ από αυτό και τον θεώρησε προδότη της Ορθοδοξίας. Τον απομάκρυνε λοιπόν βιαίως από τη μητρόπολή του και τον περιόρισε στη Μονή Τσιουντόφ, ενώ η Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον καταδίκασε ως αιρετικό. Ο Ισίδωρος τελικά κατόρθωσε να διαφύγει και -μετά από περιπέτειες μέσω Τβερ, Νοβγκορόντ και Λιθουανίας- να φτάσει στη Ρώμη, αφού είχε ονομαστεί κι αυτός, ήδη από τον Δεκέμβριο του 1439, καρδινάλιος της παπικής Εκκλησίας και παπικός λεγάτος για τη Βόρεια Ευρώπη.
Ο Ισίδωρος ήταν ενδιαφέρουσα λόγια προσωπικότητα και ασχολήθηκε με τα μαθηματικά και την αστρονομία. Ως προς τα μαθηματικά κατείχε το Συγκεντρωτικόν χειρόγραφον, ένα μνημειώδες έργο. Στη βιβλιοθήκη του υπήρχαν κώδικες, οι οποίοι σήμερα βρίσκονται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, με περιεχόμενο αστρονομικό και μαθηματικό. Άλλωστε θεωρείται, αν όχι ο τελευταίος, πάντως από τους τελευταίους Βυζαντινούς θετικούς επιστήμονες.
Ένθερμος πατριώτης, ο Ισίδωρος με διακόσιους τοξότες, τους οποίους είχε ο ίδιος μισθώσει εκποιώντας την ακίνητη περιουσία του, με την άδεια του πάπα Νικόλαου Ε΄ έφτασε τον Νοέμβριο του 1452 στην Κωνσταντινούπολη. Η όλη κίνηση έγινε προκειμένου να πειστεί ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος -ο οποίος πάντα ήλπιζε σε μεγαλύτερη βοήθεια από τη Δύση, την οποία και υποσχέθηκε ο Ισίδωρος- να επικυρώσει για άλλη μία φορά, τον Ενωτικό Όρο της Συνόδου της Φλωρεντίας για την ένωση των Εκκλησιών. Αυτό συνέβη, τελέστηκε μάλιστα και ενωτική θεία λειτουργία στην Αγία Σοφία, στις 12 Δεκεμβρίου του 1452. Δυστυχώς, παρά τις περισσότερες υποχωρήσεις του Βυζαντινού αυτοκράτορα, οι τοξότες αυτοί αποτέλεσαν και τη μόνη βοήθεια που έλαβε το Βυζάντιο από την παπική Εκκλησία.
Ο Ισίδωρος, αυτός ο ένθερμος πατριώτης, παρέμεινε μέχρι τέλους στην Κωνσταντινούπολη και πολέμησε γενναία στις μάχες πριν και κατά την άλωση της Πόλης. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε, είχε την προνοητικότητα να αλλάξει τα πολυτελή άμφιά του και τον πορφυρό μανδύα του καρδινάλιου με τα ρούχα ενός νεκρού επαίτη και έτσι όταν πιάστηκε αιχμάλωτος των Τούρκων, δεν αναγνωρίστηκε. Πουλήθηκε σαν σκλάβος. Κατόρθωσε όμως να ελευθερωθεί και με τη βοήθεια κάποιων φίλων του να φτάσει -μέσω της Μικράς Ασίας, της Χίου και της Πελοποννήσου- στην ενετοκρατούμενη Κρήτη (Ιούλιος 1453), απ' όπου έστειλε το φοβερό μαντάτο της άλωσης της Πόλης τόσο στον πάπα όσο και στον φίλο του Βησσαρίωνα.
Επέστρεψε στη Βενετία τον Νοέμβριο του 1453 και από κει στη Ρώμη, εργαζόμενος πάντα για μια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων και υποστηρίζοντας τους πολυάριθμους Έλληνες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Ιταλία.
Ο Ισίδωρος, παρά το σοκ που υπέστη κατά την άλωση της Πόλης και την αιχμαλωσία του, έζησε δέκα ακόμα χρόνια, αλλά σε πνευματική κατάπτωση, έως τον θάνατό του στις 28 Απριλίου του 1463. Ως καρδινάλιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας ενταφιάστηκε στον ναό του Αγίου Πέτρου.
Βησσαρίων
(1403-1472)
Ο Ιωάννης, γιατί αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά του, γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1403 στην Τραπεζούντα, όπου και έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Προστάτης και πνευματικός του πατέρας ήταν ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Δοσίθεος Μητροπολίτης Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λαζικής. Το 1415/16 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Δοσίθεος τον εμπιστεύτηκε στον αρχιεπίσκοπο Σηλυβρίας Ιωάννη Χορτασμένο, Μητροπολίτη Υπέρτιμο και Έξαρχο Θράκης, προκειμένου να συνεχίσει ο Ιωάννης τις σπουδές του στη σχολή που είχε ιδρύσει ο μητροπολίτης στη Μονή του Σωτήρος. Στις 30 Ιανουαρίου του 1423, σε ηλικία είκοσι ετών, έγινε δόκιμος και στις 3 Ιουλίου του 1423 εκάρη μοναχός, με το όνομα Βησσαρίων, με το οποίο έμεινε στην ιστορία.
Συνέχισε ωστόσο τις σπουδές του κοντά στον Γεώργιο Χρυσοκόκκη και στον Ιωάννη Χρυσολωρά, για ευρύτερη μόρφωση. Μαζί τους ο Βησσαρίων άρχισε να μελετά μετ' εμβριθείας τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, ρήτορες και φιλοσόφους. Στον κύκλο του Χρυσολωρά γνωρίστηκε με τον Ισίδωρο, μετέπειτα μητροπολίτη Κιέβου, και με τον Ιταλό ουμανιστή συγγραφέα Φραγκίσκο Φίλελφο (Francesco Filelfo, 1398-1481), γαμπρό του Χρυσολωρά από την κόρη του Θεοδώρα, και έτσι ήρθε σε επαφή με την κίνηση των Ιταλών ουμανιστών.
Το 1426 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1431 ιερομόναχος. Το ίδιο έτος, με προτροπή του Δοσίθεου που είχε ήδη χειροτονηθεί μητροπολίτης Μονεμβασίας (1431), μετέβη στον Μυστρά για να εμβαθύνει στη φιλοσοφία υπό την καθοδήγηση του Γεώργιου Γεμιστού ή Πλήθωνα, από τον οποίο γνώρισε και αγάπησε κυρίως τον Πλάτωνα, καθώς και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους.
Μετά τις σπουδές του αυτές, ο Βησσαρίων αναδείχτηκε σε έναν από τους σοφότερους λογίους του Βυζαντίου και από τους πρώτους Βυζαντινούς ουμανιστές που μεταλαμπάδευσαν τα ελληνικά γράμματα στη Δύση.
Το 1436 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, έγινε ηγούμενος, ενώ στη συνέχεια χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Νικαίας και από τότε συμμετείχε -μαζί με τον Μάρκο τον Ευγενικό, αρχιεπίσκοπο Εφέσου, ο οποίος είχε τελείως διαφορετικές απόψεις- στις συναντήσεις των Βυζαντινών με τους παπικούς αντιπροσώπους για την ένωση των Εκκλησιών. Ως αρχιεπίσκοπος Νικαίας συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο στη Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας και επηρέασε πολύ τον ρυθμό των σχετικών συνεννοήσεων για την ένωση των Εκκλησιών, που κηρύχτηκε επίσημα, με την υπογραφή του λεγόμενου Ενωτικού Όρου από τον Βησσαρίωνα και από τον καρδινάλιο Juliano Cesarini στη Φλωρεντία στις 6 Ιουλίου του 1439. Στην προσπάθειά του αυτή φίλο και σύμμαχο είχε τον Ισίδωρο, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας.
Όταν όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη διαπίστωσε, από την αντίδραση των πιστών, ότι ήταν αδύνατο να επιτευχθεί αυτή η ένωση, αφού και ο ίδιος βρέθηκε στο επίκεντρο της λαϊκής κατακραυγής. Ως άνθρωπος χαμηλών τόνων, σκέφτηκε λοιπόν, επειδή το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ γι' αυτόν στην Πόλη, ότι θα μπορούσε να ωφελήσει περισσότερο την πατρίδα του μεταβαίνοντας στη Ρώμη, ούτως ώστε να αποβεί ο σύνδεσμος μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων. Έτσι, επειδή πίστευε στην ανάγκη της ένωσης των Εκκλησιών και μάλιστα έγραφε ότι δεν κρίνει σωστή την απομόνωση από τους Λατίνους -Παρά την ύπαρξη όλων των ευλογοφανών αιτίων (Oratio dogmatica pro unione, P.G. 161, 612)-, επέστρεψε το 1440 στην Ιταλία, όπου τάχτηκε ανεπιφύλακτα υπέρ του Καθολικισμού, ενώ ήδη είχε τιμηθεί με το αξίωμα του καρδινάλιου από τον πάπα Ευγένιο Δ΄ (1439). Στις 5 Μαρτίου του 1447 ο πάπας Νικόλαος Ε΄ τον ονόμασε αρχιεπίσκοπο πάσης Σαβίνης και στις 25 Μαΐου του ίδιου έτους επίσκοπο Τούσκλων. Η έδρα αυτή ήταν πολύ σημαντική, αφού ο τίτλος της θεωρούνταν ο έκτος κατά σειράν από τους επτά καρδινάλιους που κάθονταν δίπλα στον πάπα κατά τις επίσημες τελετές στη μεγάλη βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1450 ο πάπας τον διόρισε διοικητή της Μπολώνιας.
Τέλος, ο πάπας Πίος Β΄, τον Μάιο του 1463, τον αναγόρευσε καθολικό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, έναν τίτλο όμως που ουσιαστικά υπήρχε μόνο στα χαρτιά! Ο ίδιος, επειδή ήταν πεπεισμένος ότι δούλον έθνος, ήταν αδύνατο να διατηρήσει ελευθέραν Εκκλησίαν, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια -όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν- ώστε να διασωθεί η πολιτική ανεξαρτησία του έθνους με τη συμμαχία των Δυτικών, στους οποίους πίστευε ότι ανήκαν οι Έλληνες.
Στη Ρώμη, το σπίτι του Βησσαρίωνα, ένα πολυτελές ανάκτορο στους πρόποδες του Κυρηνάλιου λόφου, λίγο έξω από την πόλη στη Via S. Sebastiano, κοντά στο S. Cesareo, έγινε κέντρο επαφής των ουμανιστών και ο ίδιος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Ιταλία. Ο κύκλος λογίων γύρω του αποτέλεσε τη σπουδαία Βησσαριώνεια Ακαδημία, όπως έμεινε στην ιστορία της Αναγέννησης. Μάλιστα ο συγγραφέας Λορέντζο Βάλλα (Lorenzo Valla, 1407-1457), από την Εισαγωγή του στον Θουκυδίδη, έπλεξε το εγκώμιο στον λόγιο Βησσαρίωνα για τη βαθιά του γνώση των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του λατινικού , αποκαλώντας τον Inter Grecos latinissimus, inter Latinos graecissimos, δηλαδή μεταξύ των Ελλήνων λατινικότατος, μεταξύ των Λατίνων ελληνικότατος.
Ο Βησσαρίων, παρά τη μεταστροφή του στον Καθολικισμό, υποστήριζε με κάθε τρόπο τους Έλληνες λογίους που κατέφυγαν στην Ιταλία, μετά την άλωση της Πόλης. Μάλιστα τους χρησιμοποιούσε ως μεταφραστές και αντιγραφείς κωδίκων με γενναιόδωρες παροχές γι' αυτή τη δουλειά τους, ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει στις σπουδές τους στα ιταλικά πανεπιστήμια τους νεότερους. Χρησιμοποιούσε ως γραφείς τον Δημήτριο Σγουρόπουλο ή Συρόπουλο, τον Ιωάννη Ρώσσο, τον Γεώργιο Τσαγκαρόπουλο, ενώ ο πιστότερος και πιο αγαπημένος φίλος του ήταν ο αριστοτελικός λόγιος Θεόδωρος Γαζής, από τα ηγετικά μέλη της Βησσαριώνειας Ακαδημίας, που ήδη τον γνωρίσαμε ως εκπρόσωπο των φυσιογνωστικών σπουδών και της ζωολογίας.
Ο Βησσαρίων, κάτοχος μιας εξαιρετικής βιβλιοθήκης, εμβάθυνε τόσο στις θεολογικές όσο και στις θετικές σπουδές. Γι' αυτό ο φίλος του και μετέπειτα αντίπαλός του Γεώργιος Σχολάριος έγραφε γι' αυτόν: Είπερ τις των άλλων και την πόλιν την ημετέραν και το γένος άπαν ωφελείν και κοσμείν έμελλεν και δικάζων και συμβουλεύων και διδάσκων και συγγραφόμενος.
Στις 4 Μαΐου του 1460 ο Βησσαρίων πήγε στη Βιέννη ως μέλος μιας διπλωματικής αποστολής, όπου και έμεινε έως την 1η Σεπτεμβρίου του 1460. Εκεί γνωρίστηκε με τους Γερμανούς μαθηματικούς και αστρονόμους Γκέοργκ φον Πόυερμπαχ (Georg von Peuerbach, 1423-1461) και τον Johann Müller ή Ioanni de Monte Regio, τον γνωστό Regiomontanus (1436-1476). Τον τελευταίο τον κάλεσε στη Ρώμη (1462/63), στην Αυλή του, προκειμένου να ενδυναμωθούν οι θετικές σπουδές και η αστρονομία. Εξάλλου και ο ίδιος είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την αστρονομία και ήταν εμπειρότατος με τα μαθηματικά. Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς στο σχετικό άρθρο του στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα τονίζει σχετικά με τα έργα του Βησσαρίωνα ότι: Πολλά από αυτά είναι εκθέσεις για τη δραστηριότητά του, άλλα δε αναφέρονται σε θέματα Αστρονομίας και Μαθηματικών. Επίσης, ο Αχιλλέας Κύρου, σε σχετικό άρθρο στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου γράφει τα εξής: Είναι ενδιαφέρουσα μια μακρά μελέτη περί του ζητήματος του ημερολογίου και της εορτής του Πάσχα. Βαθύς γνώστης των μαθηματικών, ο Βησσαρίων ήτο εις θέσιν να προσέξη την ανωμαλίαν που έφερεν εις τον υπολογισμόν του χρόνου και ιδίως των Πασχαλίων το Ιουλιανόν ημερολόγιον. Είναι δε ο πρώτος ο οποίος επέστησεν την προσοχήν επί της ανωμαλίας αυτής, η οποία επρόκειτο να αρθεί μόνον έναν αιώνα αργότερον υπό του πάπα Γρηγορίου του ΙΓ΄ διά του ιδικού του ημερολογίου (Βησσαρίων, τόμος 4ος, σελ. 465). Ομοίως, ο μαθηματικός, εκδότης και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος συμπληρώνει: Ο Βησσαρίων ήταν εμπειρότατος περί τα μαθηματικά. Αυτό εξάγεται από το πλήθος των χειρογράφων με μαθηματικό περιεχόμενο τα οποία κατείχε, και από τις παρατηρήσεις, τις σημειώσεις, τις διορθώσεις και τα γεωμετρικά σχέδια με τα οποία τα είχε συμπληρώσει. Λόγω των μαθηματικών του γνώσεων, παρατήρησε την ανωμαλία που έφερε στον υπολογισμό του χρόνου (ιδίως των Πασχαλίων) το ιουλιανό ημερολόγιο (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 149).
Πράγματι, ένα μέρος από το πλούσιο έργο του αναφέρεται τόσο στα μαθηματικά όσο και στην αστρονομία, αλλά και σε μεταφράσεις του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου, του Ξενοφώντος, του Βασιλείου του Μεγάλου κ.ά. (L. Mohler, Aus Bessarions Gelehrtenkreis, 1942, I, 253, 404 και Römische Quartalschrift 41, 190).
Ο Βησσαρίων προσπαθούσε συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις του να δημιουργήσει μια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων, η οποία παρά τις άοκνες προσπάθειές του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, μολονότι διέτρεξε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του.
Στην Ιταλία, δούλεψε πολύ στην προσέγγιση ελληνικού και λατινικού κόσμου και άφησε στα λατινικά πολλές μεταφράσεις κλασικών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Ξενοφών και ο Δημοσθένης, ενώ αίσθηση προκάλεσαν τα σχόλιά του στα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη. Θαυμαστής του Πλάτωνος, κατόρθωσε να μείνει αντικειμενικός μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλη στο έργο του Adversus calummiatorem Platonis (1469), το οποίο είναι μια απάντηση στο έργο του Γεώργιου Τραπεζούντιου Comparatio philosophorum Platonis et Aristotelis (1445), στον οποίο απάντησε και με το έργο του Περί φύσεως και τέχνης, το οποίο μετέφρασε στα λατινικά ο Θεόδωρος Γαζής. Στη Δύση ο Βησσαρίων τιμήθηκε ως ο κυριότερος εισηγητής της -καταδικασμένης άλλοτε από την Εκκλησία- πλατωνικής φιλοσοφίας και γενικότερα σαν ένας από τους κορυφαίους ουμανιστές των χρόνων της Αναγέννησης.
Επίσης στα διάφορα έργα του συγκαταλέγεται και η πραγματεία του Προς τους Μαξίμου του Πλανούδη, περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κατά Λατίνων συλλογισμούς, που αναφέρεται στον λόγιο Μάξιμο Πλανούδη, τον οποίο ήδη έχουμε αναφέρει.
Ο ενθουσιώδης θαυμαστής της αρχαιότητας Βησσαρίων, ο σχολαστικός θεολόγος, ο οπαδός του Πλατωνισμού, ο μυσταγωγός της Αναγέννησης, έσβησε στη Ραβέννα στις 18 Νοεμβρίου του 1472, επιστρέφοντας από μία αποστολή του. Αρχικά το σκήνωμά του θάφτηκε στον ναό των Δώδεκα Αποστόλων -τον ναό του τίτλου του αξιώματός του- ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην παρακείμενη μονή των Φραγκισκανών. Η επιτύμβια πλάκα του φέρει λατινικά και ελληνικά επιγράμματα που είχαν γραφτεί από τον ίδιο λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του.
Bessario episcopus Tusculanus
Sanctae Romanae Ecclesiae cardinalis
Patriarcha Constantinopolitanus
Nobili graecia ortus oriundusque
Sibi vivens posuit
Anno salutis MCCCCLXVI (1466).
Ο Ιωάννης, γιατί αυτό ήταν το κατά κόσμον όνομά του, γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου του 1403 στην Τραπεζούντα, όπου και έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Προστάτης και πνευματικός του πατέρας ήταν ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Δοσίθεος Μητροπολίτης Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λαζικής. Το 1415/16 πήγαν μαζί στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Δοσίθεος τον εμπιστεύτηκε στον αρχιεπίσκοπο Σηλυβρίας Ιωάννη Χορτασμένο, Μητροπολίτη Υπέρτιμο και Έξαρχο Θράκης, προκειμένου να συνεχίσει ο Ιωάννης τις σπουδές του στη σχολή που είχε ιδρύσει ο μητροπολίτης στη Μονή του Σωτήρος. Στις 30 Ιανουαρίου του 1423, σε ηλικία είκοσι ετών, έγινε δόκιμος και στις 3 Ιουλίου του 1423 εκάρη μοναχός, με το όνομα Βησσαρίων, με το οποίο έμεινε στην ιστορία.
Συνέχισε ωστόσο τις σπουδές του κοντά στον Γεώργιο Χρυσοκόκκη και στον Ιωάννη Χρυσολωρά, για ευρύτερη μόρφωση. Μαζί τους ο Βησσαρίων άρχισε να μελετά μετ' εμβριθείας τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, ρήτορες και φιλοσόφους. Στον κύκλο του Χρυσολωρά γνωρίστηκε με τον Ισίδωρο, μετέπειτα μητροπολίτη Κιέβου, και με τον Ιταλό ουμανιστή συγγραφέα Φραγκίσκο Φίλελφο (Francesco Filelfo, 1398-1481), γαμπρό του Χρυσολωρά από την κόρη του Θεοδώρα, και έτσι ήρθε σε επαφή με την κίνηση των Ιταλών ουμανιστών.
Το 1426 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1431 ιερομόναχος. Το ίδιο έτος, με προτροπή του Δοσίθεου που είχε ήδη χειροτονηθεί μητροπολίτης Μονεμβασίας (1431), μετέβη στον Μυστρά για να εμβαθύνει στη φιλοσοφία υπό την καθοδήγηση του Γεώργιου Γεμιστού ή Πλήθωνα, από τον οποίο γνώρισε και αγάπησε κυρίως τον Πλάτωνα, καθώς και άλλους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους.
Μετά τις σπουδές του αυτές, ο Βησσαρίων αναδείχτηκε σε έναν από τους σοφότερους λογίους του Βυζαντίου και από τους πρώτους Βυζαντινούς ουμανιστές που μεταλαμπάδευσαν τα ελληνικά γράμματα στη Δύση.
Το 1436 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, έγινε ηγούμενος, ενώ στη συνέχεια χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Νικαίας και από τότε συμμετείχε -μαζί με τον Μάρκο τον Ευγενικό, αρχιεπίσκοπο Εφέσου, ο οποίος είχε τελείως διαφορετικές απόψεις- στις συναντήσεις των Βυζαντινών με τους παπικούς αντιπροσώπους για την ένωση των Εκκλησιών. Ως αρχιεπίσκοπος Νικαίας συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο στη Σύνοδο της Φεράρας-Φλωρεντίας και επηρέασε πολύ τον ρυθμό των σχετικών συνεννοήσεων για την ένωση των Εκκλησιών, που κηρύχτηκε επίσημα, με την υπογραφή του λεγόμενου Ενωτικού Όρου από τον Βησσαρίωνα και από τον καρδινάλιο Juliano Cesarini στη Φλωρεντία στις 6 Ιουλίου του 1439. Στην προσπάθειά του αυτή φίλο και σύμμαχο είχε τον Ισίδωρο, μητροπολίτη Κιέβου και πάσης Ρωσίας.
Όταν όμως επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη διαπίστωσε, από την αντίδραση των πιστών, ότι ήταν αδύνατο να επιτευχθεί αυτή η ένωση, αφού και ο ίδιος βρέθηκε στο επίκεντρο της λαϊκής κατακραυγής. Ως άνθρωπος χαμηλών τόνων, σκέφτηκε λοιπόν, επειδή το κλίμα ήταν ιδιαίτερα βαρύ γι' αυτόν στην Πόλη, ότι θα μπορούσε να ωφελήσει περισσότερο την πατρίδα του μεταβαίνοντας στη Ρώμη, ούτως ώστε να αποβεί ο σύνδεσμος μεταξύ των Ελλήνων και των Λατίνων. Έτσι, επειδή πίστευε στην ανάγκη της ένωσης των Εκκλησιών και μάλιστα έγραφε ότι δεν κρίνει σωστή την απομόνωση από τους Λατίνους -Παρά την ύπαρξη όλων των ευλογοφανών αιτίων (Oratio dogmatica pro unione, P.G. 161, 612)-, επέστρεψε το 1440 στην Ιταλία, όπου τάχτηκε ανεπιφύλακτα υπέρ του Καθολικισμού, ενώ ήδη είχε τιμηθεί με το αξίωμα του καρδινάλιου από τον πάπα Ευγένιο Δ΄ (1439). Στις 5 Μαρτίου του 1447 ο πάπας Νικόλαος Ε΄ τον ονόμασε αρχιεπίσκοπο πάσης Σαβίνης και στις 25 Μαΐου του ίδιου έτους επίσκοπο Τούσκλων. Η έδρα αυτή ήταν πολύ σημαντική, αφού ο τίτλος της θεωρούνταν ο έκτος κατά σειράν από τους επτά καρδινάλιους που κάθονταν δίπλα στον πάπα κατά τις επίσημες τελετές στη μεγάλη βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1450 ο πάπας τον διόρισε διοικητή της Μπολώνιας.
Τέλος, ο πάπας Πίος Β΄, τον Μάιο του 1463, τον αναγόρευσε καθολικό πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, έναν τίτλο όμως που ουσιαστικά υπήρχε μόνο στα χαρτιά! Ο ίδιος, επειδή ήταν πεπεισμένος ότι δούλον έθνος, ήταν αδύνατο να διατηρήσει ελευθέραν Εκκλησίαν, κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια -όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν- ώστε να διασωθεί η πολιτική ανεξαρτησία του έθνους με τη συμμαχία των Δυτικών, στους οποίους πίστευε ότι ανήκαν οι Έλληνες.
Στη Ρώμη, το σπίτι του Βησσαρίωνα, ένα πολυτελές ανάκτορο στους πρόποδες του Κυρηνάλιου λόφου, λίγο έξω από την πόλη στη Via S. Sebastiano, κοντά στο S. Cesareo, έγινε κέντρο επαφής των ουμανιστών και ο ίδιος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Ιταλία. Ο κύκλος λογίων γύρω του αποτέλεσε τη σπουδαία Βησσαριώνεια Ακαδημία, όπως έμεινε στην ιστορία της Αναγέννησης. Μάλιστα ο συγγραφέας Λορέντζο Βάλλα (Lorenzo Valla, 1407-1457), από την Εισαγωγή του στον Θουκυδίδη, έπλεξε το εγκώμιο στον λόγιο Βησσαρίωνα για τη βαθιά του γνώση των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του λατινικού , αποκαλώντας τον Inter Grecos latinissimus, inter Latinos graecissimos, δηλαδή μεταξύ των Ελλήνων λατινικότατος, μεταξύ των Λατίνων ελληνικότατος.
Ο Βησσαρίων, παρά τη μεταστροφή του στον Καθολικισμό, υποστήριζε με κάθε τρόπο τους Έλληνες λογίους που κατέφυγαν στην Ιταλία, μετά την άλωση της Πόλης. Μάλιστα τους χρησιμοποιούσε ως μεταφραστές και αντιγραφείς κωδίκων με γενναιόδωρες παροχές γι' αυτή τη δουλειά τους, ενώ προσπαθούσε να βοηθήσει στις σπουδές τους στα ιταλικά πανεπιστήμια τους νεότερους. Χρησιμοποιούσε ως γραφείς τον Δημήτριο Σγουρόπουλο ή Συρόπουλο, τον Ιωάννη Ρώσσο, τον Γεώργιο Τσαγκαρόπουλο, ενώ ο πιστότερος και πιο αγαπημένος φίλος του ήταν ο αριστοτελικός λόγιος Θεόδωρος Γαζής, από τα ηγετικά μέλη της Βησσαριώνειας Ακαδημίας, που ήδη τον γνωρίσαμε ως εκπρόσωπο των φυσιογνωστικών σπουδών και της ζωολογίας.
Ο Βησσαρίων, κάτοχος μιας εξαιρετικής βιβλιοθήκης, εμβάθυνε τόσο στις θεολογικές όσο και στις θετικές σπουδές. Γι' αυτό ο φίλος του και μετέπειτα αντίπαλός του Γεώργιος Σχολάριος έγραφε γι' αυτόν: Είπερ τις των άλλων και την πόλιν την ημετέραν και το γένος άπαν ωφελείν και κοσμείν έμελλεν και δικάζων και συμβουλεύων και διδάσκων και συγγραφόμενος.
Στις 4 Μαΐου του 1460 ο Βησσαρίων πήγε στη Βιέννη ως μέλος μιας διπλωματικής αποστολής, όπου και έμεινε έως την 1η Σεπτεμβρίου του 1460. Εκεί γνωρίστηκε με τους Γερμανούς μαθηματικούς και αστρονόμους Γκέοργκ φον Πόυερμπαχ (Georg von Peuerbach, 1423-1461) και τον Johann Müller ή Ioanni de Monte Regio, τον γνωστό Regiomontanus (1436-1476). Τον τελευταίο τον κάλεσε στη Ρώμη (1462/63), στην Αυλή του, προκειμένου να ενδυναμωθούν οι θετικές σπουδές και η αστρονομία. Εξάλλου και ο ίδιος είχε μεγάλο ενδιαφέρον για την αστρονομία και ήταν εμπειρότατος με τα μαθηματικά. Ο καθηγητής Βλάσιος Φειδάς στο σχετικό άρθρο του στην Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα τονίζει σχετικά με τα έργα του Βησσαρίωνα ότι: Πολλά από αυτά είναι εκθέσεις για τη δραστηριότητά του, άλλα δε αναφέρονται σε θέματα Αστρονομίας και Μαθηματικών. Επίσης, ο Αχιλλέας Κύρου, σε σχετικό άρθρο στο Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν του Ηλίου γράφει τα εξής: Είναι ενδιαφέρουσα μια μακρά μελέτη περί του ζητήματος του ημερολογίου και της εορτής του Πάσχα. Βαθύς γνώστης των μαθηματικών, ο Βησσαρίων ήτο εις θέσιν να προσέξη την ανωμαλίαν που έφερεν εις τον υπολογισμόν του χρόνου και ιδίως των Πασχαλίων το Ιουλιανόν ημερολόγιον. Είναι δε ο πρώτος ο οποίος επέστησεν την προσοχήν επί της ανωμαλίας αυτής, η οποία επρόκειτο να αρθεί μόνον έναν αιώνα αργότερον υπό του πάπα Γρηγορίου του ΙΓ΄ διά του ιδικού του ημερολογίου (Βησσαρίων, τόμος 4ος, σελ. 465). Ομοίως, ο μαθηματικός, εκδότης και συγγραφέας Ευάγγελος Σπανδάγος συμπληρώνει: Ο Βησσαρίων ήταν εμπειρότατος περί τα μαθηματικά. Αυτό εξάγεται από το πλήθος των χειρογράφων με μαθηματικό περιεχόμενο τα οποία κατείχε, και από τις παρατηρήσεις, τις σημειώσεις, τις διορθώσεις και τα γεωμετρικά σχέδια με τα οποία τα είχε συμπληρώσει. Λόγω των μαθηματικών του γνώσεων, παρατήρησε την ανωμαλία που έφερε στον υπολογισμό του χρόνου (ιδίως των Πασχαλίων) το ιουλιανό ημερολόγιο (Οι Θετικοί Επιστήμονες της Βυζαντινής εποχής, 1996, σελ. 149).
Πράγματι, ένα μέρος από το πλούσιο έργο του αναφέρεται τόσο στα μαθηματικά όσο και στην αστρονομία, αλλά και σε μεταφράσεις του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου, του Ξενοφώντος, του Βασιλείου του Μεγάλου κ.ά. (L. Mohler, Aus Bessarions Gelehrtenkreis, 1942, I, 253, 404 και Römische Quartalschrift 41, 190).
Ο Βησσαρίων προσπαθούσε συνεχώς και με όλες τις δυνάμεις του να δημιουργήσει μια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων, η οποία παρά τις άοκνες προσπάθειές του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, μολονότι διέτρεξε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του.
Στην Ιταλία, δούλεψε πολύ στην προσέγγιση ελληνικού και λατινικού κόσμου και άφησε στα λατινικά πολλές μεταφράσεις κλασικών συγγραφέων, μεταξύ των οποίων ο Ξενοφών και ο Δημοσθένης, ενώ αίσθηση προκάλεσαν τα σχόλιά του στα Μεταφυσικά του Αριστοτέλη. Θαυμαστής του Πλάτωνος, κατόρθωσε να μείνει αντικειμενικός μεταξύ Πλάτωνος και Αριστοτέλη στο έργο του Adversus calummiatorem Platonis (1469), το οποίο είναι μια απάντηση στο έργο του Γεώργιου Τραπεζούντιου Comparatio philosophorum Platonis et Aristotelis (1445), στον οποίο απάντησε και με το έργο του Περί φύσεως και τέχνης, το οποίο μετέφρασε στα λατινικά ο Θεόδωρος Γαζής. Στη Δύση ο Βησσαρίων τιμήθηκε ως ο κυριότερος εισηγητής της -καταδικασμένης άλλοτε από την Εκκλησία- πλατωνικής φιλοσοφίας και γενικότερα σαν ένας από τους κορυφαίους ουμανιστές των χρόνων της Αναγέννησης.
Επίσης στα διάφορα έργα του συγκαταλέγεται και η πραγματεία του Προς τους Μαξίμου του Πλανούδη, περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος κατά Λατίνων συλλογισμούς, που αναφέρεται στον λόγιο Μάξιμο Πλανούδη, τον οποίο ήδη έχουμε αναφέρει.
Ο ενθουσιώδης θαυμαστής της αρχαιότητας Βησσαρίων, ο σχολαστικός θεολόγος, ο οπαδός του Πλατωνισμού, ο μυσταγωγός της Αναγέννησης, έσβησε στη Ραβέννα στις 18 Νοεμβρίου του 1472, επιστρέφοντας από μία αποστολή του. Αρχικά το σκήνωμά του θάφτηκε στον ναό των Δώδεκα Αποστόλων -τον ναό του τίτλου του αξιώματός του- ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην παρακείμενη μονή των Φραγκισκανών. Η επιτύμβια πλάκα του φέρει λατινικά και ελληνικά επιγράμματα που είχαν γραφτεί από τον ίδιο λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του.
Bessario episcopus Tusculanus
Sanctae Romanae Ecclesiae cardinalis
Patriarcha Constantinopolitanus
Nobili graecia ortus oriundusque
Sibi vivens posuit
Anno salutis MCCCCLXVI (1466).
Τούτ' έστι Βησσαρίων ζων άνυσα
σώματι σήμα
πνεύμα δε φευξείται προς Θεόν αθάνατον.
πνεύμα δε φευξείται προς Θεόν αθάνατον.
Ο Βησσαρίων άφησε ένα πλούσιο έργο
που βοήθησε την προσέγγιση της Δύσης στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Προς το
τέλος της ζωής του χάρισε στην πόλη της Βενετίας την τεράστια βιβλιοθήκη του, η
οποία έγινε ο πυρήνας για την περίφημη σημερινή Βιβλιοθήκη του Αγίου Μάρκου
(Bibliotheca Marciana). Μάλιστα, πολλά από τα συγγράμματά του τα συγκέντρωσε σε
ιδιόγραφο κώδικα, τον Codex grecus 533 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, ο οποίος
περιέχει στον πρόλογο πληροφορίες για τον χρόνο συγγραφής του κάθε έργου. Η πόλη
της Βενετίας, για να τον τιμήσει, ανάρτησε την προσωπογραφία του στην είσοδο της
ονομαστής Βιβλιοθήκης.
Έγραψαν ότι ο Βησσαρίων απηρνήθη το γένος του και αλλαξοπίστησε. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε τον αμετάβλητο, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, πατριωτισμό του και το ότι είχε μια διαφορετική οπτική γωνία για τη σωτηρία του Ελληνισμού, για τον οποίο πίστευε ότι ανήκει πολύ περισσότερο στη Δύση απ' ό,τι στην Ανατολή.
Έγραψαν ότι ο Βησσαρίων απηρνήθη το γένος του και αλλαξοπίστησε. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε τον αμετάβλητο, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, πατριωτισμό του και το ότι είχε μια διαφορετική οπτική γωνία για τη σωτηρία του Ελληνισμού, για τον οποίο πίστευε ότι ανήκει πολύ περισσότερο στη Δύση απ' ό,τι στην Ανατολή.
Γεώργιος Αμιρούτζης ή
Αμιρούτσης (1400-1470)
Ο αριστοτελιστής λόγιος Γεώργιος Αμιρούτζης ή Αμιρούτσης γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και προερχόταν από εύπορη οικογένεια της περιοχής, που είχε τη δυνατότητα να του προσφέρει τα μέσα για να αποκτήσει αξιόλογη μόρφωση. Σπούδασε τόσο στην Τραπεζούντα όσο και στην Κωνσταντινούπολη θεολογία, φιλοσοφία, αστρονομία, μαθηματικά, ιατρική και γεωγραφία, και αναδείχτηκε σε έναν από τους γνωστούς λογίους της εποχής του.
Όπως έγινε με πολλούς άλλους λόγιους της εποχής, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, εκτιμώντας τη μόρφωσή του και τις διπλωματικές του ικανότητες, τον συμπεριέλαβε στην αποστολή του Βυζαντίου κατά την ενωτική Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας (1437-1439). Αρχικά ήταν ενωτικός και στην Ιταλία φερόταν υπεροπτικά και αναιδέστατα τόσο προς τον Μάρκο τον Ευγενικό, τον μητροπολίτη Εφέσου, όσο και προς τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό-Πλήθωνα. Όταν όμως μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη είδε τη λαϊκή κατακραυγή, ο ιδιοτελής Αμιρούτζης προσχώρησε στους ανθενωτικούς, δικαιολογώντας τη μέχρι τότε στάση του με το αιτιολογικό της εθνικής ανάγκης. Υποστήριζε δηλαδή ότι υπέγραψε την ένωση από τον λόγο και μόνο ότι ήλπιζε σε μεγάλη βοήθεια από τη Δύση για την απόκρουση του τουρκικού κινδύνου.
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αυλή της Τραπεζούντας, το 1440, όπου λόγω της άρτιας μόρφωσής του τιμήθηκε με τα ανώτατα αξιώματα του πρωτοβεστιαρίου και του μεγάλου λογοθέτη και ανέλαβε διπλωματικές αποστολές προς τους Γενουάτες και τους Τούρκους. Δυστυχώς, ο Αμιρούτζης φαίνεται πως κατά την πολιορκία της Τραπεζούντας από τον Μαχμούτ πασά -με τον οποίο παρεμπιπτόντως τον συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί, αφού ο Μαχμούτ ήταν Έλληνας εξισλαμισμένος και οι μητέρες τους ήταν αδελφές- πρόδωσε στις σχετικές διαπραγματεύσεις τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαβίδ (1461) και τη χώρα του, προκειμένου να σώσει τον ίδιο και την οικογένειά του. Σύμφωνα με το Χρονικόν της Μονεμβασίας: Τούτος ο πρωτοβεστιάριος ήτο επίβουλος του κυρ Δαυίδ και αυτός έκαμε και τον σουλτάνον και ήρθε κατά της Τραπεζούντος και έκαμε τον κυρ Δαυίδ και επροσκύνησεν.
Οι δύο γιοι του εξισλαμίστηκαν, ο Αλέξανδρος μετονομάστηκε σε Ισκέντερ και ο Βασίλειος σε Μεχμέτ, ενώ και ο ίδιος έθεσε τις γνώσεις του στην υπηρεσία του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, στον οποίο αφιέρωσε εγκωμιαστικούς στίχους στη θεολογική πραγματεία του Διάλογος περί της εις Χριστόν πίστεως μετά του βασιλέως των Τούρκων. Από το έργο του έχουν σωθεί δύο ύμνοι του στον Μωάμεθ Β΄, δύο θεολογικές πραγματείες και μερικές επιστολές φιλοσοφικού περιεχομένου, στις οποίες διακρίνονται ορθολογιστικές τάσεις.
Εμείς τον αναφέρουμε μάλλον ως γεωγράφο, αφού -πιθανότατα μετά από διαταγή του Μωάμεθ Β΄- εξέδωσε τα Γεωγραφικά του Κλαύδιου Πτολεμαίου και συνέθεσε σε έναν ενιαίο χάρτη όλους τους επιμέρους χάρτες του μεγάλου αστρονόμου και γεωγράφου, προς χρήσιν των Τούρκων. Ταυτόχρονα ο γιος του απέδωσε όλα τα τοπωνύμια που αναφέρονταν από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο με αραβικά ονόματα, γεγονός που ικανοποίησε πολύ τον Τούρκο σουλτάνο, ο οποίος τους πρόσφερε μισθούς μεγάλους και δώρα πολύτιμα.
Και μέσα σε όλα αυτά έστειλε μία επιστολή στον Βησσαρίωνα -νονό του γιου του Βασίλειου- ικετεύοντάς τον για βοήθεια και προσπαθώντας να δικαιολογήσει την προδοτική στάση του, ανασκευάζοντας τις κατηγορίες. Τελικά όμως τα επιχειρήματά του δεν έπεισαν κανένα.
Ήταν μια τραγική φυσιογνωμία χωρίς ηθικούς φραγμούς. Αναφέρεται το εξής χαρακτηριστικό γεγονός: Σε γεροντική ηλικία, γύρω στα εβδομήντα, ερωτεύτηκε παράφορα τη χήρα του Φράνκο Β΄ Ατσαγιόλι (Franco II Acciajolli), του τελευταίου Λατίνου δούκα των Αθηνών, τη θρυλική Μουχλιώτισσα , και παρά το γεγονός ότι ζούσε η γυναίκα του, ζήτησε από τον πατριάρχη Ιωάσαφ Α΄ τον Κόκκα (1465-1466) και από τον μεγάλο εκκλησιάρχη Μανουήλ να εγκρίνουν τον γάμο. Και οι δύο αρνήθηκαν. Η εκδικητική μανία του Αμιρούτζη δεν είχε τέλος. Ασπάστηκε τον Ισλαμισμό για να παρακάμψει την πατριαρχική άρνηση και να τελέσει τον γάμο, ενώ έπεισε τον πρωτοξάδελφό του Μαχμούτ πασά να ρινοκοπήσει, τον Μανουήλ και να κόψει τη γενειάδα του πατριάρχη, ο οποίος καθαιρέθηκε από τον προστάτη του Αμιρούτζη, τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄.
Ο Αμιρούτζης, ο γλοιώδης κόλακας του Μωάμεθ Β΄, και οι δύο εξισλαμισθέντες γιοι του αποτελούν ξεχωριστή προκλητική και ιδιοτελή προδοτική συμπεριφορά προς το υπόδουλο γένος.
Ωστόσο ο ιστορικός Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος (1410-1567), λόγιος εξαιρετικής παιδείας που έγραψε το έργο του Ιστορίαι σε ύφος αρχαιοπρεπές, δέχεται σε αυτό ως αναγκαστική τη συνεργασία με τον Τούρκο κατακτητή για να περισωθεί το έθνος. Ο ίδιος πιστεύει στην αξία της ελληνικής παιδείας και στην ιδέα του γένους, γι' αυτό τον λόγο συγγράφει την ιστορία του σε ελληνική γλώσσα για να συγκινήσει τον κατακτητή. Ειδικά για τον Αμιρούτζη γράφει ότι ήταν: Περί τη φιλοσοφίαν άκρος, όση περί τε το φυσικόν έχει και δογματικόν, τότε μαθηματικόν τε και γεωμετρικόν και τας αναλογίας των αριθμών και όση των από του περιπάτου και της στοάς προσέτι δε και πλήρης εγκυκλίου παιδείας, ρητορικής τε φημι και ποιητικής.
Ο αριστοτελιστής λόγιος Γεώργιος Αμιρούτζης ή Αμιρούτσης γεννήθηκε στην Τραπεζούντα και προερχόταν από εύπορη οικογένεια της περιοχής, που είχε τη δυνατότητα να του προσφέρει τα μέσα για να αποκτήσει αξιόλογη μόρφωση. Σπούδασε τόσο στην Τραπεζούντα όσο και στην Κωνσταντινούπολη θεολογία, φιλοσοφία, αστρονομία, μαθηματικά, ιατρική και γεωγραφία, και αναδείχτηκε σε έναν από τους γνωστούς λογίους της εποχής του.
Όπως έγινε με πολλούς άλλους λόγιους της εποχής, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος, εκτιμώντας τη μόρφωσή του και τις διπλωματικές του ικανότητες, τον συμπεριέλαβε στην αποστολή του Βυζαντίου κατά την ενωτική Σύνοδο Φεράρας - Φλωρεντίας (1437-1439). Αρχικά ήταν ενωτικός και στην Ιταλία φερόταν υπεροπτικά και αναιδέστατα τόσο προς τον Μάρκο τον Ευγενικό, τον μητροπολίτη Εφέσου, όσο και προς τον φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό-Πλήθωνα. Όταν όμως μετά την επιστροφή του στην Κωνσταντινούπολη είδε τη λαϊκή κατακραυγή, ο ιδιοτελής Αμιρούτζης προσχώρησε στους ανθενωτικούς, δικαιολογώντας τη μέχρι τότε στάση του με το αιτιολογικό της εθνικής ανάγκης. Υποστήριζε δηλαδή ότι υπέγραψε την ένωση από τον λόγο και μόνο ότι ήλπιζε σε μεγάλη βοήθεια από τη Δύση για την απόκρουση του τουρκικού κινδύνου.
Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αυλή της Τραπεζούντας, το 1440, όπου λόγω της άρτιας μόρφωσής του τιμήθηκε με τα ανώτατα αξιώματα του πρωτοβεστιαρίου και του μεγάλου λογοθέτη και ανέλαβε διπλωματικές αποστολές προς τους Γενουάτες και τους Τούρκους. Δυστυχώς, ο Αμιρούτζης φαίνεται πως κατά την πολιορκία της Τραπεζούντας από τον Μαχμούτ πασά -με τον οποίο παρεμπιπτόντως τον συνέδεαν συγγενικοί δεσμοί, αφού ο Μαχμούτ ήταν Έλληνας εξισλαμισμένος και οι μητέρες τους ήταν αδελφές- πρόδωσε στις σχετικές διαπραγματεύσεις τον αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Δαβίδ (1461) και τη χώρα του, προκειμένου να σώσει τον ίδιο και την οικογένειά του. Σύμφωνα με το Χρονικόν της Μονεμβασίας: Τούτος ο πρωτοβεστιάριος ήτο επίβουλος του κυρ Δαυίδ και αυτός έκαμε και τον σουλτάνον και ήρθε κατά της Τραπεζούντος και έκαμε τον κυρ Δαυίδ και επροσκύνησεν.
Οι δύο γιοι του εξισλαμίστηκαν, ο Αλέξανδρος μετονομάστηκε σε Ισκέντερ και ο Βασίλειος σε Μεχμέτ, ενώ και ο ίδιος έθεσε τις γνώσεις του στην υπηρεσία του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, στον οποίο αφιέρωσε εγκωμιαστικούς στίχους στη θεολογική πραγματεία του Διάλογος περί της εις Χριστόν πίστεως μετά του βασιλέως των Τούρκων. Από το έργο του έχουν σωθεί δύο ύμνοι του στον Μωάμεθ Β΄, δύο θεολογικές πραγματείες και μερικές επιστολές φιλοσοφικού περιεχομένου, στις οποίες διακρίνονται ορθολογιστικές τάσεις.
Εμείς τον αναφέρουμε μάλλον ως γεωγράφο, αφού -πιθανότατα μετά από διαταγή του Μωάμεθ Β΄- εξέδωσε τα Γεωγραφικά του Κλαύδιου Πτολεμαίου και συνέθεσε σε έναν ενιαίο χάρτη όλους τους επιμέρους χάρτες του μεγάλου αστρονόμου και γεωγράφου, προς χρήσιν των Τούρκων. Ταυτόχρονα ο γιος του απέδωσε όλα τα τοπωνύμια που αναφέρονταν από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο με αραβικά ονόματα, γεγονός που ικανοποίησε πολύ τον Τούρκο σουλτάνο, ο οποίος τους πρόσφερε μισθούς μεγάλους και δώρα πολύτιμα.
Και μέσα σε όλα αυτά έστειλε μία επιστολή στον Βησσαρίωνα -νονό του γιου του Βασίλειου- ικετεύοντάς τον για βοήθεια και προσπαθώντας να δικαιολογήσει την προδοτική στάση του, ανασκευάζοντας τις κατηγορίες. Τελικά όμως τα επιχειρήματά του δεν έπεισαν κανένα.
Ήταν μια τραγική φυσιογνωμία χωρίς ηθικούς φραγμούς. Αναφέρεται το εξής χαρακτηριστικό γεγονός: Σε γεροντική ηλικία, γύρω στα εβδομήντα, ερωτεύτηκε παράφορα τη χήρα του Φράνκο Β΄ Ατσαγιόλι (Franco II Acciajolli), του τελευταίου Λατίνου δούκα των Αθηνών, τη θρυλική Μουχλιώτισσα , και παρά το γεγονός ότι ζούσε η γυναίκα του, ζήτησε από τον πατριάρχη Ιωάσαφ Α΄ τον Κόκκα (1465-1466) και από τον μεγάλο εκκλησιάρχη Μανουήλ να εγκρίνουν τον γάμο. Και οι δύο αρνήθηκαν. Η εκδικητική μανία του Αμιρούτζη δεν είχε τέλος. Ασπάστηκε τον Ισλαμισμό για να παρακάμψει την πατριαρχική άρνηση και να τελέσει τον γάμο, ενώ έπεισε τον πρωτοξάδελφό του Μαχμούτ πασά να ρινοκοπήσει, τον Μανουήλ και να κόψει τη γενειάδα του πατριάρχη, ο οποίος καθαιρέθηκε από τον προστάτη του Αμιρούτζη, τον σουλτάνο Μωάμεθ Β΄.
Ο Αμιρούτζης, ο γλοιώδης κόλακας του Μωάμεθ Β΄, και οι δύο εξισλαμισθέντες γιοι του αποτελούν ξεχωριστή προκλητική και ιδιοτελή προδοτική συμπεριφορά προς το υπόδουλο γένος.
Ωστόσο ο ιστορικός Μιχαήλ Κριτόβουλος ο Ίμβριος (1410-1567), λόγιος εξαιρετικής παιδείας που έγραψε το έργο του Ιστορίαι σε ύφος αρχαιοπρεπές, δέχεται σε αυτό ως αναγκαστική τη συνεργασία με τον Τούρκο κατακτητή για να περισωθεί το έθνος. Ο ίδιος πιστεύει στην αξία της ελληνικής παιδείας και στην ιδέα του γένους, γι' αυτό τον λόγο συγγράφει την ιστορία του σε ελληνική γλώσσα για να συγκινήσει τον κατακτητή. Ειδικά για τον Αμιρούτζη γράφει ότι ήταν: Περί τη φιλοσοφίαν άκρος, όση περί τε το φυσικόν έχει και δογματικόν, τότε μαθηματικόν τε και γεωμετρικόν και τας αναλογίας των αριθμών και όση των από του περιπάτου και της στοάς προσέτι δε και πλήρης εγκυκλίου παιδείας, ρητορικής τε φημι και ποιητικής.
Ματθαίος Καμαριώτης
(†1489)
Ο Ματθαίος Καμαριώτης υπήρξε λόγιος φιλόσοφος και αστρονόμος που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά τα τέλη του 14ου αιώνα. Ως καθηγητής δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη φιλοσοφία από το 1435 και μαθητής του υπήρξε ο Γεώργιος Σχολάριος, ο μετέπειτα -μετά την άλωση- πατριάρχης Γεννάδιος Β΄.
Ο μαθητής δεν ξέχασε τον δάσκαλό του. Έτσι, όταν ο Γεννάδιος Β΄ ανασύστησε, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, την Πατριαρχική Σχολή ως τη Μεγάλη του Γένους Σχολή διόρισε σ' αυτήν επικεφαλής τον Ματθαίο Καμαριώτη.
Ο Ματθαίος Καμαριώτης διακρίθηκε ως ρήτορας της Εκκλησίας, ενώ έγραψε πολλές πραγματείες, λόγους και κανόνες. Είναι γνωστόν ότι δίδασκε και ενδιαφερόταν για την αστρονομία, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έγραψε κάποιο αστρονομικό έργο ή κάποιο διδακτικό βιβλίο. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι σχολίασε τα αστρονομικά έργα του Νικηφόρου Γρηγορά. Ο λόγιος Ματθαίος Καμαριώτης απεβίωσε στην Πόλη το 1489.
Ο Ματθαίος Καμαριώτης υπήρξε λόγιος φιλόσοφος και αστρονόμος που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη κατά τα τέλη του 14ου αιώνα. Ως καθηγητής δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη φιλοσοφία από το 1435 και μαθητής του υπήρξε ο Γεώργιος Σχολάριος, ο μετέπειτα -μετά την άλωση- πατριάρχης Γεννάδιος Β΄.
Ο μαθητής δεν ξέχασε τον δάσκαλό του. Έτσι, όταν ο Γεννάδιος Β΄ ανασύστησε, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, την Πατριαρχική Σχολή ως τη Μεγάλη του Γένους Σχολή διόρισε σ' αυτήν επικεφαλής τον Ματθαίο Καμαριώτη.
Ο Ματθαίος Καμαριώτης διακρίθηκε ως ρήτορας της Εκκλησίας, ενώ έγραψε πολλές πραγματείες, λόγους και κανόνες. Είναι γνωστόν ότι δίδασκε και ενδιαφερόταν για την αστρονομία, αλλά δεν γνωρίζουμε αν έγραψε κάποιο αστρονομικό έργο ή κάποιο διδακτικό βιβλίο. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι σχολίασε τα αστρονομικά έργα του Νικηφόρου Γρηγορά. Ο λόγιος Ματθαίος Καμαριώτης απεβίωσε στην Πόλη το 1489.
Γεννάδιος Β΄ (Γεώργιος)
Σχολάριος (1405-1472)
Ο Γεννάδιος Κουρτέσης Σχολάριος, το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Γεώργιος, υπήρξε αξιόλογος θεολόγος και φιλόσοφος, σύγχρονος του Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1405 από γονείς που ήταν Χιώτες την καταγωγή και διδάχτηκε στην Πόλη την εγκύκλιο παιδεία από τον Ιωάννη Χορτασμένο, τον Ματθαίο Καμαριώτη και τον μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό.
Ο Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος ήταν ο τελευταίος αριστοτελικός φιλόσοφος του Βυζαντίου, έλεγε ότι υπήρξε αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία: Ουδενί των παρ' ημίν εχρησάμεθα διδασκάλων. Ωστόσο, σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και νομικά. Έτσι, στην αρχή σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος και αργότερα ως δικηγόρος. Στη συνέχεια διορίστηκε από τον αυτοκράτορα «καθολικός κριτής των Ρωμαίων», δηλαδή ανώτατος δικαστικός, και «καθολικός σεκρετάριος του βασιλέως Ιωάννου (Η΄ Παλαιολόγου)», ενώ διαδέχτηκε τον Ιωάννη Βρυέννιο στη θέση του καθηγητή της θεολογίας στη βασιλική Ακαδημία. Στην εποχή του ήταν ο κορυφαίος λόγιος για νομικά, θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα.
Ο Σχολάριος είδε κατά τους χρόνους του την κάμψη των γραμμάτων στο Βυζάντιο και μακάριζε τους Δυτικούς τόσο για την κλασική τους παιδεία όσο και για την αντίστοιχη καλλιέργεια των επιστημών στις χώρες τους. Έμαθε λατινικά μόνος του για να διαβάζει τους μεγάλους Λατίνους φιλοσόφους στο πρωτότυπο και εκφραζόταν -μολονότι εχθρός της ένωσης των Εκκλησιών- με θαυμασμό για το έργο του Θωμά του Ακινάτη. Με πολύ προσωπικό κόπο, μελετώντας σχεδόν μόνος του, κατόρθωσε να αναδειχθεί σε πολυγραφότατο συγγραφέα και σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη.
Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί ο λόγιος ιερωμένος Γεώργιος Σχολάριος κλείνει με το ογκώδες έργο του τη μεγάλη σειρά των Βυζαντινών σχολιαστών του Αριστοτέλη. Με το επιβλητικό έργο του, ο Σχολάριος ξεπέρασε σε έκταση και ποιότητα όλους τους προγενεστέρους του Βυζαντινούς λογίους και φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με το έργο του Σταγειρίτη φιλοσόφου. Το συνολικό έργο του καλύπτει οκτώ ογκώδεις τόμους και εκδόθηκε στο Παρίσι (1928-1936) από τους L. Petit, X.A. Siderides, M. Jugie: Oeuvres complètes de Georges (Gennade) Schorarios.
Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας, υποστηρίζοντας ενωτικές αρχικά τάσεις, υπό την επίδραση όμως του δασκάλου του Μάρκου του Ευγενικού, μητροπολίτη της Εφέσου, στράφηκε προς το μέρος των ανθενωτικών. Μάλιστα μετά τον θάνατο εκείνου (1444), τον διαδέχτηκε στην ηγεσία όσων πολεμούσαν με κάθε μέσο την ένωση των Εκκλησιών, επειδή θεωρούσαν ότι θα προκαλούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε.
Το 1448, μετά τον θάνατο του προστάτη του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου και την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου ΙΑ΄, ο Γεώργιος Σχολάριος, λόγω και της μεταστροφής του, έχασε την εύνοια της Αυλής, παραιτήθηκε από τη θέση του και εκάρη μοναχός στη Μονή Χαρσιανίτου της Κωνσταντινούπολης, όπου έλαβε το όνομα Γεννάδιος. Ο Γεννάδιος, ως αρχηγός πλέον των ανθενωτικών -παρότι προσκλήθηκε από τον αυτοκράτορα-, δεν προσήλθε στη συγκέντρωση της 12ης Νοεμβρίου του 1452 στο παλάτι για τη συζήτηση Περί της ενώσεως των Εκκλησιών. Τέλος, την ίδια ημέρα και ενώ τελούνταν κοινή θεία λειτουργία Βυζαντινών και Δυτικών στον ναό της Αγίας Σοφίας, ο Γεννάδιος θυροκόλλησε στη Μονή Χαρσιανίτου οξύτατη προκήρυξη εναντίον των ενωτικών.
Μετά την άλωση, ο Γεννάδιος, μοναχός της Μονής του Παντοκράτορος Χριστού (σήμερα Ζεϊρέκ τζαμί), σύρθηκε αιχμάλωτος και μετά πουλήθηκε σαν δούλος σε έναν Τούρκο πασά στην Αδριανούπολη. Ωστόσο, ο Μωάμεθ έψαχνε τον αρχηγό της ανθενωτικής παράταξης και έτσι, όταν τον βρήκε, τον έφερε πίσω στη Βασιλεύουσα. Πράγματι, ο Γεννάδιος ως αρχηγός της ανθενωτικής παράταξης επελέγη από τον Μωάμεθ για να γίνει οικουμενικός πατριάρχης. Ο σουλτάνος με την επιλογή του αυτή μπορούσε να είναι ήσυχος ότι ο νέος πατριάρχης με το γνωστό αντιλατινικό μένος του δεν επρόκειτο να αναμειχθεί σε καμιά από τις σχεδιαζόμενες σταυροφορίες των Δυτικών εναντίον των Τούρκων για την ανασύσταση του Βυζαντίου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αντώνη Λιάκο ο Γεννάδιος Σχολάριος θεωρούσε την πτώση της Κωνσταντινούπολης σημάδι της συντέλειας του κόσμου, που την τοποθετούσε στην αρχή του έτους 1492 μ.Χ. (Είχε η Εκκλησία ειθνική συνείδηση; Το Βήμα, Κυριακή 25 Μαρτίου 2007).
Είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ως αφετηρία των χρονολογιών τους την 1η Σεπτεμβρίου του 5509 π.Χ. , χρονολογία που θεσμοθετήθηκε από τον Γ΄ Κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, και -κατά τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα- αντιστοιχούχε στο έτος Κτίσεως του Κόσμου. Έτσι, σύμφωνα με τον Γεννάδιο, με την έλευση του μοιραίου έτους 1492 μ.Χ., θα είχαν ήδη συμπληρωθεί (5509 + 1491=) 7.000 έτη από Κτίσεως του Κόσμου και εφόσον «μία ημέρα Κυρίου, χίλια έτη επί της γης», θεωρούσε ότι η περίοδος αυτή αντιστοιχούσε σε μία «εβδομάδα του Θεού». Συνεπώς, ο Γεννάδιος πίστευε ότι στην αρχή του καταστροφικού έτους 1492 μ.Χ. θα έκλεινε ο μεγάλος κύκλος της Δημιουργίας των 7.000 ετών, που είχε αρχίσει την 1η Σεπτεμβρίου του 5509 π.Χ. με τη δημιουργία του Κόσμου μας.
Αυτό βεβαίως δεν τον εμπόδισε, ως πατριάρχη πλέον όπως θα δούμε στη συνέχεια, να διαπραγματευθεί με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, προνόμια για την Εκκλησία και το γένος.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, δηλαδή υπό την εξουσία των Τούρκων, ονομάστηκε Γεννάδιος Β΄ (1453-1454) και μετέφερε την έδρα του Πατριαρχείου στη Μονή Παμμακαρίστου, όπου και παρέμεινε ο Πατριαρχικός Οίκος για εκατόν τριάντα περίπου χρόνια, έως το 1587, χρονιά που ο σουλτάνος Μουράτ Γ΄ τη μετέτρεψε σε τζαμί. Ο Γεννάδιος Β΄ ήταν δημιουργικός συγγραφέας, εύστροφος θεολόγος και λόγιος, του οποίου τα πολυάριθμα έργα αφορούν όλους σχεδόν τους κλάδους της φιλοσοφίας. Ωστόσο, ως αριστοτελικός φιλόσοφος αναλώθηκε σε έντονη πολεμική εναντίον του φιλοπλατωνιστή Πλήθωνα του οποίου το έργο Νόμων Συγγραφή απαγορεύτηκε και ρίχτηκε στην πυρά από τα χέρια του ίδιου του πατριάρχη. Τα έργα του σχετικά με τον Αριστοτελισμό και τον Πλατωνισμό τον τοποθετούν πλησίον των ουμανιστών και έκαναν τον Έλληνα λόγιο Κωνσταντίνο Σάθα να τον ονομάσει τελευταίο Βυζαντινό και πρώτο Έλληνα.
Σε σχέση με τον Γεώργιο Γεμιστό η θέση του είναι διαμετρικά αντίθετη:
Ο Γεννάδιος Κουρτέσης Σχολάριος, το κοσμικό όνομα του οποίου ήταν Γεώργιος, υπήρξε αξιόλογος θεολόγος και φιλόσοφος, σύγχρονος του Βησσαρίωνα. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1405 από γονείς που ήταν Χιώτες την καταγωγή και διδάχτηκε στην Πόλη την εγκύκλιο παιδεία από τον Ιωάννη Χορτασμένο, τον Ματθαίο Καμαριώτη και τον μητροπολίτη Εφέσου Μάρκο τον Ευγενικό.
Ο Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος ήταν ο τελευταίος αριστοτελικός φιλόσοφος του Βυζαντίου, έλεγε ότι υπήρξε αυτοδίδακτος στη φιλοσοφία: Ουδενί των παρ' ημίν εχρησάμεθα διδασκάλων. Ωστόσο, σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία και νομικά. Έτσι, στην αρχή σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος και αργότερα ως δικηγόρος. Στη συνέχεια διορίστηκε από τον αυτοκράτορα «καθολικός κριτής των Ρωμαίων», δηλαδή ανώτατος δικαστικός, και «καθολικός σεκρετάριος του βασιλέως Ιωάννου (Η΄ Παλαιολόγου)», ενώ διαδέχτηκε τον Ιωάννη Βρυέννιο στη θέση του καθηγητή της θεολογίας στη βασιλική Ακαδημία. Στην εποχή του ήταν ο κορυφαίος λόγιος για νομικά, θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήματα.
Ο Σχολάριος είδε κατά τους χρόνους του την κάμψη των γραμμάτων στο Βυζάντιο και μακάριζε τους Δυτικούς τόσο για την κλασική τους παιδεία όσο και για την αντίστοιχη καλλιέργεια των επιστημών στις χώρες τους. Έμαθε λατινικά μόνος του για να διαβάζει τους μεγάλους Λατίνους φιλοσόφους στο πρωτότυπο και εκφραζόταν -μολονότι εχθρός της ένωσης των Εκκλησιών- με θαυμασμό για το έργο του Θωμά του Ακινάτη. Με πολύ προσωπικό κόπο, μελετώντας σχεδόν μόνος του, κατόρθωσε να αναδειχθεί σε πολυγραφότατο συγγραφέα και σχολιαστή των έργων του Αριστοτέλη.
Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί ο λόγιος ιερωμένος Γεώργιος Σχολάριος κλείνει με το ογκώδες έργο του τη μεγάλη σειρά των Βυζαντινών σχολιαστών του Αριστοτέλη. Με το επιβλητικό έργο του, ο Σχολάριος ξεπέρασε σε έκταση και ποιότητα όλους τους προγενεστέρους του Βυζαντινούς λογίους και φιλοσόφους που ασχολήθηκαν με το έργο του Σταγειρίτη φιλοσόφου. Το συνολικό έργο του καλύπτει οκτώ ογκώδεις τόμους και εκδόθηκε στο Παρίσι (1928-1936) από τους L. Petit, X.A. Siderides, M. Jugie: Oeuvres complètes de Georges (Gennade) Schorarios.
Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας, υποστηρίζοντας ενωτικές αρχικά τάσεις, υπό την επίδραση όμως του δασκάλου του Μάρκου του Ευγενικού, μητροπολίτη της Εφέσου, στράφηκε προς το μέρος των ανθενωτικών. Μάλιστα μετά τον θάνατο εκείνου (1444), τον διαδέχτηκε στην ηγεσία όσων πολεμούσαν με κάθε μέσο την ένωση των Εκκλησιών, επειδή θεωρούσαν ότι θα προκαλούσε περισσότερα προβλήματα από αυτά που θα έλυνε.
Το 1448, μετά τον θάνατο του προστάτη του Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου και την ενθρόνιση του Κωνσταντίνου ΙΑ΄, ο Γεώργιος Σχολάριος, λόγω και της μεταστροφής του, έχασε την εύνοια της Αυλής, παραιτήθηκε από τη θέση του και εκάρη μοναχός στη Μονή Χαρσιανίτου της Κωνσταντινούπολης, όπου έλαβε το όνομα Γεννάδιος. Ο Γεννάδιος, ως αρχηγός πλέον των ανθενωτικών -παρότι προσκλήθηκε από τον αυτοκράτορα-, δεν προσήλθε στη συγκέντρωση της 12ης Νοεμβρίου του 1452 στο παλάτι για τη συζήτηση Περί της ενώσεως των Εκκλησιών. Τέλος, την ίδια ημέρα και ενώ τελούνταν κοινή θεία λειτουργία Βυζαντινών και Δυτικών στον ναό της Αγίας Σοφίας, ο Γεννάδιος θυροκόλλησε στη Μονή Χαρσιανίτου οξύτατη προκήρυξη εναντίον των ενωτικών.
Μετά την άλωση, ο Γεννάδιος, μοναχός της Μονής του Παντοκράτορος Χριστού (σήμερα Ζεϊρέκ τζαμί), σύρθηκε αιχμάλωτος και μετά πουλήθηκε σαν δούλος σε έναν Τούρκο πασά στην Αδριανούπολη. Ωστόσο, ο Μωάμεθ έψαχνε τον αρχηγό της ανθενωτικής παράταξης και έτσι, όταν τον βρήκε, τον έφερε πίσω στη Βασιλεύουσα. Πράγματι, ο Γεννάδιος ως αρχηγός της ανθενωτικής παράταξης επελέγη από τον Μωάμεθ για να γίνει οικουμενικός πατριάρχης. Ο σουλτάνος με την επιλογή του αυτή μπορούσε να είναι ήσυχος ότι ο νέος πατριάρχης με το γνωστό αντιλατινικό μένος του δεν επρόκειτο να αναμειχθεί σε καμιά από τις σχεδιαζόμενες σταυροφορίες των Δυτικών εναντίον των Τούρκων για την ανασύσταση του Βυζαντίου.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Αντώνη Λιάκο ο Γεννάδιος Σχολάριος θεωρούσε την πτώση της Κωνσταντινούπολης σημάδι της συντέλειας του κόσμου, που την τοποθετούσε στην αρχή του έτους 1492 μ.Χ. (Είχε η Εκκλησία ειθνική συνείδηση; Το Βήμα, Κυριακή 25 Μαρτίου 2007).
Είναι γνωστό ότι οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν ως αφετηρία των χρονολογιών τους την 1η Σεπτεμβρίου του 5509 π.Χ. , χρονολογία που θεσμοθετήθηκε από τον Γ΄ Κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, και -κατά τη Μετάφραση των Εβδομήκοντα- αντιστοιχούχε στο έτος Κτίσεως του Κόσμου. Έτσι, σύμφωνα με τον Γεννάδιο, με την έλευση του μοιραίου έτους 1492 μ.Χ., θα είχαν ήδη συμπληρωθεί (5509 + 1491=) 7.000 έτη από Κτίσεως του Κόσμου και εφόσον «μία ημέρα Κυρίου, χίλια έτη επί της γης», θεωρούσε ότι η περίοδος αυτή αντιστοιχούσε σε μία «εβδομάδα του Θεού». Συνεπώς, ο Γεννάδιος πίστευε ότι στην αρχή του καταστροφικού έτους 1492 μ.Χ. θα έκλεινε ο μεγάλος κύκλος της Δημιουργίας των 7.000 ετών, που είχε αρχίσει την 1η Σεπτεμβρίου του 5509 π.Χ. με τη δημιουργία του Κόσμου μας.
Αυτό βεβαίως δεν τον εμπόδισε, ως πατριάρχη πλέον όπως θα δούμε στη συνέχεια, να διαπραγματευθεί με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, προνόμια για την Εκκλησία και το γένος.
Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, δηλαδή υπό την εξουσία των Τούρκων, ονομάστηκε Γεννάδιος Β΄ (1453-1454) και μετέφερε την έδρα του Πατριαρχείου στη Μονή Παμμακαρίστου, όπου και παρέμεινε ο Πατριαρχικός Οίκος για εκατόν τριάντα περίπου χρόνια, έως το 1587, χρονιά που ο σουλτάνος Μουράτ Γ΄ τη μετέτρεψε σε τζαμί. Ο Γεννάδιος Β΄ ήταν δημιουργικός συγγραφέας, εύστροφος θεολόγος και λόγιος, του οποίου τα πολυάριθμα έργα αφορούν όλους σχεδόν τους κλάδους της φιλοσοφίας. Ωστόσο, ως αριστοτελικός φιλόσοφος αναλώθηκε σε έντονη πολεμική εναντίον του φιλοπλατωνιστή Πλήθωνα του οποίου το έργο Νόμων Συγγραφή απαγορεύτηκε και ρίχτηκε στην πυρά από τα χέρια του ίδιου του πατριάρχη. Τα έργα του σχετικά με τον Αριστοτελισμό και τον Πλατωνισμό τον τοποθετούν πλησίον των ουμανιστών και έκαναν τον Έλληνα λόγιο Κωνσταντίνο Σάθα να τον ονομάσει τελευταίο Βυζαντινό και πρώτο Έλληνα.
Σε σχέση με τον Γεώργιο Γεμιστό η θέση του είναι διαμετρικά αντίθετη:
Έλλην ων τη φωνή, ουκ αν ποτέ φαίην
Έλλην είναι, διά το μη φρονείν ως εφρόνουν ποτέ Έλληνες• αλλ' από της ιδίας
μάλιστα θέλω ονομάζεσθαι δόξης. Και ει τις έροιτο με τίς ειμί, αποκρινούμαι
χριστιανόν είναι. Αν και είμαι Έλληνας στη γλώσσα, δεν θα έλεγα ποτέ ότι είμαι
Έλληνας, γιατί δεν σκέφτομαι όπως κάποτε σκέφτονταν οι Έλληνες• αντιθέτως, θέλω
να με αποκαλούν σύμφωνα με την πίστη μου. Και αν κανείς με ρωτούσε ποιος είμαι,
θα απαντούσα ότι είμαι χριστιανός.
Σύμφωνα με τον H. G. Wells: Ο
Μωάμεθ τη στιγμή που εισήλθε εις την Κωνσταντινούπολη προσεπάθησε να περιορίση
την ζημίαν, που είχε κάμει η φιλοδοξία του. Υπεστήριξε τον πατριάρχην,
συνεφιλιώθη με τους Έλληνας και έκαμε το παν διά να εξακολουθήση η
Κωνσταντινούπολις να είναι η πόλις των αυτοκρατόρων (Παγκόσμιος Ιστορία, βιβλίο
έκτο, [s.d.], σελ. 838).
Ο πατριάρχης αυτός, ο οποίος ανέλαβε πλέον ως κοσμικός και εκκλησιαστικός ηγέτης τις τύχες του Ελληνισμού, ήταν ο Γεννάδιος Σχολάριος.
Την εποχή εκείνη η Εκκλησία, λόγω των δογματικών διαφορών της με τη Ρώμη, ανήγαγε τον εαυτό της σε υπερασπιστή, σύμφωνα με τον Αλέξη Πολίτη, της ιδιοπροσωπίας μας απέναντι στη Δύση -αποκρύπτοντας βεβαίως ότι, όσον αφορά τις τεχνικές διαχείρισης «του φόβου και της ελπίδας», την Ρώμη αντέγραφε όταν, όπως έδειξε ο Φίλιππος Ηλιού, η δεξιά της εξέδιδε σωρηδόν συγχωροχάρτια που η αριστερά της προσεποιείτο ότι αγνοούσε (Νικολαΐδης Θεοδόσης, Φίλιππος Ηλιού, αριστοκράτης του πνεύματος, 2005).
Αν και ολιγόχρονη η πατριαρχία του, ήταν σημαντικότατη για την επιβίωση του γένους και την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι ο Γεννάδιος απέσπασε από τον Μωάμεθ Β΄ πολλά προνόμια μέσω των οποίων εξασφαλίστηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις επιβίωσης του γένους και της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Έκτοτε η Εκκλησία και το Πατριαρχείο ανέλαβαν ηγετικό ρόλο. Πράγματι, σύμφωνα με τον καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιάννη Γιαννουλόπουλο: Θρησκευτική λοιπόν ήταν τότε η κυρίαρχη ταυτότητα των ανθρώπων και η Εκκλησία η αναγνωρισμένη και αναγνωρίσιμη ηγεσία όλων των χριστιανών ορθοδόξων καθ' όλη την οθωμανική περίοδο... [Η Εκκλησία] ήταν επικεφαλής της θρησκευτικής κοινότητας των Rum (Ρωμιών) και θεματοφύλακας της γλώσσας των Ευαγγελίων, άρα και των εξ αυτών ελληνοφώνων (Από το Γένος στο Έθνος: Ο ατελέσφορος συγκερασμός, 2007).
Το 1456 ο Γεννάδιος παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος και αργότερα στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο όρος Μενοίκιον, κοντά στις Σέρρες. Τον διαδέχτηκε ο Ισίδωρος Β΄ ο Ξανθόπουλος (1456-1462), ο οποίος συνέχισε με επιτυχία το έργο του προκατόχου του για τη σωτηρία του υπόδουλου γένους.
Είναι βέβαιο ότι, μετά την παραίτησή του, ο Γεννάδιος επανήλθε δύο φορές ακόμα στον πατριαρχικό θρόνο. Τελικά, επέστρεψε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1472, γράφοντας όχι μόνο θεολογικά έργα, αλλά και Θρήνους «επί του Γένους ολέθρω».
Ο πατριάρχης αυτός, ο οποίος ανέλαβε πλέον ως κοσμικός και εκκλησιαστικός ηγέτης τις τύχες του Ελληνισμού, ήταν ο Γεννάδιος Σχολάριος.
Την εποχή εκείνη η Εκκλησία, λόγω των δογματικών διαφορών της με τη Ρώμη, ανήγαγε τον εαυτό της σε υπερασπιστή, σύμφωνα με τον Αλέξη Πολίτη, της ιδιοπροσωπίας μας απέναντι στη Δύση -αποκρύπτοντας βεβαίως ότι, όσον αφορά τις τεχνικές διαχείρισης «του φόβου και της ελπίδας», την Ρώμη αντέγραφε όταν, όπως έδειξε ο Φίλιππος Ηλιού, η δεξιά της εξέδιδε σωρηδόν συγχωροχάρτια που η αριστερά της προσεποιείτο ότι αγνοούσε (Νικολαΐδης Θεοδόσης, Φίλιππος Ηλιού, αριστοκράτης του πνεύματος, 2005).
Αν και ολιγόχρονη η πατριαρχία του, ήταν σημαντικότατη για την επιβίωση του γένους και την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι ο Γεννάδιος απέσπασε από τον Μωάμεθ Β΄ πολλά προνόμια μέσω των οποίων εξασφαλίστηκαν οι αναγκαίες προϋποθέσεις επιβίωσης του γένους και της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Έκτοτε η Εκκλησία και το Πατριαρχείο ανέλαβαν ηγετικό ρόλο. Πράγματι, σύμφωνα με τον καθηγητή Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γιάννη Γιαννουλόπουλο: Θρησκευτική λοιπόν ήταν τότε η κυρίαρχη ταυτότητα των ανθρώπων και η Εκκλησία η αναγνωρισμένη και αναγνωρίσιμη ηγεσία όλων των χριστιανών ορθοδόξων καθ' όλη την οθωμανική περίοδο... [Η Εκκλησία] ήταν επικεφαλής της θρησκευτικής κοινότητας των Rum (Ρωμιών) και θεματοφύλακας της γλώσσας των Ευαγγελίων, άρα και των εξ αυτών ελληνοφώνων (Από το Γένος στο Έθνος: Ο ατελέσφορος συγκερασμός, 2007).
Το 1456 ο Γεννάδιος παραιτήθηκε και αποσύρθηκε στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος και αργότερα στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου στο όρος Μενοίκιον, κοντά στις Σέρρες. Τον διαδέχτηκε ο Ισίδωρος Β΄ ο Ξανθόπουλος (1456-1462), ο οποίος συνέχισε με επιτυχία το έργο του προκατόχου του για τη σωτηρία του υπόδουλου γένους.
Είναι βέβαιο ότι, μετά την παραίτησή του, ο Γεννάδιος επανήλθε δύο φορές ακόμα στον πατριαρχικό θρόνο. Τελικά, επέστρεψε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του το 1472, γράφοντας όχι μόνο θεολογικά έργα, αλλά και Θρήνους «επί του Γένους ολέθρω».
Θεόφιλος Παλαιολόγος
(†1453)
Την περίοδο εκείνη αναφέρεται ως σπουδαίος θετικός επιστήμονας ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, πρωτίστως μαθηματικός και φιλόσοφος.
Δεν είναι γνωστά άλλα στοιχεία για το έργο ή την επιστημονική δραστηριότητά του. Το μόνο γνωστό σε μας είναι ότι αγωνίστηκε με γενναιότητα κατά τις επιθέσεις των Τούρκων εναντίον της Κωνσταντινούπολης και τελικά σκοτώθηκε κατά την άλωση της Πόλης.
Την περίοδο εκείνη αναφέρεται ως σπουδαίος θετικός επιστήμονας ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, πρωτίστως μαθηματικός και φιλόσοφος.
Δεν είναι γνωστά άλλα στοιχεία για το έργο ή την επιστημονική δραστηριότητά του. Το μόνο γνωστό σε μας είναι ότι αγωνίστηκε με γενναιότητα κατά τις επιθέσεις των Τούρκων εναντίον της Κωνσταντινούπολης και τελικά σκοτώθηκε κατά την άλωση της Πόλης.
Κλείσαμε το αφιέρωμά μας στους
αστρονόμους και τους εκπροσώπους των θετικών επιστημών στη Βυζαντινή
αυτοκρατορία με έναν συγγενή του τελευταίου αυτοκράτορα. Όπως ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄
Παλαιολόγος ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της πάλαι ποτέ κραταιάς Βυζαντινής
αυτοκρατορίας, έτσι και ο Θεόφιλος Παλαιολόγος υπήρξε ο τελευταίος των θετικών
επιστημόνων - αστρονόμων του Βυζαντίου, οποίος αφιέρωσε και τη ζωή του ακόμα για
τα ιδανικά του, μια ελεύθερη και αξιοπρεπή πατρίδα.
Σύνοψη
Με βάση τα όσα
προαναφέρθηκαν, μπορούμε να συνοψίσουμε τις αξιόλογες στιγμές της βυζαντινής
αστρονομίας, ακολουθώντας την ίδια χρονική διαίρεση σε τρεις περιόδους που
ακολουθήσαμε ως τώρα.
Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο (330-610) έχουμε την πρώτη και τελευταία απόπειρα υποστήριξης του ηλιοκεντρικού συστήματος του Αρίσταρχου του Σάμιου από έναν φιλόσοφο-αυτοκράτορα. Ο Ιουλιανός (336-363), ο οποίος βασίλεψε τη διετία 361-363, πίστευε πως οι πλανήτες περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο σε καθορισμένες κυκλικές τροχιές. Έναν περίπου αιώνα αργότερα ο φιλόσοφος Πρόκλος (410-485), το επιφανέστερο μέλος της Σχολής των Αθηνών, απέρριψε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου, αλλά και τη γεωκεντρική θεωρία του Πτολεμαίου. Στην Αλεξάνδρεια, ο διάσημος δάσκαλος της Σχολής Αμμώνιος (†510) και ο αδελφός του Ηλιόδωρος, παρατήρησαν το 509 μ.Χ. τη συζυγία Άρη και Δία τρεις ημέρες νωρίτερα από ό,τι προέβλεπαν οι πίνακες του Πτολεμαίου, αντιλαμβανόμενοι την ατέλειά τους. Ομοίως στην Αλεξάνδρεια άκμασε το πρώτο μισό του 6ου αιώνα ο Ιωάννης Φιλόπονος, του οποίου το έργο Περί της του αστρολάβου χρήσεως και κατασκευής πιθανότατα είναι το αρχαιότερο γνωστό κείμενο για τον αστρολάβο, ενώ ο ίδιος υπήρξε μια μεγάλη μορφή ερευνητή φυσικού επιστήμονα.
Στην πρωτοβυζαντινή περίοδο (330-610) έχουμε την πρώτη και τελευταία απόπειρα υποστήριξης του ηλιοκεντρικού συστήματος του Αρίσταρχου του Σάμιου από έναν φιλόσοφο-αυτοκράτορα. Ο Ιουλιανός (336-363), ο οποίος βασίλεψε τη διετία 361-363, πίστευε πως οι πλανήτες περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο σε καθορισμένες κυκλικές τροχιές. Έναν περίπου αιώνα αργότερα ο φιλόσοφος Πρόκλος (410-485), το επιφανέστερο μέλος της Σχολής των Αθηνών, απέρριψε την ηλιοκεντρική θεωρία του Αρίσταρχου, αλλά και τη γεωκεντρική θεωρία του Πτολεμαίου. Στην Αλεξάνδρεια, ο διάσημος δάσκαλος της Σχολής Αμμώνιος (†510) και ο αδελφός του Ηλιόδωρος, παρατήρησαν το 509 μ.Χ. τη συζυγία Άρη και Δία τρεις ημέρες νωρίτερα από ό,τι προέβλεπαν οι πίνακες του Πτολεμαίου, αντιλαμβανόμενοι την ατέλειά τους. Ομοίως στην Αλεξάνδρεια άκμασε το πρώτο μισό του 6ου αιώνα ο Ιωάννης Φιλόπονος, του οποίου το έργο Περί της του αστρολάβου χρήσεως και κατασκευής πιθανότατα είναι το αρχαιότερο γνωστό κείμενο για τον αστρολάβο, ενώ ο ίδιος υπήρξε μια μεγάλη μορφή ερευνητή φυσικού επιστήμονα.
Στη μεσοβυζαντινή περίοδο
(610-1204) αρχίζουν να μορφοποιούνται δύο διαφορετικά αστρονομικά ρεύματα. Το
πρώτο εμφανίζει αρχαιοελληνικές επιρροές και πιθανότατα σχετίζεται με την έντονη
αναζήτηση, συλλογή και έκδοση, την εποχή εκείνη, αρχαιοελληνικών έργων κυρίως
από τον φιλόσοφο Λέοντα τον Μαθηματικό (790-869). Οι επιρροές του δεύτερου
ρεύματος είναι αραβικές. Η μορφοποίησή τους έχει ως αφετηρία τον 11ο αιώνα.
Επίσης, μέσω του έργου του πολυΐστορα Μιχαήλ Ψελλού (1018-1096) φανερώνεται η
τάση διαχωρισμού πλέον της αστρονομίας από την αστρολογία.
Στην υστεροβυζαντινή περίοδο (1204-1453) -και ιδιαιτέρως στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328)- παρατηρείται μεγάλη πρόοδος της αστρονομίας. Η βαθύτερη επαφή τόσο με τα έργα της αρχαιότητας όσο και με τα επιτεύγματα της περσικής αστρονομίας δίνει στα δύο παραπάνω αστρονομικά ρεύματα την τελική τους μορφή και τα οδηγεί στην ακμή.
Κομβική μορφή στην πρόοδο της αστρονομίας υπήρξε εκείνη του περίφημου λογίου, μαθηματικού και αστρονόμου Θεόδωρου Μετοχίτη (1260/61-1332). Η παρουσία του στη δεύτερη θέση της ιεραρχίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς και η πρόσβασή του στην πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής της Χώρας, του επέτρεψαν να έρθει σε επαφή με έναν τεράστιο όγκο γνώσεων. Στο έργο του Στοιχείωσις εν τη αστρονομική επιστήμη παρουσιάζει αστρονομικές γνώσεις, κυρίως πτολεμαϊκές, οι οποίες δίνονται με ακρίβεια αλλά και με απλότητα ώστε να γίνονται κατανοητές από τους σπουδαστές της αστρονομίας. Ο ίδιος διαχωρίζει σαφώς την αστρολογία από την αστρονομία, καθιστώντας τη δεύτερη πραγματική επιστήμη.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360), μαθητής του Θεόδωρου Μετοχίτη και σπουδαίος συνεχιστής του, υπήρξε ο σημαντικότερος Βυζαντινός αστρονόμος. Αντιλαμβανόμενος τον λανθασμένο τρόπο προσδιορισμού της εαρινής ισημερίας και, κατ' επέκτασιν, της ημερομηνίας του Πάσχα, πρότεινε το 1324 στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ ένα σχέδιο μεταρρύθμισης του ημερολογίου. Το σχέδιο αυτό έγινε αντικείμενο επιδοκιμασίας αλλά δεν εφαρμόστηκε, για να μη διαρραγεί η θρησκευτική ομοιογένεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή απόφαση έδωσε στο Ιουλιανό ημερολόγιο δυόμισι επιπλέον αιώνες ζωής, έως το 1582 και τη μεταρρύθμιση του πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄.
Η αστρονομική δραστηριότητα του Νικηφόρου Γρηγορά δεν αφορούσε μόνο το ημερολόγιο. Ο ίδιος φαίνεται να τροποποίησε τον αστρολάβο ώστε να βρίσκει τη θέση των άστρων σε δεδομένη χρονική στιγμή. Υπολόγισε τις σημαντικότερες εκλείψεις από το 448 έως την εποχή του, ενώ σε επιστολή του στον φίλο του Γεώργιο Πεπαγωμένο το 1329 προέβλεψε την ολική ηλιακή έκλειψη της 16ης Ιουλίου 1330, καθώς και δύο σεληνιακές εκλείψεις νωρίτερα την ίδια χρονιά.
Ο Ισαάκ Αργυρός (1310-1375), μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά, θεωρείται ο σημαντικότερος μελετητής της αστρονομίας του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Ο ίδιος, ακολουθώντας τον δάσκαλό του, επέμεινε στην ανάγκη μεταρρύθμισης του ημερολογίου (1371). Ο σύγχρονός του Θεόδωρος Μελιτηνιώτης (1310-1388) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου μετά τον Γρηγορά, ενώ το έργο του Τρίβιβλος αστρονομική είναι το πλέον περιεκτικό και επιμελημένο αστρονομικό έργο της βυζαντινής περιόδου.
Το αστρονομικό ρεύμα των αραβικών και περσικών επιρροών εκπροσωπείται αρχικά την περίοδο αυτή από τον Γρηγόριο Χιονιάδη (1240/50-1320), ο οποίος ζώντας κυρίως στην Ταυρίδα και την Τραπεζούντα μετέφρασε περσικά αστρονομικά εγχειρίδια. Στη συνέχεια το ίδιο ρεύμα εκπροσωπείται από τον Γεώργιο Χρυσοκόκκη (14ος αιώνας), του οποίου το έργο Εξήγησις εις την σύνταξιν των Περσών χρησιμοποιήθηκε από τον Θεόδωρο Μελιτηνιώτη.
Στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας εμφανίζεται και πάλι η άποψη της σφαιρικότητας της Γης από τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα (1355-1452), ο οποίος επιπλέον πρότεινε την εισαγωγή ενός πληρέστατου σεληνοηλιακού ημερολογίου, αντίστοιχου προς το αρχαίο αττικό, για το τελετουργικό της νέας θρησκείας που προπαγάνδιζε.
Ο κλοιός της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς Τούρκους και τελικά η πτώση της Πόλης σηματοδότησε ένα κύμα φυγής λογίων-επιστημόνων προς τη Δύση. Οι αριστοτελικοί λόγιοι Θεόδωρος Γαζής (1400-1476), Ανδρόνικος Κάλλιστος (1400-1486), Γεώργιος Τραπεζούντιος (1396-1486), Θεοφάνης Μηδείας (†1480), καθώς και οι πλατωνικοί Μιχαήλ Αποστόλιος (1420-1480), Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487) και ο καρδινάλιος Βησσαρίων (1403-1472) επηρέασαν θετικά την ιταλική διανόηση και την αναγέννηση των επιστημών. Ήδη καταλυτικός ήταν ο ρόλος του Μανουήλ Χρυσολωρά (1350-1415), ο οποίος είχε ιδρύσει στη Φλωρεντία έδρα της ελληνικής φιλολογίας (1397-1400), που ήταν η πρώτη στην εκπαιδευτική ιστορία της Ευρώπης. Ο Μανουήλ Χρυσολωράς θεωρείται ο πρώτος μεγάλος σκαπανέας της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Το 1434 με την άνοδο του Οίκου των Μεδίκων στη Φλωρεντία, αρχίζει μια νέα εποχή στην πνευματική κίνηση της πόλης. Ο Γεώργιος Γεμιστός εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία διδάσκοντας πλατωνική φιλοσοφία, ενώ ακολούθησαν ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487), ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511), ο Ιταλός ποιητής και ουμανιστής Άγγελος Πολιτάνος (1454-1494), ο Ιανός Λάσκαρις (1445-1534) και ο Μιχαήλ Μάρουλλος ο Ταρχανιώτης (1499), που είναι οι πιο γνωστοί Βυζαντινοί λόγιοι, οι οποίοι την εποχή εκείνη μετέφεραν τα φώτα του Ελληνισμού στη Φλωρεντία και από εκεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Όλοι αυτοί οι Βυζαντινοί φιλόσοφοι και επιστήμονες της διασποράς δεν δημιούργησαν, αλλά είναι γεγονός ότι συνέβαλαν αποφασιστικά στη λεγόμενη αφύπνιση της επιστήμης στην εσπερία και το στοιχείο αυτό προστίθεται στα πολλά άλλα που δείχνουν τον σημαντικό ρόλο των Βυζαντινών λογίων στην προετοιμασία της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Ευτυχώς για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό η πνευματικότητα του Βυζαντίου συνεχίστηκε στη Δύση και δεν έσβησε με την πτώση της πρωτεύουσάς του. Έτσι, μέσω του Βυζαντίου, μια ολόκληρη εποχή, η Αναγέννηση, στήριξε την ουσία της στην αρχαία ελληνική κληρονομιά. Αλλά και οι μετέπειτα ευρωπαϊκοί αιώνες, κυρίως ο 18ος και ο 19ος, αναβαπτίστηκαν στο αρχαίο ελληνικό και ελληνιστικό πνεύμα. Έκτοτε, διεθνώς η ελληνική αρχαιότητα αποτελεί ανεξάντλητη δεξαμενή έμπνευσης στη φιλοσοφία, την τέχνη και τις επιστήμες.
Παράλληλα στη σκλαβωμένη Ελλάδα, οι τύχες του γένους βρίσκονταν πια στα χέρια της Εκκλησίας. Ήδη οι ανθενωτικοί έναντι των ενωτικών -μέσα στο πλαίσιο της ανοχής του ισλαμικού δικαίου- υπηρέτησαν την ενότητα των δυνάμεων του γένους. Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος μετά την άλωση Οικουμενικός πατριάρχης, ενισχύθηκε από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή με τα προνόμια που θα έσωζαν τον Ελληνισμό.
Πράγματι, με τη βοήθεια της χριστιανικής πίστης και της παιδείας, την οποία -κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας- πρόσφερε μόνο η Εκκλησία, το γένος ουσιαστικά διατήρησε την ελληνική εθνική συνείδησή του. Η γλώσσα, η πίστη, η παράδοση, κυρίως όμως η παιδεία που ξεκινούσε με το Ψαλτήρι, το Οκτωήχι, το Ευαγγέλιο και το Μηναίο του παπά και του ιερομόναχου, βοήθησε το σκλαβωμένο γένος να ξεπεράσει την πίεση του αλλόθρησκου κατακτητή και να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά του. Η Εκκλησία, για αιώνες μετά την πτώση της Βασιλεύουσας έως την αναγέννηση του έθνους, στάθηκε στο ύψος της καλύπτοντας τόσο τις θρησκευτικές όσο και τις εκπαιδευτικές ανάγκες του υπόδουλου γένους. Η συμβολή της Εκκλησίας στη διάσωση του γένους στη μετά την Άλωση περίοδο της δουλείας έως το 1821 ήταν καθοριστική, αφού μέσα από τους κόλπους της ξεπήδησε η πολυπόθητη λευτεριά. Η Ελλάς εν ψαλμωδίαις και δοξολογίαις εκ των βυζαντινών ερειπίων της ανηγέρθη (Σπ. Ζαμπέλιου, Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος, 1852) αποτίναξε τον σκληρό Οθωμανό δυνάστη της, βήμα βήμα μεγάλωσε, αναπτύχθηκε και σήμερα πλέον χαράζει την πορεία της προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωσή της, καλύπτοντας με γοργούς ρυθμούς τους τέσσερις αιώνες οθωμανικής δουλείας που την απέκοψαν από την επιστημονική πρωτοπορία.
Στην υστεροβυζαντινή περίοδο (1204-1453) -και ιδιαιτέρως στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου (1282-1328)- παρατηρείται μεγάλη πρόοδος της αστρονομίας. Η βαθύτερη επαφή τόσο με τα έργα της αρχαιότητας όσο και με τα επιτεύγματα της περσικής αστρονομίας δίνει στα δύο παραπάνω αστρονομικά ρεύματα την τελική τους μορφή και τα οδηγεί στην ακμή.
Κομβική μορφή στην πρόοδο της αστρονομίας υπήρξε εκείνη του περίφημου λογίου, μαθηματικού και αστρονόμου Θεόδωρου Μετοχίτη (1260/61-1332). Η παρουσία του στη δεύτερη θέση της ιεραρχίας της βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς και η πρόσβασή του στην πλούσια βιβλιοθήκη της Μονής της Χώρας, του επέτρεψαν να έρθει σε επαφή με έναν τεράστιο όγκο γνώσεων. Στο έργο του Στοιχείωσις εν τη αστρονομική επιστήμη παρουσιάζει αστρονομικές γνώσεις, κυρίως πτολεμαϊκές, οι οποίες δίνονται με ακρίβεια αλλά και με απλότητα ώστε να γίνονται κατανοητές από τους σπουδαστές της αστρονομίας. Ο ίδιος διαχωρίζει σαφώς την αστρολογία από την αστρονομία, καθιστώντας τη δεύτερη πραγματική επιστήμη.
Ο Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1360), μαθητής του Θεόδωρου Μετοχίτη και σπουδαίος συνεχιστής του, υπήρξε ο σημαντικότερος Βυζαντινός αστρονόμος. Αντιλαμβανόμενος τον λανθασμένο τρόπο προσδιορισμού της εαρινής ισημερίας και, κατ' επέκτασιν, της ημερομηνίας του Πάσχα, πρότεινε το 1324 στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ ένα σχέδιο μεταρρύθμισης του ημερολογίου. Το σχέδιο αυτό έγινε αντικείμενο επιδοκιμασίας αλλά δεν εφαρμόστηκε, για να μη διαρραγεί η θρησκευτική ομοιογένεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πολιτική αυτή απόφαση έδωσε στο Ιουλιανό ημερολόγιο δυόμισι επιπλέον αιώνες ζωής, έως το 1582 και τη μεταρρύθμιση του πάπα Γρηγορίου ΙΓ΄.
Η αστρονομική δραστηριότητα του Νικηφόρου Γρηγορά δεν αφορούσε μόνο το ημερολόγιο. Ο ίδιος φαίνεται να τροποποίησε τον αστρολάβο ώστε να βρίσκει τη θέση των άστρων σε δεδομένη χρονική στιγμή. Υπολόγισε τις σημαντικότερες εκλείψεις από το 448 έως την εποχή του, ενώ σε επιστολή του στον φίλο του Γεώργιο Πεπαγωμένο το 1329 προέβλεψε την ολική ηλιακή έκλειψη της 16ης Ιουλίου 1330, καθώς και δύο σεληνιακές εκλείψεις νωρίτερα την ίδια χρονιά.
Ο Ισαάκ Αργυρός (1310-1375), μαθητής του Νικηφόρου Γρηγορά, θεωρείται ο σημαντικότερος μελετητής της αστρονομίας του Κλαύδιου Πτολεμαίου. Ο ίδιος, ακολουθώντας τον δάσκαλό του, επέμεινε στην ανάγκη μεταρρύθμισης του ημερολογίου (1371). Ο σύγχρονός του Θεόδωρος Μελιτηνιώτης (1310-1388) είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου μετά τον Γρηγορά, ενώ το έργο του Τρίβιβλος αστρονομική είναι το πλέον περιεκτικό και επιμελημένο αστρονομικό έργο της βυζαντινής περιόδου.
Το αστρονομικό ρεύμα των αραβικών και περσικών επιρροών εκπροσωπείται αρχικά την περίοδο αυτή από τον Γρηγόριο Χιονιάδη (1240/50-1320), ο οποίος ζώντας κυρίως στην Ταυρίδα και την Τραπεζούντα μετέφρασε περσικά αστρονομικά εγχειρίδια. Στη συνέχεια το ίδιο ρεύμα εκπροσωπείται από τον Γεώργιο Χρυσοκόκκη (14ος αιώνας), του οποίου το έργο Εξήγησις εις την σύνταξιν των Περσών χρησιμοποιήθηκε από τον Θεόδωρο Μελιτηνιώτη.
Στα τελευταία χρόνια της αυτοκρατορίας εμφανίζεται και πάλι η άποψη της σφαιρικότητας της Γης από τον Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα (1355-1452), ο οποίος επιπλέον πρότεινε την εισαγωγή ενός πληρέστατου σεληνοηλιακού ημερολογίου, αντίστοιχου προς το αρχαίο αττικό, για το τελετουργικό της νέας θρησκείας που προπαγάνδιζε.
Ο κλοιός της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς Τούρκους και τελικά η πτώση της Πόλης σηματοδότησε ένα κύμα φυγής λογίων-επιστημόνων προς τη Δύση. Οι αριστοτελικοί λόγιοι Θεόδωρος Γαζής (1400-1476), Ανδρόνικος Κάλλιστος (1400-1486), Γεώργιος Τραπεζούντιος (1396-1486), Θεοφάνης Μηδείας (†1480), καθώς και οι πλατωνικοί Μιχαήλ Αποστόλιος (1420-1480), Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487) και ο καρδινάλιος Βησσαρίων (1403-1472) επηρέασαν θετικά την ιταλική διανόηση και την αναγέννηση των επιστημών. Ήδη καταλυτικός ήταν ο ρόλος του Μανουήλ Χρυσολωρά (1350-1415), ο οποίος είχε ιδρύσει στη Φλωρεντία έδρα της ελληνικής φιλολογίας (1397-1400), που ήταν η πρώτη στην εκπαιδευτική ιστορία της Ευρώπης. Ο Μανουήλ Χρυσολωράς θεωρείται ο πρώτος μεγάλος σκαπανέας της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Το 1434 με την άνοδο του Οίκου των Μεδίκων στη Φλωρεντία, αρχίζει μια νέα εποχή στην πνευματική κίνηση της πόλης. Ο Γεώργιος Γεμιστός εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία διδάσκοντας πλατωνική φιλοσοφία, ενώ ακολούθησαν ο Ιωάννης Αργυρόπουλος (1415-1487), ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης (1423-1511), ο Ιταλός ποιητής και ουμανιστής Άγγελος Πολιτάνος (1454-1494), ο Ιανός Λάσκαρις (1445-1534) και ο Μιχαήλ Μάρουλλος ο Ταρχανιώτης (1499), που είναι οι πιο γνωστοί Βυζαντινοί λόγιοι, οι οποίοι την εποχή εκείνη μετέφεραν τα φώτα του Ελληνισμού στη Φλωρεντία και από εκεί σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Όλοι αυτοί οι Βυζαντινοί φιλόσοφοι και επιστήμονες της διασποράς δεν δημιούργησαν, αλλά είναι γεγονός ότι συνέβαλαν αποφασιστικά στη λεγόμενη αφύπνιση της επιστήμης στην εσπερία και το στοιχείο αυτό προστίθεται στα πολλά άλλα που δείχνουν τον σημαντικό ρόλο των Βυζαντινών λογίων στην προετοιμασία της ευρωπαϊκής Αναγέννησης. Ευτυχώς για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό η πνευματικότητα του Βυζαντίου συνεχίστηκε στη Δύση και δεν έσβησε με την πτώση της πρωτεύουσάς του. Έτσι, μέσω του Βυζαντίου, μια ολόκληρη εποχή, η Αναγέννηση, στήριξε την ουσία της στην αρχαία ελληνική κληρονομιά. Αλλά και οι μετέπειτα ευρωπαϊκοί αιώνες, κυρίως ο 18ος και ο 19ος, αναβαπτίστηκαν στο αρχαίο ελληνικό και ελληνιστικό πνεύμα. Έκτοτε, διεθνώς η ελληνική αρχαιότητα αποτελεί ανεξάντλητη δεξαμενή έμπνευσης στη φιλοσοφία, την τέχνη και τις επιστήμες.
Παράλληλα στη σκλαβωμένη Ελλάδα, οι τύχες του γένους βρίσκονταν πια στα χέρια της Εκκλησίας. Ήδη οι ανθενωτικοί έναντι των ενωτικών -μέσα στο πλαίσιο της ανοχής του ισλαμικού δικαίου- υπηρέτησαν την ενότητα των δυνάμεων του γένους. Ο Γεννάδιος Σχολάριος, ο πρώτος μετά την άλωση Οικουμενικός πατριάρχης, ενισχύθηκε από τον Μωάμεθ Β΄ τον Πορθητή με τα προνόμια που θα έσωζαν τον Ελληνισμό.
Πράγματι, με τη βοήθεια της χριστιανικής πίστης και της παιδείας, την οποία -κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας- πρόσφερε μόνο η Εκκλησία, το γένος ουσιαστικά διατήρησε την ελληνική εθνική συνείδησή του. Η γλώσσα, η πίστη, η παράδοση, κυρίως όμως η παιδεία που ξεκινούσε με το Ψαλτήρι, το Οκτωήχι, το Ευαγγέλιο και το Μηναίο του παπά και του ιερομόναχου, βοήθησε το σκλαβωμένο γένος να ξεπεράσει την πίεση του αλλόθρησκου κατακτητή και να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά του. Η Εκκλησία, για αιώνες μετά την πτώση της Βασιλεύουσας έως την αναγέννηση του έθνους, στάθηκε στο ύψος της καλύπτοντας τόσο τις θρησκευτικές όσο και τις εκπαιδευτικές ανάγκες του υπόδουλου γένους. Η συμβολή της Εκκλησίας στη διάσωση του γένους στη μετά την Άλωση περίοδο της δουλείας έως το 1821 ήταν καθοριστική, αφού μέσα από τους κόλπους της ξεπήδησε η πολυπόθητη λευτεριά. Η Ελλάς εν ψαλμωδίαις και δοξολογίαις εκ των βυζαντινών ερειπίων της ανηγέρθη (Σπ. Ζαμπέλιου, Άσματα Δημοτικά της Ελλάδος, 1852) αποτίναξε τον σκληρό Οθωμανό δυνάστη της, βήμα βήμα μεγάλωσε, αναπτύχθηκε και σήμερα πλέον χαράζει την πορεία της προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωσή της, καλύπτοντας με γοργούς ρυθμούς τους τέσσερις αιώνες οθωμανικής δουλείας που την απέκοψαν από την επιστημονική πρωτοπορία.
Επίλογος
Στον Μεσαίωνα, η
πολιτική και θρησκευτική ομοιογένεια ενός κράτους σχετιζόταν άμεσα με την
επιβίωσή του, με αποτέλεσμα η επιστημονική και γενικότερα η πνευματική
δραστηριότητα σε αυτό να εναρμονίζεται με τις κρατούσες αντιλήψεις. Το Βυζάντιο,
παρά τον αρχικό ρωμαϊκό χαρακτήρα του και τις μετέπειτα επαφές του με τον
ακμάζοντα αραβικό πολιτισμό, ήταν μία χριστιανική αυτοκρατορία. Επομένως, η
αστρονομία στο Βυζάντιο έπρεπε να εναρμονιστεί με εκείνο το κοσμολογικό πλαίσιο
το οποίο είχε γίνει αποδεκτό από την Εκκλησία. Αυτό οριοθετoύνταν από την
αριστοτελική κοσμολογία και το πτολεμαϊκό πλανητικό σύστημα. Συνεπώς ο Ερμής, η
Αφροδίτη, ο Άρης, ο Δίας, ο Κρόνος, η Σελήνη και ο Ήλιος «έπρεπε» να
περιφέρονται γύρω από την επίπεδη και ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος
Γη.
Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: Η κλασική παιδεία βοηθά τη φυσική γνώση (του ανθρώπου για τα πράγματα), αλλά ποτέ δεν μπορεί η ίδια να γίνει πνευματική γνώση, αν δεν ενωθεί με την πίστη και με την αγάπη του Θεού και, πολύ περισσότερο, αν δεν αναγεννηθεί από την αγάπη αυτή και από τη χάρη που πηγάζει απ' την αγάπη, και αν δεν γίνει διαφορετική απ' αυτό που ήταν πριν, δηλαδή καινούργια, όμοια με τον Θεό, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή από λόγια που φωτίζουν αυτούς που τα ακούν και από καλούς καρπούς, γνώση η οποία ονομάζεται και σοφία του Θεού... Όταν, λοιπόν, τα συμβατά με τις βυζαντινές θρησκευτικές αντιλήψεις λόγια του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά κάνουν λόγο για ευπειθή γνώση ενωμένη με την πίστη, είναι εύκολα αντιληπτό το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινηθούν τόσο η αστρονομία όσο και οι θετικοί επιστήμονες.
Είναι γεγονός ότι οι ιεράρχες στο Βυζάντιο συμμετείχαν και είχαν, κατά καιρούς, κύριο λόγο στα διοικητικά του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι οι ηγετικές δομές της νέας αυτοκρατορίας επέλεξαν να υιοθετήσουν ως κρατική θρησκεία τον Χριστιανισμό, ή μάλλον για να κυριολεκτούμε ένα μόρφωμα του Χριστιανισμού, το οποίο θα ήταν πρόθυμο να τις εξυπηρετήσει• και πράγματι τις εξυπηρετούσε.
Εμπόδιο στην εξέλιξη της αστρονομίας αποτελούσε επίσης και η επί αιώνες ακμάζουσα ψευδοεπιστήμη της αστρολογίας, η οποία οδηγούσε τα αμαθή πλήθη σε μια στατική και μοιρολατρική θεώρηση του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι υποχείριοι της αστρολογίας υπήρξαν και αρκετοί αυτοκράτορες. Σε αυτή την κατάσταση ερχόταν να προστεθεί και το ότι η ανώτατη μόρφωση ήταν προσβάσιμη μόνο από παιδιά επιφανών οικογενειών, καθώς και από συγγενείς και προστατευόμενους ανώτατων αξιωματούχων ή μητροπολιτών. Οι απλοί πολίτες λοιπόν δεν είχαν άμεση πρόσβαση στην ανώτατη μόρφωση, ενώ εκείνοι που είχαν αποτελούσαν μέρος ενός αυτοαναπαραγόμενου συστήματος, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο γι' αυτούς να υιοθετήσουν «ενοχλητικές» καινοτομίες.
Εντούτοις από το Βυζάντιο δεν έλειψαν οι πολυμαθείς επιστήμονες, πολλοί από τους οποίους μάλιστα ανέλαβαν υψηλά πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Ευτυχώς δεν έσβησε η ενασχόληση με τα αρχαιοελληνικά έργα, που οδήγησε και στη διάσωση πολλών από αυτά. Έλειψε ωστόσο η σαφής πρωτοπορία, η αμφισβήτηση, οι καινοτόμες ιδέες, πράγματα που θα μπορούσε να οδηγήσουν τη βυζαντινή επιστήμη σε μεγάλα επιτεύγματα και σημαντικές εξελίξεις. Αυτό όμως που μετά βεβαιότητος κατορθώθηκε στο Βυζάντιο ήταν να οργανωθεί, κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα, η αστρονομία ως επιστήμη απαλλαγμένη πλέον από τις αστρολογικές και τις παγανιστικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Αλλά αυτό σε έντεκα αιώνες δυναμικής ιστορίας δεν αποτελεί κατόρθωμα πρώτου μεγέθους, ούτε καν δεύτερου..., και η σύγκριση με τις συντομότερες αλλά σαφώς πλουσιότερες και σημαντικότερες επιστημονικά περιόδους, την αρχαιοελληνική και την ελληνιστική, είναι μάλλον απογοητευτική.
Ποια ήταν τα όρια της αστρονομίας την εποχή εκείνη; Μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει η επιστήμη της αστρονομίας κατά τον χριστιανικό βυζαντινό Μεσαίωνα; Μετά βεβαιότητος όχι πολύ μακρύτερα από εκεί που έφτασε... Ο τεχνολογικός πολιτισμός δεν είχε αναπτυχθεί κατάλληλα για να επιτρέψει σπουδαίες αλλαγές και καινοτομίες. Ακόμη κι αν είχε γεννηθεί τότε κάποιος Βυζαντινός επιστήμονας που θα «προλάβαινε» τον Κέπλερ και θα τοποθετούσε τη Γη και τους υπόλοιπους πλανήτες σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από τον Ήλιο, αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Θα χρειαζόταν οπωσδήποτε ένας τρόπος, μια μέθοδος, ένα ιδιαίτερο επιστημονικό οπτικό όργανο προκειμένου να δουν όλοι με τα μάτια τους την ατελή επιφάνεια της Σελήνης και τους τέσσερις μεγαλύτερους δορυφόρους του Δία, ώστε να «παραμερίσουν» την αριστοτελική κοσμολογία και το δομημένο και καλά θεμελιωμένο από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο γεωκεντρικό σύστημα.
Χαρακτηριστικά είναι και τα λόγια του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: Η κλασική παιδεία βοηθά τη φυσική γνώση (του ανθρώπου για τα πράγματα), αλλά ποτέ δεν μπορεί η ίδια να γίνει πνευματική γνώση, αν δεν ενωθεί με την πίστη και με την αγάπη του Θεού και, πολύ περισσότερο, αν δεν αναγεννηθεί από την αγάπη αυτή και από τη χάρη που πηγάζει απ' την αγάπη, και αν δεν γίνει διαφορετική απ' αυτό που ήταν πριν, δηλαδή καινούργια, όμοια με τον Θεό, αγνή, ειρηνική, επιεικής, ευπειθής, μεστή από λόγια που φωτίζουν αυτούς που τα ακούν και από καλούς καρπούς, γνώση η οποία ονομάζεται και σοφία του Θεού... Όταν, λοιπόν, τα συμβατά με τις βυζαντινές θρησκευτικές αντιλήψεις λόγια του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά κάνουν λόγο για ευπειθή γνώση ενωμένη με την πίστη, είναι εύκολα αντιληπτό το ασφυκτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έπρεπε να κινηθούν τόσο η αστρονομία όσο και οι θετικοί επιστήμονες.
Είναι γεγονός ότι οι ιεράρχες στο Βυζάντιο συμμετείχαν και είχαν, κατά καιρούς, κύριο λόγο στα διοικητικά του κράτους. Αυτό σημαίνει ότι οι ηγετικές δομές της νέας αυτοκρατορίας επέλεξαν να υιοθετήσουν ως κρατική θρησκεία τον Χριστιανισμό, ή μάλλον για να κυριολεκτούμε ένα μόρφωμα του Χριστιανισμού, το οποίο θα ήταν πρόθυμο να τις εξυπηρετήσει• και πράγματι τις εξυπηρετούσε.
Εμπόδιο στην εξέλιξη της αστρονομίας αποτελούσε επίσης και η επί αιώνες ακμάζουσα ψευδοεπιστήμη της αστρολογίας, η οποία οδηγούσε τα αμαθή πλήθη σε μια στατική και μοιρολατρική θεώρηση του κόσμου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι υποχείριοι της αστρολογίας υπήρξαν και αρκετοί αυτοκράτορες. Σε αυτή την κατάσταση ερχόταν να προστεθεί και το ότι η ανώτατη μόρφωση ήταν προσβάσιμη μόνο από παιδιά επιφανών οικογενειών, καθώς και από συγγενείς και προστατευόμενους ανώτατων αξιωματούχων ή μητροπολιτών. Οι απλοί πολίτες λοιπόν δεν είχαν άμεση πρόσβαση στην ανώτατη μόρφωση, ενώ εκείνοι που είχαν αποτελούσαν μέρος ενός αυτοαναπαραγόμενου συστήματος, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολο γι' αυτούς να υιοθετήσουν «ενοχλητικές» καινοτομίες.
Εντούτοις από το Βυζάντιο δεν έλειψαν οι πολυμαθείς επιστήμονες, πολλοί από τους οποίους μάλιστα ανέλαβαν υψηλά πολιτικά και θρησκευτικά αξιώματα. Ευτυχώς δεν έσβησε η ενασχόληση με τα αρχαιοελληνικά έργα, που οδήγησε και στη διάσωση πολλών από αυτά. Έλειψε ωστόσο η σαφής πρωτοπορία, η αμφισβήτηση, οι καινοτόμες ιδέες, πράγματα που θα μπορούσε να οδηγήσουν τη βυζαντινή επιστήμη σε μεγάλα επιτεύγματα και σημαντικές εξελίξεις. Αυτό όμως που μετά βεβαιότητος κατορθώθηκε στο Βυζάντιο ήταν να οργανωθεί, κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα, η αστρονομία ως επιστήμη απαλλαγμένη πλέον από τις αστρολογικές και τις παγανιστικές προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Αλλά αυτό σε έντεκα αιώνες δυναμικής ιστορίας δεν αποτελεί κατόρθωμα πρώτου μεγέθους, ούτε καν δεύτερου..., και η σύγκριση με τις συντομότερες αλλά σαφώς πλουσιότερες και σημαντικότερες επιστημονικά περιόδους, την αρχαιοελληνική και την ελληνιστική, είναι μάλλον απογοητευτική.
Ποια ήταν τα όρια της αστρονομίας την εποχή εκείνη; Μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει η επιστήμη της αστρονομίας κατά τον χριστιανικό βυζαντινό Μεσαίωνα; Μετά βεβαιότητος όχι πολύ μακρύτερα από εκεί που έφτασε... Ο τεχνολογικός πολιτισμός δεν είχε αναπτυχθεί κατάλληλα για να επιτρέψει σπουδαίες αλλαγές και καινοτομίες. Ακόμη κι αν είχε γεννηθεί τότε κάποιος Βυζαντινός επιστήμονας που θα «προλάβαινε» τον Κέπλερ και θα τοποθετούσε τη Γη και τους υπόλοιπους πλανήτες σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από τον Ήλιο, αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Θα χρειαζόταν οπωσδήποτε ένας τρόπος, μια μέθοδος, ένα ιδιαίτερο επιστημονικό οπτικό όργανο προκειμένου να δουν όλοι με τα μάτια τους την ατελή επιφάνεια της Σελήνης και τους τέσσερις μεγαλύτερους δορυφόρους του Δία, ώστε να «παραμερίσουν» την αριστοτελική κοσμολογία και το δομημένο και καλά θεμελιωμένο από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο γεωκεντρικό σύστημα.
Αυτό το όργανο πράγματι υπήρξε το
τηλεσκόπιο, το οποίο «έσπασε» τα γήινα δεσμά μας και επέτρεψε στον Γαλιλαίο, το
1609, να δει πρώτος τα -μέχρι τότε- άγνωστα και ακατάληπτα μυστικά του
πλανητικού μας συστήματος. Έπρεπε οπωσδήποτε να εφευρεθεί ένα τέτοιο οπτικό
όργανο προκειμένου να πειστούν οι εγωκεντρικές ανθρώπινες κοινωνίες για την
ανυπαρξία του γεωκεντρικού πλανητικού συστήματος και να υιοθετήσουν στη θέση του
το αντίστοιχο ηλιακό, το οποίο υποστήριζαν από το παρελθόν οι δοξασίες των
Πυθαγορείων, του Αρίσταρχου του Σάμιου, του αυτοκράτορα Ιουλιανού κ.ά.
Χρειάζονταν λοιπόν αποδείξεις, αλλά στον βυζαντινό, καθώς και στον δυτικό
Μεσαίωνα, δεν υπήρχε και δεν θα μπορούσε άλλωστε να υπάρξει καμιά απόδειξη η
οποία να καταδείκνυε ότι η αντιληπτή στην καθημερινότητα κατάσταση της περιφοράς
των ουρανίων σωμάτων γύρω από την επίπεδη, απέραντη Γη ήταν απλώς μια
ψευδαίσθηση. Πόσο μάλλον όταν σ' αυτήν ακριβώς την ψευδαίσθηση στηρίχτηκαν
αφενός μεν ο αστρονομικά «στατικός» Χριστιανισμός και οι κρατικές - κοινωνικές
εξουσίες της εποχής, αφετέρου δε η βαθιά ριζωμένη στις ανθρώπινες κοινωνίες, και
βασισμένη στην ψυχολογική σύγχυση και την αμάθεια, αστρολογία. Ακόμα και στις
μέρες μας, που η αστρονομία έχει προ πολλού συναντήσει και ενισχύσει τη φυσική,
ως αστροφυσική, στα επιτεύγματά της, η ψυχολογική σύγχυση και η σχετική με τις
επιστήμες αμάθεια παραμένουν και διατηρούν ισχυρές τόσο την αστρολογία όσο και
τη στατική θεώρηση του κόσμου.
Θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει την έλλειψη επιστημονικής πρωτοπορίας στον βυζαντινό μεσαιωνικό κόσμο κάνοντας αναφορά στους συνεχείς πολέμους, τις θρησκευτικές διαμάχες και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Όμως, ανέκαθεν η επιστημονική πρωτοπορία ήταν υπόθεση μεμονωμένων προσπαθειών και λίγων ατόμων.
Αρκεί λοιπόν η επίκληση της έλλειψης ικανού τεχνολογικού επιπέδου για την ανάπτυξη της αστρονομίας ώστε να δικαιολογήσει τα γεγονότα, χωρίς αυτό να «αθωώνει» το ασφυκτικό, συντηρητικό και οπισθοδρομικό περιβάλλον του Μεσαίωνα; Κι αν η κορυφαία στιγμή της βυζαντινής αστρονομίας, δηλαδή η πρόταση του Νικηφόρου Γρηγορά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ το 1324 για την αλλαγή του Ιουλιανού ημερολογίου, είναι με τα σημερινά δεδομένα μάλλον ασήμαντη, με τα δεδομένα της εποχής εκείνης όχι μόνο ήταν κορυφαία, αλλά επιπλέον δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει κάτι σημαντικότερο, το οποίο ταυτόχρονα να μπορούσε να αποδειχτεί.
Γίνεται λοιπόν φανερός ο τρόπος με τον οποίο η πνευματική και υλική κατάσταση ενός πολιτισμού αποτυπώνονται στην αστρονομία, η μεν πρώτη διαχωρίζοντας και τακτοποιώντας, λιγότερο ή περισσότερο, τις διακινούμενες ιδέες και η δεύτερη θέτοντας, λιγότερα ή περισσότερα, τεχνολογικά όρια.
Επίσης, γίνεται κατανοητή η ώθηση που έδωσε στην ανθρωπότητα η εμφάνιση της φυσικής με τη σημερινή έννοια του όρου, με το να αποτελέσει δηλαδή τη γέφυρα μεταξύ ενός -για αιώνες- στατικού και άπρακτου επιστημονικά κόσμου και ενός κόσμου επαναστατικών καινοτομιών και εξελίξεων.
Τα μυστήρια της φύσης και ιδιαίτερα του Σύμπαντος σχετίζονται με τα οντολογικά ερωτήματα του ανθρώπου, και έτσι θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν ψυχοσυνθέσεις και προσωπικές θεωρήσεις του κόσμου. Ταυτόχρονα, οι εσωτερικές ανθρώπινες ανασφάλειες θα συνεχίσουν να παρεμποδίζουν την ελεύθερη αντιμετώπιση του Σύμπαντος. Αυτές όμως οι ανασφάλειες είναι αρχαιότερες της αστρονομίας και κάθε επιστήμης, ενώ, για να ξεπεραστούν, θα πρέπει πρώτα να γίνουν σεβαστές και κατανοητές.
Η μελέτη της βυζαντινής αστρονομίας, η σχέση της με την Ορθόδοξη Εκκλησία και την αστρολογία, καθώς και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο άκμασαν οι Βυζαντινοί επιστήμονες-φορείς της, βρίσκονται σε αυτή την κατεύθυνση και επιτρέπουν γενικότερα συμπεράσματα, κάποια από τα οποία εκτέθηκαν στη μελέτη μας.
Επιπλέον, η πρόοδος των βυζαντινών ερευνών έχει ιστορική και φιλοσοφική αξία για την αστρονομία και μπορεί να διαφωτίσει μια περίοδο που για τον κάθε αντικειμενικό μελετητή της δεν είναι ούτε τόσο σκοτεινή όσο θα περίμενε, ούτε τόσο φωτεινή όσο θα ήλπιζε.
Ουσιαστικά το Βυζάντιο ζει ακόμα στη σύγχρονη Ελλάδα και ένα από τα πλέον σημαντικά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι η ορθόδοξη πνευματικότητά του. Πράγματι, η Ορθοδοξία είναι ισχυρότατο στοιχείο ταυτότητας για τον Έλληνα, τόσο πολιτισμικό όσο και ψυχολογικό. Και στο σημείο αυτό ασπαζόμαστε τις απόψεις του Κάλλιστου Γουέαρ, μητροπολίτη Διοκλείας, ο οποίος σε σχετική συνέντευξή του αναφέρει χαρακτηριστικά τα παρακάτω: Το Βυζάντιο παραμένει μια άκρως σημαντική περίοδος της ιστορίας του Χριστιανισμού και της ανθρωπότητας. Παρά τις όποιες αποτυχίες του, υπάρχουν πολλά που μπορούν να μας εμπνεύσουν, ακόμη και σήμερα: οπωσδήποτε στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική, αλλά και στη θεολογία και όλες τις πτυχές της ανθρώπινης σκέψης... Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, από τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα και εξής, βλέπω μιαν ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση ανάμεσα στον Ελληνισμό και το Βυζάντιο, ανάμεσα στον «Έλληνα» και στον «Ρωμιό». Και δεν θεωρώ ότι αυτά τα δύο είναι αλληλοαποκλειόμενα ή ότι βρίσκονται σε αντίθεση. Χωρίς αμφιβολία, όμως, υπήρξαν στο παρελθόν πολλές εντάσεις. Αλλά αυτό είναι που κάνει την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας τόσο συναρπαστική... Πιστεύω επίσης ότι το Βυζάντιο μπορεί να συνεχίσει να ζει στη σύγχρονη Ελλάδα, όπως ακριβώς εξακολουθεί να ζει και η παράδοση του Ελληνισμού. Θα πρέπει όμως να μάθουμε, ως ορθόδοξοι, να εκφράζουμε αυτά τα πράγματα σε μια κοινωνία που, ακόμη και στην Ελλάδα, γίνεται όλο και περισσότερο μη θρησκευτική. Αλλά πιστεύω ακόμη ότι αυτές οι ιδέες δεν έχουν χάσει την αξία τους (Καθημερινή, 20 Ιανουαρίου 2008).
Θα μπορούσε κανείς να δικαιολογήσει την έλλειψη επιστημονικής πρωτοπορίας στον βυζαντινό μεσαιωνικό κόσμο κάνοντας αναφορά στους συνεχείς πολέμους, τις θρησκευτικές διαμάχες και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Όμως, ανέκαθεν η επιστημονική πρωτοπορία ήταν υπόθεση μεμονωμένων προσπαθειών και λίγων ατόμων.
Αρκεί λοιπόν η επίκληση της έλλειψης ικανού τεχνολογικού επιπέδου για την ανάπτυξη της αστρονομίας ώστε να δικαιολογήσει τα γεγονότα, χωρίς αυτό να «αθωώνει» το ασφυκτικό, συντηρητικό και οπισθοδρομικό περιβάλλον του Μεσαίωνα; Κι αν η κορυφαία στιγμή της βυζαντινής αστρονομίας, δηλαδή η πρόταση του Νικηφόρου Γρηγορά στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β΄ το 1324 για την αλλαγή του Ιουλιανού ημερολογίου, είναι με τα σημερινά δεδομένα μάλλον ασήμαντη, με τα δεδομένα της εποχής εκείνης όχι μόνο ήταν κορυφαία, αλλά επιπλέον δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει κάτι σημαντικότερο, το οποίο ταυτόχρονα να μπορούσε να αποδειχτεί.
Γίνεται λοιπόν φανερός ο τρόπος με τον οποίο η πνευματική και υλική κατάσταση ενός πολιτισμού αποτυπώνονται στην αστρονομία, η μεν πρώτη διαχωρίζοντας και τακτοποιώντας, λιγότερο ή περισσότερο, τις διακινούμενες ιδέες και η δεύτερη θέτοντας, λιγότερα ή περισσότερα, τεχνολογικά όρια.
Επίσης, γίνεται κατανοητή η ώθηση που έδωσε στην ανθρωπότητα η εμφάνιση της φυσικής με τη σημερινή έννοια του όρου, με το να αποτελέσει δηλαδή τη γέφυρα μεταξύ ενός -για αιώνες- στατικού και άπρακτου επιστημονικά κόσμου και ενός κόσμου επαναστατικών καινοτομιών και εξελίξεων.
Τα μυστήρια της φύσης και ιδιαίτερα του Σύμπαντος σχετίζονται με τα οντολογικά ερωτήματα του ανθρώπου, και έτσι θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν ψυχοσυνθέσεις και προσωπικές θεωρήσεις του κόσμου. Ταυτόχρονα, οι εσωτερικές ανθρώπινες ανασφάλειες θα συνεχίσουν να παρεμποδίζουν την ελεύθερη αντιμετώπιση του Σύμπαντος. Αυτές όμως οι ανασφάλειες είναι αρχαιότερες της αστρονομίας και κάθε επιστήμης, ενώ, για να ξεπεραστούν, θα πρέπει πρώτα να γίνουν σεβαστές και κατανοητές.
Η μελέτη της βυζαντινής αστρονομίας, η σχέση της με την Ορθόδοξη Εκκλησία και την αστρολογία, καθώς και το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο άκμασαν οι Βυζαντινοί επιστήμονες-φορείς της, βρίσκονται σε αυτή την κατεύθυνση και επιτρέπουν γενικότερα συμπεράσματα, κάποια από τα οποία εκτέθηκαν στη μελέτη μας.
Επιπλέον, η πρόοδος των βυζαντινών ερευνών έχει ιστορική και φιλοσοφική αξία για την αστρονομία και μπορεί να διαφωτίσει μια περίοδο που για τον κάθε αντικειμενικό μελετητή της δεν είναι ούτε τόσο σκοτεινή όσο θα περίμενε, ούτε τόσο φωτεινή όσο θα ήλπιζε.
Ουσιαστικά το Βυζάντιο ζει ακόμα στη σύγχρονη Ελλάδα και ένα από τα πλέον σημαντικά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι η ορθόδοξη πνευματικότητά του. Πράγματι, η Ορθοδοξία είναι ισχυρότατο στοιχείο ταυτότητας για τον Έλληνα, τόσο πολιτισμικό όσο και ψυχολογικό. Και στο σημείο αυτό ασπαζόμαστε τις απόψεις του Κάλλιστου Γουέαρ, μητροπολίτη Διοκλείας, ο οποίος σε σχετική συνέντευξή του αναφέρει χαρακτηριστικά τα παρακάτω: Το Βυζάντιο παραμένει μια άκρως σημαντική περίοδος της ιστορίας του Χριστιανισμού και της ανθρωπότητας. Παρά τις όποιες αποτυχίες του, υπάρχουν πολλά που μπορούν να μας εμπνεύσουν, ακόμη και σήμερα: οπωσδήποτε στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική, αλλά και στη θεολογία και όλες τις πτυχές της ανθρώπινης σκέψης... Στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, από τα τέλη του δεκάτου ογδόου αιώνα και εξής, βλέπω μιαν ενδιαφέρουσα αλληλεπίδραση ανάμεσα στον Ελληνισμό και το Βυζάντιο, ανάμεσα στον «Έλληνα» και στον «Ρωμιό». Και δεν θεωρώ ότι αυτά τα δύο είναι αλληλοαποκλειόμενα ή ότι βρίσκονται σε αντίθεση. Χωρίς αμφιβολία, όμως, υπήρξαν στο παρελθόν πολλές εντάσεις. Αλλά αυτό είναι που κάνει την ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας τόσο συναρπαστική... Πιστεύω επίσης ότι το Βυζάντιο μπορεί να συνεχίσει να ζει στη σύγχρονη Ελλάδα, όπως ακριβώς εξακολουθεί να ζει και η παράδοση του Ελληνισμού. Θα πρέπει όμως να μάθουμε, ως ορθόδοξοι, να εκφράζουμε αυτά τα πράγματα σε μια κοινωνία που, ακόμη και στην Ελλάδα, γίνεται όλο και περισσότερο μη θρησκευτική. Αλλά πιστεύω ακόμη ότι αυτές οι ιδέες δεν έχουν χάσει την αξία τους (Καθημερινή, 20 Ιανουαρίου 2008).
Οι συγγραφείς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου